Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

1. Αδελφική Αγάπη

Η Αμαρυλλίς συνήλθε μετά από ώρες. Έξω είχε νυχτώσει και το σπίτι ήταν ήσυχο, πράγμα που σήμαινε πως ο Πάρης δεν είχε γυρίσει ακόμη. Με αργές κινήσεις, κατόρθωσε να σηκωθεί από το πάτωμα. Ψηλάφισε το κεφάλι της και ευτυχώς δεν είχε αίμα όμως όλο της το κορμί ήταν μουδιασμένο.
Στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου της για να ελέγξει την έκταση της ζημιάς που είχε προκαλέσει ο Πάρης με τα χέρια του. Από την μύτη της, έσταζε λίγο αίμα ενώ τα χείλη της είχαν εκδορές από τα άγρια χαστούκια που είχε φάει. Τα μάγουλα της ήταν μελανιασμένα όμως η μεγάλη διαφορά ήταν στα μάτια της που δεν άρμοζαν σε μια όμορφη και νέα γυναίκα. Ήταν σκοτεινά και θλιμμένα ενώ κάποτε έλαμπαν από όρεξη για ζωή.
  Ένα μπάνιο για να καθαρίσει το σώμα της ήταν απαραίτητο. Αφαίρεσε με μεγάλο κόπο όλα της τα ρούχα πετώντας τα στο καλάθι με τα άπλυτα. Όταν ένιωσε το νερό να την λούζει, αφέθηκε σε αυτήν την αίσθηση της ηρεμίας που πάντα της προκαλούσε το υγρό στοιχείο. Όμως, από ποια βρύση άραγε τρέχει το μαγικό νερό που μπορεί να απαλύνει τον πόνο, την εξαθλίωση   και την απογοήτευση των ανθρώπων που συνειδητοποιούν ότι από δικές τους λάθος επιλογές υποφέρουν? Η Αμαρρυλίς έκλαιγε καθώς σαπούνιζε με απαλές κινήσεις το ταλαιπωρημένο κορμί της. Αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να την αγαπήσει ξανά άνδρας με τα τόσα σημάδια, ψυχικά και σωματικά που έφερε.
  Αισθανόταν βαθύτατα προδομένη από τον Πάρη. Τον άνθρωπο αυτόν εκείνη τον φρόντιζε και  τον αγαπούσε όσο καιρό ήταν μαζί και δεν καταλάβαινε που στο καλό πήγαν όλοι οι όρκοι αγάπης, τα τρυφερά λόγια, τα ««σε αγαπώ»», ο παθιασμένος έρωτας. Πώς ένας άνδρας που θα πέθαινε για εκείνη όπως συχνά πυκνά της έλεγε είχε ασκήσει βία επάνω της που θα μπορούσε  να την είχε  στείλει στον άλλο κόσμο? Αν και έξυπνη, αδυνατούσε να βρει την λύση.
Ντύθηκε με μαύρα ρούχα αφού μόνο αυτά ταίριαζαν με την ψυχολογία της και φορώντας τα παπούτσια της κατευθύνθηκε προς την έξοδο χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της. Δεν ήθελε τίποτε να πάρει μαζί της. Μόνο την τσάντα της πήρε μαζί με το κινητό της. Δεν ήθελε τίποτε άλλο που της είχε αγοράσει εκείνος με τα χρήματα του. Τα ακριβά φορέματα έμειναν στις κρεμάστρες, τα χρήματα για ώρα ανάγκης και τα βιβλιάρια τραπέζης στο συρτάρι τους και τα κοσμήματα στα κουτιά τους. Κοίταξε την βέρα της και την έβγαλε τρέμοντας από το δάχτυλο της τοποθετώντας την επάνω σε ένα μικρό τραπεζάκι μαζί με τα κλειδιά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε το πόμολο που θα τη οδηγούσε στην ελευθερία της.
  Ωστόσο, μέσα στην βιασύνη της να φύγει ξέχασε να βάλει κάλτσες και παπούτσια. Έτσι, όπως έτρεχε μέσα στους δρόμους προσπερνώντας μαγαζιά όπου ακούγονταν μουσικές και γέλια,  βλέποντας νεαρά ζευγάρια που αντάλασσαν ζουμερά φιλιά  και παρέες οι οποίες την προσπερνούσαν αδιάφορα ένιωσε σαν άδικη κατάρα,σαν παραφωνία μέσα σε όλες αυτές τις εικόνες ευτυχίας που αντίκριζε. Ο στόχος της ήταν να φθάσει στο σπίτι της δίδυμης   αδελφής της που βρισκόταν λίγα τετράγωνα μακριά. 
  Η Ειρήνη είχε τελειώσει νομική και πλέον δούλευε στο δικηγορικό γραφείο του κυρίου Έκτορα Φωτιάδη. Οι δύο αδελφές είχαν πολύ καλές σχέσεις ενώ έβγαιναν τακτικά για καφέ, φαγητό και ψώνια συζητώντας παράλληλα και τα δικά τους προσωπικά θέματα. Ούτε η Ρηνούλα όπως την φώναζε χαϊδευτικά είχε αντέξει τον σατράπη πατέρα παίρνοντας το δρόμο για την πρωτεύουσα. Διατηρούσε σχέση με έναν αξιόλογο νεαρό, τον Στέφανο ενώ μόλις τελείωσε την σχολή της αποφάσισαν να συγκατοικήσουν. Οι γονείς του είχαν ήδη γνωρίσει την νεαρή γυναίκα η οποία τους έκανε ιδιαίτερα καλή εντύπωση. 
Η Ειρήνη δεν μπορούσε να ησυχάσει στριφογυρνώντας στο διπλό  κρεβάτι. Ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε σωστά, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι. Ο Στέφανος ταραγμένος από την ανησυχία της κοπέλας του άναψε την μικρή λάμπα που βρισκόταν επάνω στο κομοδίνο  και την κοίταξε νυσταγμένος.
««Τι συνέβη μάτια μου γιατί δεν μπορείς να κοιμηθείς?”» ρώτησε τρυφερά φιλώντας την βάση του λαιμού της.
« «Δεν ξέρω αγάπη μου , έχω κακό προαίσθημα για την Αμαρρυλίς»» πρόφερε ανήσυχη. Οι γυμνές πατούσες της άγγιξαν το ξύλινο δάπεδο  της κρεβατοκάμαρας τους. Πήγε στην κουζίνα για να πιει ένα ποτήρι  νερό μπας και καταφέρει να ηρεμήσει. Έριξε μια ματιά στην κουζίνα η οποία ήταν πάντα τακτοποιημένη και καθαρή χάρη στην δική της φροντίδα.
  Ξαφνικά, ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Η Ειρήνη άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε μια Αμαρρυλίς όπως δεν την είχε δει ποτέ ξανά : κακοποιημένη, βρώμικη και απελπισμένη.
««Αμι μου»» πρόφερε τρομαγμένη αρπάζοντας την στην αγκαλιά της. Η Αμαρρυλίς ξέσπασε για άλλη μια φορά σε κλάματα ενώ έπεσε στα γόνατα καθώς τα πόδια της αδυνατούσαν να την κρατήσουν όρθια. «« Τι σου έκανε πάλι ο αλήτης κορίτσι μου»» αναρωτήθηκε χαιδεύοντας απαλά την πλάτη της προσπαθώντας να την ηρεμήσει.
««Δεν μπορώ άλλο Ρηνάκι δεν μπορώ να μείνω άλλο μαζί του»» η βραχνή, παραπονεμένη φωνή της Αμαρρυλίς ακούστηκε ενώ με την παλάμη της πάλεψε να σκουπίσει τα δάκρυα της.
« «Παράτα τον επιτέλους ρε πουλάκι μου.. απορώ τι του βρήκες του αχαΐρευτου. Λυπήσου τον εαυτό σου που σε έχει σακατέψει στο ξύλο!»»
««Δεν θα ξαναγυρίσω εκεί μέσα Ρηνιώ. Προτιμώ να πεθάνω της πείνας παρά να ζήσω άλλη μια ώρα κοντά του»»
««Δεν σηκώνω κουβέντα. Θα έρθεις να μείνεις μαζί μας εδώ. Δεν σε αφήνω μόνη σου ξανά στο υπόσχομαι»»
««Κορίτσια... »» η απαλή φωνή του Στέφανου έκανε δύο ζευγάρια όμοιων οφθαλμών να τον κοιτάξουν. Είχε στηρίξει το σώμα του στον τοίχο και είχε ακούσει την κουβέντα των δύο κοριτσιών. Ο ίδιος απεχθανόταν τους άνδρες οι οποίοι σήκωναν χέρι στις γυναίκες. Συμπαθούσε πολύ την Αμαρρυλίς βλέποντας την σαν αδελφή του. Ο άνδρας της πρέπει να ήταν πολύ μεγάλος βλάκας που της φέρθηκε έτσι. Ήταν σίγουρος βέβαια πως εκείνη δεν είχε δώσει κανένα απολύτως δικαίωμα καθώς πάντα ήταν μετρημένη στις κινήσεις και στα λόγια της ειδικά μπροστά σε κόσμο.
««Καλύτερα η Αμι να κοιμηθεί στον καναπέ του σαλονιού σήμερα. Της έχω στρώσει ήδη. Όσο για τον καλό σου μην ανησυχείς.
Ας κοπιάσει και θα τον περιποιηθούμε καταλλήλως»» τόνισε με μια δόση θυμού και αποσύρθηκε.
««Έχω το καλύτερο αγόρι του κόσμου»» καμάρωσε η Ειρήνη κάνοντας την Αμαρυλλίς να ξεσπάσει σε γέλια από το ύφος της.
Θαρρείς και το γέλιο διέλυσε για λίγο τα σύννεφα της καρδιάς της Αμαρρυλίς. Η Ειρήνη μάντεψε τις σκέψεις και κράτησε τα χέρια της μέσα στα δικά της.
««Μην ανησυχείς αδελφούλα, εγώ είμαι εδώ.
Μαζί θα το αντιμετωπίσουμε και αυτό.»» χαμογέλασε προσπαθώντας να της δώσει κουράγιο. Με μεγάλη ευχαρίστηση, είδε ένα αχνό χαμόγελο στα σακατεμένα χείλη της.
« «Μπορείς να κοιμηθούμε μαζί σήμερα?»» ρώτησε η Αμαρρυλίς σαν μικρό παιδάκι. Η Ειρήνη της εγνεψε καταφατικά.
Οι δύο αδελφές κοιμήθηκαν αγκαλιασμένες στο μεγάλο λευκό καναπέ του σαλονιού όπως όταν ήταν μικρές. Τελικά, στην ζωή αυτή τίποτε δεν είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια. Η μητέρα τους τούς είχε πει ότι την οικογένεια την βρίσκεις και αφού την βρίσκεις,θα την προστατεύεις και θα την σέβεσαι. Αυτό ακριβώς ήταν έτοιμη να πράξει και η Ειρήνη. Θα προστάτευε την Αμαρρυλίς με όποιο κόστος...
  
 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro