Του στερνού σου ταξιδιού η μεγάλη νύχτα
Πόσα βήματά σου τρεμοστέναξαν στο διάβα του χρόνου.
Λες και η ζωή, σου έταξε ένα μαυροπόρφυρο ταξίδι στους αναστεναγμούς της.
Σαν οι μοίρες, εκείνη την ώρα που γλυκοχάραξε η πρώτη αυγή στα μάτια σου
να ζωγράφισαν πάνω σου τα δικά τους ξόρκια.
Ριγμένος αχόρταγα στο φέγγος της, άπλωσες με τα στιβαρά σου χέρια τα όνειρά σου.
Στης βιοπάλης στενάζοντας τα απομεσήμερα ακούμπησες τον ιδρώτα σου.
Όμορφα, απλά, σαν το γήτεμα της πρώτης νιότης σιγοκυλούσαν στο αίμα σου.
Αξίες, ιδανικά, οράματα, φλόγα και φέγγος. Όλα στη ματιά σου, στης λαλιάς σου
την απαλόθερμη ηχώ. Οι φράσεις της απαίτησης, της διεκδίκησης ο κόσμος.
Και να που πρώιμα άγουρος ο πρώτος έρωτάς σου.
Μεγάλο το ταξίδι του, αφηνιασμένιο άτι.
Εκεί κι ο πρώτος σου καρπός, η πρώτη σου η κόρη.
Που να' βρει άραγες τη διάταξη η ράγα της ζωής σου;
σε ποιο συρμό να φορτωθεί; Σε ποιο ταξίδι να κυλίσει;
Αμάχη δύσκολη, πικρή, τον χωρισμό τον έφερε στου δρόμου σου καρτέρι.
Όμως, οι Μοίρες έγνεθαν ιστό,στης στράτας σου τη ρότα,
ήρθαν απρόσκλητα ξανά του έρωτα τα βέλη,
φέγγος καινούργιο δυνατό να δώσουν στην καρδιά σου.
Και ήρθε εκείνη, όμορφη, ζεστόχρωμη καρδιά
ασάλευτα αισθήματα και πάλι να ξυπνήσει.
Και να σωπάσει θέλησε της πίκρας σου τα λόγια.
Εκείνη! Αφροσταλίδα όμορφη, με το γλυκό το πρόσωπο και τ' άλικα τα χείλη.
Μια αγκαλιά γεμάτη φως αλάργα να σε πάρουνε στο νέο σου ταξίδι.
Μια ολόθερμη αγάπη, ένας έρωτας να κρυφοζεί παντού σε κάθε ρούγα της ζωής.
Κυνηγημένος! Αδιέξοδος! Απ όλους και με όλα. Καταδικασμένος απ τις κενές
ψυχές μιας άδειας ηθικής.
Μολύβι, βαρυστέναγος ο Θάνατος κατηφορίζει.
Στην ώρα εκείνη της ζωής της, την πιο μεγάλη,
μες στα μαβιά του χέρια άρπαγας χωρίς σκέψη καμία,
στου Άδη τις μαβιές αυλές τη νιότη της κουρσεύει.
Πως γίνεται η αγάπη κάδρο ακίνητο κι ανέκφραστο να γίνει;
Πως είναι ο θάνατος να παίρνει τη ζωή σου;
Πως είναι εκείνη η ρόδινη αγκαλιά ανάμνηση να γίνει;
Το παιδί σου. Το φέγγος της αγάπης σας,
Η ζεστόχρωμη ανάσα της, της αγκαλιάς ο πόθος.
Και στη δική σου την καρδιά το απάνεμο λιμάνι.
Σε εκείνο οι στερνές σου εικόνες, της σκέψης σου οι προσμονές,
του λογισμού σου οι ορισμοί για τις μεγάλες ώρες.
Όμως οι μοίρες οι παράξενες, όριζαν τα δικά τους.
Και το δικό τους γέλιο ύστερο, στο μέλλον ακουμπούσαν
λες και εκείνες έγνεθαν του δρόμου σου το διάβα.
Κρυφογελούσαν ένοχα στης σκέψης σου τον πόθο.
Και σαν εκεί, ο Θάνατος ήρθε με τη σκιά του
καρτέρι να στήσει ατέρμονο στης ζήσης σου το χρόνο,
χρωμάτισε τη νύχτα που όρισε στερνό σου το ταξίδι.
Μια νύχτα μολυβόμαβια στου φεγγαριού τη θλίψη.
Και δες στην απονύχτερη αίσθηση της τελευταίας ματιάς σου,
Ω στην ώρα τούτη που αποζητάς την ύστατη τη σμίξη
μες στο θολό σου όνειρο τη μορφή του γιου σου καρτεράς τα μάτια σου να κλείσει.
Πόθος ύστατος, για της ζωής σου το δείλι εκφρασμένος.
Όμως γελασμένος εκείνος που θαρρεί πως των στιγμών
το όρισμα μπορεί να διαφεντεύει.
Πατέρα! Που να το περίμενες στου νου σου τις ορμήνιες.
Η πρώτη κόρη σου εκείνη, στη λήθη ξεχασμένη,
απ της ζωής σου την ηχώ παράμερα αφημένη.
Δικά της χέρια σφάλισαν για πάντα τη ματιά σου.
Δικό της φιλί ολόθερμο σου σφράγισε τα χείλη.
Και η δική της αγκαλιά εξόδιος στο ύστερο το τέλος.
Ενάντια στο όρισμα παλιάς της θέλησής σου.
Το γιο σου οδηγητή καρτέραγες στο μακρινό ταξίδι.
Εκείνη όμως έστερξε να σ' αποχαιρετίσει.
Τα δύο παιδιά σου αντίκρυ σου, στης μνήμης σου το σέβας.
Κάθε που γέρνοντας τιμούν φλογόφεγγο το δείλι,
αγάπης γεννήματα και τα δυό, ευλαβικά ταγμένα
την νύχτα σου να μερέψουνε στο έσχατο ταξίδι.
Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 19 Απρίλη 2019.
Πήρε μέρος στο 23ο δικτυακό "Συμπόσιο ποίησης" που διοργανώνει το μπλογκ "Η ζωή είναι ωραία" (http://princess-airis.blogspot.com/2019/04/23-1.html)
Τιμήθηκε στην 1η θέση ανάμεσα σε 29 ποιήματα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro