Σκέψεις στον καπνό
(Αντιπολεμικό ποίημα)
Κοίτα πώς μούχλιασε ο ουρανός
στης κάπνας το πηχτό το χρώμα!
Κι αυτές οι πυγολαμπίδες αυλακώνουν τον ουρανό σαν πύρινα φίδια.
Άκου τους κρότους του χαμού, των κανονιών τα βόλια,
ολόγυρα μάς ζώσανε σαν πένσας τη λαβίδα.
Άλλαξαν όλα ξαφνικά
σαν να το 'χαν τάμα να ταράξουν της αφασίας το βάλτο.
Μέσα σε λίγες ώρες οι ζωές μας γκρεμίστηκαν με πάταγο,
κάθε όνειρο, κάθε πρόσταγμα βούλιαξε στη φλόγα του πολέμου.
Φίλε μου, ο άνθρωπος έμαθε να βολεύεται στο μικρόκοσμό του,
στήνει δικά του βασίλεια και παραδίνεται στην αυταπάτη του.
Λογίζαμε πως εμάς ο πόλεμος ξανά δεν θα μάς εύρει!
Ο θάνατος και το κακό, για άλλους είν' ορισμένα.
Πόσο ψεύτικα φάνηκαν όλα αυτά Ολέγκ!
Εγώ στο λέω, ο παλιός σου φίλος, ο Ιβάν!
Θα μου πεις, σημασία δεν έχει πως μας λένε,
από πού είμαστε, τι γλώσσα μιλάμε, σε ποιο Θεό πιστεύουμε.
Σημασία έχει ότι το παθαίνουμε.
Μοιραστήκαμε τον ίδιο ιδρώτα στο χωράφι Ολέγκ!
Χρόνια τώρα οι φαμίλιες μας μαζί αντάμα.
Τον ίδιο μόχθο στο γιαπί, στη φάμπρικα και στο γραφείο.
Στων μαγαζιών τις βιτρίνες παρέα χαζέψαμε.
Σταθήκαμε μαζί σ΄ αγώνες για το δίκιο,
στις ιστορίας τις στιγμές αγκαλιασμένοι πεθάναμε στο ίδιο αμπρί.
Στις ίδιες αλάνες ματώσανε τα γόνατά μας,
στο ίδιο χώμα κόψαμε μαργαρίτες για τα στεφάνια του Μαγιού.
Σε κοινά θρανία ακουμπήσαμε Ολέγκ
και να! Θυμάσαι; τα ίδια κορίτσια μάς χαμογέλασαν,
δες εκεί απέναντι, στο αλσάκι αυτό μουσκέψαμε με δάκρυα τους πρώτους έρωτές μας.
Κοίτα το τώρα, να αντίκρυ σου!
Με δέντρα μισοκαμμένα, κουφάρια νεκρά, στων κανονιών τη φλόγα.
Και οι αιώρες που προσπαθούσαμε μ' αυτές τον ουρανό ν΄ αγγίξουμε,
κείτονται τώρα κάρβουνα στο χώμα πεθαμένες.
Οι αφεντάδες μας, διατάξανε πώς πρέπει να ζούμε χώρια!
Χωρίς να μάς ρωτήσουνε, τη ζήση μας ορίσαν.
Μακριά ο ένας απ' τον άλλον.
Βάλανε τα όνειρά μας σε οικόπεδα,
συρμάτινα τα κάνανε σύνορα, ανάμεσά μας.
Άλλες καινούργιες φορεσιές στο σώμα μάς εντύσαν,
ζωγράφισαν καινούργιες σημαίες σχίζοντας την παλιά μας.
Ανάμεσά μας σκόρπισαν δαιμόνους και Θεούς να μάς χωρίσουν.
Κάνανε τη γλώσσα μας παντιέρα μισεμού
και τη πίστη μας όπλο του θανάτου.
Στραβοκοίταξαν το χρώμα του προσώπου μας και των ματιών το βλέμμα.
Ω πόσο εύκολα Ολέγκ παραδοθήκαμε στων λόγων τους την πλάνη.
Εγώ στο λέω, ο Ιβάν, φίλος κι ανάδελφός σου!
παλιός σου γείτονας, γνωστός.
Αχ τα όμορφα κουστούμια τους με τα λευκά κολάρα,
οι πλουμιστές γραβάτες τους και τα χρυσά κοσμήματα.
Ηγέτες φρέσκους ανεχτήκαμε, σαν λυτρωτές καινούργιους
"Νοικοκυραίοι" λέγαμε, αρχοντολόι μεγάλο.
Το βλέπεις; Το βλέπω κι εγώ, μισητέ μου "εχθρέ" καινούργια ορισμένε,
όμως της πλάνης μου τη πλάκα,
απ' την καρδιά μου γιατί δεν μπορώ να κινήσω;
Τι με κρατά και τι μ' ορίζει; Πες; Απόκριση δεν έχεις;
Σε βλέπω αντίκρυ εκεί ψηλά κουλουριασμένο στο φυλάκιό σου,
βλέπω τη σκούρα τρύπα της κάνης του όπλου σου να με μετρά,
θάνατο να σερβίρει.
Εκεί στη μάντρα που στον τοίχο της σκαλίζαμε τα ονόματα των κοριτσιών μας.
Εκεί που καρδιές με βέλη κάναμε, του έρωτα σημάδι.
Τώρα οι τρύπες χάσκουνε, της σφαίρας τα σημάδια.
Ποια είναι θέση μας εδώ και τι θα καρτεράμε;
σε ποιών ενόχων προσταγές θάνατο θα σκορπάμε;
γιατί εχθρούς μάς βάφτισαν φίλε και γείτονά μου;
Θα τα σκεφτούμε όλα αυτά, απόφαση να βρούμε;
Μαριονέτες θλιβερές στον πόλεμό τους γίναμε!
Ολέγκ μ' ακούς; Εγώ είμαι, ο Ιβάν!
Ουκρανός εσύ, Ρώσος εγώ.
Εβραίος και Παλαιστίνιος ο άλλος.
Τούρκος και Έλληνας εκείνοι,
Σύροι κι Ιρακινοί αντίκρυ παραπέρα,
Κορεάτες, Κινέζοι, Γιάπωνες στου ωκεανού τις άκρες.
Εργάτες και ξωμάχοι στον ίδιο μόχθο αγκαλιασμένοι,
μισεμό θανάσιμο μάς βάλανε να ζούμε,
της ιστορίας γυρίζοντας γρανάζια προς τα πίσω.
Μπορούμε να αλλάξουμε ξανά τη ρότα πάλι τούτη!
Σκέψου!
Στα σκόπευτρα των όπλων μας, τα βλέμματά μας ένα.
Δάχτυλα στην σκανδάλη έτοιμα, θάνατο να σκορπίσουν.
-Ολέγκ φυλάξου!
-Ιβάν πρόσεχε!
Όχι στον Ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ειρήνη και συναδέλφωση των Λαών
Το ποίημά μου αυτό, έλαβε μέρος στο 28ο "Συμπόσιο ποίησης", που διοργανώνεται στο blog: https://princess-airis.blogspot.com/2022/04/28.html και αυτή τη φορά είχε αντιπολεμικό χαρακτήρα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro