3. Παρελθόν
Η ομορφιά της ξεχώριζε από μακριά. Ο καθένας μπορούσε να το δει. Μια ατίθαση ομορφιά που δεν ταίριαζε στο περιβάλλον όπου ζούσε.
Εκείνος την κοίταζε πάντα από μακριά, θαυμάζοντας την. Του είχε κινήσει το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή ακριβώς γιατί ήταν διαφορετική, αταίριαστη με τους γύρω της.
Αιώνες τώρα την έβλεπε να είναι υπεύθυνη με ότι της ανέθεταν και πάντα έκανε σωστά την δουλειά της.
Είχε τσαγανό και δεν φοβόταν να κρύψει την γνώμη της κάτι που στον κόσμο τους ήταν κακό.
"Γιατί την κοιτάς πάλι;" τον ρώτησε ο Γαβριήλ, βγάζοντας τον από τις σκέψεις του.
"Πάντα είναι μόνη" σχολίασε ο Ντάνιελ χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
"Και εσύ πάντα μόνος είσαι!" του θύμισε ο Γαβριήλ.
"Ακόμα και εγώ είμαι πιο κοινωνικός.."
"Δεν είναι θέμα κοινωνικότητας απλώς κανένας δεν την πλησιάζει γιατί είναι διαφορετική Ντάνιελ. Ούτε εσύ θα έπρεπε! Επομένως μην το σκέφτεσαι."
"Δεν σκεφτόμουν κάτι τέτοιο.." Δικαιολογήθηκε βιαστικά.
"Τόσους αιώνες το ίδιο κάνεις, μην προσπαθείς να δικαιολογηθείς σε μένα. Ξέρεις ότι δεν μου πέφτει λόγος. Για το δικό σου καλό στο λέω. Αν της πλησιάσεις θα απομακρυνθούν και από σένα."
"Ξέρω Γαβριήλ, ξέρω."
.................................
Ωρόρα pov
Για άλλη μία φορά τον είδα να με παρατηρεί. Αυτό κάνει από τότε που τον είδα για πρώτη φορά. Πολλοί με κοιτάνε αλλά απομακρύνονται όταν με δουν κοντά τους ενώ εκείνος απλά κάθεται εκεί και κοιτάζει. Το ύφος του δεν δείχνει απέχθεια αλλά δεν μπορώ να προσδιορίσω ούτε και τι είναι.
Σήμερα πέρασε από το μυαλό μου να τον πλησιάσω μα τότε ένας άλλος άγγελος τον πλησίασε πριν από εμένα. Προσπάθησα να εστιάσω την προσοχή μου στην συζήτηση τους αλλά η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη για να ακούσω. Το μόνο που κατάφερα να διακρίνω μέσα σε ακανόνιστες λέξεις ήταν το όνομα μου.
Κοίταζα τον απέραντο ουρανό όπως κάθε φορά και φανταζόμουν πως θα ήταν να μπορώ να πράξω όπως επιθυμεί η καρδιά μου. Εδώ πέρα ήμουν πάντα φυλακισμένη. Πάντα να ζω εις βάρος των ανθρώπων και μη αποδεκτή από το ίδιο μου το είδος.
Ανίκανη να αγαπήσω και να αγαπηθώ όπως έκαναν απλόχερα οι άνθρωποι. Άνθρωποι, τι ειρωνεία. Μπορούν να έχουν τα πάντα και δεν χάνουν ευκαιρία να προδώσουν την αγάπη τους και γιατί; Για εξουσία, για χρήμα. Πόσο φτηνοί και πάλι πρέπει να προσέχω τέτοια άθλια πλάσματα. Όταν είναι ακόμα αγνές οι ψυχές τους είναι διαφορετικά αλλά βλέποντας τους να μεγαλώνουν και να μετατρέπονται σε αποβράσματα με κάνει να ανακατεύομαι.
Όλες οι σκέψεις που βασανίζουν το μυαλό μου τριγύριζαν ξανά και ξανά μέσα μου δίχως να με αφήνουν σε ησυχία. Κουρασμένη πια, σηκώθηκα για να γυρίσω πίσω μόνο που έπεσα πάνω σε κάτι ή μάλλον σε κάποιον. Σήκωσα το πρόσωπο μου και τον κοίταξα. Εκείνος ήταν.
"Συγνώμη που έπεσα πάνω σου.." βιάστηκα να απολογηθώ.
"Εγώ συγνώμη που ήρθα απροειδοποίητα" Η φωνή του απαλή και ευγενική. Δεν με κοίταζε με απέχθεια ακόμα και τώρα που ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Ένιωσα ανακούφιση.
"Δεν πειράζει" Μουρμούρισα και έκανα να φύγω αλλά με συγκράτησε από τον καρπό. Με κοίταζε με ένα διαπεραστικό βλέμμα χωρίς όμως να μιλάει. Μου κίνησε την περιέργεια και άρχισα να τον περιεργάζομαι και εγώ. Ήταν αρκετά όμορφος και το παρουσιαστικό του ενέπνεε ασφάλεια. Πώς το λένε οι άνθρωποι να δεις. Είναι μπάνικο μωρό.
"Γιατί γελάς;" Με ρώτησε απορημένος και τότε συνειδητοποίησα ότι γέλαγα με την σκέψη που έκανα. Δεν είμαι από τα άτομα που κοκκίνιζαν παρόλα αυτά, σίγουρα αυτή την στιγμή αν ήταν κάποιος άλλος στην θέση μου σίγουρα τα μάγουλα του θα είχαν βαφτεί σε μια ροδαλή απόχρωση.
"Κάτι σκεφτόμουν" Παραδέχτηκα.
"Θα γίνω αδιάκριτος αν ρωτήσω τι σκέφτηκες;"
"Λίγο μόνο!" Σχολίασα γελώντας και εκείνος ανταπέδωσε το γέλιο.
"Πρώτη φορά σε βλέπω να γελάς. Σου πάει!" Τα λόγια του ήταν ειλικρινή. Μπορούσα να το διαβάσω στα μάτια του. Χαιρόμουν που συζητούσα με κάποιον χωρίς να νιώθω περίεργα.
"Είναι η πρώτη φορά που κάποιος του είδους μας δεν με αντιμετωπίζει κάπως..."
"Είναι ανόητοι, μη δίνεις σημασία. Εγώ βέβαια είμαι πιο ανόητος." Τον κοίταξα εξεταστικά με το ένα φρύδι σηκωμένο.
"Γιατί είσαι πιο ανόητος;"
"Γιατί εγώ θέλω να σε πλησιάσω εδώ και ..." το σκέφτηκε για λίγο και τελικά είπε "...Για δύο με τρεις αιώνες περίπου αλλά με επηρέαζαν"
"Ήρθες όμως!" Είπα δείχνοντας τον με το ελεύθερο χέρι μου και εκείνος γέλασε αχνά.
"Πράγματι ήρθα" Σχολίασε.
Μείναμε σιωπηλοί για μερικές στιγμές παρατηρώντας ο ένας τον άλλο. Το χέρι του κρατούσε ακόμα το δικό του μεταδίδοντας μου την ενέργεια του. Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό για μένα. Είχα μάθει αλλιώς, δεν ήθελα άτομα κοντά μου γιατί θα με έκαναν να αισθάνομαι ευάλωτη.. Και να που τώρα είναι αυτός εδώ.
"Τι κάνετε εσείς εδώ;" Ακούστηκε μια άλλη φωνή και εκείνος άφησε το χέρι μου απότομα.
"Τίποτα, μιλάμε!"
"Μαζί της βρήκες;" Είπε ο άλλος ρίχνοντας μου μια υποτιμητική ματιά και εγώ έσφιξα τα δόντια μου για να μην του απαντήσω ανάλογα.
"Υπάρχει πρόβλημα;"
"Ξέρεις πως θα το πάρουν οι άλλοι..."
"Σκασίλα μου Γαβριήλ. Δεν με ενδιαφέρει! Βαρέθηκα να κάνω ότι θέλουν και βαρέθηκα να την υποτιμάτε επειδή είναι διαφορετική. Τι έγινε; Από πότε οι άγγελοι φοβούνται το διαφορετικό;"
Πρώτη φορά έβλεπα κάποιον να με υπερασπίζεται. Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα. Ο Γαβριήλ από την άλλη φαινόταν ξαφνιασμένος. Συγκράτησα το γέλιο μου και συνέχισα να παρακολουθώ το σόου.
"Δεν φοβόμαστε..." μουρμούρισε.
"Αλλά τι; Το διαφορετικό σημαίνει ότι ένα ον είναι ξεχωριστό. Δεν είναι κακό. Ώρες ώρες σκέφτομαι ότι περνάτε πολλές ώρες στον κόσμο των ανθρώπων. Σκέφτεστε το ίδιο ρατσιστικά με εκείνους!"
................................
Ο Γαβριήλ άκουγε τον Ντάνιελ άναυδος. Ποτέ του δεν περίμενε να έχει τέτοια αντιμετώπιση από εκείνον και μάλιστα για να υπερασπιστεί αυτήν. Τα λόγια του ήταν σωστά παρόλα αυτά στον Γαβριήλ δεν άρεσε καθόλου το διαφορετικό. Όπως και στους περισσότερους.
"Και τώρα μπορείς να μας αφήσεις; Είχαμε μια σοβαρή συζήτηση!"
Η Ωρόρα τον κοίταξε απορημένη, σκεπτόμενη ότι την ώρα που τους διέκοψε δεν είχαν καμία συζήτηση μα δεν είπε κάτι.
"Όπως επιθυμείς!" Απάντησε ο Γαβριήλ και έφυγε από κοντά τους με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει προηγουμένως.
...............................
Ωρόρα pov
"Συγνώμη για τον Γαβριήλ, είναι λίγο περίεργος.." προσπάθησε να δικαιολογήσει τον άλλο άγγελο κάνοντας με να χαμογελάσω.
"Μην σε απασχολεί. Ευχαριστώ για την υπεράσπιση αν και μπορούσα και μόνη!" Δήλωσα με στόμφο και εκείνος γέλασε.
"Το ξέρω ότι είσαι ικανή να φροντίσεις μόνη σου τον εαυτό σου, απλά μου βγήκε αυθόρμητα"
"Δεν πειράζει! Σε συγχωρώ αυτή την φορά"
Γελάγαμε και οι δύο σαν να είμαστε φίλοι χρόνια. Ήταν αναζωογονητικό.
"Ωρόρα, πρέπει να φύγουμε όμως γιατί θα έρθουν και άλλοι να μας ενοχλήσουν"
"Πώς ξέρεις το όνομα μου;"
"Όλοι το ξέρουν, πώς γίνεται να μην ξέρουμε τα μεταξύ μας ονόματα;"
"Εγώ δεν ξέρω το δικό σου." Παραδέχτηκα και εκείνος έτεινε το χέρι του προς το μέρος μου.
"Ντάνιελ, τώρα το ξέρεις" Του έδωσα το χέρι μου χωρίς να σταματήσω να γελάω.
"Ωρόρα λοιπόν!"
"Χάρηκα"
"Παρομοίως"
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro