12. Όπως παλιά
"Προσπαθώντας να χτίσεις πάνω σε γκρεμισμένα θεμέλια δεν μπορείς να περιμένεις ένα σωστό και ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Είναι όπως όταν κολλάς ένα ραγισμένο ποτήρι.Τίποτα δεν παραμένει όπως πρώτα"
....................................................................................................................
"Τι λες;" Ψέλλισε κοιτάζοντας πότε το μαχαίρι που βρισκόταν πάνω στα πόδια του και πότε εμένα. Εγώ επέλεξα να μείνω σιωπηλή. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου σε μια προσπάθεια του να διακρίνει τον σκοπό μου πίσω από αυτή την κίνηση. Είχε ακούσει τις φήμες για μένα και ήξερε για το τι είμαι ικανή να κάνω παρόλα αυτά η απάντηση του δεν άργησε να έρθει. Έπιασε το μαχαίρι και σηκώθηκε. Ήταν πιο ψηλός από μένα και τα μελή του μάτια ήταν γεμάτα πόνο. Ναι, λυπόμουν για εκείνον. Το μαχαίρι υψώθηκε μπροστά μου, αλλά ποτέ δεν έφτασε στο σώμα μου. Το χέρι του έτρεμε και δίχως άλλο, άφησε το μαχαίρι να πέσει κάτω ακολουθώντας και εκείνος με την σειρά του. Έσκυψα κοντά του και είδα τα μάτια του να βουρκώνουν χωρίς όμως να κυλούν δάκρυα. Το χέρι μου γλίστρησε αυτόματα στο μάγουλο του προκαλώντας του μια έντονη ανατριχίλα η οποία τον έκανε να στρέψει το βλέμμα του προς το μέρος μου.
"Σε συγχωρώ..." Ψιθύρισε και ένιωσα την καρδιά μου, για κάποιον παράξενο λόγο, να γίνεται πιο ανάλαφρη. Χαμογέλασα αχνά και δίχως να σκεφτώ τίποτα τον τράβηξα κοντά μου. Τα χέρια του τυλίχθηκαν γύρω μου και το κεφάλι του βούλιαξε στο στήθος μου αναζητώντας την ανθρώπινη επαφή που τόσο πολύ είχε ανάγκη η πονεμένη του ψυχή. Ένιωθα τα δάκρυα του να κυλάνε στο δέρμα μου μα δεν μίλησα, ανταποκρίθηκα στην αγκαλιά του αφήνοντας τον να ξεσπάσει. Όταν πλέον είχε ηρεμήσει τραβήχτηκε ελαφρώς από κοντά μου. Είχε ξανά βρει τον προηγούμενο εαυτό του.
"Είσαι καλύτερα;" Είπα ήρεμα και εκείνος ένευσε θετικά.
"Προηγουμένως μου είπες ότι κινδυνεύω.. Γιατί;" Η αλήθεια είναι ότι περίμενα να είχε κάνει νωρίτερα αυτή την ερώτηση.
"Σωστά. Λοιπόν, όπως σου είπα, το χθεσινό ήταν κάτι τυχαίο και όχι κάτι σχεδιασμένο."
"Σωστά..." Συμφώνησε μαζί μου αλλά πάντα παρέμενε διστακτικός και καχύποπτος.
"Λοιπόν. Σήμερα έλαβα ένα τηλεφώνημα από έναν πολύ επικίνδυνο άντρα, ο οποίος μου ζήτησε να σε συναντήσω και να σε σκοτώσω."
"Τι;" Αναφώνησε έκπληκτος.
"Ναι. Στην αρχή φαντάστηκα ότι μου το ζήτησε γιατί είσαι και εσύ μπλεγμένος στην κακή κοινωνία, με λίγα λόγια ότι είσαι κάποιος αντίπαλος του." Είπα κάνοντας μια μικρή παύση προσπαθώντας να σκεφτώ τα επόμενα λόγια μου.
"Όταν όμως σε αντίκρισα... Δεν μπορώ να στο εξηγήσω. Ένιωσα μια σκιά μέσα σου αλλά παράλληλα ένιωσα κάτι ακόμα. Σαν ένα φως να παλεύει με το σκοτάδι προκειμένου να βγει κάποιος νικητής. Στην δική σου περίπτωση ένιωσα ότι το φως που έχεις μέσα σου είναι δυνατό, ιδιαίτερο. Όλοι μας θεωρώ ότι έχουμε μια δύο τέτοιες πλευρές, που να παλεύουν μεταξύ τους, άλλοτε νικώντας το φως και άλλοτε το σκοτάδι." Εκείνος χαμογέλασε μελαγχολικά.
"Επομένως το μυαλό μου άρχισε να σκέφτεται το αίτημα του άντρα και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κάτι φοβάται. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο πατέρας σου, αλλά σίγουρα όσα έχασε, με τον θάνατο του περνάνε αυτόματα σε σένα εκτός εάν υπάρχει κάποιος άλλος διάδοχος." Καθώς μιλούσα παρατηρούσα το μπερδεμένο βλέμμα του Άρη και μπορούσα να καταλάβω τα ανάμικτα συναισθήματα που αισθανόταν. Πιθανόν στην θέση του να ένιωθα και εγώ έτσι.
"Έκανε κάποια περίεργη δουλειά ο πατέρας σου;" Ρώτησα ήρεμα όταν τον είδα να μην μιλάει και εκείνος ανασήκωσε τους ώμους.
"Από όσο ήξερα μέχρι σήμερα, όχι. Μα αυτά που μου λες, αναιρούν τα πάντα. Ήξερα ότι ο πατέρας μου ασχολιόταν με επιχειρήσεις και γι'αυτό είχαμε λεφτά, μα ποτέ δεν μου έλεγε τίποτα παραπάνω ακόμα και αν τον ρωτούσα.." Κάθε λέξη έβγαινε από τα χείλη του με κόπο. Πονούσε και ήταν εμφανές.
"Κατάλαβα. Έχεις αδέρφια;"
"Μια μικρότερη αδερφή. Γιατί;" Ρώτησε ενώ στα μάτια του διέκρινα ανησυχία. Σίγουρα θα σκέφτηκε πως η αδερφή του διέτρεχε και εκείνη με την σειρά της κίνδυνο.
"Γιατί έτσι επιβεβαιώνονται οι σκέψεις μου. Αν είσαι ο πρωτότοκος γιος, τα πάντα περνάνε αυτόματα σε σένα καθώς είσαι ενήλικος. Αν ο πατέρας σου ήταν αντίπαλος του, σίγουρα απέκτησες έναν θανάσιμο εχθρό."
"Εσύ όμως γιατί νοιάζεσαι;" Με ρώτησε γεμάτος απορία και εγώ του χάρισα ένα αχνό χαμόγελο.
"Ειλικρινά; Δεν ξέρω. Ίσως επειδή ένιωσα ότι είσαι αθώος και θα εμπλακείς σε μια μάχη άθελα σου."
"Ίσως να μην είσαι τελικά τόσο κακιά όσο νόμιζα..!" Μουρμούρισε πειρακτικά και εγώ χαμογέλασα.
"Το πρόβλημα είναι άλλο. Ακριβώς επειδή μου είπε να σε σκοτώσω και επειδή δεν έκανε τίποτα όταν σκότωσα εν ψυχρό τον πατέρα σου σημαίνει ότι πράγματι, ο πατέρας σου, ήταν ένας πολύ δυνατός και επικίνδυνος άντρας. Πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου και την αδερφή σου.." Εκείνος ένευσε καταφατικά.
Οι ώρες πέρασαν πολύ γρήγορα μαζί του. Είχε ηρεμήσει πλέον και θεώρησε σωστό να γυρίσει σπίτι του και φυσικά εγώ τον συνόδευσα μέχρι εκεί.
"Ορίστε το τηλέφωνο μου" Είπα δίνοντας του ένα χαρτί που έγραφε τον αριθμό και εκείνος χαμογέλασε αχνά.
"Ευχαριστώ..." Είπε και την επόμενη στιγμή βρισκόμουν μόνη στην μέση του δρόμου.
"Ώρα να γυρίσω σπίτι.." Μουρμούρισα όταν βεβαιώθηκα πως κανείς δεν μας ακολουθούσε και άρχισα να περπατάω αργά. Τα σπίτια μας, παραδόξως ήταν αρκετά κοντά έτσι είχα προτιμήσει να περπατήσω από το να πάρω την μηχανή.
Χαμένη στις σκέψεις μου, δεν είχα αντιληφθεί εκείνο το δροσερό αεράκι που συνοδευόταν με εκείνη την γνώριμη παρουσία που έκανε την καρδιά και το μυαλό μου να αφηνιάζουν. Κοίταξα τριγύρω μου περιμένοντας ότι πάλι δεν θα δω κανέναν. Πόσο λάθος έκανα όμως αυτή την φορά. Εκείνος στεκόταν μερικά μέτρα μακριά μου παρατηρώντας της κινήσεις μου. Τα σμαραγδένια του μάτια ήταν σαν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Μια θάλασσα που μου δημιουργούσε την επιθυμία να πνιγώ μέσα της, μια θάλασσα που ένιωθα σαν να είχα εξερευνήσει και να είχα πνιγεί ξανά στο παρελθόν.
"Ντάνιελ;" Η φωνή μου ακούστηκε σαν ψίθυρος μα ήξερα πως είχε φτάσει στα αυτιά του. Έκανε μικρά βήματα προς το μέρος μου χωρίς να μιλά και στο τέλος στάθηκε ακριβώς μπροστά μου.
"Ωρόρα..." Το βλέμμα του είχε κάτι το μυστήριο, δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκεφτόταν ή τι ένιωθε. Έκανε ένα ακόμα βήμα προς το μέρος μου και εγώ άθελά μου πισωπάτησα ξανά.
"Γιατί είσαι εδώ;" Άλλο ένα βήμα ακολούθησε και από τις δύο πλευρές. Κάθε του βήμα προς το μέρος μου ήταν ένα δικό μου πίσω. Πλέον όμως δεν είχα άλλο χώρο να κινηθώ. Ήμασταν πολύ κοντά.
Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ένιωθα έτσι. Ποτέ δεν έχω κάνει πίσω, ποτέ δεν έτρεμα όπως τώρα, ούτε είχα νιώσει την αναπνοή μου ακανόνιστη. Είχα το μαχαίρι μου μαζί, μα δεν το έβγαζα. Τι κάνεις Ωρόρα, γαμώτο σου!
Συνεχίζει να με κοιτά με αυτά τα υπέροχα σμαραγδένια μάτια δίχως να μιλά. Μα καλά τι του συμβαίνει;
"Ποιος νοιάζεται..." Τον άκουσα να ψιθυρίζει ενώ την ίδια στιγμή το πρόσωπο του βρέθηκε τόσο κοντά στο δικό μου που ένιωθα την ανάσα του καυτή στο πρόσωπο μου. "Ποιος νοιάζεται..." Επανέλαβε και ένωσε τα χείλη του με τα δικά μου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro