Διπλή προδοσία
Lydia pov:
Μμμμ...
Τι ωραία που είναι η ζωή όταν επιτέλους όλοι σε αφήνουν ήσυχη.
Η μητέρα μου έχει πονοκέφαλο και δεν θα σηκωθεί από το κρεβάτι.
Ο πατέρας μου λείπει στο εργοστάσιο.
Κι εγώ θα ξαπλώνω μέχρι τις έντεκα και μετά θα πάω να δω την Μπιάνκα.
Ναι τελικά θα πάω σήμερα.
Αφού η μητέρα μου δεν νιώθει δεν θα διευθετήσουμε σήμερα τις εκκρεμότητες του γάμου.
Αχ και χθες πέρασα υπέροχα με τον Ανδρέα και τους συνεργάτες του.
Οι άντρες μιλούσαν μεταξύ τους κι εγώ με την γυναίκα του ενός, την Λιάνα.
Ήταν πολύ καλή αλλά μου φάνηκε λίγο ψωνάρα.
Τέλος πάντων.
"Δεσποινίς Λυδία! Ήρθε η ώρα να σηκωθείτε! Έχει πάει έντεκα." Ακούω την γλυκιά φωνή της Ζηνοβίας και χαμογελάω.
"Εντάξει Ζηνοβία μου. Πήγαινε κάτω και σε λίγη ώρα έρχομαι." Της λέω κι εκείνη με υπακούει.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι μου και τεντώνομαι.
Ανοίγω το πατζούρι και τα παράθυρα για να μπει φως και καθαρός αέρας στο δωμάτιο.
Στρώνω το κρεβάτι και πηγαίνω στο μπάνιο του δωματίου μου.
Πλένω καλά το πρόσωπο μου και το σκουπίζω με μια απλή καθαρή πετσέτα.
Έπειτα πιάνω τα μαλλιά μου μια κοτσίδα και βουρτσίζω τα δόντια μου. Μόλις τελειώσω, αφήνω τα μαλλιά μου ελεύθερα και τα χτενίζω.
Πηγαίνω προς την ντουλάπα μου και προσπαθώ να αποφασίσω τι στο καλό θα βάλω.
Τελικά καταλήγω σε μια άσπρη, βελούδινη, αεράτη φούστα κι μια μαύρη μπλούζα, κοντομάνικη και πολύ κομψή.
Φοράω μαύρα πέδιλα και κατεβαίνω με προσοχή τις σκάλες.
Το τραπέζι είναι στρωμένο και ευτυχώς είμαι μόνο εγώ.
Δεν θα άντεχα το, γεμάτη αποδοκιμασία, βλέμμα της μητέρας μου εξαιτίας του λιτού συνόλου μου και την αδιάφορη ματιά του πατέρα μου.
"Μμμμ μυρίζει υπέροχα η ομελέτα Ζηνοβία μου." Της λέω και μου χαμογελάει.
"Ευχαριστώ καρδούλα μου." Μου λέει και κάθεται στην καρέκλα δίπλα μου.
Αρχίζει να μου χαϊδεύει τα μαλλιά όπως όταν ήμουν μικρή.
"Πρέπει να σου πω κάτι σοβαρό." Λέει ξαφνικά και γυρίζω και την κοιτάζω με ένα ανήσυχο βλέμμα.
"Είσαι καλά; Δεν έχεις κάτι έτσι;" Την ρωτάω αμέσως αλλά εκείνη γελάει.
"Όχι αγγελάκι μου, όχι. Είναι κάτι άλλο." Με καθησυχάζει και χαμογελάω.
"Τι είναι;" Την ρωτάω αφήνοντας μια ανάσα.
"Η αδελφή μου χρειάζεται βοήθεια στο ορφανοτροφείο που διευθύνει και θα πρέπει να πάω." Μου λέει και χαμογελάω.
"Αυτό ήταν και με τρόμαξες; Για πόσο καιρό θέλεις να πάρεις άδεια; Για μία; Δύο εβδομάδες;" Την ρωτάω και με κοιτάζει με ένα λυπημένο χαμόγελο.
"Δεν κατάλαβες αγγελάκι μου. Μόλις παντρευτείς και πας σε δικό σου σπίτι θα φύγω από εδώ." Μου λέει και νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν.
"Θα...θα σε χάσω;" Την ρωτάω και γνέφει αρνητικά.
"Όχι καρδούλα μου. Απλά δεν θα δουλεύω εδώ. Θα έρχεσαι κι εσύ να με βλέπεις κι εγώ να βλέπω εσένα." Μου λέει και γνέφω καταφατικά.
"Δεν θα με ξεχάσεις έτσι;" Την ρωτάω και γελάει.
"Είναι δυνατόν να σε ξεχάσω; Από τότε που ήσουν τέσσερα εγώ σε μεγαλώνω. Είσαι η κόρη που ποτέ δεν είχα." Μου λέει και μου χαϊδεύει το μάγουλο.
"Κι εσύ η μαμά που πάντα ήθελα να έχω." Της απαντάω και την αγκαλιάζω σφυχτά.
"Λοιπόν, πρέπει να φύγεις τώρα. Άντε στην φίλη σου." Μου λέει και γνέφω καταφατικά.
Φεύγω από το σπίτι και αρχίζω να περπατάω προς την πλατεία, όπου υπάρχουν ταξί.
Δεν ξέρω να οδηγάω και σήμερα ο Τζον πήρε άδεια για να βοήθησε το αγόρι του.
Είναι λίγο άρρωστος.
Πολύ άρρωστος για την ακρίβεια.
Φτάνω στην πλατεία και με το που σηκώνω το χέρι μου αμέσως σταματάει ένα ταξί.
Μπαίνω μέσα και του δίνω την διεύθυνση του σπιτιού της Μπιάνκα.
Μέσα σε ένα τέταρτο είμαστε έξω από την μεγάλη μονοκατοικία της.
"Σας ευχαριστώ πολύ." Λέω αφού πληρώσω τον οδηγό και βγαίνω από το ταξί.
Πηγαίνω μπροστά από το σπίτι της και χτυπάω το κουδούνι αλλά κανείς δεν μου ανοίγει.
Περίεργο.
Δεν πειράζει, ξέρω που έχει τα δεύτερα κλειδιά.
Παίρνω το αντικλείδι κάτω από την γλάστρα και ανοίγω την πόρτα.
Μπαίνω μέσα και πριν προλάβω να φωνάξω το όνομα της άκου γνωστές φωνές στον πάνω όροφο.
Ανεβαίνω προσεκτικά και ήσυχα στον πάνω όροφο και κατευθύνομαι προς το δωμάτιο από το οποίο ακούγονται οι φωνές.
"Αχ μωρό μου είσαι φωτιά!"
Ακούγεται μια πολύ γνωστή αντρική φωνή την οποία δεν μπορώ να αναγνωρίσω.
Ή για να είμαι δίκαιη δεν θέλω.
Πλησιάζω στο δωμάτιο της και μπαίνω μέσα.
Τα δύο άτομα με κοιτάζουν με γουρλωμενα όπως κι εγώ.
Δεν μπορώ να πω τίποτα.
Τίποτα πέρα από μια φράση.
"Χωρίζουμε." Λέω απλά και φεύγω τρέχοντας από το μπουρδέλο.
______________________________________
Γεια σας παιδιά!
Τι κάνετε;
Ελπίζω να είστε καλά.
Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Αρχικά η Ζηνοβία ανακοίνωσε στην Λυδία ότι θα φύγει διότι πρέπει να βοηθήσει την αδελφή της με το ορφανοτροφείο.
Πως σας φάνηκε η στιγμή μεταξύ της Ζηνοβίας και της Λυδίας;
Επίσης η Λυδία έπιασε τον αρραβωνιαστικό της και την κολλητή της στο κρεβάτι.
Και τον χώρισε.
Τι λέτε να γίνει από εδώ και πέρα;
Τα λέμε σύντομα μπάιι!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro