
Κωνσταντίνος
4/03/1469
Η Ρώμη ήταν η πατρίδα του κι η μάνα της αληθινής γενέτειρας του. Πάνω σε εφτά λόφους την είχαν χτίσει ο Ρέμος κι ο Ρωμύλος, όπως σε εφτά λόφους είχε χτίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος τη Βασιλεύουσα. Η καρδιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χτυπούσε εκεί, ίσως με τον ίδιο τρόπο που χτυπούσε και στην Πόλη. Πιθανότατα, οι δυο πανάρχαιες πόλεις δε διέφεραν σε τίποτα παρά στο ότι η μια συνέχιζε να παραμένει η ίδια πανέμορφη, αιώνια πρωτεύουσα που ήταν, ενώ η άλλη είχε σχεδόν χάσει την αίγλη που είχε ως πρωτεύουσα της Ρωμανίας.
Ο Κωνσταντίνος δεν είχε πάει ποτέ του στη Βασιλεύουσα. Παρόλο που από τότε που έκλεισε τα δέκα συνεχώς ταξίδευε, η μητέρα του δεν του είχε επιτρέψει να επισκεφθεί τη γενέτειρά του.
"Μονάχα σαν θριαμβευτής και ντυμένος με πορφύρα θα διαβείς το λιμάνι του Βοσπόρου," ήταν η μόνη της κουβέντα κι ο Κωνσταντίνος δεν της είχε αντιμιλήσει.
Επέστρεφε από διαμονή ενός μήνα στη Σικελία, διόλου μακριά από τη Ρώμη, τη βάση του. Απέφευγε τη λέξη πατρίδα για τη Ρώμη, διότι όσο κι αν την ένιωθε έτσι, μόνο μια ήταν η πατρίδα του.
"Το Βυζάντιο κι η Ελλάδα είναι η πατρίδα σου," τον είχε διαβεβαιώσει η μητέρα του. "Όταν κλείσεις τα δεκαοχτώ, θα σε στείλω με τις αδελφές μου στον Μυστρά, να δεις εκεί, αστέρι μου, το χώμα που γέννησε τον πατέρα σου κι όλους του τους προγόνους."
"Στη γη των Σπαρτιατών, μητέρα;" Τη ρωτούσε με θαυμασμό ο μικρός Κωνσταντίνος.
"Ναι, ψυχή μου. Στην ευλογημένη γη της Σπάρτης."
Σπάρτη. Ο Κωνσταντίνος στο άκουσμά της έφερνε στο μυαλό του τα γυμναστήρια των Αρχαίων, που του ανέφερε πολύ συχνά ο δικός του παιδοτρίβης, ο βασικός του σύντροφος σε όλα του τα ταξίδια, ο Γεώργιος. Σπάρτη, μια πόλη-στρατόπεδο παρά κράτος, με το πιο στιβαρό και ανίκητο πεζικό που γνώρισε ποτέ ο αρχαίος κόσμος. Και θα ήταν και στο ιππικό, αν μπορούσαν να γυμνάσουν τα άλογα όπως και τους ανθρώπους. Μια κοινωνία πολεμιστών και ολιγαρχικών, με σκληρούς νόμους και συνήθειες, που πολύ απείχαν από των υπολοίπων πόλεων.
Όταν γινόταν αυτοκράτορας, αν γινόταν αυτοκράτορας, θα ακολουθούσε το παράδειγμα των Σπαρτιατών και θα φρόντιζε για έναν ισχυρό στρατό από πολίτες κι όχι μισθοφόρους.
Μπήκε στο σπίτι που ένιωθε πατρικό του. Βρήκε τις θείες του στο δωμάτιο του αργαλειού. Η Θεοδώρα ύφαινε, ενώ η Ευφροσύνη κεντούσε. Κι οι δυο τους παράτησαν όσα έκαναν κι έτρεξαν προς το μέρος του, με τα τεράστια χαμόγελά τους που τόση λατρεία έκρυβαν στα χείλη.
"Ήρθες Κωνσταντίνε;" Ξεκίνησε η Θεοδώρα.
"Καλωσήρθες, στολίδι του σπιτιού μας," συνέχισε κι η Ευφροσύνη.
Ο Κωνσταντίνος τους χαμογέλασε και τις αγκάλιασε ταυτόχρονα.
"Χαίρομαι που σας βλέπω, μα μην αντιδράτε σαν να γύρισα από το πεδίο της μάχης. Είναι άβολο το συναίσθημα που μου προκαλείτε, με όλο τον σεβασμό."
"Θαρρείς ότι ο πόλεμος είναι μακριά;" Ρώτησε ρητορικά η Ευφροσύνη.
"Σε τέσσερα χρόνια γίνεσαι είκοσι χρονών και θα πρέπει να συναντήσεις τους συνομηλίκους σου που βαφτιστήκατε την ίδια μέρα," του θύμισε η Θεοδώρα.
"Όσο και να θέλω να το ξεχάσω αυτό, δεν πάυετε να μου το θυμίζετε. Κι εσείς κι η μητέρα μου," μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος με παράπονο, αρκετά δυνατά, ώστε να τον ακούσουν.
"Αυτή είναι η μοίρα σου," επέμεινε η Θεοδώρα. "Μην ξεχνάς τον πατέρα σου-"
"Να τον θυμάμαι δηλαδή; Πώς να τον θυμάμαι;" Απόρησε με τη σειρά του ο Κωνσταντίνος. "Όταν γεννήθηκα είχε ήδη πεθάνει. Δεν έχω τίποτα να θυμάμαι από αυτόν."
"Δεν πέθανε ο πατέρας σου, Κωνσταντίνε," του είπε με στόμφο η Ευφροσύνη. "Μαρμάρωσε."
"Δεν είναι δυνατόν να πιστεύετε τις δυσιδαιμονίες του λαού!" αναφώνησε έκπληκτος ο νεαρός. "Ότι τάχα μαρμάρωσε ο αυτοκράτορας με τον πατριάρχη στο ιερό της Αγίας Σοφίας κι άλλα τέτοια-"
"Δε μαρμάρωσε σε κανένα ιερό," αποκρίθηκε ήρεμα η Ευφροσύνη. "Εδώ μέσα έχει μαρμαρώσει," συνέχισε, ακουμπώντας το χέρι της στο σημείο της καρδιάς του. "Και θα αναστηθεί, μονάχα όταν ζωστείς την πανοπλία με τον δικέφαλο αετό στον θώρακα και διαβείς σαν θριαμβευτής την πύλη του Αγίου Ρωμανού όπου έπεσε νεκρός."
Ο Κωνσταντίνος ασυνείδητα τοποθέτησε το χέρι του πάνω στο χέρι της θείας του κι όταν αυτό υποχώρησε, έμεινε η παλάμη του πάνω στο σημείο της καρδιάς του, που την ένιωθε να χτυπά γρηγορότερα, ενώ ένας απόκοσμος ήχος γέμιζε τα αυτιά του. Οι πολεμικές σάλπιγγες, οι ιαχές, τα τύμπανα, οι κραυγές και τα ουρλιαχτά, οι παιάνες και οι ψαλμοί, τα βροντερά τραγούδια των κανονιών και οι συριστικοί ήχοι των βελών που σκίζουν τον αέρα. Δεν είχε ποτέ του βιώσει τον πόλεμο, παρά τον είχε φανταστεί μέσα από γραπτά κείμενα. Κι ήταν βέβαιο ότι σε τέσσερα χρόνια, όλη αυτή η φαντασία θα γινόταν η στυγνή πραγματικότητα.
Χαιρέτησε τις θείες του ευγενικά και κλειδώθηκε στο δωμάτιό του. Έκανε μπάνιο, έλουσε τα μαλλιά του χωρίς τη βοήθεια υπηρετών κι ύστερα πήρε ένα αυθεντικό χειρόγραφο από την εποχή των Μακεδόνων, τουλάχιστον τεσσάρων αιώνων, κι άρχισε να το διαβαζει για πολλοστή φορά. Βασικό πρόσωπο της εξιστόρησης ήταν ο Βασίλειος ο Δεύτερος, που κατανίκησε τους Βούλγαρους και συνθηκολόγησε με τους Ρως. Ο Κωνσταντίνος τον θεωρούσε τη μεγαλύτερη στρατιωτική ιδιοφυΐα που γέννησε ποτέ ο λαός του και ήλπιζε με τη μελέτη του να αποκομίσει κι αυτός έστω τα μισά από τα ευφάνταστα και πάντα νικηφόρα κόλπα του.
Μόλις ο ήλιος μεσουράνησε και σήμανε η ώρα του γεύματος, άκουσε τη φωνή της μητέρας του να αντηχεί στο σπίτι και αμέσως μετά τα γνώριμα βήματά της να πλησιάζουν την πόρτα του.
Η Άννα Νοταρά άνοιξε την πόρτα και όρμησε στην αγκαλιά του μοναχογιού της με τα μάτια της να έχουν ήδη γεμίσει δάκρυα.
"Καλωσήρθες, αστέρι μου," του είπε συγκινημένη.
"Πώς είσαι μητέρα;"
"Τώρα που σε βλέπω είμαι ευτυχής. Μα όταν λείπεις μόνο σε εσένα τρέχει ο λογισμός μου κι ούτε ύπνος δε με αγγίζει τα βράδια," παραδέχτηκε η Άννα, παίρνοντας στα χέρια της το πρόσωπό του, για να τον περιεργαστεί. "Αδυνάτισες. Τι κι αν έχω διατάξει τον Γεώργιο να φροντίζει να τρως, αυτός μεριμνά μονάχα για την τροφή των μυών σου."
"Υπερβάλλεις," τη διέκοψε ευγενικά ο Κωνσταντίνος. "Ο Γεώργιος με φροντίζει καλύτερα από τα παιδιά του. Αν ανησυχείς τόσο για τη διατροφή μου, αδυνατώ να προβλέψω πώς θα αντέξεις, όταν επισκεφθώ την Αίγυπτο τον επόμενο μήνα."
Η τελευταία του φράση επέφερε μια θύελλα αντιδράσεων στο πρόσωπο της μητέρας του. Ξεκίνησε με ένα ψεύτικο χαμόγελο που σχεδόν αμέσως αντικαταστάθηκε από δυο μάτια γουρλωμένα, που τα διαδέχθηκε ένα ψυχρό βλέμμα και κατέληξε σε μια έκφραση φόβου και ανησυχίας.
"Ποιός σου έδωσε την ιδέα να πας στην Αίγυπτο;" Κατάφερε να ψελλίσει ερωτηματικά στο τέλος.
Ο Κωνσταντίνος την κοίταξε παραξενεμένος και ολίγον θυμωμένος, χωρίς να αφήνει τα έντονα συναισθήματά του να θολώνουν την κρίση του, όπως είχε μάθει.
"Μητέρα, είμαι δεκαέξι ετών," αποκρίθηκε όσο πιο ήρεμα του επέτρεπε η έξαψη. "Θαρρώ ότι έχω τη δυνατότητα να λαμβάνω μόνος μου αποφάσεις. Χρόνια τώρα ακούω τόσο μαγευτικές ιστορίες για την Αίγυπτο, για τις πυραμίδες που κουβαλούν χιλιετίες ζωής, μνήμες αθανάτων νεκρών και θεών αμνημονεύτων. Ακούω για την Αλεξάνδρεια, την πόλη των Πτολεμαίων και της Υπατίας, της τέχνης και της επιστήμης γενέτειρα, του Αλεξάνδρου κόρη και χτίσμα περίλαμπρο, των Ελλήνων στολίδι, που ακτινοβολεί στους αιώνες από τον Φάρο. Μα πώς αναρωτιέσαι ποιός μου έβαλε την ιδέα, όταν μόνο και μόνο η φήμη αρκεί για να με ελκύσει;"
Η Άννα Νοταρά σώπασε στιγμιαία. Είχε δίκιο ο γιος της. Έπρεπε να ένιωθε περήφανη με τον λόγο και την πειστικότητά του. Όμως, θα πήγαινε στην Αίγυπτο και στην Αίγυπτο ήταν οι άλλοι.
"Αν το θες τόσο πολύ, δε μπορώ να σε εμποδίσω," του είπε βεβιασμένα και ξερά, ενώ σκεφτόταν τον τρόπο με τον οποίο θα απέτρεπε το ταξίδι του. "Θα φάμε μαζί και μετά θα ξεκουραστώ για μερικές ώρες. Σε παρακαλώ πήγαινε εσύ στο γραφείο μου."
Ο Κωνσταντίνος ένευσε καταφατικά, κρύβοντας τη χαρά του για την αδειοδότηση της μητέρας του. Όσο κι αν το απέρριπτε, ήταν ακόμη ανήλικος και χωρίς τη συμφωνία της, δε θα μπορούσε να τα ταξιδέψει -ειδικά όταν ο σύνοδος του ο Γεώργιος ακολουθούσε τις εντολές της πιο ευλαβικά από όσο οι μαθητές τις εντολές του Χριστού. Έκανε τον σταυρό του στη σκέψη του Κυρίου και ακολούθησε τη μητέρα του στην τραπεζαρία.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Αλήθεια, πώς πάει η δημιουργία της πολυπόθητης Ένωσης;" Ρώτησε ο Κωνσταντίνος, σε μια προσπάθεια να ξεκινήσει συζήτηση. Έτρωγαν παραπάνω από μισή ώρα και δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα, βαραίνοντας την ατμόσφαιρα.
"Καμία πρόοδος," απάντησε σκοτεινιασμένη η Άννα Νοταρά. "Στη Ρώμη διαφεντεύει ο Πάπας κι αν αυτός δεν επιθυμεί κάτι, τότε αυτό δε γίνεται ακόμα κι αν το θέλει ο ίδιος ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας."
Ο Κωνσταντίνος συμμερίστηκε τη δυσαρέσκεια της μητέρας του. Τα τελευταία έξι χρόνια, θέλοντας να καλύψει τον χρόνο της στην απουσία του με κάτι δημιουργικό, μα και να διατηρήσει το Ρωμαϊκό ιδεώδες και μια κάποια ενότητα μεταξύ των ξεριζωμένων, είχε αποφασίσει να στεγάσει μια Ένωση του Ρωμαϊκού Κόσμου. Επρόκειτο για ένα μέρος όπου θα συγκεντρώνονταν και θα αλληλεπιδρούσαν όλοι οι φυγάδες από τη Βασιλεύουσα· οι έμποροι, οι πολιτικοί, οι άνθρωποι του πνεύματος. Ένα μέρος όπου θα ακουγόταν η Ελληνική γλώσσα και θα σμιλευόταν το πιο εύφορο έδαφος για την επανάσταση και ανάκτηση των χαμένων εδαφών τους. Με τον καιρό αυτό το όνειρο είχε εξελιχθεί σε αυτοσκοπό της δραστήριας Άννας Νοταρά, που επιθυμούσε να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση των Παλαιολόγων και τη λαχτάρα της επιστροφής στην πατρίδα.
"Έχεις δοκιμάσει να μιλήσεις στον Αυτοκράτορα;" Τη ρώτησε ξανά.
"Δεν πρόκειται να με δεχτεί," ήρθε αμέσως η απάντησή της. "Είμαι Ελληνίδα, ορθόδοξη και γυναίκα. Ακόμα και να με ακούσει, δε θα με πάρει στα σοβαρά."
"Τι σκοπεύεις να κάνεις, λοιπόν;"
"Αν ο Πάπας συνεχίσει να με παρεμποδίζει με κάθε τρόπο, θα φύγω από τη Ρώμη. Ίσως πάω στη Βενετία· εκεί ο Δόγης είναι πιο διαλλακτικός. Με την κατάλληλη πειθώ θα δώσει την άδεια που η Αγιότης του δε θα μου δώσει ποτέ."
Ο Κωνσταντίνος δεν είπε τίποτα. Η Άννα το εξέλαβε ως ανάγκη αλλαγής θέματος.
"Έχεις κανονίσει πότε θα φύγεις για την Αίγυπτο;"
"Το συντομότερο," αποκρίθηκε με σιγουριά ο Κωνσταντίνος, αφού κατάπιε μια μεγάλη μπουκιά από το χοιρομέρι που τους είχαν σερβίρει. "Ο Γεώργιος χρειάζεται μερικές μέρες, για να χαρεί τις κόρες του. Υποθέτω ότι αυτό θα πάρει μερικές ημέρες. Ευελπιστώ ότι σε μια εβδομάδα θα είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε το ταξίδι."
Η Άννα ένευσε, χαρίζοντας του ένα βεβιασμένο χαμόγελο, σχεδιάζοντας ταυτόχρονα να μηνύσει άμεσα στην Αρχόντισσα Ελένη, για να αποτρέψει οποιοδήποτε ευτράπελο γεγονός. Η Αίγυπτος ήταν πράγματι μια τεράστια χώρα, όμως ο Διάβολος πολλά ποδάρια είχε, έχει και θα έχει. Έκανε τον σταυρό της, ζητώντας σιωπηλά συγχώρεση από τον Θεό, που μνημόνευσε τον Ακατονόμαστο και μάλιστα την ιερή ώρα του φαγητού, και συνέχισε το δείπνο και τη συζήτηση με τον γιο της λίγο περισσότερο ευδιάθετη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
12/03/1469
Η Αίγυπτος ήταν ασύγκριτη με όσα είχε δει στα δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Δεν είχε ποτέ του αντικρίσει κάτι ανάλογο, κάτι τόσο μεγαλειώδες και αιώνιο. Είχε ακούσει να αποκαλούν τη Ρώμη Αιώνια Πόλη, ωστόσο η Αίγυπτος φάνταζε ένα ταξίδι στο παρελθόν.
Αισθανόταν ότι εκεί κατοικούσαν και οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε τόσους λαούς να συνυπάρχουν αρμονικά και να μην δυσανασχετούν ο ένας από τον άλλον. Εντυπωσιάστηκε από την τεράστια αγορά της πρωτεύουσας κι αποφάσισε ότι θα εμένε εκεί για λίγες ημέρες, ώστε να την εξερευνήσει όσο πιο ενδελεχώς μπορούσε.
Πριν καν το καταλάβει, ενώ ήταν πλήρως απορροφημένος από τη μαγεία της πόλης, ο ήλιος έδυσε και η κίνηση αραίωσε. Τότε, αντί να γυρίσει στο κατάλυμα που τους είχε εξασφαλίσει ο Γεώργιος, προτίμησε να επιδοθεί σε κάτι πολύ τολμηρότερο. Αποφάσισε να επισκεφθεί την Κοιλάδα των Βασιλέων και έναν συγκεκριμένο τάφο που ονειρευόταν να προσκυνήσει από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Αυτός ήταν ο απώτερος λόγος για τον οποίο έκανε αυτό το ταξίδι, ωστόσο δεν είχε μοιραστεί με κανέναν αυτό το παιδικό μυστικό.
Δε δυσκολεύτηκε να ξεφύγει από τον Γεώργιο και τον γιο του, τον Πέτρο, που ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος του. Υποδύθηκε τον κοιμισμένο κι όταν ξεκίνησαν να ηχούν τα ροχαλητά του Γεωργίου σε όλο τον διάδρομο, ξεμύτισε από το σπίτι χωρίς να προκαλέσει κανέναν θόρυβο, έδεσε δυο εγχειρίδια στο εσωτερικό των παπουτσιών του και πήρε μια από τις καμήλες που είχαν νοικιάσει για τη διαμονή τους. Ρωτώντας τους νυχτοφύλακες των πλουσίων, δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει πώς θα πήγαινε στον προορισμό του και σε περίπου μία ώρα βρέθηκε εκεί. Είχε αρχίσει να απλώνεται το κρύο στην έρημο, με τη θερμοκρασία να μειώνεται ραγδαία, δημιουργώντας μια δυσφορία, η οποία δεν έμοιαζε να πτοεί τον παράτολμο νυχτερινό ταξιδιώτη.
Έφτασε μπροστά στον τύμβο που αναζητούσε και κατέβηκε από την καμήλα, δένοντας τη σε έναν πάσσαλο. Βρήκε τρεις νυχτοφύλακες, ψηλούς, μαυριδερούς με φαρδείς ώμους και ματιές σκοτεινές, που θα έκαναν τον επίδοξο αρχαιοκάπηλο να ιδρώσει και να ξανασκεφτεί την παρανομία του.
"Τι ζητάς εδώ;" Τον ρώτησε ο πιο ψηλός, με μια φωνή μπάσα.
"Είσαι τόσο ανόητος ώστε να ταξιδεύεις νυχτιάτικα;" Πρόσθεσε ο διπλανός του αυστηρά.
"Έρχομαι από πολύ μακριά για να προσκυνήσω των τύμβο αυτό," αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος σε άπταιστα Αραβικά. "Αφήστε με να περάσω. Δεν πρόκειται να πειράξω τίποτα."
Οι τρεις φύλακες ανασήκωσαν τους ώμους τους αδιάφορα και παραμέρισαν, ανοίγοντας του τον δρόμο.
"Μόλις βγεις, θα σε ψάξουμε," τους άκουσε να φωνάζουν πίσω από την πλάτη του, ενώ αυτός βρισκόταν ήδη βαθιά μέσα στον αρχαίο τάφο.
Πέρασε από πάρα πολλά δωμάτια και με δέος παρατηρούσε τις τοιχογραφίες και τα ιερογλυφικά που μετρούσαν χιλιετίες ζωής κι όμως είχαν διατηρηθεί τέλεια. Αυτή που τον γοήτευσε περισσότερο από όλες ήταν εκείνη που απεικόνιζε τον ιδιοκτήτη αυτού του τάφου, πάνοπλο πάνω στο άρμα του, να οδηγεί τον στρατό του στη μάχη, σαν τον θεό του, τον Μοντού, τον θεό του Πολέμου. Ο θαυμαστός Ραμσής ο Δεύτερος, που δικαίως ονόμασαν Μέγα· πρότυπό του από μωρό και τότε θα προσκυνούσε τη σωρό του.
Έφτασε στο κεντρικό δώμα που φυλούσαν τη σαρκοφάγο μετά από ένας Θεός ήξερε πόση ώρα. Είχε αφιερωθεί τόσο στα έργα τέχνης γύρω του που τον ταξίδευαν στο παρελθόν, ώστε είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Προς μεγάλη του έκπληξη, μόλις κοίταξε στο σημείο που τοποθετούταν η σαρκοφάγος, το βρήκε άδειο. Θορυβημένος και απότομα ανήσυχος, άρχισε να ψάχνει με τα μάτια του το δωμάτιο, πράγμα δύσκολο, γιατί το μόνος φωταγωγός ήταν ο δαυλός που κρατούσε. Αναζήτησε το ανεκτίμητο αντικείμενο κρατώντας τον δαυλό σταθερά, μέχρι που φώτισε μια απόλυτα σκοτεινή γωνία κι ανακάλυψε ότι δεν ήταν μόνος στο δώμα.
"Αν ψάχνεις για τη σαρκοφάγο, ατύχησες," του είπε στα Ελληνικά ένας νέος στην ηλικία του ή λίγο μικρότερος του, που καθόταν στο δάπεδο και ρέμβαζε στο σκοτάδι. Δεν τον είχε αντιληφθεί τόση ώρα κι αυτό τον τρόμαξε.
"Γιατί ατύχησα;" Κατάφερε να ψελλίσει ο Κωνσταντίνος.
"Γιατί οι ιερείς την πήραν από εδώ. Την έκρυψαν, για να μην τους την κλέψουν," του εξήγησε παγερά ο ξένος, ατάραχος που τον είχε εντοπίσει.
"Κι εσύ τι κάνεις εδώ;"
"Παρέα στα ιερογλυφικά," απάντησε με ένα μειδίαμα ειρωνείας. "Τώρα που έφυγε ο αφέντης τους, πώς θα απομείνουν μόνα μετά από τόσες χιλιετίες;"
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κι αυτό ήταν το πρώτο κεφάλαιο αυτής της νέας μου συγγραφικής απόπειρας. Πώς σας φαίνεται;;;
Στο επόμενο κεφάλαιο, θα ταξιδέψουμε σε έναν μέρος που σίγουρα έχετε βαρεθεί να διαβάζετε από εμένα. Τη Μεσαιωνική Αγγλία, για να επισκεφτούμε την Αριάδνη, την κόρη του Δούκα, που έχει μπλέξει με κάτι άλλους Δούκες σε έναν εμφύλιο πόλεμο...
Καλή Σαρακοστή να έχουμε :)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro