"Σε χρειάζομαι"
Jenny's POV
Κατάφερα να πείσω την οικογένεια μου να μην ανακατευτεί περαιτέρω και της υποσχέθηκα ότι θα τηλεφωνήσω με την πρώτη ευκαιρία, ώστε να τους ενημερώσω. Βέβαια, δεν νομίζω ότι κατάφερα να τους καθησυχάσω απόλυτα. Η μαμά μου δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει και ο πατέρας μου ήταν εξοργισμένος με όποιον απήγαγε τον Τζέρεμι... Και πιθανότατα έως έναν βαθμό και μαζί μου. Δεν τον αδικώ. Γιατί ευθύνομαι έστω και λίγο. Από την στιγμή που δεν πιάσαμε από την αρχή τον ένοχο, όφειλα να προστατέψω τους δικούς μου και δεν το έκανα.
Πρέπει να βρω τον αδερφό μου γρήγορα. Δεν πρόλαβα να περάσω καθόλου χρόνου μαζί του. Ήμουν τόσο απορροφημένη στο δικό μου πρόβλημα, που αθέτησα την υπόσχεση μου να περάσω χρόνο μαζί του. Αν τον πειράξουν... Δεν θέλω να ούτε εγώ να μάθω τι θα μπορούσα να κάνω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα σκότωνα όποιον έβλαπτε αυτούς που αγαπώ.
Φτάνω έξω από το αστυνομικό και προτού μπω μέσα, κοιτάζω την οθόνη του κινητού μου. Το πλήθος από τις αναπάντητες κλήσεις και τα μηνύματα του Μαξ έχει αρχίσει να με εκνευρίζει, αλλά υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως απλώς ανησυχεί, όπως όλοι μας. Δυστυχώς, σε εκείνον δεν κατάφερα να αλλάξω γνώμη και με ακολούθησε μέχρι το Λος Άντζελες. Επιμένει να βοηθήσει με κάποιον τρόπο, αλλά του επισήμανα να παραμείνει στο διαμέρισμα μου και να μην ανακατευτεί στην υπόθεση. Δεν θέλω να κινδυνεύει ένα ακόμα μέλος της οικογένειας...
Ύστερα από δύο εβδομάδες, βρίσκομαι ξανά μέσα στο κτίριο του τμήματος, ως πολίτης όμως. Η άδεια μου λήγει επίσημα αύριο, οπότε δεν μπορώ να δράσω ως αστυνομικός... Δεν πειράζει. Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, χωρίς να εμποδίσω τους συναδέλφους μου.
Πλησιάζω στην υποδοχή, αγνοώντας τα περίεργα βλέμματα μερικών. Ο Μπεν πληκτρολογεί κάτι στον υπολογιστή του, όταν τα βήματα μου τραβούν την προσοχή του και στρέφεται προς το μέρος μου, κοιτώντας με παραξενεμένος.
"Τζένη; Τι κάνεις εδώ;" με ρωτάει αφήνει την δουλειά του στην μέση.
"Πρέπει να δω τον αρχηγό. Αμέσως" του απαντώ και δείχνει να εκπλήσσεται με την σοβαρότητα στον τόνο και την έκφραση μου.
"Είναι απασχολημένος αυτήν την στιγμή"
"Μπεν, είναι επείγον!" λέω απότομα και αμέσως το μετανιώνω... Δεν μου αρέσει να βάζω τις φωνές. Ειδικά σε ένα τόσο καλό και ευγενικό άτομο, όπως είναι ο Μπεν.
"Τι συμβαίνει;" με ρωτάει ξανά και διακρίνω πως ανησυχεί πραγματικά, γεγονός που δίνει λίγη χαρά μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό. Σημαίνει ότι θα έχω την ευκαιρία να τα βρω μαζί του στο μέλλον και να γίνουμε ξανά φίλοι. Όμως τώρα, οι προτεραιότητες μου είναι άλλες.
Ανοίγω το στόμα μου να του εξηγήσω, όταν μία φωνή τραβάει την προσοχή μου και γυρνάω από την άλλη. Ο αρχηγός στέκεται λίγα μέτρα μακριά μου, με τον Μίκαελ να τον ακολουθεί.
"Ρόμπινσον. Σε περίμενα αύριο. Φαντάζομαι ότι για να ήρθες τώρα, μάλλον ανυπομονείς να επιστρέψεις στην δουλειά;" σταυρώνει τα χέρια του κάτω από το στήθος και περιμένει να του απαντήσω.
Κοιτάζω φευγαλέα τον Μίκαελ. Αποφεύγει να κάνει το ίδιο και καταλαβαίνω πλέον γιατί. Τον πλήγωσα πολύ και εκείνος ανήκει στα τρία άτομα που με ενδιέφερε να μην το κάνω αυτό. Ακόμα έχω αισθήματα γι' αυτόν και στεναχωριέμαι που ό,τι είχαμε, έληξε άδοξα, πριν καν προλάβει να εξελιχθεί. Ευελπιστώ ότι όταν τελειώσουμε μία για πάντα με αυτήν την ιστορία, θα μου δώσει την ευκαιρία να τον πλησιάσω ξανά. Γιατί όσο απογοητευμένος κι αν είναι, δεν μπορεί να κρύψει το κοκκίνισμα από τα μάγουλα του. Δεν μπορεί να έπαψε να νιώθει όπως εγώ μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα... Έχει κάνει τα πάντα για εμένα από τότε που ήρθα. Η καλοσύνη του ήταν ένας από τους λόγους που τον ερωτεύτηκα άλλωστε.
"Αρχηγέ, πρέπει να σας μιλήσω. Είναι πολύ σοβαρό" του λέω.
Δίχως να πει κάτι, μου κάνει νόημα να το ακολουθήσω προς το γραφείο του. Υπακούω σιωπηλά, με το άγχος μέσα μου να κορυφώνεται. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά βιαστικά και ανοίγει την πόρτα, αφήνοντας με να περάσω πρώτη. Κάθομαι σε μία καρέκλα.
"Σε ακούω"
Αρχίζω να του εξιστορώ με κάθε λεπτομέρεια το τι συνέβη την χθεσινή ημέρα, από το πρωΐ μέχρι το βράδυ. Δεν παραλείπω τίποτα, ευελπιστώντας ότι η οποιαδήποτε πληροφορία μπορεί να φανεί χρήσιμη.
Καθώς μιλάω, προσπαθώ να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου και συνειδητοποιώ ότι είναι πολύ δύσκολο. Παίρνω βαθιές ανάσες και κρατώ τον καρπό μου αγχωμένα, στην προσπάθεια μου να εμποδίσω το πανικό να με καταβάλει. Όσο όμως κι αν παλεύω γι' αυτό, ο φόβος παραμένει, και μαλισυα αυξάνεται, προκαλώντας έναν πόνο στο στήθος μου. Κάθε λεπτό που περνά, η σκέψη ότι μπορεί να μην βρω τον Τζέρεμι, με τρομάζει όλο και περισσότερο. Τα χέρια μου μετακινούνται στην άκρη του επίπλου και το σφίγγω, που μπορώ να δω τις αρθρώσεις μου να ασπρίζουν. Πρέπει να πρόσεξε και ο αρχηγός την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, γιατί με διακόπτει και ζητά από το τηλέφωνο να φέρουν ένα ποτήρι νερό, το οποίο πίνω γρήγορα. Η καρδιά μου χτυπάει λίγο πιο έντονα από το κανονικό, αλλά καταφέρνω να το διαχειριστώ... Για την ώρα τουλάχιστον.
Ολοκληρώνω και εκείνος παίρνει ένα σκεπτικό ύφος, προτού κάνει το οποιαδήποτε σχόλιο.
"Έχεις μαζί σου το σημείωμα;" με ρωτάει και γνέφω θετικά, καθώς ανοίγω την τσάντα μου.
"Εδώ το έχω" του παραδίδω το κομμάτι χαρτί.
"Πόσα άτομα το έπιασαν αυτό, Ρόμπινσον; Αν είχε δαχτυλικά αποτυπώματα του δράστη, οι πιθανότητες να τα βρούμε τώρα είναι από ελάχιστες, έως μηδαμινές" λέει και δαγκώνω νευρικά την γλώσσα μου με δύναμη, που σε δευτερόλεπτα αισθάνομαι τη γεύση του αίματος.
Που να πάρει, πώς γίνεται να μην το σκέφτηκα; Ακόμα κι αν το έπιασε μια φορά ο Μαξ, εγώ έπρεπε να είχα φορέσει γάντια... Μπράβο Τζένη!
"Έχετε δίκιο... Δεν μπορεί να γίνει τίποτα τώρα;"
"Δεν ξέρω. Θέλω να το πας στον Μίκαελ για ανάλυση. Ελπίζω κάτι να βρει"
Το βάζει μέσα σε σακουλάκι και μου το επιστρέφει.
"Ωραία. Μπορώ να δηλώσω και την εξαφάνιση, ώστε να αρχίσει η αναζήτηση;" τον ρωτάω και δαγκώνω νευρικά το κάτω χείλος μου.
"Φυσικά. Από σήμερα, αυτή η υπόθεση θα είναι η προτεραιότητα μας. Είσαι απόλυτα σίγουρη όμως ότι πρόκειται για τον ίδιο δράστη;"
"Ναι, αρχηγέ. Το ξέρω. Στην κωμόπολη που ζούσα, όλοι είχαν άψογες σχέσεις με την οικογένεια μου. Και ποτέ δεν έχουμε βλάψει κανέναν" του εξηγώ και ξεφυσάει.
"Πολύ καλά. Κάνε αυτό που σου είπα σχετικά με το χαρτί και εγώ θα ξεκινήσω την διαδικασία... Ρόμπινσον, κοίταξε με"
Η φωνή του σταθερή και ο τόνος του επιτακτικός. Το κάνω χωρίς δεύτερη σκέψη και παίρνω μια βαθιά ανάσα, καθώς ακουμπάει την παλάμη του πάνω στο χέρι μου, μια κίνηση ομολογώ κάπως καθησυχαστική.
"Σου υπόσχομαι πως θα κάνουμε τα πάντα, για να βρούμε τον αδερφό σου. Κι αν βρίσκεται όντως στο Λος Άντζελες, είναι απλώς θέμα χρόνου... Εντάξει;" με ρωτάει και κουνάω το κεφάλι καταφατικά.
Καθώς φεύγω, με κοιτάζει όλο νόημα και χτυπάει ρυθμικά τα δάχτυλα του πάνω στο έπιπλο. Είναι λες και έχει προσδοκίες, οι οποίες όμως δεν είμαι απόλυτα σίγουρη με τι έχουν να κάνουν. Σαν να περιμένει από εμένα κάτι συγκεκριμένο... Το ανασηκωμένο φρύδι του είναι αυτό που με βοηθά να καταλάβω. Μου ζητάει να μπλέχτω στα πόδια τους, τουλάχιστον όχι μέχρι την λήξη της άδειας μου, αλλά παράλληλα, δείχνει και να αποδέχεται το γεγονός ότι δεν θα κάτσω άπραγη και ελπίζω ότι αν ανακαλύψω κάτι άλλο, να τον ενημερώσω.
Από ότι φαίνεται, μπορεί τελικά και να πετύχω σε αυτήν την δουλειά, έστω κι αν είναι εκείνος ο αρχηγός.
Αποχωρώ από το γραφείο, με μία πνοή αισιοδοξίας να με περιβάλλει. Τα λόγια του αρχηγού με βοήθησαν κάπως και από την στιγμή που ξέρω ότι ο απαγωγέας βρίσκεται εδώ, είμαι αποφασισμένη να τον βρω.
Επιστρέφω στην υποδοχή... Και ο Μίκαελ περιμένει εκεί. Έχει στηριχτεί στον πάγκο και ασχολείται με το κινητό του, συζητώντας παράλληλα με τον Μπεν. Εκείνος τον σκουντάει και υψώνει το κεφάλι του, καρφώνοντας το το βλέμμα του πάνω μου. Οι ματιές μας κλειδώνουν και μία ανατριχίλα με διαπερνά, καταλήγοντας στην ραχοκοκαλιά μου. Καθώς εστιάζω μόνο σε αυτόν για κάποια δευτερόλεπτα, ό,τι άλλο υπάρχει γύρω μας εξαφανίζεται. Η καρδιά μου σφυροκοπά τόσο γρήγορα στο στήθος μου, που νομίζω ότι θα βρεθεί έξω από αυτό. Μπορώ να ακούσω τη βουή του αίματος μου. Θα έλεγα με σιγουριά πως αν στεκόμουν τώρα μπροστά από έναν καθρέφτη, θα αντρίκριζα το κατακόκκινο πρόσωπο μου και τον εαυτό να παίρνει γρήγορες ανάσες. Οι πεταλούδες πετάνε αλλόκοτα μέσα στο στομάχι μου και αυτήν την φορά, δεν κάνω τίποτα για να το ελέγξω... Γιατί είμαι σίγουρη πως είμαι πια ερωτευμένη μαζί του.
Τον πλησιάζω με αργά βήματα, παίρνοντας μία βαθιά ανάσα... Ελάχιστα εκατοστά μόνο μας χωρίζουν τώρα, αλλά ταυτόχρονα, υπάρχει μία μεγάλη απόσταση ανάμεσα μας, την οποία σκοπεύω να περπατήσω, όσος χρόνος κι αν χρειαστεί.
"Γειά"
"Γειά" λέει και ένα ελαφρύ, ροδαλό χρώμα βάφει τα ζυγωματικά.
"Πώς είσαι;" χαμογελάω αχνά και τοποθετώ μια τούφα από μαλλιά πίσω από το αυτί μου.
"Έχω υπάρξει και καλύτερα" απαντάει και ξύνει νευρικά τον σβέρκο του.
Τα δάχτυλα μου παίζουν με το στρίφωμα της μπλούζας. Παρατηρώ τις μικρές σταγόνες ιδρώτα στα χέρια μου. Δεν ξέρω αν είναι λόγω της ζέστης ή του άγχους μου, εξαιτίας όσων συμβαίνουν.
Η σιωπή που επικρατεί ανάμεσα μας τα επόμενα λεπτά, είναι αμήχανη. Είναι ξεκάθαρο πόσο άβολα αισθανόμαστε και οι δύο. Εύχομαι όλα να ήταν διαφορετικά. Να μην είχα κάνει τόσα λάθη. Ακόμα φαντάζομαι μερικές φορές πώς θα ήταν εκείνο το ραντεβού έκπληξη που ήθελε να με βγάλει. Είμαι σίγουρη πως θα ήταν ρομαντικός και τρυφερός. Ενώ τώρα, είναι απλά ψυχρός και απόμακρος... Αλλά σε μικρότερο βαθμό τουλάχιστον, από όταν έφυγα.
Τέλος πάντων, δεν πρέπει να καταναλώσω άλλο χρόνο γι' αυτό το θέμα. Ας επικεντρωθώ για την ώρα σε αυτό που με καίει. Του δίνω το χαρτί.
"Τι είναι αυτό;"
"Ο αρχηγός θέλει να πάρεις για ανάλυση. Αφορά μία... Προσωπική που υπόθεση" του εξηγώ και το πρόσωπο του παίρνει μια ανήσυχη έκφραση.
"Τι συμβαίνει;"
"Δεν προλαβαίνω να σου πω τώρα. Θα σε ενημερώσει ο αρχηγός. Εγώ... Εγώ πρέπει να φύγω τώρα"
Αρχίζω να απομακρύνομαι, όταν το χέρι του με σταματάει.
"Τζένη..." κάτι πάει να πει, αλλά σταματάει.
"Μίκαελ..."
"Θέλω να μιλήσουμε"
"Και εγώ. Πότε;"
"Όποτε μου πεις" ανταπαντώ και τον αφήνω να χαϊδέψει το πρόσωπο μου.
Τζένη, σύνελθε! Έχεις σοβαρότερα θέματα αυτήν την στιγμή!
Του χαρίζω ένα ακόμα χαμόγελο και ύστερα φεύγω από το τμήμα. Πρέπει να κάνω μια τελευταία στάση. Να συζητήσω με κάποιον, εξίσου σημαντικό για εμένα. Με τον άνθρωπο, ο οποίος ρίσκαρε την ζωή του για χάρη μου. Και παρόλο που του είχα υποσχεθεί αντάλλαγμα, εκείνος στο τέλος δεν ζήτησε τίποτα από εμένα. Ούτε καν μετά τα γεγονότα στην συνέντευξη τύπου. Και εγώ τον πλήγωσα με τον χειρότερο τρόπο. Ήμουν απαίσια φίλη. Ακόμα και τώρα είμαι, εφόσον πάω να τον βρω και να ζητήσω βοήθεια, παρά τα όσα έγιναν...
Αλλά ξέρω ότι και ο Νικ το μοναδικό άτομο που μπορεί να σταθεί δίπλα μου. Να μου προσφέρει ένα χέρι να κρατηθώ στα δύσκολα.. Θέλω να διορθώσω τα πράγματα και να φτιάξω την σχέση μας. Εκείνος με καταλάβαινε περισσότερο από τον καθένα. Τον έχω ανάγκη στην ζωή μου, περισσότερο από όσο πίστευα τελικά.
[...]
Χτυπάω την πόρτα του διαμερίσματος, στο οποίο συγκρατούν με τον Φιν. Είμαι λίγο διχασμένη για το ποιός θα προτιμούσα να μην μου ανοίξει.
Από την μία, δεν είμαι ψυχολογικά έτοιμη να αντιμετωπίσω τον Νικ. Και δεν νομίζω πως θα είμαι και ποτέ, αλλά τώρα δεν υπάρχει γυρισμός έτσι κι αλλιώς. Από την άλλη, ο κολλητός του... Ας πούμε ότι το χιούμορ του θα είναι πιο καυστικό από ποτέ εναντίον μου. Είχαμε αρχίσει να τα πηγαίνουμε καλά, αλλά θεωρώ πως και εκείνος θα έχει νεύρα μαζί μου, μετά απ' αυτά που είπα. Τον φαντάζομαι ήδη να μειδιά σαρκαστικά και οι προσβολές να ξεφεύγουν από το στόμα του, η μία μετά την άλλη... Οπότε σίγουρα δεν ξέρω τι να περιμένω, σχετικά με κανέναν από τους δύο.
Που να πάρει, τί κάθομαι και σκέφτομαι; Είναι πιο σημαντικό αυτήν την στιγμή να ξαναβρώ τον καλύτερο μου φίλο. Είμαι πολύ εγωΐστρια, ακόμα και τώρα. Ήρθα εδώ με έναν σκοπό και αυτός δεν είναι ούτε ο απολογισμός, ούτε η αυτολύπηση, ούτε ο φόβος...
Το άνοιγμα της πόρτας με επαναφέρει στην πραγματικότητα... Ο Φιν στέκεται κάτω από το δοκάρι και τα μπλε μάτια του παραμένουν καρφωμένα πάνω μου για αρκετή ώρα, σαν να έχει σοκαριστεί που με βλέπει. Αυτή η έντονη οπτική επαφή, ομολογώ πως με κάνει να αισθάνομαι κάπως άβολα. Με κοιτάζει επίμονα και με κρίνει σιωπηλά. Με αυτόν τον τρόπο, δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα ανάμεσα μας. Ξέρω ήδη τι νιώθει για εμένα και σίγουρα, δεν είναι θετικό.
"Γειά σου, Φιν. Χαίρομαι που σε βλέπω"
"Εύχομαι να μπορούσα να πω το ίδιο, Τζένη μου" λέει και ο σαρκασμός του είναι τόσο έντονος, που μπορώ να τον δω... Αλλά θα το προσπεράσω για την ώρα.
"Είναι μέσα ο Νικ; Πρέπει να του μιλήσω"
"Δεν νομίζω πως θέλει να σε δει"
"Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Σε παρακαλώ" τον εκλιπαρώ και τα χαρακτηριστικά του χαλαρώσουν, αλλά η δυσπιστία του δεν έχει εξαφανιστεί πλήρως.
"Σε παρακαλώ"
Απελευθερώνει μια ανάσα αγανάκτησης και κάνει ένα βήμα πιο πέρα, αφήνοντας με να περάσω.
"Ήρθε το φαΐ, Φιν;" τον ακούω να ρωτάει από το σαλόνι... Μου έλειψε τόσο πολύ.
Μπήκα στο διαμέρισμα τους, επειδή με άφησε ο Φιν. Ο Νικ ωστόσο, μετά από όσα έγιναν ανάμεσα μας, μπορεί να το θεωρήσει και παραβίαση ιδιωτικού χώρου, μιας και κάποτε μου ξεκαθάρισε πως δεν θέλει να κρατήσει καμία επαφή μαζί μου.
"Δεν με–"
Αφήνει την πρόταση του μισοτελειωμένη, καθώς τα βλέμματα μας συναντιούνται. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα και σηκώνεται όρθιος, αφήνοντας το κινητό να πέσει από τα χέρια του. Οι μυς του σφίγγονται και σχηματίζει δύο γροθιές με τα χέρια του, σαν ένα άγριο ζώο που ετοιμάζεται να προστατευτεί από την επίθεση έως άλλου. Το σοκ αντικαθίσταται από θυμό, ο οποίος ξεχειλίζει από τα μάτια του και ενισχύει την αίσθηση αβεβαιότητας μέσα μου, εξαιτίας της οποίας το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος. Η αμυντική του στάση με πληγώνει πάρα πολύ. Κι αν τελικά δεν έπρεπε να έρθω;
Από την ησυχία στον χώρο, καταλαβαίνω ότι είμαστε εντελώς μόνοι μας. Ο Φιν ή έφυγε, ή κρύβεται σε κάποιο άλλο μέρος του διαμερίσματος τόσο καλά και δεν κάνει φασαρία, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Σε κάθε περίπτωση, στο σαλόνι βρισκόμαστε μόνο ο Νικ, εγώ... Και οι τύψεις που ακόμα βαραίνουν την συνείδηση μου.
"Νικ..." ψελλίζω και πάω να τον αγγίξω, αλλά τραβιέται αμέσως.
"Τι θέλεις εδώ;" με ρωτάει απότομα. Η φωνή του και ο τόνος του κοφτός... Ούτε καν ειρωνικός και κοροϊδευτικός, όπως την πρώτη ημέρα που τον γνώρισα. Κι' αυτό είναι πολύ χειρότερο...
"Ήρθα να σε δω... Και επειδή χρειάζομαι την βοήθεια σου"
Με το που ξεστομίζω αυτές τις λέξεις, ξεσπάει σε δυνατά γέλια. Κι όμως, αυτό το γέλιο, δεν μου θυμίζει καθόλου εκείνες τις στιγμές που περνούσαμε καλά μαζί. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
"Την βοήθεια μου; Είσαι σοβαρή;"
"Νικ..."
"Είμαι σίγουρος πως μπορείς να τα καταφέρεις μια χαρά και μόνη σου"
"Νικ, σε παρακαλώ, άκουσε με"
"Δεν έχω καμία διάθεση να το κάνω. Θέλω να φύγεις"
Κάθε του άρνηση, ισοδυναμεί με μια μία μαχαιριά στην καρδιά μου. Ο πόνος που μου προκαλεί είναι αβάσταχτος και ήδη μου είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου... Θέλω να κλάψω, αλλά δεν πρέπει να λυγίσω. Όχι τώρα, που πρέπει να είμαι δυνατή για όλους τους άλλους γύρω μου. Γι' αυτό, παίρνω μία βαθιά ανάσα και συνεχίζω.
"Νικ... Απήγαγαν τον μικρό μου αδερφό, τον Τζέρεμι" του λέω με τρεμάμενη φωνή, η οποία ραγίζει όλο και περισσότερο.
Κοκαλώνει στην θέση του, αλλά παραμένει με γυρισμένη την πλάτη προς εμένα. Το σώμα του χαλαρώνει και είμαι σίγουρη πως και το πρόσωπο του έχει μαλακώσει, έστω και λίγο...
Ξέρει πολύ καλά πώς νιώθω. Πόσο πολύ πονάω. Με καταλαβαίνει καλύτερα από τον καθένα, επειδή έχει βιώσει ακριβώς το ίδιο. Ο τρόμος και το χτυποκάρδι που δεν σε αφήνουν να ησυχάσεις. Η αγωνία κάθε ώρα και λεπτό για το εάν το τέλος θα είναι αυτό που θες. Ο φόβος που κατακλύζει κάθε μόριο του σώματος σου, καθώς περιμένεις, έως ότου αγκαλιάσεις ξανά τους ανθρώπους που αγαπάς όσο τίποτα άλλο στον κόσμο... Ο χρόνος κυλάει βασανιστικά. Και γίνεται ακόμα χειρότερο, όταν αισθάνεσαι ότι δεν κάνεις τίποτα για να αλλάξει η κατάσταση.
"Το έκανε το άτομο που απήγαγε και τα παιδιά. Αυτό το ξέρω, δεν χωράει αμφιβολία. Μου άφησε το σημείωμα, το οποίο παρέδωσα στο τμήμα για αναλύσεις. Δεν σκοπεύω όμως να περιμένω. Απλώς θα είμαι πιο προσεκτική"
Καμία απάντηση. Η σιωπή είναι τόσο έντονη, που την νιώσω σαν μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου, που σφίγγει, κόβοντας μου την ανάσα. Η επιμονή του στο να παρατείνει αυτήν την ησυχία, με πνίγει όλο και περισσότερο.
"Ξέρω ότι σε πλήγωσα. Φέρθηκα εγωϊστικά και στενόμυαλα. Και είχες δίκιο σε όσα μου είπες αργότερα. Το ξέσπασμα μου προερχόταν από κάτι πολύ βαθύτερο. Έναν θυμό που είχα καταπιέσει τόσα χρόνια, επειδή ήθελα να δείχνω πως δεν με πείραζε. Ότι ήμουν καλά και πίστευα στον εαυτό μου, κάτι που φυσικά ισχύει. Ως έναν βαθμό. Ήθελα να αποδείξω σε όλους ότι μπορώ να τα καταφέρω. Όλοι θα έβλεπαν πως έκαναν λάθος για εμένα.... Αλλά ήταν λάθος αυτός ο τρόπος σκέψης. Έγινα αστυνομικός για να κάνω τον κόσμο καλύτερο. Και τώρα το ξέρω πολύ καλά. Και όσοι με αγαπούν πραγματικά, θα είναι περήφανοι. Σε αυτούς έπρεπε να αφοσιώνω τον χρόνο μου εξαρχής..."
Εισπνοή, εκπνοή... Έτσι. Μπράβο Τζένη. Επιτέλους ήσουν ειλικρινής με τον εαυτό σου. Και καμιά φορά, αυτό είναι καλύτερο από τις ψευαδαισθήσεις που δημιουργούσες εσύ η ίδια.
"Όμως δεν πρέπει να πληρώσουν αθώοι τα λάθη μου. Θέλω μόνο να πάρω πίσω τον αδερφό μου... Όπως εσύ ήθελες να βοηθήσεις την αδερφή σου τότε. Σε χρειάζομαι Νικ. Είσαι έξυπνος και καλός συνεργάτης. Αλλά κυρίως... Θέλω πίσω τον καλύτερο μου φίλο. Τον άνθρωπο που με καταλάβαινε καλύτερα από τον καθένα. Και αν με έκρινε... Το έκανε μόνο από αγάπη" λέω και επιτρέπω στα δάκρυα μου κυλήσουν.
Για πρώτη φορά, ύστερα από πολύ ώρα, στρέφεται προς το μέρος. Από την έκφραση του, φαίνεται πως είναι διχασμένος. Τα χείλη του έχουν σχηματίσει μια λεπτή γραμμή και τα καστανά του μάτια εστιάζουν πάνω μου, σαν δύο μαύρες κουκίδες μέσα στο λαμπερό φως. Τίποτα δεν ακούγεται πλέον, εκτός από τις αναπνοές μας.
Δεν θα το αντέξω να μου πει όχι, το ομολογώ... Ποτέ δεν πίστευα ότι κάποιος θα ήταν για εμένα τόσο απαραίτητος στην ζωή μου. Πάντα νόμιζα ότι δεν θα είχα ποτέ κανέναν στην ζωή μου που να εμπιστεύομαι τόσο πολύ, εξαιτίας του εκφοβισμού που με υπέβαλαν στο παρελθόν, ακόμη και μέχρι την αστυνομική Ακαδημία. Εκεί δεν με χτυπούσε κανείς, αλλά η λεκτική βία, μπορεί να έχει χειρότερες συνέπειες. Δεν έπαψα ποτέ να πιστεύω ότι είμαστε σε μία εποχή ωστόσο που η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Και ο Νικ μου το επιβεβαίωσε περίτρανα.
"Λυπάμαι Τζένη. Σου εύχομαι να βρεις τον αδερφό σου... Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι"
Όλες οι προσβολές, όλα τα ρατσιστικά σχομια εις βάρος μου μέσα στα χρόνια, είναι μικρά και ασήμαντα, μπροστά σε αυτήν την απάντηση... Τίποτα δεν με έχει στεναχωρήσει και απογοητεύσει περισσότερο στην ζωή μου. Ίσως θα έπρεπε και να το περιμένω. Ήταν λάθος που δεν προετοίμασα τον εαυτό μου γι' αυτό.... Η εμπιστοσύνη είναι το πιο θεμέλιο σε μία σχέση. Αν ραγίσει, τελείωσε. Κανένας γύψος, κανένα φάρμακο δεν μπορεί να την επαναφέρει. Ο άνθρωπος μένει απλά μόνος του, να μετανιώνει μια ζωή, για μια λάθος στιγμή.
"Καταλαβαίνω... Αντίο, Νικ. Να ξέρεις ότι χάρηκα πολύ που σε γνώρισα" του λέω και φεύγω βιαστικά δίχως να περιμένω να πει κάτι άλλο.
Ό,τι έγινε, είναι η πιο τρανή απόδειξη πως καμιά φορά, οι λέξεις μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερη και χειρότερη ζημιά. Ίσως και ανεπανόρθωτη... Αυτό συνέβη και με εμάς. Και δεν θεωρώ πως θα ξαναβρώ καλύτερο φίλο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro