Πρώτη γνωριμία
Σκέφτηκα πως θα ήταν δουλειές του τύπου, να κάνω κάποια σύλληψη, να εμποδίσω κάποια ληστεία, να σώσω κάποιον σε κίνδυνο... Γενικά, ήθελα να κάνω κάτι που θα μου επέτρεπε να δείξω τις ικανότητες και να χρησιμοποιήσω όλα όσα έμαθα αυτά τα έξι χρόνια στην αστυνομική ακαδημία.
Πήγα λοιπόν στο αρχείο και με την βοήθεια του Μπεν –αργότερα έμαθα ότι τον λένε έτσι– βρήκα αυτό που μου είπαν. Παρεμπιπτόντως, ο Μπεν είναι εξαιρετικός. Μου έχει δώσει μέχρι τώρα την καλύτερη εντύπωση. Και μάλιστα είναι πολύ υποστηριχτικός. Θα κάνουμε καλή παρέα θεωρώ, αν προκύψει.
Όπως έλεγα, ήμουν διατεθειμένη να κάνω το οτιδήποτε. Κάθε αρχή, έχει και τις δυσκολίες της και αν πρέπει να της υποστώ, θα το κάνω. Θα έκανα τα πάντα...
Αλλά αυτό που μου ανέθεσε ο αρχηγός είναι απλά ότι πιο εξευτελιστικό θα μπορούσε να κάνει! Πραγματικά δεν τον πιστεύω! Καταλαβαίνω ότι είμαι καινούργια και προσπαθεί να μου δείξει εμπιστοσύνη σε πιο απλά καθήκοντα, όμως αυτό ήταν κάτι πιο απλό από... Το απλό! Ήταν γελοίο!
Εδώ και τουλάχιστον τρεις ώρες, μπαινοβγαίνω σε μαγαζιά και στην περιοχή του που βρίσκεται που τμήμα, όπως και σε άλλες κοντινές. Επιβλέπω την λειτουργία και σιγουρεύω την μη ύπαρξη προβλημάτων. Αν χρειαστεί, πρέπει να ρίξω και πρόθυμα. Ασχέτως που αυτό είναι δουλειά της εφορίας. Και επιπλέον, δίνω και κλίσεις σε παράνομα παρκαρισμένα αμάξια.
Το χειρότερο από όλα αυτά όμως δεν είναι οι δουλειές. Όχι, αυτό να το καταπιώ. Με δοκιμάζει ίσως στα εύκολα και μετά θα μου δώσεις κάτι πιο περίπλοκο να λύσω.
Για ποιόν όμως λόγο έπρεπε να φορέσω αυτό το κίτρινο και πορτοκαλί γιλέκο; Με κάνει να νιώθω χάλια. Περπατώ στους δρόμους, κάνοντας την δουλειά μου και οι περαστικοί γελάνε μαζί μου, σαν να είμαι κάποιο κακόγουστο αστείο. Για να μην μιλήσω για τα σχόλια που ακούω.
Υποθέτω όμως πρέπει να το ανεχτώ και αυτό. Για το καλό της δουλειάς μου. Τα πράγματα θα φτιάξουν με τον καιρό. Οι συνάδελφοι μου θα με συνηθίσουν και ο αρχηγός θα πιστέψει σε εμένα. Όλοι τους θα το κάνουν. Δεν έχασα τόσα χρόνια την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους και ούτε έχω σκοπό να το κάνω τώρα.
Αφού βγω από ακόμα ένα μαγαζί, τσεκάρω την ώρα στο ρολόι μου. Εννιά το πρωΐ. Έχω ακόμα ώρες δουλειάς μπροστά μου. Το θέμα είναι πως έχω δει πολλά μαγαζιά και ήδη έχω κόψει πολλές κλίσεις. Αυτό θα κάνω ολόκληρη της μέρα;
Αν μπορούσα να ρίξω έστω και μια ματιά στις υποθέσεις με τα παιδάκια... Δεν ξέρω αν θα άλλαζα κάτι, όμως θα μπορούσα να προσφέρω. Ίσως να ανακάλυπτα κάποιο νέο στοιχείο, όταν κι αν σήμαινε αυτό. Αλλά ο αρχηγός δεν με άφησε... Τέλος πάντων. Πρέπει να συνεχίσω, γιατί αλλιώς δεν θα σκοτώσω τις ώρες που έχω μπροστά μου με κανέναν άλλον τρόπο.
Παρατηρώ τις πινακίδες με τους τίτλους τους, ψάχνοντας το επόμενο που θα μπω μέσα για να ελέγξω. Έχω ολοκληρώσει με τα περισσότερα. Μου μένουν ακόμα λίγα και θα έχω τελειώσει με αυτήν την περιοχή και μετά... Θα πάω στην επόμενη. Τέλειο;
Σπρώχνω την πόρτα ενός γλυκοπολείου και το κουδούνι από πάνω χτυπάει, ενημερώνοντας τους ιδιοκτήτες πως κάποιος εισήλθε στο μαγαζί τους. Δηλαδή εγώ.
Δεν έχει πολύ κόσμο πάντως. Ένας πατέρα που κάθεται σε ένα τραπέζι στο παράθυρο με δυό παιδιά, ένας ηλικιωμένος που διαβάζει την εφημερίδα του, δύο γυναίκες που συζητάνε έντονα από ότι βλέπω και τέλος, δύο άντρες που έχουν κάτσει στο βάθος του μαγαζιού και μιλάνε πολύ ψιθυριστά. Σαν να μην θέλουν να τους ακούσουν... Ύποπτο.
Για λίγα δευτερόλεπτα, και οι δύο γυρνάνε τα κεφάλια τους προς το μέρος μου, καρφώνοντας τα μάτια τους πάνω μου. Διακρίνω ανησυχία στο ύφος και των δύο. Είναι λες και βλέπουν φάντασμα.
Ο ένας είναι ξανθός με κοντά μαλλιά και ο άλλος μαύρα μαλλιά, σε ατημέλητο στυλ, το ίδιο κοντά. Αν και υπάρχει κάποια απόσταση, μπορώ καταλάβω στο περίπου το χρώμα των ματιών του. Σκουρόχρωμο σίγουρα. Σουφρώνει τα χείλη του καθώς τα λεπτά περνάνε και τα μάτια του συνεχίζουν να με παρατηρούν. Για κάποιον λόγο, ούτε εγώ το κάνω. Έχει κάτι αυτός ο άντρας... Κάτι μυστήριο.
Πηγαίνω στο ταμείο και αφού καλημερίσω ευγενικά την γυναίκα που στέκεται πίσω από αυτό, κάνω τις απαραίτητες ερωτήσεις, για να σιγουρευτώ πως όλα πάνε καλά. Οι απαντήσεις της είναι αναλυτικές και γενικώς, μιλάει με ευγένεια. Λίγη στα μαγαζιά που μπήκα το έκαναν αυτό. Την ευχαριστώ, αφού τελειώσουμε και ετοιμάζομαι να βγω έξω από το μαγαζί.
"Σου είπα να μην ξαναπατήσεις εδώ! Δεν γουστάρω τύπους σαν κι εσένα στο μαγαζί μας!"
Το σώμα κάνει μια απότομη, πλήρης στροφή και χωρίς να το καταλάβω, κοιτάζω ξανά στο τραπέζι που κάθονται οι δύο άντρες. Μόνο που τώρα δεν είναι μόνοι αλλά μαζί τους είναι και ένας ακόμα, ο οποίος δείχνει αρκετά νευριασμένος. Ίσως είναι καλύτερα να μείνω, γιατί αλλιώς θα δημιουργηθεί πραγματικό πρόβλημα.
"Μάικ, έλα τώρα, αφού σου έχω ξεπληρώσει τα πάντα. Δεν θυμάμαι να σου χρωστάω κάτι" τον ειρωνεύεται ο μαυρομάλλης, κάτι που δείχνει να τον εξοργίζει ακόμα περισσότερο.
"Φύγε, γιατί δεν θα διστάσω να σε σκοτώσω! Αρκετά έχεις κάνει Άντερσον!" φωνάζει και η στάση του σώματος του δηλώνει την ετοιμότητα του να επιτεθεί.
Απειλές μπροστά στα μούτρα ενός αστυνομικού; Είναι σοβαρός; Και νομίζει πως θα κάθομαι να κοιτάζω, χωρίς να κάνω τίποτα; Ώρες ώρες, απορώ για την σοβαρότητα του κόσμου.
"Συγνώμη, μήπως υπάρχει κάποιο πρόβλημα εδώ;" ρωτάω, φτάνοντας στο σημείο. Τα βλέμματα και των τριών πέφτουν πάνω μου, κάνοντας με να αισθανθώ λίγο παράξενα. Πρώτη φορά βλέπουν μαύρη αστυνομικό;
"Δεν αφορά μια παρκομετρού οι υποθέσεις μου" απαντάει ο ιδιοκτήτης υποθέτω, μιας και ισχυρίζεται πως το μαγαζί του ανήκει.
"Συμφωνώ. Μα όταν φτάνετε στο σημείο να απειλήσετε την ζωή ενός αθώου πολίτη, θα εμπλακώ άμεσα. Οπότε σας παρακαλώ πείτε μου" ρωτάω ξανά όσο πιο ψύχραιμα μπορώ και ξεφυσάει αγανακτισμένος, μουρμουρίζοντας μερικές βρισιές.
"Αυτοί οι δύο έχουν έρθει άπειρες φορές στο μαγαζί μου και έφευγαν χωρίς να πληρώνουν. Απαίτησα να μην πατήσουν ξανά το πόδι τους εδώ"
"Είναι αλήθεια, κύριοι;" τους ρωτάω ευθέως και ο μαυρομάλλης, κάνει νόημα στον ξανθό να μην πει κάτι. Σηκώνεται όρθιος και σταυρώνει τα χέρια του κάτω από το στήθος του, στεκόμενος δίπλα μου.
"Έχω ξεπληρώσει όλα τα χρέη μου. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν γιατί να μην πατάω εδώ το πόδι μου. Δημοκρατία έχουμε και έχω δικαίωμα να κάθομαι όπου θέλω" μου απαντάει και ο άντρας απέναντι μας είναι έτοιμος να του ορμήξει, όταν ένα χέρι τον εμποδίζει.
"Τόλμα να τον αγγίξεις"
"Λοιπόν φτάνει!" φωνάζω και βγάζω το μπλοκ σημειώσεων που έχω πάντα μαζί μου, μαζί με το στυλό.
"Λοιπόν. Εσένα δεν θέλω να σε ξαναδώ να απειλείς κανέναν. Έχει ξεπληρώσει όπως είπε και δεν έχεις δικαίωμα να του κάνεις κάτι. Κύριοι, λυπάμαι, αλλά πρέπει να σας ζητήσω να συνεχίσετε κάπου αλλού το γλυκό σας. Για να αποφύγουμε καμία παρεξήγηση" τους ζητάω και μου γνέφουν θετικά.
Τους κάνω νόημα να με ακολουθήσουν έξω και ο ένας από τους δύο μου ανοίγει την πόρτα να βγω έξω πρώτη. Φαίνεται πως υπάρχουν ακόμα ευγενικοί άντρες.
"Πάλι καλά που ήρθατε, αλλιώς δεν μας έβλεπα καλά. Αυτός ο τύπος τα έχει χάσει" γελάμε και οι τρεις με το σχόλιο του.
"Δεν ξέρω τι συνέβη ανάμεσα σας, αλλά από την στιγμή που ήσασταν και οι δύο καθαροί απέναντι του, τότε δεν θα έπρεπε να είναι θυμωμένος. Όπως και να 'χει, χαίρομαι που βοήθησα κύριε..."
"Νικ Αντερσον. Και από εδώ, ο καλύτερος μου φίλος, Φιν Έβανς" συμπληρώνει την πρόταση μου και ανταλλάζω μια χειραψία και με τους δύο.
"Χάρηκα πολύ. Τζένη Ρόμπινσον. Αν ποτέ χρειαστείτε κάτι, περάστε από το αστυνομικό τμήμα και θα βοηθήσω όπως μπορώ" τους λέω και χασκογέλανε, χτυπώντας ο ένας φιλικά τον ώμο του άλλου.
Φαίνονται τόσο δεμένοι... Πρέπει να είναι οι καλύτεροι φίλοι. Εγώ ποτέ μου δεν είχα έναν τέτοιον φίλο. Να χασκογελάμε και να περνάμε χρόνο μαζί, κάνοντας τα πάντα. Αλλά αν θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής, σταμάτησε να με ενοχλεί από ένα σημείο και μετά. Αποδέχτηκα το γεγονός ότι κανείς δεν θα με κάνει παρέα. Δεν πέρασα άσχημα βέβαια. Είχα πάντα τον αδερφό μου. Και ο αδερφός μου έγινε ο καλύτερος μου φίλος και εγώ αντίστοιχα για εκείνον. Δεν ήταν ούτε αυτός τόσο τυχερός στο θέμα φιλία.
"Λοιπόν, εγώ πρέπει να φύγω τώρα. Αντίο" τους λέω, συνειδητοποιώντας πως η ώρα πέρασε και πρέπει να γυρίσω στην δουλειά μου.
Τους αποχαιρετώ και απομακρύνομαι από το σημείο, θυμίζοντας στον εαυτό μου πως έχω ακόμα να κάνω πολλά πράγματα.
Για κάποιον περίεργο λόγο, δεν μπορώ να βγάλω την εικόνα εκείνου του... Νικ από το μυαλό μου. Μπορεί να μίλησα για λίγα λεπτά μαζί του, όμως ένιωσα παράξενα. Ο τρόπος που με κοιτούσε... Με έκανε να αισθανθώ οικειότητα. Πως είναι δυνατόν αυτό; Πως μπορεί κάποιος να νιώσει έτσι για έναν άνθρωπο που μόλις συνάντησε; Υποθέτω πως ποτέ δεν θα το μάθω. Το Λος Άντζελες είναι μεγάλη πόλη. Αποκλείεται να τον ξαναδώ.
Ας τελειώσω την δουλειά μου, μπας και πάω σπίτι μου επιτέλους.
[...]
Αφήνω την κλίση σε ένα ακόμα αμάξι και βλέποντας την ώρα, αποφασίζω να γυρίσω στο τμήμα. Ολοκλήρωσα τις υποχρεώσεις μου, οπότε δεν βλέπω κάποιον λόγο για να μείνω εδώ.
Φτάνω έξω από το περιπολικό και ετοιμάζομαι να ξεκλειδώσω, όταν η στριγγλιά κάποιου με κάνει να γυρίσω προς την αντίθετη μεριά του δρόμου. Μια γυναίκα έχει γονατίσει στο πεζοδρόμιο και κλαίει έντονα, ψάχνοντας την τσάντα. Κανένας από τους περαστικούς δεν σταματάει για να την βοηθήσει. Θα κάνω λοιπόν την δουλειά, προσφέροντας τις υπηρεσίες μου. Και ας μου πει μετά ο αρχηγός ότι θέλει.
Τρέχω κοντά της και σκίβω προς το μέρος της, ψάχνοντας τρόπους μέσα στο μυαλό μου για να την ηρεμήσω.
"Κυρία μου ηρεμήστε. Πείτε μου, τι συνέβη; Είμαι αστυνομικός. Μπορώ να σας βοηθήσω" της λέω και υψώνει το βλέμμα της προς το μέρος μου, σκουπίζοντας τα δάκρυα της.
"Μου έκλεψαν το πορτοφόλι. Όμως αυτό δεν είναι το χειρότερο. Είχα μέσα εκατό χιλιάδες δολάρια. Ήταν για το χειρουργείο του άντρα μου. Τώρα πως θα πληρώσω τα νοσοκομεία και την ασφάλεια;" προσπαθεί να μου εξηγήσει και κοιτάζω μπροστά, ψάχνοντας για κάποιο στοιχείο που τα με οδηγήσει στους ληστές.
"Είδατε κάτι; Οτιδήποτε;"
"Ήταν... Ήταν ένας με μ-μ-μαύρα μαλλιά και π-π-πολλά τατουάζ..." μου απαντάει τραυλίζοντας και στο μυαλό μου, σχηματίζεται μια συγκεκριμένη μορφή... Όχι αποκλείεται. Δεν υπάρχει περίπτωση να το έκανε αυτός που φαντάζομαι. Δεν τον ξέρω σαν άνθρωπο, αλλά και μόνο στην σκέψη, μοιάζει απίθανο.
Της ζητάω να μου δείξει προς τα που πήγαν και αφού πάρω την απάντηση μου, της λέω να παραμείνει στο σημείο που βρίσκεται και αρχίζω να τρέχω προς την κατεύθυνση που μου υπέδειξε, προσπερνώντας λίγο απρόσεκτα τους πολίτες.
Καθώς μειώνω ταχύτητα, παρατηρώ πως οι άνθρωποι που κυκλοφορούν δεν είναι όσοι ήταν στο σημείο που βρισκόμουν νωρίτερα. Γενικώς, τα μάτια μου μετράνε αρκετές διαφορές, αν συγκρίνω τις περιοχές. Τα πεζόδρομα εδώ είναι καεστραμμένα και τα κτίρια δεν εκπέμπουν την λάμψη εκείνων που έχω δει. Δείχνουν σαν να μην έχουν συντηρηθεί για χρόνια. Μερικά από τα παράθυρα στις πολυκατοικίες είναι διαλυμένα στις άκρες τους και στους τοίχους έχουν σχηματιστεί ρωγμές. Τα λουλούδια των κήπων είναι ξεριζωμένα και φράχτες σπασμένοι. Θεέ μου, γιατί κανείς δεν τα φροντίζει όλα αυτά;
Ας μην ξεχνάω γιατί ήρθα εδώ. Πρέπει να βρω το πορτοφόλι, μαζί και τα λεφτά εκείνης την κυρίας.
Περπατώντας με προσοχή, το βλέμμα μου πέφτει πάνω σε κάτι καφέ ανάμεσα στα σπασμένα κομμάτια τσιμέντου και σκύβω να το μαζέψω. Το καθαρίζω από τις σκόνες και τα πετραδάκια, ανοίγοντας του. Για καλή μου τύχη, βλέπω την φωτογραφία της γυναίκας που έσπευσα να υποστηρίξω. Για κακή μου όμως... Δεν περιέχει μέσα ούτε ένα σεντ! Δεν μπορώ να της το επιστρέψω χωρίς τα χρήματα της! Θα χρειάζεται! Δεν θα το αφήσω έτσι! Πρέπει να βρω τον υπεύθυνο για–
Στρίβοντας στην γωνία, τα μάτια μου διασταυρώνονται με δύο σκουρόχρωμα, τα οποία ανοίγουν διάπλατα με το που με βλέπουν. Στα χέρια του κρατάει χαρτονομίσταματα των διακοσίων και των πεντακοσίων δολαρίων, μοιρασμένα στις παλάμες του. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη εξήγηση... Πέρα από το ότι ο Νικ είναι εκείνος που τα έκλεψε!
"Εμ... Γεια και πάλι;" αστειεύεται, κάτι που με κάνει να νευριάσω ακόμα περισσότερο μαζί του.
Πριν προλάβει να φύγει, τον αρπάζω από τον ώμο και τον κολλάω στον τοίχο, βγάζοντας τις χειροπέδες από την τσέπη μου.
"Ήρεμα δεσποινίς Ρόμπινσον. Μην μου πάθετε κάτι" με ειρωνεύεται και σφίγγω το κλείδωμα, κάνοντας τον να βογγήξει από τον πόνο. Παρόλα αυτά, το χαμόγελο δεν εξαφανίζεται από το πρόσωπο του.
"Μην με νευριάζεις άλλο. Ήδη θέλω να σε χτυπήσω, αλλά μπορώ να το κάνω μόνο σε περίπτωση άμυνας. Για αυτό βούλωσε το μέχρι να σε πάω στο τμήμα" του λέω εκνευρισμένη και τον σπρώχνω για να προχωρήσει αφού πρώτα βάλω τα λεφτά στην θέση τους.
[...]
Μπαίνουμε στο κτίριο και πάμε μέχρι την υποδοχή, για να τον δηλώσω στον Μπεν και μετά να τον πάω σε ένα από τα κελιά.
"Μπεν; Μπεν, είσαι εδώ;" ρωτάω, χτυπώντας το κουδούνι πάνω στο έπιπλο.
"Τζένη! Πως πήγε η πρώτη σου μέρα ως– Πάλι εδώ Άντερσον; Αυτή την φορά ξεπέρασες όλα τα ρεκόρ σου. Μέσα σε τρεις μέρες, επιστρέφεις" τον ακούω να λέει, ενώ περπατάει προς το μέρος μας.
"Συγνώμη, τον ξέρεις;" το γέλιο του Νικ φτάνει στα αυτιά μου, σπάζοντας τα νεύρα μου κι άλλο. Είναι λες και το κάνει επίτηδες.
"Τα τελευταία πέντε χρόνια, μπαίνει και βγαίνει εδώ μέσα. Για το πιο ηλίθιους. Άμα, θες σου δίνω και τον φάκελο του για να καταλάβεις τι εννοώ. Για ποιόν λόγο τον πάνε μέσα;"
"Τον έπιασα να μετράει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Προηγουμένως όμως, είχα μια μαρτυρία από μια γυναίκα που μου έλεγε πως κάποιος τις έκλεψε αυτό το ποσό" του απαντώ και αυτός ξεφυσώντας, βάζει το χέρι του στην τσέπη, εμφανίζοντας ένα κλειδί.
"Αυτό είναι το κλειδί για το κελί του κάτω. Θα καταλάβεις πιο είναι. Μετά θα τα πούμε" μου λέει και επιστρέφει στο πόστο του, ενώ εγώ με τον Νικ, πάμε προς τα σκαλιά για να κατέβουμε στο υπόγειο.
Πρώτη φορά κατεβαίνω εδώ κάτω. Μπροστά μας, απλώνεται ένα μακρύς διάδρομος. Το πάτωμα είναι φτιαγμένο από μάρμαρο και ο πέτρινος τοίχος, βαμμένος άσπρος. Και στις δύο πλευρές, υπάρχουν κελιά με πόρτες. Στο Τέξας, τα δωμάτια στο τμήμα, τα έκλειναν με κάγκελα. Εδώ φαίνεται να έχουν εκσυγχρονιστεί. Ήδη κάποιοι βρίσκονται μέσα σε αυτά, άλλοι συζητούν, άλλοι τσακώνονται και άλλοι κάνουν βλακείες, για να περάσει η ώρα.
"Αυτό εδώ είναι. Δεν ξέρω γιατί σου είπε ότι θα καταλάβαινες πιο είναι, σοκολατάκι"
"Μην με αποκαλείς έτσι" αποκρίνομαι και ξεκλειδώνω την πόρτα. Του βγάζω τις χειροπέδες και τον σπρώχνω μέσα, κοπανώντας την πόρτα με δύναμη και κλειδώνοντας την ξανά.
"Σοκολατάκι, δεν κάθεσαι να μου κάνεις λίγη παρέα; Θα μου φέρουν τις κιμωλίες μου σε λίγο" η φωνή του είναι τόσο εκνευριστική. Ειδικά αυτό το υφάκι. Νομίζει πως είναι έξυπνος και πονηρός, όμως το έξυπνο πουλί από την μύτη πιάνεται.
"Μην με λες έτσι. Και κανονικά δεν θα έπρεπε καν να σου μιλάω. Σε υπερασπίστηκα και εσύ μου είπες ψέματα"
"Έτσι είναι κομπίνες σοκολατάκι" μου έχει ανεβάσει το αίμα στο κεφάλι με αυτό το παρατσούκλι! Δηλαδή, πόσες φορές πρέπει να του πω να σταματήσει;!
"Δεν έχει σημασία. Τελείωσε τώρα. Οι απατεωνιές σου λαμβάνουν τέλος" δηλώνω αποφασιστικά και ξεσπάει σε δυνατά γέλια ξανά, χτυπώντας με δύναμη την σιδερένια πόρτα.
"Κάνω αυτές τις δουλειές από τα δεκαπέντε μου. Και τα τελευταία χρόνια, έχω βρεθεί σε αυτό το κελί άπειρες φορές. Κάθε φορά βγαίνω. Δεν σε συμφέρει λοιπόν να με απειλείς" λέει με ένα αλαζονικό χαμόγελο, το οποίο θέλω όσο τίποτα άλλο να του το σβήσω. Ότι είπα πριν για την οικειότητα που μου προκαλούσε... Τώρα μου δημιουργεί μόνο νεύρα ανησυχία.
"Καλά θα κάνεις να μην με ξαναπείς σοκολατάκι!"
"Πάσο! Απλά υπέθεσα πως κατάγεσε από κανένα χωριό, τίγκα στα φρούτα!"
"Από το Τέξας είμαι!" τον διορθώνω και σηκώνει ψηλά τα χέρια του, ως ένδειξη αγανάκτησης.
Έτσι και ξεστομίσει κάποια προσβολή για τον τόπο μου ή την οικογένεια μου, θα με δει από την ανάποδη. Ο καθένας μπορεί να πει ότι θέλει για εμένα, όμως το παραμικρό αρνητικό σχόλιο για όσους αγαπώ, θα με βγάλει εκτός εαυτού και τότε δεν ξέρω ούτε εγώ η ίδια τι θα κάνω.
"Οκ, να σου πω μια ιστορία. Μια αφελής, μαύρη γυναίκα, με καλούς βαθμούς, φεύγει από το πατρικό της και λέει 'Γειά σας παιδιά, θα πάω στο Λος Άντζελες, όπου λευκοί και μαύροι ζουν ειρηνικά, κάνοντας όνειρα'. Μόνο που το πρόβλημα είναι πως δεν τα πάμε όλοι καλά, σοκολατάκι. Ήρθες εδώ, με την ελπίδα να αλλάξεις τον κόσμο. Τίποτα δεν θα καταφέρεις όμως. Ελέγχεις μαγαζιά, κόβεις κλίσεις και ρίχνεις πρόσθημα, αλλά ξέρεις ποιό είναι το χειρότερο από όλα; Κανείς δεν σκοτίζεται για εσένα και τα όνειρα σου μικρή. Εν συντομία, θα σου πεθάνουν και θα γυρίσεις πίσω στο Τέξας, για να κάνεις... Οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτά. Γνώριμη ιστορία" ολοκληρώνει τις σκέψεις του, με μεγάλη άνεση στο βλέμμα του.
Τώρα νιώθει καλά άραγε με τον εαυτό του; Του αρέσει να μιλάει έτσι; Αισθάνεται όμορφα με την συνείδηση του, αφότου έχει εκφραστεί με τέτοια λόγια προς το άτομα απέναντι του; Δεν τον νοιάζει καθόλου... Αν οι λέξεις που ξεστομίζει, πληγώνουν; Αν αφήνουν κάτι άσχημο πίσω τους;
"Κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να μου τι να κάνω. Ειδικά ένας ανόητος σαν και εσένα, που ποτέ δεν είχε τα κότσια να γίνει κάτι παραπάνω από ένας μικροαπατεώνας" του λέω και παίρνω μια ανάσα, για να ηρεμήσω.
Τα συναισθήματα μου, είναι ανάμεικτα αυτήν την στιγμή. Δεν ξέρω αν μέσα μου κυριαρχεί ο θυμός ή η αδιαφορία. Όλη μου την ζωή, πονούσα κάθε φορά που κάποιος μου έλεγε πως δεν αξίζω ή ότι δεν θα πετύχω τίποτα από όσα θέλω από την ζωή μου. Κάποια στιγμή όμως, έπαψα να ασχολούμαι. Όποιος έκρινε τις ικανότητες μου με βάση το χρώμα μου, δεν ήταν άξιος να βρίσκεται στην ζωή μου. Γιατί λοιπόν μετά από τόσο καιρό... Πόνεσα ξανά; Και πόσο μάλλον, από τα λόγια ενός αλήτη.
"Αν θες να επιβιώσεις εδώ, πρέπει να μάθεις έναν κανόνα. Όλα αυτά για όνειρα και ελπίδες είναι κουραφέξαλα. Είσαι μόνο αυτός που είσαι. Πονηρός λευκός και χαζό σοκολατάκι" έχει ξεπεράσει κάθε όριο! Αν δεν με ενδιέφερε η δουλειά μου –και με ενδιαφέρει πάρα πολύ– θα τον χτύπαγα στο κεφάλι!
"Δεν είμαι χαζό σοκολατάκι!"
"Πες ότι θες. Αλλά δεν θα γίνεις ποτέ αστυνόμος. Αλλά άμα συνεχίσεις αυτήν την τέλεια δουλειά, ίσως πάρεις προαγωγή μια μέρα" με ειρωνεύεται και πάει προς το κρεβάτι, ξαπλώνοντας σε αυτό.
Φεύγω από το υπόγειο, με προορισμό το γραφείο του αρχηγού για να τον ενημερώσω.
Δεν έχω γνωρίσει ξανά πιο αδιάφορο άτομο στην ζωή μου. Τον έβαλα στο κελί και εκείνος είναι λες και αισθάνθηκε πως μπήκε σπίτι του. Από την έκφραση του, κατάλαβα πως το χαιρόταν. Ένας Θεός ξέρει τι είδους ζωή κάνει και ευχαριστιέται αυτές τις καταστάσεις. Θα κάνω αυτό που μου είπε ο Μπεν. Δεν χάνω την ευκαιρία να ρίξω μια ματιά στον φάκελο του.
Έχω την εντύπωση πάντως... Πως αυτή η πρώτη γνωριμία δεν θα μου βγει σε καλό. Δεν τελείωσα ακόμα με αυτόν... Τον Νικ Άντερσον.
Γειά σας δελφινάκια μου🐬🐬🐬🐬🐬
Πως είστε;
Εμείς κάναμε κατάληψη και έχασα δύο μέρες από το σχολείο😂
Ομολογώ πως το χάρηκα. Έκατσα σπίτι, κοιμήθηκα... Α, διάβασα κιόλας λίγο, όμως είπα να γυρίσω στο wattpad😉
Μιας και το ανέφερα, πως σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Η Τζένη ξεκίνησε την δουλειά, όχι και με πολύ ενθουσιασμό. Μέχρι και εγώ νευρίασα🤪
Πέρα από την πλάκα, η ίδια δεν το διασκεδάζει.
Γνωρίστηκαν με τον Νικ μας!
Θεωρείται ότι πήγε καλά;
Ρητορική ερώτηση, είδαμε από το πρώτο λεπτό την αντιπάθεια ανάμεσα τους🐰🦊
Ο Νικ πέρα για πέρα ειρωνικός και η Τζένη νευριασμένη όσο δεν πάει.
Και εγώ γελάω μόνη μου🤣
Θα πάει καλά;
Για να δούμε!
Μέχρι το επόμενο...
Peace❤️💛✌️
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro