Πιο κοντά
Άνοιξε τα μάτια της με μεγάλη προσοχή. Οι αιτίες, ήταν ένας τρομερός πονοκέφαλος -που έκανε ακόμα και τις ρίζες των μαλλιών της να υποφέρουν-, και ο οξύς πόνος που είχε κατακλύσει το δεξί της. Εκεί είχε συσσωρευτεί όλη η ενόχληση και ήταν σαν να την χτυπούσαν στο ίδιο σημείο, χιλιάδες μικροσκοπικά σφυριά. Δεν μπορούσε να το κουνήσει καθόλου. Και από την στιγμή που οι αισθήσεις της επανήλθαν, συνεχώς αισθανόταν το στομάχι της να ανακατεύεται ανησυχητικά και κάτι να ανεβαίνει προς τα πάνω, στον λαιμό της. Ήταν βάσανο αυτό φυσικά, γιατί όλως περιέργως, δεν ξέφευγε τίποτα από το στόμα της.
Παρατηρήσε το ταβάνι. Δεν θύμησε το ξύλινο του δικό της. Αντιθέτως, αυτό φαινόταν φρεσκοβαμμένο και η έντονη δυσοσμία, επιβεβαίωσε την θεωρία της. Γενικά, το ίδιο έπρεπε να ίσχυε και με το υπόλοιπο... Εάν βρισκόταν δηλαδή μέσα σε ένα. Θυμήθηκε τις ταινίες, στις οποίες οι απαγωγείς -εάν υπήρχαν στην προκειμένη περίπτωση-, έκλειναν τα θύματα σε κάποια βρώμικη αποθήκη και τους έδιναν ίσα ίσα τα βασικά, για να ζήσουν... Πολύ ακραίο βέβαια για την πραγματική ζωή, οπότε δεν το συγκράτησε για πάνω από μερικά δευτερόλεπτα.
Είχε καταλάβει ότι το σώμα της, ήταν ξαπλωμένο σε κάτι μαλακό, πιθανότατα στρώμα. Και για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ήταν άνετο. Πολύ άνετο, σαν εκείνο στο ξύλινο κρεβάτι, που κοιμόταν στο Τέξας. Ένα λεπτό σεντόνι την σκέπαζε. Αν δεν της τραβούσε τόσο την προσοχή το χέρι της, σίγουρα θα έκλεινε ξανά τα βλέφαρα της, ώστε να χαρεί κι άλλον ύπνο.
Δυστυχώς όμως, δεν μπορούσε να βρεθεί και πάλι στον κόσμο των ονείρων. Η ανάγκη να μάθει για το μέρος βρισκόταν και τον λόγο, ξεπερνούσε κάθε προσωπική επιθυμία για χαλάρωση και ηρεμία. Είχε καιρό να σκεφτεί και να τα κάνει πράξη όλα αυτά, αφότου έβγαινε από εκεί μέσα... Όπου κι αν ήταν αυτό τέλος πάντων. Σημασία είχε να θυμηθεί τι είχε συμβεί, γιατί το δέρμα έτσουζε τόσο πολύ και πως θα επέστρεφε στο μικρό διαμέρισμα της, σε μια από τις πολλές γειτονιές του Λος Άντζελες... Άραγε την είχαν πάρει έξω από την γραφική πόλη ή την είχαν μεταφέρει σε κάποιο άθλιο μέρος και θα την παράταγαν εκεί, ώσπου να ξεψυχίσει;
Απέδιωξε όλες αυτές τις μακάβριες σκέψεις από το μυαλό της και ύστερα, έστρεψε το κεφάλι για να περιεργαστεί τον υπόλοιπο χώρο... Και τότε τον είδε. Ο Νικ Άντερσον καθόταν σε μια καρέκλα, κοντά στο κρεβάτι της και κοιμόταν, έχοντας πάρει μια μάλλον άβολη στάση για τον ίδιο. Κουνιόταν, στην προσπάθεια του να βολευτεί. Τον λυπήθηκε λίγο, βλέποντας τον σε αυτήν την κατάσταση. Δεν ήταν άδικο αυτή να ξεκουράζεται και να είναι πιο άνετα από αυτόν;
Μέσα της, χάρηκε που δεν είχε βρεθεί μόνη. Ένα ακόμα άτομα, με το οποίο θα μπορούσε να μοιραστεί τις απορίες και τον εκνευρισμό, αφού πρέπει να ένιωθε και εκείνος το ίδιο... Από την άλλη, δεν μπορούσε να μην αναρωτιέται τι έκανε εκεί. Την ίδια, μπορεί να την κυνηγούσαν άνθρωποι, σχετικοί με την υπόθεση. Τι ρόλο έπαιζε η παρουσία του Νικ; Γενικώς, τι είχε γίνει;
Που να πάρει, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι σκατά είχε γίνει. Τα γεγονότα, ο τόπος που συνέβησαν και τα λόγια που ειπώθηκαν, επέπλεαν στο μυαλό της και δεν έλεγαν να ξεμπερδευτούν από την φουρτούνα τον σκέψεων. Έπρεπε αμέσως να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Όσο κι αν δεν ήθελε να ξυπνήσει τον άντρα δίπλα της, ο οποίος κοιμόταν σαν μωρό, ήταν υποχρεωμένη. Αλλιώς δεν θα έβγαζαν άκρη.
"Νικ..." ψέλλισε αδύναμα και τα μάτια του τριαντάχρονου άντρα άνοιξαν διάπλατα, καθώς πετάχτηκε όρθιος από την θέση του.
"Ποιός, που, και γιατί;" ρώτησε αγουροξυπνημένος και ύστερα είδε την Τζένη να τον κοιτάζει.
"Τζένη; Τζένη, είσαι καλά; Πονάς πολύ; Μίλα μου, σε παρακαλώ" έκατσε στο κρεβάτι και έκλεισε το χέρι της στις παλάμες του.
"Μην ανησυχείς Νικ, καλά είμαι... Νομίζω... Άουτσ!" αισθάνθηκε ένα έντονο τσίμπημα στο χέρι της, στην προσπάθεια της να ανασηκωθεί.
"Περίμενε, θα σε βοηθήσω" ανέβασε πιο πάνω το μαξιλάρι και μετά, κρατώντας την με προσοχή από τους ώμους, την βοήθησε να μετακινηθεί προς τα πάνω.
"Καλύτερα;"
"Ναι, λίγο... Νικ, σε εκλιπαρώ, πες μου τι συμβαίνει, γιατί θα τρελαθώ. Τι κάνουμε εδώ; Γιατί... Γιατί πονάει τόσο πολύ;"
Χαμήλωσε το βλέμμα του και περνώντας τα δάχτυλα ανάμεσα από τα κατάμαυρα μαλλιά του, απελευθέρωσε μια ανάσα. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να της απαντήσει ότι δεν γνώριζε. Ότι δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά και πως δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το ποιοί τους είχαν απαγάγει. Σκέφτηκε μέχρι και την δικαιολογία που θα έβρισκε για την σφαίρα, που ευτυχώς η ομάδα του, κατάφερε να αφαιρέσει από το χέρι της. Όμως η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, θα διέψευδε τα πάντα. Θα ερχόντουσαν ξανά, για να τους πάρουν ή απλά να δουν πως δεν το έχουν σκάσει... Όχι πως αυτό ήταν δυνατό.
Και εκτός αυτού... Δεν ήθελε να ξεστομίσει άλλα ψέματα. Για πρώτη φορά στην ζωή του, μετά από τόσα χρόνια, πίστεψε ότι ήταν λάθος. Οι συγκυρίες, δεν του το επέτρεπαν να κρύβεται πίσω από το δάχτυλο του πλέον. Όχι πως είχε στο παρελθόν κάποιο λάθος. Ο ίδιος πίστευε στην αθωώτητα. Βέβαια, αυτό δεν θα έδινε τα επιθυμητά αποτελέσματα, αφού δεν είχε τις απαραίτητες αποδείξεις... Και φοβόταν πολύ για την Τζένη. Εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα, για να υποστεί τις συνέπειες των δικών του, κακών επιλογών. Οι τύψεις τον κατέτρωγαν, από το πρώτο λεπτό την αντίκρισε στο έδαφος. Όποιος κι αν ήταν ο χαρακτήρας του, βαθιά μέσα του, δεν επιθυμούσε τον θάνατο κανενός. Αυτό ήταν το παιδί... Που είχε αρχίσει να αναδύεται από τις αναμνήσεις.
Εν πάση περιπτώσει... Όφειλε να την ενημερώσει για όλες τις πιθανότητες. Γνώριζε πως αυτά που θα άκουγε, ίσως της προκαλούσαν και απέχθεια προς το πρόσωπο του. Μα δεν είχε την δυνατότητα να κάνει αλλιώς... Ένα ήταν παρόλα αυτά ήταν το σίγουρο. Δεν θα επέτρεπε σε κανέναν, να της κάνει το οποιοδήποτε κακό.
"Τζένη, πρέπει να σου πω κάποια πράγματα" της είπε και έστρεψε το βλέμμα της πάνω του, κοιτώντας τον παραξενεμένη.
"Τι εννοείς;"
"Άκου..."
Άνοιξε το στόμα του για να της δώσει όλες τις εξηγήσεις... Και τότε απλώς οι λέξεις, ξεχύθηκαν μέσα από αυτό. Δεν παρέλειψε ούτε μια λεπτομέρεια. Της διηγήθηκε όλη την ιστορία, για το πως και το γιατί έμπλεξε σε μια τόσο περίπλοκη κατάσταση, από την οποία δεν βγήκε εντελώς αλώβητος. Ακόμα και τώρα, όσο θυμόταν τα γεγονότα του τότε, ένα βάρος πλάκωνε την ψυχή του. Ταυτόχρονα όμως, εκείνη την στιγμή αισθάνθηκε... Σαν να φεύγει αυτό το φορτίο. Αργά μεν, αλλά εξαφανιζόταν δε.
Πληγώθηκε πολύ, καθώς αυτή ήταν η αφορμή για να κλειστεί στον εαυτό του ακόμα πιο πολύ. Έχασε την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους και αποφάσισε να κάνει αυτό που ήξερε από πάντα. Συνέχισε να είναι... Ο Νικ. Ο Νικ που όλοι πίστευαν ότι δεν ήταν ικανός για τίποτα, πέρα από το να λέει ψέματα και να κοροϊδεύει τον κόσμο. Αυτές οι λέξεις, αποθηκεύτηκαν στο υποσυνείδητο του και αφού κατάλαβε ότι ο κόσμος θα τον θεωρούσε πάντα αποτυχημένο, απόφασισε να συμπεριφέρεται και έτσι. Να είναι κακός, κι ας τον θεωρούν αναξιόπιστο. Τουλάχιστον γλύτωνε το κήρυγμα για την υποκρισία. Όλοι έβλεπαν τον πραγματικό του εαυτό...
Μόλις τελείωσε την αφήγηση ενός κομματιού της ιστορίας του, αποφάσισε με αντιμετωπίσει κατάματα την αντίδραση της. Ύψωσε το κεφάλι του και οι ματιές του διασταυρώθηκαν... Προσπάθησε να διακρίνει το παραμικρό συναίσθημα στο πρόσωπο, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη, η συνομιλήτρια παρέμενε ανέκφραστη. Κούνησε το χέρι του μπροστά από τα μάτια της, για να δει εάν είχε ακόμη επικοινωνία με το περιβάλλον.
Σαν να ξύπνησε από τον λήθαργο της, με όση δύναμη είχε αρχίσει να ανακτά, έσπρωξε μακριά της την παλάμη του και ο θυμός να αναδύθηκε από μέσα της, καθώς το αγριοκοίταζε τον Νικ... Που να πάρει τι άλλο θα ζούσε μαζί του;!
"Νικ... Πραγματικά δεν ξέρω τι να πω! Γιατί να μπλέξεις σε αυτήν την κατάσταση, στο Λος Αντζελες;! Θεέ μου!" φώναξε στο πρόσωπο του, χωρίς πλέον να συγκρατεί τον εαυτό της και αγνοώντας τα νεύματα του, που την προειδοποιούσαν να χαμηλώσει τους τόνους της.
"Μην φωνάζεις, μπορεί να μας ακούσουν και δεν θες να προκαλέσεις τις αντιδράσεις τους"
"Με δουλεύεις έτσι; Μετά από όσα μου είπες, πιστεύεις ότι θα σε ακούσω; Έχεις την παραμικρή ιδέα για το πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα;" τον ρώτησε, αυτήν την φορά πιο ήρεμα.
"Τζένη..."
"Μου έχεις αραδιάσει ένα σωρό ψέματα... Και τώρα οι ζωές μας βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας σου. Ωω Θεέ μου... Και τώρα τι θα γίνει;"
"Δεν ξέρω... Φαντάζομαι ότι θα τώρα που ξύπνησες, θα έρθουν να μας πάρουν για να δούμε το... Αφεντικό της υπόθεσης" της απάντησε και η Τζένη ξεφύσηξε νευριασμένα.
"Που να σε πάρει ο... Έχε χάρη που ορκίστηκα να μην στείλω κανέναν ξανά εκεί. Τι να σου πω ρε Νικ..." ψέλλισε και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, ώστε να μην της ξεφύγουν οι λυγμοί που κρέμονταν από τα χείλη της.
Τα νεύρα της, είχαν ξεπεράσει το όριο. Η καρδιά χτυπούσε τόσο γρήγορα από τον φόβο και το άγχος, καθώς οι σκηνές από την προηγούμενη νύχτα επέστρεφαν στο μυαλό της. Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια της. Το ταξίδι στην περιοχή με τα σπίτια των πλούσιων, η αναζήτηση του πάρκινγκ αυτοκινήτων, ο καυγάς της με τον Νικ... Και μετά ο πυροβολισμός, που έφερε το χέρι της σε αυτήν την κατάσταση. Ήθελε να αποτρέψει τον πανικό από το να την καταβάλει, μα κάθε λεπτό που περνούσε, το καθιστούσε αδύνατο αυτό. Όλα τα άτομα που αγαπούσε και οι στιγμές μαζί τους, πέρασαν μπροστά από τα μάτια της. Μαζί με αυτά, και τα μικρά παιδιά που ζούσαν την χειρότερη εμπειρία της ζωής τους. Στεναχωριόταν και μόνο στην σκέψη ότι μπορεί να μην κατάφερνε να τα βοηθήσει και οι γονείς τους... Να μην τα αγκάλιαζαν ξανά
Και το χειρότερο, όλα αυτά εξαιτίας του Νικ. Και την ενοχλούσε που ενδιαφερόταν αν και αυτός θα πάθαινε κάτι. Γιατί στα μάτια του, είδε όλα όσα δεν τολμούσε να παραδεχτεί ο ίδιος, ούτε καν στον εαυτό του. Μετάνοια, λύπη και τρόμο... Παράξενα συναισθήματα για τον Νικ, που έχει ακατόρθωτο να τα νιώσει, όπως είχε διαπιστώσει στην πρώτη τους συνάντηση. Αυτό όμως δεν άλλαζε το γεγονός ότι τώρα... Η ζωή τους κρεμόταν από μια κλωστή. Προσευχόταν μέσα της όλα να πάνε καλά και να συνεχίσει την ζωή της... Είχε ακόμα πολλά όνειρα και δεν ήταν έτοιμη να τα παρατήσει. Για κάποιον περίεργο λόγο... Αυτό ήλπιζε και για τον Νικ.
"Γιατί ρε Νικ; Τι το τόσο άσχημο μπορεί να έχεις περάσει, που έπρεπε να διεισδύσεις στην παρανομία; Αμάν ρε Νικ... Και γιατί σε κυνηγούν ακόμα; Πόσο τραγικό ήταν εκείνο το λάθος που ανέφερες;" τον ρώτησε, με την φωνή της με έχει επιστρέψει στο κανονικό, αλλά χωρίς να έχει εξαφανιστεί η απογοήτευση της.
"Εγώ λάθος; Εγώ δεν είχα κάνει κανένα λάθος! Ήμουν εδώ και εμπιστεύτηκα αυτούς τους ανθρώπους! Αυτό ήταν το λάθος μου Τζένη! Εγώ-"
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του, αφού η πόρτα του σχεδόν άδειου και μονότονου δωματίου άνοιξε απότομα. Μέσα μπήκαν τέσσερις άντρες και ο Νικ κατάλαβε πως πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα. Ασυνείδητα, έσφιξε τα χέρια της Τζένης μέσα στα δικά του ακόμα πιο σφιχτά, ώστε να σιγουρευτεί πως κανείς δεν θα τολμήσει να της κάνει κακό. Δεν θα πλήρωνε αυτή τις συνέπειες των πράξεων του...
"Θα έρθετε μαζί μας" είπε ένας από αυτούς, παραμένοντας ακίνητος και και με το βλέμμα του καρφωμένο στον τοίχο απέναντι του, ακριβώς όπως και οι άλλοι.
"Γιατί να το κάνουμε αυτό;" ρώτησε η Τζένη και ο Νικ την σκούντηξε ελαφρά στα πλευρά, κάνοντας της νόημα να μην μιλάει.
Οι άντρες την αγνόησαν και ετοιμάστηκαν να τους μετακινήσουν με την βία από τις θέσεις, όμως ο Νικ σηκώθηκε και τους εμπόδισε, αγριοικοτάζοντας τους.
"Μην πλησιάζετε. Νομίζετε ότι μπορεί να πάει πουθενά σε αυτήν την κατάσταση; Και έχετε σκοπό έτσι απλά να την σηκώσετε; Θέλει προσοχή. Θα την βοηθήσω εγώ. Αλλά μην την αγγίξει κανείς από εσάς" τους είπε και στράφηκε προς την Τζένη.
"Μπορείς να μετακινηθείς ή χρειάζεσαι βοήθεια;" δεν ήταν απαραίτητη η απάντηση της. Ο μορφασμός που της ξέφυγε, ήταν αρκετός για να τον πείσει.
Κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι με σταθερό ρυθμό. Η Τζένη προσπάθησε με τον βοηθήσει, πιέζοντας το άλλο χέρι πάνω στα σεντόνια. Ο πόνος την κατέβαλε ξανά και πριν προλάβει να το συνειδητοποίησει, ένα ουρλιαχτό ακούστηκε από το στόμα της και μερικά δάκρυα κύλησαν πάνω στα κατακόκκινα στα μάγουλα της. Ήταν η δεύτερη φορά που το κορμί της βίωνε αυτήν την διαδικασία και ενθυμούμενη την πρώτη, η ψυχολογία της χειροτέρεψε πιο πολύ.
"Τζένη! Τζένη μου, ηρέμησε. Θα σε κουβαλήσω εν ανάγκη. Ελα"
Την ενθάρρυνε να σταθεί στα πόδια της και εκείνη, νιώθοντας πιο δυνατή και μόνο από τα λόγια που της έλεγε, κατάφερε να το κάνει. Αισθάνθηκε μια ζαλάδα, αλλά ο Νικ την συγκράτησε, προτού βρεθεί στο πάτωμα. Πέρασε το χτυπημένο χέρι της στους ώμους του και η Τζένη φώναξε πάλι, λίγο πιο σιγά από την πρώτη φορά. Οι δυνάμεις της, είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν και δεν ήξερε αν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτό που ερχόταν.
"Πρέπει να της φέρεται ένα νάρθηκα επειγόντως. Αλλιώς το σημείο θα συνεχίσει να πονάει" τους παρακάλεσε, μα εκείνοι απλώς έκαναν στην άκρη και τους άφησαν να προχωρήσουν μπροστά. Οι ίδιοι υπάκουσαν σιωπηλά και βγαίνοντας έξω, αντίκρισαν άλλους τέσσερις άντρες. Οι δύο <<φίλοι>>, προχωρούσαν ανάμεσα τους και δεν έβγαζαν μιλιά. Αντάλλαζαν μερικά βλέμματα κατά την διάρκεια της διαδρομής, προσφέροντας απλόχερα κουράγιο ο ένας στον άλλον. Βέβαια, ο Νικ, ξέροντας ποιόν πάνε να συναντήσουν, είχε φοβηθεί πολύ παραπάνω. Και πιστέψτε, ο φόβος για το άγνωστο... Δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που θα βρίσκονταν σε πολύ λίγο.
Δεν μπορούσαν πια να κάνουν κάτι άλλο από το να στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Παρά τον καυγά που συνέβη το προηγούμενο βράδυ ανάμεσα τους και την τεταμένη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί λόγω των αποκαλύψεων, τους άρεσε που είχαν ο ένας τον άλλον. Μοιράζονταν τον ίδιο τρόμο και σιγά σιγά, έβρισκαν και άλλο ένα στοιχείο που τους ένωνε. Έπρεπε να μείνουν δυνατοί και μαζί... Γιατί πραγματικά, ίσως τους έσωζε αυτό. Για πρώτη φορά από τότε που γνωρίστηκαν, έβαλαν στην άκρη ότι τους χώριζε και κατάλαβαν ότι οι διαφορές τους, ήταν παράλληλα και τα κοινά τους. Θα τα κατάφερναν... Έπρεπε να το κάνουν. Διότι βαθιά μέσα τους... Επιθυμούσαν να εξελιχθεί αυτή η συνεργασία σε φιλία.
Μετά από αρκετή που περπατούσαν σε ένα μακρύ και στενό διάδρομο, έφτασαν μπροστά από μερικά σκαλιά και ξεκίνησαν να ανεβαίνουν. Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο κομμάτι για την Τζένη, μιας και τα πόδια της, την βασάνιζαν εξίσου. Ούτε και η ίδια ήξερε πως μπόρεσε να βηματίζει. Ίσως έφταιγε η ανάγκη για επιβίωση που την έσπρωχνε για να το κάνει.
Ύστερα, άκουσε μια πόρτα να ανοίγει και μέσα σε δευτερόλεπτα, έχοντας γλυτώσει από το σκοτεινό δωμάτιο, το οποίο φώτιζε μια πολύ μικρή λάμπα, βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο, που λουζόταν μόνο από το φως. Τα μάτια της Τζένης ανοιγόκλεισαν πολλές φορές, για να συνηθίσουν αυτό το νέο δεδομένο, αφού μέχρι τώρα, έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να δει.
Δεν άντεξε να μην αφήσει το βλέμμα της να περιπλανηθεί στον χώρο. Υπέθεσε πως αυτό, πρέπει να ήταν το σαλόνι. Ήταν τεράστιο και πρέπει να ίσχυε το ίδιο και για το υπόλοιπο σπίτι... Αν βρισκόταν σε σπίτι δηλαδή.
Αυτό το στιλ, ήταν πολύ εντυπωσιακό. Της θύμισε αυτά τα ευρωπαϊκά σπίτια, τα οποία είχε δει σε πολλές ταινίες. Προερχόταν από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ο κλασικός σχεδιασμός και μοντέρνος σχεδιασμός, συνδυάζονταν μεταξύ τους και το αποτέλεσμα ήταν κλασικό και μοντέρνο. Φαινόταν που θα διαρκούσε για πολύ καιρό... Περίεργο πάντως που έβλεπε ευρωπαϊκό στιλ σε αμερικάνικα εδάφη. Όποιος κι αν ήταν αυτός που τους είχε απαγάγει πάντως, πρέπει να είχε καλό γούστο. Αμάν, δεν της άρεσε αυτή η σκέψη που μόλις έκανε.
Καθώς προχωρούσαν όλο και βαθιά στο σπίτι, πρόσεξε πως ήταν εκπληκτική η σμίξη του ξύλου, της πέτρα και του μάρμαρου. Και ταίριαζε απόλυτα με την επίπλωση. Τα έπιπλα ποιοτικά και προσεγμένα, η διακόσμηση πολυτελής. Τα χρώματα μπεζ, γκρι και λευκό, είχαν μια ισχυρή παρουσία δημιουργούσαν μια πανδαισία με τα αρχιτεκτονικά γύψινα σχέδια σε οροφές και πόρτες... Όλα αυτά, της δημιούργησαν μια αίσθηση άνεσης, λάμψης και κομψότητας. Ο χώρος, της απέπνεε μια εικόνα θαμπή, παλαιωμένη, που της θύμισε το πατρικό της... Κατάλαβε πως αν είχε ποτέ της αρκετά λεφτά για να αγοράσει σπίτι κανονικό, θα το διαμόρφωνε ακριβώς έτσι.
Ένα σπρώξιμο την επανέφερε στην πραγματικότητα και της υπενθύμισε πως έπρεπε να προχωρήσει. Οι άντρες μπροστά τους, σταμάτησαν και η Τζένη διέκρινε μια άλλη, αλλά συρόμενη πόρτα. Ο Νικ ήξερε ακριβώς που οδηγούσε... Τώρα η αγωνία του, είχε φτάσει στην αποκορύφωση.
"Αυτόν θα δούμε;" ψιθύρισε η Τζένη στο αυτί του και εκείνος, άθελα του την έσφιξε πάνω του, κάνοντας την να βγάλει ένα επιφώνημα.
"Συγγνώμη Τζένη. Απλώς... Απλώς σε εκλιπαρώ, μην μιλήσεις καθόλου, εντάξει;"
Δεν πρόλαβε να του απαντήσει, επειδή τους κατεύθυναν με την βία μέσα σε ένα δωμάτιο... Το οποίο έμοιαζε πολύ με γραφείο. Ίδιο ακριβώς στιλ με το υπόλοιπο σπίτι, να αυτήν αυτήν την φορά, ήταν πολύ φοβισμένη για να το θαυμάσει. Το φως, προερχόταν πάλι από ένα φωτιστικό στο ταβάνι, ευτυχώς αρκετά δυνατό για να διακρίνει τον χώρο, μιας και οι κουρτίνες, ήταν όλες κλειστές.
"Θα σας δει τώρα" τους είπε ένας από τους τύπους με τα μαύρα και έκλεισε την πόρτα, μένοντας μόνο αυτοί οι τρεις στο τέλος.
Ακίνητος, όπως και νωρίτερα και με τα δάχτυλα μπλεγμένο μεταξύ τους, περίμενε ήσυχα το αφεντικό του να εισέλθει. Ταυτόχρονα, είχε τον νου στους δύο κρατούμενος, για να μην τολμήσουν να το σκάσουν. Επιτέλους, αυτό το κάθαρμα που είχε μπροστά του, θα πλήρωνε για την αδικία που έπραξε, εις βάρος της οικογένειας του... Τόσα πέρασαν εξαιτίας του. Ποτέ του δεν κατάλαβε τους λόγους, που ο κύριος τους τον πήρε στην δούλεψη του. Κάτι θα ήξερε παραπάνω βέβαια. Μα και οι καλύτεροι άνθρωποι, κάνουν λάθη, έτσι δεν είναι;
Η Τζένη είδε μια άλλη πόρτα να ανοίγει, η οποία βρισκόταν προς τα δεξιά και μια πανύψηλη φιγούρα εισέβαλε στον χώρο. Το βλοσυρό πρόσωπο εκείνου του αρσενικού και η ψυχρότητα στο βλέμμα του, την έκαναν να θέλει να το βάλει στα πόδια, αλλά θυμήθηκε πως αυτό ήταν αδύνατον. Και μόνο η σκέψη, μπορεί να αποβόταν μοιραία για την ζωή της.
"Μήπως αυτός είναι;" τον ρώτησε ξανά, μη θέλοντας να πάρει θετική απάντηση.
"Όχι" της είπε, κερδίζοντας ένα άγριο βλέμμα από τον φύλακα πίσω του... Το όνομα του, του διέφευγε εκείνη την στιγμή.
Ένας δεύτερος άντρας ακολούθησε και στο πρόσωπο του, η Τζένη είδε την ίδια ακριβώς σκληράδα.
"Μήπως αυτός;"
"Τζένη, όχι όχι και όχι, για όσους μπουν μέσα. Και τώρα, σταμάτα να μιλάς" την σκούντηξε ελαφρά στα πλευρά, ξεχνώντας για άλλη μια φορά πως η Τζένη, ένιωθε ενοχλήσεις σε όλο της το σώμα.
Της ζήτησε χαμηλόφωνα συγγνώμη και ύστερα, σηκώνοντας προς τα πάνω το βλέμμα του... Και τότε τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο. Τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν και φρόντισε να κρατήσει κοντά του όσο πιο πολύ μπορούσε, θέλοντας να την προστατέψει.
Η Τζένη, παρατηρούσε αυτόν τον άντρα, που υπολόγισε πως πρέπει να ήταν μέσης ηλικίας. Δεν μπορούσε να κρύψει την έκπληξη από το πρόσωπο της. Της φαινόταν παράξενο πως, ο χαρακτήρας που της είχε περιγράψει ο Νικ, είχε ένα τόσο... Ιδιαίτερο παρουσιαστικό. Καμία σχέση με τα υπόλοιπα αρσενικά. Εκείνος, ήταν σε φυσιολογικό ύψος, πιθανότατα λίγο πιο κοντός από αυτήν, με αραιωμένη τριχοφυΐα στο κεφάλι, κάνοντας εμφανή ένα κενό και γύρω από τον μέση του, διέκρινε την κοιλιά του να βγαίνει ελάχιστα έξω. Τα χαρακτηριστικά του πρόσωπο του, ήταν πολύ φιλικά και αν ήξερε τόσες λεπτομέρειες, θα ένιωθε πως βρισκόταν απέναντι από έναν ευγενέστατο κύριο με πολλά λεφτά, που έχει την δική του επιχείρηση.
"Έλα μου;" αυτή η ερώτηση, βγήκε εντελώς αυθόρμητα. Όλα τα βλέμματα έπεσαν πάνω της και μετάνιωσε που μίλησε.
Δεν ήθελε να προκαλεί την τύχη τους... Και λόγω της αμήχανης σιωπής που επικρατούσε, ένιωθε σαν την μύγα μέσα στο γάλα. Καμία δυσκολία στην ζωή της, καμία συγκυρία στην σχολή, δεν την είχαν προετοιμάσει για τέτοιου είδους καταστάσεις. Ήξερε πως κάποτε θα βάδιζε σε πολύ δύσβατα μονοπάτια, έχοντας επιλέξει το επάγγελμα του αστυνομικού, όμως κανείς δεν της έδωσε τα απαραίτητα εφόδια που ήταν απαραίτητα... Ώστε να βρεθεί αντιμέτωπη με τόσο σκοτεινές υποθέσεις και προβλήματα. Ήταν τόσο νωρίς για αυτό και... Δεν ήξερε εάν αισθανόταν έτοιμη για αυτό.
Και τώρα, στεκόταν απέναντι της ένας από τους πιο δυνατούς μεγιστάνες της Αμερικής. Το όνομα του γνωστό σε κάθε πολίτη της ηπείρου. Κατείχε τεράστια οικονομική δύναμη στα χέρια του και λίγοι μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του. Έπαθε σοκ, όταν έμαθε για την συσχέτιση του με τον Νικ... Ακόμα βέβαια δεν είχε μάθει πως και γιατί έκοψαν επαφές. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος πάντως, φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει μια έχθρα πολύ μεγάλη. Και ο Νικ, επιμένει πως είναι αθώος... Μακάρι να 'ξερε τι υπερίσχυε μέσα της εκείνη την στιγμή. Ένα ήταν σίγουρο... Έπρεπε να γλυτώσουν από εκεί μέσα.
"Νικ Άντερσον... Χρόνια και ζαμάνια" είπε και η μπάσα φωνή του, ήχησε στα αυτιά της και ηρέμησε ακόμα περισσότερο. Αυτός ήταν ο άντρας που δεν ενέπνεε φόβο;
"Και γιατί το λες αυτό; Σου έλειψα, Λενάρντ;" τον αγριοκοίταξε και ένας ακόμα μορφασμός από την Τζένη, τον έκανε να αλλάξει δέκα χρώματα και η προσοχή του στράφηκε ξανά πάνω της.
"Τζένη μου, πονάς πολύ;"
"Όχι Νικ, μην ανησυχείς" του χαμογέλασε και εκείνος ανταπέδωσε.
"Νοστιμούλα η φίλη σου... Κοπέλα σου;"
"Όχι φυσικά. Αλλά είναι η καλύτερη μου φίλη και σε εκλιπαρώ, μην την ανακατέψεις στα δικά μας προβλήματα και φρόντισε το χέρι της. Είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις... Αφού εσύ την πυροβόλησες. Έναν νάρθηκα χρειαζόμαστε και μερικά φάρμακα, για να απαλύνουν τον πόνο" του ζήτησε ικετευτικά και ο Λέναρντ Μποντλέρ, γέλασε χαιρέκακα και ακούμπησε τις παλάμες τους πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του επίπλου, γέρνωντας προς τα εμπρός.
"Έρχεσαι και μου ζητάς ελεημοσύνες; Ύστερα από όσα έκανες; Πόσο θράσος μπορεί να έχεις; Για να σου είμαι ειλικρινής όμως, δεν περίμενα κάτι διαφορετικό από κάποιον σαν κι εσένα"
Ένα κύμα θυμού του κατέβαλε και έκανε μερικά βήματα προς το μέρος, αναγκάζοντας την Τζένη να βηματίσει. Δεν ήθελε να της της δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα, μα τώρα αισθανόταν τόση πολύ οργή. Οι αναμνήσεις εκείνα τα χρόνια, ξεχύθηκαν ξαφνικά μπροστά από τα μάτια του και συνειδητοποίησε πως ασχέτως της κατάστασης, θα ξεστόμιζε πράγματα που κρατούσε μέσα του για πάρα πολύ καιρό. Δεν ήθελε να το κάνει... Δεν έπρεπε να το κάνει, λόγω των περιστάσεων και για την ασφάλεια της Τζένης, μα δεν μπορούσε να διαχειριστεί την οργή που είχε δημιουργήσει το νόημα πίσω από τις λέξεις του. Δεν άντεχε άλλο. Η αδικία τον έπνιγε... Και έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα στην τελική.
"Δεν έκανα τίποτα τότε... Δεν είμαι υπαίτιος για ότι επακολούθησε και το ξέρεις. Πάψε λοιπόν να μου φέρεσαι σαν να είμαι ένας κοινός εγκληματίας"
"Για άλλαξε υφάκι, γιατί δεν το έχω σε τίποτα να σε σβήσω από το χάρτη. Και εσένα και την φιλενάδα σου δηλαδή. Κάποτε νόμιζες ότι θα το πετύχαινες εσύ, μα-"
"Δεν ήμουν εγώ! Δεν σε έκλεψα εγώ! Πόσες φορές θα σου το πω;! Σε παρακάλεσα να με πιστέψεις τότε! Που να πάρει!" φώναξε και η Τζένη, τύλιξε το άλλο χέρι της γύρω από τον κοιλιά του, σε μια προσπάθεια της να τον ηρεμήσει. Ότι κι αν είχε συμβεί... Διαισθάνθηκε πως ένα στήριγμα του ήταν απαραίτητος... Και ήθελε να είναι εκεί για αυτόν.
"Η κόρη μου σε είδε Νικ. Οι κάμερες εσένα τράβηξαν και εκείνη σε παρακολουθούσε μέσα από τις οθόνες και είδε εσένα να μπαίνεις στο γραφείο μου"
"Δεν ήμουν μόνο εγώ στην δούλεψη σου. Και ένα τόσο σημαντικό στοιχείο, δεν το είχες εμπιστευτεί μόνο σε εμένα φαντάζομαι. Ο καθένας θα μπορούσε να παραβιάσει τους... Κανόνες σου"
"Νικ... Ζαλίζομαι... Θέλω να ξαπλώσω... Πονάω πολύ" του είπε σιγανά και την χάιδεψε στα μαλλιά, συνεχίζοντας και κοιτάει τον Λενάρντ... Θα κατέρρεε μπροστά του από λεπτό σε λεπτό και δεν ήθελε να το δει αυτό.
"Λενάρντ, σε παρακαλώ, βοήθησε την" τον εκλιπαρούσε, μα δεν ήταν είδε καμία συγκίνηση στις εκφράσεις του. Δεν είχε χώρο για τίποτα και για κανέναν στην καρδιά του... Πέρα από την οικογένεια του;
"Δεν σου χρωστάω τίποτα... Σε αντίθεση με εσένα, που η απληστία σου, μου κόστισε το πιο σημαντικό ποσό χρημάτων που διέθετα τότε. Ήξερες για ποιό σκοπό τα μάζευα... Και παρόλα αυτά τα έκλεψες όλα! Και σαν να μην έφτανε αυτό, το έσκασες και κρύφτηκες, κάνοντας πως δεν συνέβη τίποτα! Ξέρεις πως λέγεται αυτό;! Δειλία! Και μισώ τους δειλούς πολύ περισσότερο από τους υποκριτές σαν κι εσένα! Δεν έπρεπε να γυρίσεις σε αυτά τα μέρη Νικ! Γιατί τώρα, θα την πληρώσεις!"
"Δεν σε έκλεψα εγώ! Ο Δούκας το έκανε!"
"Ο Δούκας ήταν στην δούλεψη μου χρόνια! Δεν θα με πρόδιδε ποτέ!"
"Και θα το έκανα εγώ;! Πιστεύεις πως μετά από όσα έκανες για εμένα θα σε πρόδιδα;! Δεν θα έκανα ποτέ κάτι τόσο απερίσκεπτο! Δεν είμαι αχάριστος!"
Ο Λέναρντ γέλασε με αυτά τα λόγια και κάνοντας τον κύκλο του επίπλου, τον πλησίασε, κοιτώντας παράλληλα με μισό μάτι που πάσχιζε να συγκρατήσει από το να καταρρεύσει.
Κάτι μέσα του, μια περίεργη αίσθηση, συγκινούνταν που τον έβλεπε να νοιάζεται για κάποιον. Αυτό συνέβη τελευταία φορά πριν από έξι χρόνια... Προς το πρόσωπο της γλυκιάς του μοναχοκόρης. Ήξερε πως αν δεν ήταν αυτός... Μπορεί τώρα η αγαπημένη του Τζούλι να μην βρισκόταν κοντά του. Δεν θα άντεχε και την δική της απώλεια. Το πλήγμα ήταν άσχημο, όταν έχασε την σύζυγο του κι έρωτα της ζωής του, λίγες μέρες αφότου γεννήθηκε η κόρη του. Ο χαμός της κόρης του... Θα τον αποτελείωνε. Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που πληγώθηκε, όταν ο Νικ Άντερσον του προκάλεσε αυτό το κακό. Ο ίδιος άνθρωπος που του πρόσφερε την μεγαλύτερη χαρά του κόσμου... Αργότερα φρόντισε να τον πληγώσει. Και δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι.
"Αυτά τα χρήματα, ήταν για την θεραπεία της κόρης μου... Ξέρεις πόσο σημαντικά ήταν και παρόλα αυτά, επέλεξες να τα πάρεις... Και επιμένεις στην ιστορία σου. Και εσύ μικρή μου, για το καλό σου, μείνε μακριά του. Δεν μπορείς να εμπιστευτείς έναν τέτοιον άνθρωπο... Έκανε κακό στην οικογένεια μου και επιτέλους θα το πληρώσει" είπε χαιρέκακα και ο Νικ ρουθούνισε εκνευρισμένος.
"Δεν σου έκλεψα τίποτα! Πόσες φορές θα σου το πω;! Είμαι αθώος! Δεν έχω κάνει τίποτα! Γιατί δεν με πιστεύει κανείς που να πάρει ο διάολος;! Εγώ... Εγώ το μόνο που ήθελα, ήταν να βοηθήσω..." ψέλλισε απογοητευμένος και η Τζένη, αποτραβήχτηκε από κοντά του. Στερέωσε το χέρι της πάνω στο άλλο με προσοχή και απέτρεψε τον Νικ από το να την αγγίξει ξανά.
Ήταν ώρα να μιλήσει και εκείνη... Παρόλο που ο Νικ την συμβούλεψε να μην το κάνει. Ίσως ήταν λάθος που εξαρχής οπλήσθηκε με τόσο θάρρος, μα τώρα ένιωθε πως έπρεπε να υπερασπιστεί έναν άνθρωπο... Έπρεπε να βοηθήσει τον Νικ, τον φίλο της. Ήταν μαζί σε αυτό, από την πρώτη στιγμή, κι ας μην ήθελαν να το παραδεχτούν, κι ας έλεγαν πως είναι μια απλά μια συμφωνία η συνεργασία τους. Είχε πλέον εξελιχθεί σε πολλά παραπάνω.
"Στην σχολή... Στην σχολή αστυνομικών, έμαθα πολλά πράγματα, τα οποία με οδήγησαν στο να αποφοιτήσω πρώτη από όλους στην τάξη μου και ύστερα να κερδίσω μια θέση στο αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες. Αυτό που μου έμεινε πιο έντονα, είναι το ρητό αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Εσείς, κύριε Μποντλέρ, τι αποδείξεις έχετε ότι ο Νικ έκανε κάτι τόσο απαίσιο; Γιατί εγώ, μέχρι να τις δω, δεν πιστεύω πως ο Νικ είναι ένοχος για κάτι. Κάποτε, τον κατηγόρησα και εγώ για κάτι που νόμιζα ότι είχε κάνει, μα δεν... Δεν μπήκα και ποτέ στην διαδικασία να ψάξω τι πραγματικά συνέβη. Πίστεψα την ευκολότερη εκδοχή... Και τώρα το έχω μετανιώσει. Βλέπετε, καμιά φορά, ρίχνουμε τις ευθύνες στο πρώτο πρόσωπο που έχουμε μπροστά μας. Δεν ψάχνουμε το θέμα βαθύτερα και έτσι, κάποιος αθώος υποφέρει. Για αυτό... Πρέπει πάντα να σιγουρευόμαστε, πριν μιλήσουμε. Να αναζητάμε για να μάθουμε. Και φυσικά... Να ακούσουμε, πριν βγάλουμε τα συμπεράσματα μας" σταμάτησε να μιλάει για να ηρεμήσει, διότι όσο μιλούσε, δεν είχε πάρει ανάσα.
Ο Λέναρντ, την κοιτούσε αποσβολωμένος, έχοντας μαρμαρώσει μπροστά της. Στα πενήντα χρόνια ζωής που κουβαλούσε στην πλάτη του, εκ των οποίων τα είκοσι δούλευε ως ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους του κόσμου... Κανείς ποτέ δεν του είχε μιλήσει έτσι. Κάτι ξύπνησε του μέσα. Κάτι που κοιμόταν βαθιά, για πάρα πολύ καιρό. Μόνο μια φορά, είχε αισθανθεί έτσι... Τότε, που η κόρη του τον είχε περισσότερο ανάγκη από ποτέ.
"Πάρτε τους από εδώ. Αμέσως!" δεν χρειαστώ να το πει δεύτερη φορά.
Ο Νικ, πριν προλάβει κάποιος άλλος να την αγγίξει, την πήρε κανονικά στα χέρια τους, για να διευκολύνει την μετακίνηση της. Ήταν έτοιμη να καταρρεύσει... Το λιγότερο που μπορούσε να κάνει, ήταν να την βοηθήσει.
Λίγο αργότερα, είχαν βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο στο οποίο η Τζένη είχε ξυπνήσει με φριχτούς πόνους. Καθόταν στο κρεβάτι και ο Νικ, για να την κάνει να νιώσει άνετα, έβαλε κάτω από το τραύμα ένα μαξιλάρι. Βολεύτηκε δίπλα της και ακούμπησε την παλάμη του στο χέρι. Η Τζένη, με βλέμμα απλανές, έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του.
"Σε ευχαριστώ Τζένη..." ψέλλισε και εκείνη ένα μειδίαμα αποτυπώθηκε στο πρόσωπο της.
"Ενιωθα πως έπρεπε να το κάνω"
"Αλλά γιατί; Θέλω να πω... Ξέρεις ποιός είμαι και τι έχω κάνει. Και παρόλα αυτά, με υπερασπίστηκες, αγνοώντας βέβαια την παράκληση μου να μην πεις κάτι" η Τζένη απελευθέρωσε μια ανάσα και ύστερα στράφηκε προς το μέρος του, χαμογελώντας του τρυφερά.
"Γιατί συνειδητοποίησα πως, εκείνη την ημέρα που σε συνέλαβα, δεν σκέφτηκα ποτέ να σε ρωτήσω... Τι πραγματικά συνέβη. Και πριν από λίγο, παρατήρηση πως σου έκαναν... Αυτό που έκαναν σε εμένα όλη μου την ζωή, το έκανε σε εσένα ο Μποντλέρ τώρα... Το καλό όμως είναι, πως έμαθα να μην ανέχομαι την αδικία. Να υπερασπίζομαι αυτούς που δεν μπορούν να προστατέψουν τον εαυτό τους. Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που διάλεξα το επάγγελμα του αστυνομικού. Όχι πως έχει κάποια αξία πλέον... Ακόμα και να φύγουμε από εδώ ζωντανοί, δεν νομίζω πως θα τα καταφέρω να λύσω την υπόθεση με τις απαγωγές... Συγγνώμη Νικ. Που σε έμπλεξα, που σου ζήτησα να ανακατευτείς... Που τόσες μέρες σε έκρινα, χωρίς να ξέρω. Και λυπάμαι και τον εαυτό μου... Που πίστεψα ότι μπορώ να τα καταφέρω"
Ο Νικ, είδε τα δάκρυα να κυλάνε στα κοκκινισμένα μαγουλάκια της και δίχως να του καταλάβει, μερικά ξέφυγαν και από τα δικά του μάτια... Είχε χρόνια να κλάψει. Να επιτρέψει στον εαυτό του να εκφραστεί έτσι. Κάποτε, ορκίστηκε στον εαυτό του πως αυτό δεν θα συμβεί ξανά. Δεν έδειχνε τα συναισθήματα του σε κανέναν... Γιατί όλοι έπαψαν να πιστεύουν σε αυτόν, οπότε και αυτός έχασε την πίστη του στους ανθρώπους. Δεν ήθελε κανείς... Να δει το αληθινό του πρόσωπο πίσω από την μάσκα, η οποία τον κατέστησε ως έναν κακό και αναίσθητο άνθρωπο.
Μα η Τζένη, άρχισε να αλλάζει τις πεποιθήσεις, στις οποίες νόμιζε ότι θα επέμενε μια ζωή. Τα τείχη που είχε χτίσει γύρω του, για να προστατέψει τον εαυτό του, γκρεμίζονταν σιγά σιγά... Και όλα αυτά, εξαιτίας της γυναίκας που είχε απέναντι του. Και το καλύτερο; Δεν ντρεπόταν για αυτό. Δεν του φαινόταν λάθος πλέον. Δεν θα της το παραδεχόταν, τουλάχιστον όχι ακόμα, αλλά πια... Την αισθανόταν φίλη του. Και ίσως την έβλεπε σαν τον μοναδικό άνθρωπο, που θα μπορούσε να ανοιχτεί, χωρίς τον φόβο της κατάκρισης. Και ήταν πολλά, αυτά που ήθελε να πει.
"Εγώ φταίω Τζένη. Και για την κατάσταση που είμαστε τώρα... Και για πολλά άλλα. Μα όχι για τότε. Και το χειρότερο; Κανείς δεν θέλει να ακούσει την δική μου πλευρά για το πως έγιναν τα πράγματα" είπε απογοητευμένος και η Τζένη, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, σήκωσε το χέρι και το ακούμπησε στον ώμο του.
Η αίσθηση ότι την χτυπούσαν χιλιάδες σφυριά δεν έλεγε να φύγει, αλλά την ενδιέφερε περισσότερο... Να σταθεί δίπλα στον φίλο της. Γιατί μετά από όλα αυτά που ζούσαν και υποψιαζόταν ότι θα ζήσουν, θα ήταν τρελό να αρνηθεί στον εαυτό της, την απόσταση που είχαν διανύσει και οι δύο, για να έρθουν κοντά. Έστω και ασυνείδητα... Μα τώρα ηθελημένα.
"Εγώ θέλω να μάθω. Γενικά θέλω να μάθω για εσένα... Τα πάντα" αποκρίθηκε με απόλυτη ειλικρίνεια.
Ο Νικ αναστέναξε και χωρίς να την κοιτάζει στα μάτια, άνοιξε το στόμα του και από αυτό, οι λέξεις ξεχύθηκαν σαν ορμητικό ποτάμι, το οποίο αν αρχίσει, δεν το σταματάς με τίποτα. Αυτήν την ιστορία, την γνώριζε μόνο ο Φιν... Και ποτέ του δεν φαντάστηκε πως θα επιθυμούσε τόσο πολύ να την διηγηθεί και σε κάποιον άλλον.
Γειά σας όμορφα δελφινάκια μου🐬🐬🐬🐬🐬
Τι μου κάνετε;
Εγώ σε πολύ περίεργη φάση και περνάω μια δύσκολη περίοδο...
Η Β' Λυκείου είναι πιο απαιτητική από όσο περίμενα και πρέπει να ανταπεξέλθω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Τα μαθήματα παίρνουν πολύ από τον χρόνο μου. Για αυτό αργώ τόσο πολύ να ανεβάσω και ζητάω συγγνώμη, αλλά με την πρώτη ευκαιρία, θα φτιάξω ένα σταθερό πρόγραμμα για τις ανανεώσεις μου, διότι μόλις τελειώσουν οι δύο που γράφω, σας ετοιμάζω πολλές άλλες❤️
Για την ώρα, θα ανεβάσω αρκετά αραιά, αλλά με την ίδια αγάπη και το κλασσικό μεράκι☺️
Για πείτε μου, πως φάνηκε το κεφάλαιο;
Η Τζένη και ο Νικ, βρέθηκαν σε μια πολύ... Περίπλοκη κατάσταση.
Και άρχισαν να ανοίγονται ο ένας στον άλλον.
Ένα καλό μέσα σε αυτό🙂🙃
Εμφανίστηκε ένα νέο πρόσωπο, το οποίο έχει εκδικητικές διαθέσεις... Τουλάχιστον για την ώρα. Γιατί η Τζένη, με τα τόσο δυνατά λόγια της, υπερασπίστηκε τον Νικ και του έδωσε τροφή για σκέψη... Για να δούμε τι θα κάνει🙁
Επίσης, στο επόμενο θα κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν, ώστε να μάθουμε στο περίπου πως έγιναν τα πράγματα.
Και ο Νικ... Κάνει την πρώτη του εξομολόγηση στην Τζένη. Ένα βήμα ακόμα στο να έρθουν πιο κοντά μεταξύ τους😍
Μέχρι το επόμενο...
Peace❤️💛✌️
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro