Κεφάλαιο 9ο
Έμεινα στο κατώφλι της πόρτας να την κοιτάζω έκπληκτος μέχρι που ο χαμηλός φωτισμός σκέπασε τελείως τη φιγούρα της. Πρώτη φορά την έβλεπα τόσο θυμωμένη. Τι να είχε συμβεί άραγε; Μπήκα μέσα στο μικρό χολ και άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες για τον επάνω όροφο. Έπρεπε να ειδοποιήσω το Ντιέγκο.
Όσες μέρες έμενα στο σπίτι τους δεν είχα ανέβει ποτέ στον επάνω όροφο. Δεν ήθελα να καταχραστώ τη φιλοξενία τους. Εξάλλου το δωμάτιό μου στον κάτω όροφο μπορεί να ήταν μικρό αλλά είχε πολύ περισσότερές ανέσεις απ' ό,τι είχα συνηθίσει. Χτύπησα απαλά την πρώτη πόρτα που βρέθηκε μπροστά μου και μου άνοιξε ο Ντιέγκο. Είχε ένα σκοτεινό βλέμμα και φαινόταν κουρασμένος.
«Συγνώμη που σε ενοχλώ Ντιέγκο.» του είπα απολογητικά «Η Ιζαμπέλα...»
«Έφυγε.» είπε εκείνος κοφτά.
«Το γνωρίζεις; Και δε θα την σταματήσεις;» ρώτησα απορημένος.
«Δεν είναι η πρώτη φορά που η κόρη μου το σκάει από το σπίτι. Θα γυρίσει σύντομα μην ανησυχείς.» μου είπε.
Κοίταξα το παράθυρο. Το φως του ήλιου είχε σχεδόν χαθεί.
«Μα έχει νυχτώσει Ντιέγκο. Ξέρω ότι μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό της αλλά... μια κοπέλα μόνη τέτοια ώρα;» απόρησα.
«Δε θα πάει μακριά.» μου απάντησε κοφτά. «Σου είπα δεν είναι η πρώτη φορά.»
«Μα... τι έγινε;» του είπα και εκείνος χαμογέλασε ειρωνικά.
«Απλά την ενημέρωσα ότι θα παντρευτεί.» είπε και ένιωσα ένα κρύο χέρι να σφίγγει την καρδιά μου.
«Θα παντρευτεί;» μονολόγησα.
Φυσικά και θα παντρευτεί ανόητε! Τι περίμενες ότι επειδή σε έβαλε στο σπίτι του θα την δώσει σε εσένα; Άκουσα μια παγερή φωνή μέσα στο κεφάλι μου.
Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία εβδομάδα, έχοντας την παρουσία της συνεχώς κοντά μου είχα επιτρέψει τον εαυτό μου να ονειρευτεί. Μέγα λάθος. Όλα ξεκίνησαν τη μέρα που την συνάντησα για πρώτη φορά στη σπηλιά. Γύρισα στο σπίτι μου και το μυαλό μου δεν μπορούσε να σταματήσει να τη σκέφτεται. Τον τρόπο με τον οποίο χειριζόταν το ξίφος της. Το πάθος στα μάτια της, τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά της. Πως μπορούσα να μη τη σκέφτομαι.
Φυσικά είχα νιώσει πολλές φορές έτσι για γυναίκες στο παρελθόν. Αυτό μέχρι να βρω συντροφιά στο ποτό βέβαια. Κανένας έρωτας όμως δεν είχε καλή κατάληξη. Αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετική κατάσταση. Η κοπέλα έδειχνε να με μισεί. Αυτό μπορούσε να αλλάξει βέβαια αλλά από την άλλη υπήρχε και ο πατέρας της.
Ένα απόγευμα, πρέπει να ήταν δύο μέρες αφού πιάσαμε τη συμμορία στο σταθμό και εγώ είχα ήδη εγκατασταθεί στο σπίτι, έκανα εξάσκηση στη ξιφασκία με τον Ντιέγκο στον κήπο. Εκεί που παλεύαμε παρατήρησα ότι η Ιζαμπέλα είχε βγει στο μπαλκόνι και μας κοίταζε. Φυσικά έχασα τη συγκέντρωση μου και ο Ντιέγκο με έριξε στο έδαφος.
«Έχω δει πως κοιτάς την κόρη μου.» μου είπε σιγανά κρατώντας το ξίφος του λίγα εκατοστά μακριά από το πρόσωπό μου. «Σταμάτησέ το.» Το ύφος του ήταν απόλυτο. Ήταν διαταγή.
Φυσικά και δεν ήθελα να πάω ενάντια στον Ντιέγκο. Αυτός ο άντρας μου είχε προσφέρει τόσα πολλά γνωρίζοντας τόσα λίγα πράγματα για εμένα. Του χρωστούσα τα πάντα. Το βράδυ όμως όταν έπεφτα στο κρεβάτι μου δε μπορούσα να μη σκεφτώ το όμορφο πρόσωπό της. Ίσως αν άλλαζε εκείνη γνώμη για εμένα να άλλαζε και ο Ντιέγκο. Εκείνες τις ώρες νοσταλγούσα πολύ ένα ποτό. Ήταν προϋπόθεση του Ντιέγκο να το κόψω αν ήθελα να μείνω στο σπίτι του. Και την είχα τηρήσει.
Τις περισσότερες μέρες ήμουν πολύ κουρασμένος για να θελήσω κάτι αλλά υπήρχαν και εκείνες οι φορές που το νοσταλγούσα απελπισμένα. Το στομάχι μου πονούσε από την έλλειψή του και τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρά. Αφού όμως είχα δώσει την υπόσχεσή μου, σκόπευα να την τηρήσω. Μπορούσα όμως να κρατήσω τη δεύτερη υπόσχεση; Μπορούσα να ξεχάσω την Ιζαμπέλα;
«Πρέπει να πας να τη βρεις Ντιέγκο.» του είπα «Οι νύχτες είναι πολύ επικίνδυνες ακόμα και σε αυτή τη καλή γειτονιά.»
Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Σου είπα, θα γυρίσει μόνη της. Εξάλλου ξέρω που πηγαίνει. Στο νεκροταφείο που είναι θαμμένη η μάνα της.» είπε.
Στο νεκροταφείο; Στο νεκροταφείο που σύχναζαν οι τυμβωρύχοι και αλήτες τέτοιες ώρες; Μα αυτό ήταν τρελό! Έκανα μεταβολή και άρχισα να κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες. Έπρεπε να την σταματήσω.
«Μην ανακατευτείς Χοακίν.» μου φώναξε ο Ντιέγκο πίσω μου. «Θα το μετανιώσεις.»
Τον αγνόησα και βγήκα έξω. Είχε πάρει το άλογό της και δεν υπήρχε περίπτωση να ανέβω σε αυτό το φονικό όπλο του Ντιέγκο. Έπρεπε να την προλάβω με τα πόδια.
Άρχισα να τρέχω στους σκοτεινούς δρόμους που φωτιζόταν ελάχιστα από τα παράθυρα τον σπιτιών. Μα τι σκεφτόταν αυτή η γυναίκα; Να φύγει έτσι μόνη της μέσα στη νύχτα. Και ο Ντιέγκο καθόταν χαλαρός σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Όχι δε μπορούσα να το επιτρέψω. Είχα δει πολλά να συμβαίνουν σε αυτούς του δρόμους όσα χρόνια έμενα εδώ. Δε γινόταν να την αφήσω μόνη της.
Οι δρόμοι ήταν σχετικά άδειοι. Που και που έβλεπες και κάποιον να βγαίνει με ένα μπουκάλι στο χέρι από κανένα στενό δρόμο ή γυναίκες της νύχτας στα παράθυρά τους να σε χαιρετάνε με κομπλιμέντα. Χρειάστηκε να σταματήσω πολλές φορές λαχανιασμένος μέχρι να ξαναβρώ την ανάσα μου αλλά κατάφερα και έφτασα σύντομα στο νεκροταφείο.
Πέρασα τη μεγάλη σιδερένια είσοδο και περπάτησα στο χαμηλό χορτάρι. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Οι εκατοντάδες τάφοι φωτίζονταν από μικρά κεράκια που είχαν αφήσει οι πιστοί, τα οποία έμοιαζαν με απόκοσμα αστέρια μέσα στη νύχτα. Ένιωθα λες και οι νεκροί με αποδοκίμαζαν επικριτικά όσο περπατούσα ανάμεσά τους καθώς διατάρασσα το βαθύ ύπνο τους. Ήταν τρομαχτικό μέρος για να έρθει εδώ κάποιος μόνος του το βράδυ. Μήπως ο Ντιέγκο είχε προβλέψει λάθος και η Ιζαμπέλα είχε πάει κάπου αλλού;
Κι όμως το φως από ένα φανάρι μου τράβηξε την προσοχή και την είδα. Ήταν γονατισμένη στα χόρτα μπροστά από ένα κατάλευκο τάφο. Το άλογό της καθόταν δίπλα της μασουλώντας τα χορτάρια.
«Ιζαμπέλα.» είπα σιγανά και γύρισε τρομαγμένη το κεφάλι της. Στο αχνό φως μπορούσα να παρατηρήσω ότι έκλεγε. Με κοίταξε κοκκαλωμένη για μερικά δευτερόλεπτα και έπειτα, μπροστά στα έκπληκτα μου μάτια, έβγαλε μια θυμωμένη κραυγή και όρμισε κατά πάνω μου.
Πέσαμε μαζί στο έδαφος και άρχισε να με χτυπάει στο στήθος και στο πρόσωπο. Έπρεπε να τη σταματήσω αλλά δεν ήξερα πως να το κάνω χωρίς να την πληγώσω. Έβαλα τα χέρια μου για να καλύψω το πρόσωπό μου και εκείνη άρχισε να φωνάζει.
«Εσύ φταις για όλα! Κατέστρεψες τη ζωή μου!» μου είπε συνεχίζοντας να με χτυπάει στα χέρια μου. Άρχισα να νευριάζω. Κατάφερα και έπιασα δυνατά τα χέρια της ακινητοποιώντας την.
«Σταμάτα επιτέλους ανόητη γυναίκα!» φώναξα όσο πάλευε να ελευθερωθεί.
«Από τότε που μπήκες στη ζωή μου ο πατέρας μου με ξέχασε. Μου φέρεται σαν να είμαι σκουπίδι. Και τώρα αποφάσισε να με πουλήσει!» μου φώναξε με τα μαλλιά της να πετάνε ανάκατα στο απαλό αεράκι.
«Δε μπήκα εγώ στη ζωή σου! Ο πατέρας σου ήρθε και με βρήκε.» της είπα νευριασμένος και την άφησα. Εκείνη έφυγε από πάνω μου και κάθισε κάτω αποκαρδιωμένη.
«Όλοι μου φέρεστε σαν να είμαι ένα χαζό παιδί, ή ακόμα χειρότερα... ένα κατοικίδιο.» είπε ξερά και με κοίταξε με μάτια που έβραζαν από θυμό.
Ήταν η σειρά μου όμως να θυμώσω.
«Εγώ σου φέρομαι σαν να είσαι παιδί;» της είπα υψώνοντας τον τόνο της φωνής μου «Εγώ το μόνο που κάνω είναι να ανέχομαι συνεχώς τις προσβολές και τα κρύα βλέμματά σου. Ό,τι και να κάνω πάντα βρίσκεις ένα λόγο για να με αντιπαθείς.» της είπα.
«Δε μπορείς να καταλάβεις πως νιώθω. Για σένα όλα είναι εύκολα. Ο πατέρας μου σε λατρεύει.» μου είπε και τότε ένιωσα πραγματικά το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι.
«Για μένα είναι όλα εύκολα;» αναφώνησα «Εγώ δε μεγάλωσα σε ένα σπίτι μαζί με την οικογένειά μου, ούτε έχω τα λεφτά του μπαμπάκα για να με προσέχουν!» της είπα και σηκώθηκα. Έκανε το ίδιο και στάθηκε δίπλα μου.
«Νομίζεις ότι θέλω να ξοδεύω τα λεφτά του... μπαμπάκα μου;» με ρώτησε με ύφος που έλεγε ότι είναι έτοιμη να με ξαναχτυπήσει. «Πως να μην το κάνω αφού ο πατέρας μου δεν δέχεται καν να δουλέψω για να βγάλω δικά μου λεφτά;»
«Απλά μπορείς να μην είσαι τόσο αχάριστη και να καταλάβεις ότι ο πατέρας σου προσπαθεί να σε βοηθήσει.» της είπα.
Κούνησε τα χέρια της θυμωμένη. «Να με βοηθήσει; Πως ακριβώς να με βοηθήσει; Παντρεύοντάς με ένα έναν άντρα που είναι πολύ πλούσιος και πολύ μεγαλύτερός μου;» φώναξε και ακούμπησε το δάχτυλό της στο στήθος μου. «Εσύ,» μου είπε «δεν πρόκειται να καταλάβεις ποτέ πόσο δύσκολη είναι η ζωή μου από τότε που την έχασα.» μου είπε δείχνοντας μου τον τάφο. Κοίταξα την μικρή λυτή επιγραφή με τα περίτεχνα καλλιγραφικά γράμματα.
Λιλιάννα Ντε Λα Βέγκα (1791-1825)
Το άνθος που πήρε ο άνεμος
Είχαν περάσει δέκα χρόνια από το θάνατό της. Πέθανε στα τριάντα τέσσερά της χρόνια. Άραγε πόσο ήταν η δική μου μητέρα όταν την σκότωσαν; Δεν μου είχε αναφέρει πότε την ακριβή της ηλικία.
«Κι όμως μπορώ να σε καταλάβω.» της είπα σιγανά. Εκείνη ρουθούνισε εκνευρισμένη.
«Πως να καταλάβεις πως είναι η ζωή μιας γυναίκας.» μου είπε «Εσύ είχες όσες ελευθερίες ήθελες μεγαλώνοντας.»
«Αμάν πια!» φώναξα. «Δεν ξέρεις τίποτα για μένα, γι' αυτό κλείσε επιτέλους το στόμα σου!» είχα καιρό να εκνευριστώ τόσο πολύ. Η αποχή μου από το ποτό με έκανε πολύ ευέξαπτο αλλά αυτή η γυναίκα το είχε βάλει σκοπό να με πεθάνει.
Κοιταχτήκαμε αμίλητοι προκαλώντας σιωπηλά ο ένας τον άλλον να αντιδράσει. Τελικά πήρα μια μεγάλη ανάσα και έσπασα τη σιωπή πλησιάζοντας το άλογο.
«Θα έρθεις μαζί μου στο σπίτι.» της είπα κοφτά και έπιασα τα χαλινάρια του αλόγου. Εκείνη με κοίταξε αμίλητη και προς μεγάλη μου ανακούφιση πλησίασε το άλογο και ανέβηκε πάνω του.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro