Κεφάλαιο 4ο
Η νεαρή κοπέλα κρατούσε στα χέρια της ένα μικρό μπουκέτο με κόκκινα ρόδα. Οι καστανές τις μπούκλες χόρευαν στον αέρα καθώς ερχόταν προς το μέρος μας. Τα μάτια με τις βαριές βλεφαρίδες με παρατήρησαν με παραξενευμένο βλέμμα. Το πρόσωπό της ήταν πολύ όμορφο. Έντονα ζυγωματικά, καλοσχηματισμένα χείλη αναψοκοκκινισμένα μάγουλα που έκαναν αντίθεση με το ηλιοκαμένο χρώμα του δέρματός της. Θα έκανες τα πάντα για αυτό το πρόσωπο. Φορούσε ένα ανάλαφρο μακρύ κόκκινο φόρεμα που έδενε στη μέση και τόνιζε τις καλοσχηματισμένες καμπύλες του σώματός της, τις οποίες μπορούσα να θαυμάσω ελεύθερα από την οπτική μου γωνία. Το μυαλό μου πέταξε σε διάφορες σκέψεις που έκαναν τα μάγουλα μου να καίνε μέχρι που η λογική μου μου υπενθύμισε ότι ο πατέρας αυτού του υπέροχου πλάσματος βρισκόταν ένα μέτρο μακριά μου και ήταν ένας από τους φονικότερους άντρες του πλανήτη.
«Πατέρα» είπε με τη γλυκιά φωνή της όσο εγώ προσπαθούσα να σηκωθώ από την άδοξη πτώση μου. «Ποιος είναι αυτός ο άντρας;»
«Ιζαμπέλα, Ήρθες την κατάλληλη στιγμή. Αυτός είναι ο Χοακίν.» Είπε μόλις στάθηκα επιτέλους όρθιος δίπλα του. «Ο νέος μου μαθητευόμενος.»
Το αινιγματικό χαμόγελο της κοπέλας πάγωσε στο πρόσωπο της. Τη χαιρέτισα με ένα νεύμα αλλά αυτή με αγνόησε.
«Για πιο λόγο χρειάζεσαι νέο εκπαιδευόμενο μπαμπά;» Είπε και το βλέμμα της σκλήρυνε.
«Αχ Ιζαμπέλα.» Αναστέναξε ο Ντε Λα Βέγκα. «Πάλι τα ίδια; Έχουμε κάνει τόσες φορές αυτή τη συζήτηση και κάθε φορά επιλέγεις να μη με ακούς.»
«Όχι πατέρα εσύ είσαι αυτός που επιλέγεις να μην ακούς.» Είπε εκείνη και πέταξε το μπουκέτο με τα ρόδα στο τραπέζι που βρισκόταν αριστερά μας. «Δεν χρειάζεσαι άλλον εκπαιδευόμενο, έχεις ήδη εκπαιδευόμενο. Εμένα! Τόσα χρόνια με εκπαιδεύεις για αυτό το πράγμα.»
«Η εκπαίδευση που σου έχω δώσει είναι για να μπορείς να προστατεύσεις τον εαυτό σου. Δεν σου υποσχέθηκα ποτέ ότι θα σου δώσω τη μάσκα.» Είπε ο Ντε Λα Βέγκα και βλέποντας το βλέμμα του σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να αποχωρήσω από το δωμάτιο.
«Μα τι παραπάνω μπορεί να έχει αυτός ο ξένος από εμένα;» Είπε εκείνη.
«Είναι άντρας!» Βρυχήθηκε ο Ντε Λα Βέγκα.
Εκείνη έβγαλε μια αγανακτισμένη κραυγή.
«Δηλαδή πετάς την κόρη σου στα σκουπίδια για αυτόν τον βρωμερό ξένο απλά επειδή μπορεί και κατουράει όρθιος;» Του φώναξε και ένιωσα ένα κομμάτι της καρδιάς μου να ραγίζει με έναν λυγμό. Μα φόρεσα καθαρό πουκάμισο σήμερα....
«Ανόητο κορίτσι» είπε εκείνος σηκώνοντας το δάχτυλο του κοντά στο πρόσωπο της «Χάλασα 10 χρόνια από τη ζωή μου για να σε μεγαλώσω και να σε προστατέψω. Πιστεύεις ότι απλά θα σε αφήσω να πας και να πεθάνεις;»
«Να πεθάνω;» Είπε εκείνη και γέλασε με πικρία. «Να πεθάνω; Τόση εμπιστοσύνη έχεις στις ικανότητές μου;» έβγαλε άλλη μια αγανακτισμένη κραυγή και μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα μου άρπαξε τα δύο ξίφη που βρισκόταν στο δάπεδο δίπλα στα τοιχώματα τις σπηλιάς. Ο Ντε Λα Βέγκα την κοίταξε επικριτικά αλλά εκείνη τον αγνόησε. Γύρισε προς το μέρος μου και μου πέταξε το ένα ξίφος. Ευτυχώς αυτή τη φορά ήμουν προετοιμασμένος και το έπιασα στον αέρα.
«Για να δω λοιπόν τι μπορείς να κάνεις.» Μου είπε και με κοίταξε με άγριο βλέμμα.
Εγώ έμεινα να την κοιτάζω σοκαρισμένος. Κοίταξα τον Ντε Λα Βέγκα αλλά εκείνος ανασήκωσε κατευναστικά τους ώμους του. Πως στο καλό είχα καταφέρει να μπλέξω εγώ σε αυτόν τον οικογενειακό καυγά.
Δεν μου φαινόταν περίεργο μια γυναίκα να χρησιμοποιεί ένα τέτοιο όπλο. Κάποτε είχα δει μια γυναίκα να σκοτώνει έναν τύπο με 14 μαχαιριές μπροστά στα ίδια μου τα μάτια. Αλλά να πολεμήσω εγώ ενάντια σε γυναίκα; Ένιωθα πως αυτό πήγαινε κόντρα στην ηθική μου.
Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο πάνω μου και πλέον ένα ειρωνικό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη της.
«Μήπως είσαι πολύ μεθυσμένος για να παλέψεις;» με ρώτησα και ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα θυμού. Με τι θράσος έβγαζε αποφάσεις για το χαρακτήρα μου χωρίς καν να με γνωρίσει;
«Απλά δε θα ήθελα να σε πληγώσω.» της απάντησα κάνοντας μια μικρή υπόκλιση χαμογελώντας καθώς ήταν προφανές ότι αυτό την εκνεύρισε αφάνταστα. Ήταν ένα κακομαθημένο κοριτσάκι. Όμορφο μεν αλλά παρέμενε κακομαθημένο.
Με μία κραυγή όρμισε κατά πάνω μου. Απέκρουσα την πρώτη της επίθεση αλλά πριν προλάβω να κουνηθώ μου έκανε και άλλη, και άλλη. Έμεινα έκπληκτος από την ταχύτητα και την ακρίβεια των επιθέσεων της. Παλεύαμε για αρκετή ώρα και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν άμυνα. Έπρεπε να καταβάλω κάθε δυνατή προσπάθεια να κρατάω την προσοχή μου στις κινήσεις της γιατί το μυαλό μου ακόμα προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει πως βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση. Πολλές φορές κόντεψα να χάσω την ισορροπία μου και σώθηκα την τελευταία στιγμή. Αν υπήρχε άτομο που να μπορούσε να κερδίσει τον Ντε Λα Βέγκα, θα στοιχημάτιζα όλα τα λεφτά μου σε αυτή. Μπορούσα να διακρίνω καθαρά την τεχνική του πατέρα της αλλά στο δικό της τρόπο υπήρχε και κάτι ακόμη. Υπήρχε πάθος.
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου έχασα τη συγκέντρωσή μου και τότε αυτή με μία επιδέξια κίνηση χάραξε με το ξίφος της ένα μικρό σημείο στον ώμο μου. Ένιωσα ένα τσούξιμο καθώς η λεπτή ρωγμή άρχισε να ματώνει.
«Ω, συγνώμη!» είπε εκείνη με προσποιητή συμπάθεια. «Σε πλήγωσα;»
Αυτό... θα το πληρώσεις
Συγκέντρωσα όλη την προσοχή μου και για πρώτη φορά κατάφερα να την βάλω σε θέση άμυνας. Σε ένα μικρό άνοιγμα που μου άφησε κούνησα το ξίφος μου και η λεπτή του όψη πέρασε μέσα από το φόρεμα της σκίζοντας το ύφασμα και φανερώνοντας το όμορφο πόδι της.
Ναι... τώρα καλύτερα
Με κοίταξε με ένα βλέμμα που ήμουν σίγουρος ότι σκεφτόταν πως να με σκοτώσει. Με μία απότομη κίνηση που με εξέπληξε πέταξε το σπαθί μου στην άλλη πλευρά του δωματίου. Έπειτα έβαλε την κόψη του ξίφους της στο λαιμό μου και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Έμεινα εκεί κοκκαλωμένος σηκώνοντας ελαφρά τα χέρια μου με εκείνη να με κοιτάζει στα μάτια λαχανιασμένη. Τι να σκεφτόταν άραγε αυτά τα μάτια; Ένιωσα τον εαυτό μου να βουλιάζει στο σταθερό γεμάτο θυμό βλέμμα της μέχρι που με ξύπνησε ένα αργό κοφτό χειροκρότημα.
«Μπράβο παιδιά!» είπε ο Ντε Λα Βέγκα με ένα ειρωνικό χαμόγελο «Αυτό ήταν πολύ ψυχαγωγικό, να το ξανακάνουμε κάποια μέρα.»
Πλησίασε την Ιζαμπέλα και έβαλε την παλάμη του στο ξίφος της το οποίο ακόμα σημάδευε το λαιμό μου κατεβάζοντάς το.
«Και πάλι όμως.» είπε κοιτάζοντάς την στα μάτια «Η απόφασή μου δεν αλλάζει.»
Εκείνη άφησε το ξίφος να πέσει στο έδαφος και ρίχνοντάς του ένα τελευταίο παγερό βλέμμα γύρισε την πλάτη της και έφυγε. Έμεινα να την κοιτάζω κοκκαλωμένος χωρίς να ξέρω πως να αντιδράσω. Τι θα έλεγε άραγε ο Ντε Λα Βέγκα για όλα αυτά;
«Λοιπόν, τι λες να κάτσουμε για φαγητό;» με ρώτησε με μία απροσδόκητη ευθυμία. Τον κοίταξα στα μάτια και με ένα νεύμα συμφώνησα με ανακούφιση.
___________________
POV: Ιζαμπέλα
Πως μπόρεσε; Πως μπόρεσε ο πατέρας να με προδώσει έτσι; Τόσες φορές το είχαμε συζητήσει. Τόσες φορές του είχα αποδείξει την αξία μου. Και τώρα... έτσι απλά με ξέχασε. Με αντικατέστησε με αυτόν τον άγνωστο ξένο.
Αυτός ο ξένος! Με τι θράσος τόλμησε να σκίσει το φόρεμά μου! Το υπέροχο φόρεμά μου. Μου το είχε ράψει μια ράφτρα που είχε έρθει από την Ευρώπη. Ήταν μακρύ με ένα βαθύ μπορντό χρώμα. Είχε μία όμορφη λαιμοκοψή με πιέτες και κεντημένα λουλούδια στο στρίφωμά του. Και τώρα δες πως το είχε καταντήσει αυτός ο αχρείος! Το σκίσιμο ξεκινούσε λίγο πάνω από το γόνατο και χώριζε σε δύο ακανόνιστα κομμάτια την αέρινη φούστα του. Ήταν αδύνατο να το διορθώσω. Όλα τα κύτταρα του σώματός μου ούρλιαζαν με αγανάκτηση και ένιωσα την παρόρμηση να κλωτσήσω όποιο βράχο βρισκόταν στο δρόμο μου.
Γύρισα και κοίταξα την είσοδο της σπηλιάς πίσω μου. Κανείς δεν είχε τρέξει να με προλάβει. Με είχε αφήσει έτσι απλά να φύγω! Την ίδια του την κόρη! Με παράτησε γι' αυτόν τον...τον τιποτένιο. Μα που τον είχε βρει αυτόν τον άνθρωπο τέλος πάντων; Έμοιαζε με κανένα τελειωμένο ληστή του δρόμου. Δε λέω ήταν πολύ ψηλός με μεγάλες πλάτες που θα μπορούσε να είναι πολύ επιβλητική εικόνα αλλά ο τύπος βρωμούσε αλκοόλ από δύο μέτρα μακριά. Ένας θεός ξέρει πόσο καιρό είχε να κουρέψει τα μαλλιά του με τις σκοτεινές μπούκλες του να πέφτουν άχαρα μέχρι τους ώμους του και κατάμαυρα γένια να καλύπτουν το μισό του πρόσωπο. Αν μου έλεγες πως είναι σαράντα χρονών θα το πίστευα άνετα. Και να μην σχολιάσω τις ικανότητες του στην ξιφομαχία. Με περνούσε ένα κεφάλι και κατάφερα άνετα να τον κολλήσω στον τοίχο. Αλλά όχι, αυτό δεν ήταν αρκετό για να αλλάξει την απόφαση του πατέρα. Και απλά γιατί αυτός είναι άντρας.
«Γιατί είναι άντρας!» φώναξα μόνη μου στο κενό κάνοντας μερικά περιστέρια να πετάξουν μακριά.
Μόλις έφτασα στο σπίτι έβγαλα τα παπούτσια μου και τα πέταξα με θόρυβο πάνω στο ξύλινο έπιπλο που βρισκόταν στο χωλ. Αμέσως ένα κεφάλι ξεπρόβαλε από την πόρτα της κουζίνας.
«Τί έπαθες παιδάκι μου;» αναφώνησε η κυρά Φερνάντα τρέχοντας κατά πάνω μου.
Αναστέναξα βαθιά και σωριάστηκα στον καναπέ. Αγαπούσα πολύ την Φερνάντα γιατί μου είχε σταθεί σαν μητέρα μου. Όσο μέναμε στο παλιό μας σπίτι βοηθούσε τη μητέρα μου με τις δουλειές και με την ανατροφή μου. Είχα στεναχωρηθεί πολύ που την έχασα και αυτήν όταν μετακομίσαμε. Μόλις έμαθε ότι επιστρέψαμε στο Σακραμέντο ήρθε κατευθείαν να μας συναντήσει και μιας δεν είχε δική της οικογένεια, ο πατέρας, της πρόσφερε να μείνει μαζί μας, με αντάλλαγμα να καθαρίζει το σπίτι και να μαγειρεύει. Το σίγουρο είναι ότι χωρίς αυτή θα είχαμε λιμοκτονήσει από την πείνα. Εγώ ήμουν άθλια μαγείρισσα και ο πατέρας μου μαγείρευε μόνο ψητό κρέας με πατάτες.
Η Φερνάντα κάθισε δίπλα μου και με αγκάλιασε καθησυχαστικά.
«Μαλώσατε ε;» με ρώτησε με την απαλή φωνή της κοιτάζοντας το σκισμένο μου φόρεμα. Κοίταξα το γερασμένο πρόσωπό της και ένιωσα να χαλαρώνω.
«Είναι δυνατόν να μην μαλώσουμε;» τη ρώτησα και γέλασε αχνά.
«Έλα τώρα βρε κορίτσι μου, τον ξέρεις τον πατέρα σου.» μου είπε αλλά την σταμάτησα.
«Φερνάντα δε μπορείς να φανταστείς τι έκανε. Με πρόδωσε.» της είπα. Ήταν από τα λίγα άτομα που ήξεραν την πραγματική ταυτότητα του πατέρα μου οπότε μπορούσα να μιλάω ελεύθερα μαζί της. «Πήγα στη σπηλιά και τον βρήκα να εκπαιδεύει έναν άγνωστο άντρα. Έναν μεθύστακα. Θέλει να δώσει σε αυτό τη μάσκα του Ζόρο.» αναφώνησα.
«Κοριτσάκι μου.» είπε χαϊδεύοντας το πρόσωπό μου «Ο πατέρας σου προσπαθεί να σε προστατέψει. Δεν είναι δυνατόν γυναίκα πράγμα να τρέχεις στους δρόμους και να τα βάζεις με ληστές.»
Γύρισα εκνευρισμένη το κεφάλι μου. «Μα έχω τις ικανότητες Φερνάντα. Μπορώ να το κάνω.»
«Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να παντρευτείς ένα καλό παιδί και να κάνεις την οικογένεια σου.» είπε εκείνη κουνώντας το κεφάλι της.
«Δεν θέλω να παντρευτώ!» είπα υψώνοντας τον τόνο της φωνής μου. «Θέλω τη μάσκα του Ζόρο.»
«Ναι...» είπε εκείνη με ένα πικρό χαμόγελο. «Κι εγώ είχα όνειρα μικρή αλλά οι γονείς μου πρόλαβαν και με πάντρεψαν.»
Την κοίταξα παραξενευμένη. Δεν την είχα ξανακούσει να μιλάει για τον άντρα της αλλά ήξερα ότι είχε πεθάνει πολύ νέος.
«Και όταν πέθανε ο άντρας σου;» τη ρώτησα «Τότε γιατί δεν ακολούθησες τα όνειρά σου;»
Εκείνη γέλασε. «Τότε κοριτσάκι μου είχα καταλάβει ότι τα όνειρα... είναι απλά όνειρα.» είπε και ένιωσα την πικρία στον τόνο της φωνής της. «Ο πατέρας σου κατέστρεψε τη ζωή του για να ακολουθήσει το έργο του Ζόρο.» είπε κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Δε θέλει να κάνεις κι εσύ το ίδιο.»
Σηκώθηκα και κούνησα απογοητευμένη το χέρι μου. Πίστευα ότι η Φερνάντα θα με καταλάβαινε. Αλλά κανείς δε με καταλαβαίνει. Μπήκα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι νιώθοντας ένα βάρος να απλώνεται στα σωθικά μου.
Αυτό ήταν λοιπόν το 4ο κεφάλαιο. Σας ευχαριστώ όλους όσους φτάσατε μέχρι εδώ και για τα αστεράκια που μου δώσατε! Όπως βλέπετε υπάρχουν δύο πρωταγωνιστές στην ιστορία. Αλήθεια, ποια είναι η πρώτη σας εντύπωση για την Ιζαμπέλα; Τη Δευτέρα θα ανέβει και το επόμενο κεφάλαιο. Πολλά Φιλιά!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro