Κεφάλαιο 3ο
Ξύπνησα με δυνατό πονοκέφαλο. Έμεινα πολύ ώρα στο κρεβάτι κοιτάζοντας τις ρωγμές που είχε σχηματίσει η υγρασία στο ταβάνι. Μήπως ήταν όλα ένα όνειρο; Έλεγε την αλήθεια αυτός ο άντρας; Αν ήταν πράγματι ο Ζόρο πως θα μπορούσα εγώ να τον βοηθήσω. Ήξερα φυσικά να παλεύω αλλά γνώριζα τα βασικά πράγματα που μαθαίνει κανείς στο δρόμο. Στην πρώτη δουλειά που έπιασα, καθάριζα κάποιους στάβλους σε ένα ράντσο, και ο σταβλίτης μου έμαθε τις βασικές τεχνικές τις ξιφομαχίας. Πως θα μπορούσα όμως να ανταγωνιστώ με τον Ζόρο, τον καλύτερο ξιφομάχο της εποχής μας;
Υπενθύμισα στον εαυτό μου ότι ο Ντε Λα Βέγκα ήθελε να με εκπαιδεύσει και όχι να με πολεμήσει. Ήθελε να με βοηθήσει να εκδικηθώ για την οικογένειά μου. Να σκοτώσω τον Πινέντα.
Αφού ανάρρωσα από τα τραύματά μου από τη φωτιά, ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ. Η επιθυμία του πατέρα μου στριφογύριζε συνεχώς μες το κεφάλι μου. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου έβλεπα μόνο ένα πράγμα. Αν δεν με είχαν σταματήσει τότε οι ιερείς από το μοναστήρι θα είχα προσπαθήσει να σκοτώσω τον άντρα που μου είχε γίνει έμμονη ιδέα... και θα είχα πεθάνει. Σκόπευα να μπω κρυφά μέσα στο σπίτι του, εγώ, ένα αγόρι δεκαέξι ετών. Θα σκαρφάλωνα από το παράθυρο στο δωμάτιό του και θα τον σκότωνα ενώ κοιμόταν. Όσο σκέφτομαι αυτό το σχέδιο γελάω πικρά με την αφέλεια που είχα τότε.
Αφού μεγάλωσα λίγο και μπορούσα να σκεφτώ πιο καθαρά αποφάσισα να ενεργήσω πιο προσεκτικά. Μετακόμισα στο Σακραμέντο για να είμαι πιο κοντά του και άρχισα να δέχομαι ότι δουλειά μπορούσα να βρω προκειμένου να μαζέψω χρήματα αλλά παράλληλα και πληροφορίες για τον εχθρό μου. Τα πρώτα χρόνια ήμουν αποφασισμένος. Έψαχνα συνεχώς πληροφορίες. Που ήταν το ράντσο του, πως φυλασσόταν, πόσα άτομα είχε υπό την επίβλεψή του. Είχα φτάσει τόσο κοντά που κατάφερα να γνωρίσω έναν από τους υπηρέτες του ράντσου ο οποίος θα με βοηθούσε να μπω κρυφά μέσα στο σπίτι του.
Όταν έφτασε εκείνη η μέρα όμως... κοκκάλωσα.... Δε μπορώ να το εξηγήσω. Είχα φτάσει τόσο κοντά που μπορούσα να φανταστώ το πρόσωπό του ενώ θα τον σκότωνα. Και όμως όταν έφτασε η στιγμή να μπω στο σπίτι τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Όχι από ενθουσιασμό αλλά από... φόβο. Έμεινα κοκκαλωμένος μπροστά στον υπηρέτη που προσπαθούσε να με περάσει στα κρυφά από τους φρουρούς. Καθόμουν και τον κοιτούσα αμίλητος λες και τα πόδια μου είχαν κολλήσει στη γη και δεν μπορούσα να τα σηκώσω. Και μετά απλά έκανα μεταβολή και άρχισα να τρέχω. Έφτασα στο σπίτι μου και κλείστηκα μέσα για μέρες. Χωρίς να μπορώ να γυρίσω το πόμολο της πόρτας και να αντικρύσω τον κόσμο.
Μετά από αυτό ήρθε απλά η παρακμή. Οι τύψεις με κυρίευσαν. Ευτυχώς βρήκα τρόπο για να πνίγω τις σκέψεις μου. Το ποτό αποδείχτηκε πολύ καλός σύντροφος. Από τότε για να πω την αλήθεια οι αναμνήσεις μου μοιάζουν θολές και ξεβαμμένες. Έπιασα δουλειά στο ορυχείο και σταμάτησα γενικά να ενδιαφέρομαι να φτιάξω τη ζωή μου. Η μουντή καθημερινότητά μου με κατάπιε. Τόσο που δεν μπορούσα να διαχειριστώ αυτή τη νέα απροσδόκητη τροπή.
Αυτός ο ξένος που ήρθε από το πουθενά, μου πρόσφερε απλόχερα τη βοήθειά του. Έπρεπε απλά να τον ακολουθήσω και αυτός θα μου έδειχνε τον τρόπο για να ολοκληρώσω την επιθυμία του πατέρα μου. Και όμως δεν μπορούσα να σωπάσω τη φωνή μες το κεφάλι μου.
Και αν δεν είσαι αρκετά δυνατός; Και αν δεν μπορείς να τον σκοτώσεις;
Αναστέναξα και σηκώθηκα απότομα. Αν δεν προσπαθήσω δε θα το μάθω ποτέ. Άνοιξα το συρτάρι με τα ρούχα μου και ανακάλυψα εκνευρισμένος για μια ακόμη φορά ότι δεν είχα κανένα καθαρό πουκάμισο. Αφού άρπαξα ένα που βρήκα πεταμένο στο πάτωμα και το φόρεσα μάζεψα όλα τα υπόλοιπα σε ένα σωρό και ανέβηκα στον επάνω όροφο.
Η κυρία Μαρία η ιδιοκτήτρια του κτιρίου όπου έμενα με υποδέχτηκε με ένα κοφτό ξινό χαιρετισμό. Είχε συμφωνήσει να μου κάνει τη μπουγάδα για το κατάλληλο αντίτιμο φυσικά. Απόθεσα το κουβάρι με τα ρούχα μου σε μία γωνία που μου υπέδειξε όσο εκείνη μουρμούριζε για το πως καταστρέφει τον άνθρωπο το ποτό. Την αγνόησα και τη χαιρέτησα με ένα νεύμα κατεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά. Το ρολόι μου έδειχνε 01.25 και χρειαζόμουν περίπου ένα μισάωρο για να φτάσω στη σπηλιά. Φόρεσα την τραγιάσκα μου και έφυγα μέσα στον καυτό ήλιο.
Μόλις έφτασα στην είσοδο της σπηλιάς τα ρουθούνια μου γέμισαν από τη μυρωδιά του ψητού κρέατος. Το στομάχι μου διαμαρτυρήθηκε φωναχτά θυμίζοντάς μου ότι δεν είχα φάει τίποτα. Μπήκα μέσα στη σπηλιά και είδα από που προερχόταν η μυρωδιά. Ο Ντε Λα Βέγκα βρισκόταν στο κέντρο του ανοιχτού χώρου. Με κάποιο τρόπο είχε καταφέρει να βάλει ένα τραπέζι εκεί μέσα και απολάμβανε ήρεμα το γεύμα του. Καθάρισα διακριτικά το λαιμό μου κάνοντάς τον να σηκώσει το βλέμμα.
«'Έλα Χοακίν ήρθες πάνω στην ώρα.» είπε και σκούπισε το στόμα του με μία πετσέτα. Κοίταξα το φαγητό με ελπίδα ότι θα μου πρόσφερε να καθίσω μαζί του αλλά δυστυχώς εκείνος σηκώθηκε. Πλησίασε τα ξύλινα κιβώτια στην άκρη της σπηλιάς και έβγαλε από μέσα δύο ασημένια ξίφη. Το φως των φαναριών έπεφτε πάνω τους και τα έκανε να λαμποκοπούν σαν χρυσάφι.
Μου πέταξε το ένα αιφνιδιάζοντας με. Κατάφερα να το πιάσω αλλά έχασα την ισορροπία μου και παραπάτησα κινδυνεύοντας να πέσω.
«Το πρώτο σου μάθημα,» είπε εκείνος χαμογελώντας ελαφρά «είναι να είσαι πάντα έτοιμος.» άνοιξε την απόσταση των ποδιών του και σημάδευσε το σπαθί του επάνω μου.
Προσπάθησα να μιμηθώ τη στάση του σώματός του χαλαρώνοντας πρώτα τα χέρια μου. «Δε θέλεις να τελειώσεις το φαγητό σου πρώτα;» ρώτησα σε μία προσπάθεια να φανώ γενναίος.
Εκείνος γέλασε. «Ω, έχω πολύ χρόνο μπροστά μου για να το κάνω αυτό.» είπε και μου έκανε νόημα να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και όρμισα κατά πάνω του. Με δύο επιδέξιες κινήσεις γεμάτες χάρη κατάφερε και έριξε το ξίφος μου στο έδαφος. Το άρπαξα και προσπάθησα ξανά. Αυτή τη φορά με έκανε να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω στο έδαφος. Σηκώθηκα και αναστέναξα εκνευρισμένος. Προσπάθησα πάλι. Και Τρίτη και τέταρτη φορά. Πάντα πρόφταινα να κάνω μία το πολύ δύο κινήσεις πριν με αφοπλίσει.
«Η στάση του σώματός σου είναι τελείως λάθος.» μου είπε μετά από πολλές προσπάθειες. «Η λαβή του χεριού σου δεν είναι σταθερή. Τα πόδια σου πρέπει να είναι πιο ανοιχτά. Το κεφάλι σου να κοιτάει ψηλά και να μην καμπουριάζεις!» είπε κοιτάζοντάς με με αυστηρό βλέμμα.
«Πάμε πάλι.» του είπα σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου. «Αυτή τη φορά θα το κάνω.»
«Όχι αρκετά για σήμερα.» είπε εκείνος. «Απλά σε δοκίμαζα. Από αύριο θα ξεκινήσει η κανονική εκπαίδευση. Θα έρχεσαι κάθε πρωί στις 8.00.» είπε και η καρδιά μου βούλιαξε. Δεν είμαι καθόλου πρωινός τύπος. «Κάθισε τώρα να φας.» είπε και μου έδειξε μια καρέκλα.
Ούτε που θυμάμαι πότε καταβρόχθισα το φαγητό που έβαλε μπροστά μου. Ήταν ψητό αρνί με πατάτες. Είχα πολλά χρόνια να φάω ένα σωστό γεύμα και το στομάχι μου αποκρίθηκε ευχαριστημένο. Εκείνος με κοιτούσε σιωπηλός καθώς έτρωγα λαίμαργα. Μόλις τελείωσα και σκούπισα το στόμα μου εκείνος έγνεψε.
«Όπως σου είπα, σε περιμένω αύριο στις 8.00 το πρωί. Να μην αργήσεις.»
Σηκώθηκα και τον χαιρέτησα. Πριν φτάσω στο άνοιγμα της σπηλιάς με σταμάτησε.
«Α, Χοακίν.» είπε και μου πέταξε κάτι. Το έπιασα με το δεξί μου χέρι και ανοίγοντας τη παλάμη μου είδα ένα χρυσό νόμισμα. «Προς θεού.» μου είπε. «Πάρε ένα καινούργιο πουκάμισο.»
Επέστρεψα στο σπίτι και διαπίστωσα ότι η κυρία Μαρία είχε απλώσει τα πουκάμισά μου να στεγνώσουν. Δεν χρειαζόμουν καινούργιο πουκάμισο. Έτσι όπως ήταν όλα πλυμένα έμοιαζαν σαν καινούργια. Στριφογύρισα το νόμισμα στη παλάμη μου. Θα μπορούσα να το χαλάσω για να πάρω ένα ποτάκι. Ένα ποτό δεν κάνει κακό.
Έφτασα στο πανδοχείο και πήρα ένα μπουκάλι μπύρα. Μετά το ξανασκέφτηκα και πήρα άλλο ένα για να έχω για το βράδυ. Και άλλο ένα...και μετά και άλλο... εντάξει είναι εύκολο κανείς να χάσει το μέτρημα με αυτά τα πράγματα.
Γύρισα σπίτι μου χαρούμενος και έδωσα στην κυρία Μαρία τα υπόλοιπα νομίσματα για να της πληρώσω τη μπουγάδα. Ναι τα πουκάμισά μου έμοιαζαν σαν καινούργια.
Οι επόμενες μέρες ήταν πολύ κουραστικές. Ξυπνούσα νωρίς το πρωί και περνούσα όλη τη μέρα μου στη σπηλιά. Πέρασε μία εβδομάδα χωρίς να το καταλάβω. Ο Ντε Λα Βέγκα δεν ξανασχολίασε για τα πουκάμισά μου αλλά δεν μου έδωσε κανένα άλλο νόμισμα. Φυσικά είχε πάντα έτοιμο φαγητό να φάμε μετά την εκπαίδευση αλλά γυρίζοντας στο σπίτι εξουθενωμένος το βράδυ ήθελα και ένα ποτό να με συνοδεύσει στο κρεβάτι. Το απόθεμα κάτω από το ντουλάπι της κουζίνας είχε αρχίσει να μειώνεται σημαντικά. Ίσως έπρεπε να του μιλήσω για να μου δίνει κάποιο μικρό ποσό. Δε μπορούσα πλέον να δουλεύω στο ορυχείο οπότε δεν είχα από που να μαζέψω το ενοίκιο του σπιτιού.
Αφού εξασκήθηκα ώρες ολόκληρες στην ξιφομαχία είχα δει μια σημαντική βελτίωση στις ικανότητές μου. Σίγουρα το να τον κερδίσω μου φαινόταν απίθανο αλλά μπορούσα πλέον να παλέψω για ώρα μαζί του πριν με αφοπλίσει. Οι αντοχές του για την ηλικία του ήταν εκπληκτικές και με έκανε να αναρωτιέμαι πως να ήτανε άραγε στα νιάτα του.
Μία μέρα ο Ντε Λα Βέγκα αποφάσισε ότι είχα εξασκηθεί αρκετά στην ξιφομαχία για την ώρα. Όταν έφτασα στη σπηλιά είδα ότι είχε αλλάξει τη διαρρύθμιση και πολλά διαφορετικά κιβώτια βρισκόταν διασκορπισμένα στο χώρο.
«Μία από τις βασικές ικανότητες του Ζόρο» μου είπε «Είναι η ισορροπία.»
Χαμογέλασα με αυτοπεποίθηση. Πάντα θεωρούσα ότι είχα πολύ καλή ισορροπία.
«Θα κάνουμε μία πολύ απλή άσκηση για αρχή.» μου είπε και τοποθέτησε μπροστά μου ένα μικρό ορθογώνιο κιβώτιο. Μου έγνεψε να ανέβω πάνω του και τον υπάκουσα αμίλητος.
«Σήκωσε το ένα σου πόδι.» μου είπε δίνοντας μου ταυτόχρονα δίνοντάς μου περίπου πέντε χοντροκομμένα βιβλία. Μα ποιος λογικός άνθρωπος φέρνει βιβλία σε μία σπηλιά, σκέφτηκα καθώς τα έπαιρνα στα χέρια μου. Το πρώτο είχε τίτλο Η ιστορία της ανεξάρτητης Αμερικής.
«Σου είπα σήκωσε το πόδι σου.» μου είπε και χτύπησε το δεξί μου πόδι με μια ξύλινη βέργα. Υπάκουσα εκνευρισμένος νιώθοντας το τσούξιμο να απλώνεται στη γάμπα μου. Εκείνος έγνεψε ευχαριστημένος.
«Πολύ ωραία.» είπε και απόθεσε πάνω στα βιβλία που κρατούσα μία μικρή σιδερένια ολοστρόγγυλη σφαίρα στο μέγεθος λεμονιού. Η σφαίρα κουνήθηκε ελαφρά και κόντεψε να πέσει αλλά κατάφερα να την επαναφέρω στη θέση της.
«Πολύ ωραία. Είπε πάλι αυτός «Και τώρα κάτσε ακίνητος.»
Κάτι που αρχικά μου φάνηκε εύκολη υπόθεση αποδείχτηκε ότι δεν ήταν. Η λεία επιφάνεια της σφαίρας σήμαινε ότι κουνιόταν με την παραμικρή κίνηση και υπήρχε συνεχώς ο κίνδυνος να πέσει. Το πόδι μου μου στεκόταν στη γη είχε πάρει φωτιά ενώ αυτό που ήταν στον αέρα άρχισε να μουδιάζει. Μία σταγόνα ιδρώτα έτρεξε από το μέτωπό μου και τότε άκουσα μία άγνωστη φωνή πίσω μου.
«Μπαμπά εδώ είσαι; Έφερα κάτι για να ομορφύνω το χώρο.» είπε μια γλυκιά ένρινη φωνή και γυρνώντας το κεφάλι μου αντίκρισα μια γυναίκα. Δεν ήταν μια απλή γυναίκα. Μπορούσα να πω με σιγουριά ότι ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχα συναντήσει στη ζωή μου. Και με αυτή τη σκέψη, σωριάστηκα βαριά στο δάπεδο.
Νέο κεφάλαιο σήμερα μιας και έχω κέφια! Ελπίζω αν σας άρεσε να πατήσετε ένα αστεράκι, θα με χαροποιήσει ιδιαίτερα! Τα σχόλια σας είναι πάντα καλοδεχούμενα! Το επόμενο θα ανέβει την Παρασκευή! Φιλιά!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro