Κεφάλαιο 16ο
Απομακρύνθηκα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα από το δωμάτιο και έπειτα άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μου επέτρεπε το μακρύ μου φόρεμα. Βγήκα γρήγορα στον μεγάλο περίτεχνο κήπο και έτρεξα προς τους στάβλους όπου βρισκόταν στη δεξιά πλευρά.
Η μυρωδιά του άχυρου και της κοπριάς γέμισε τα ρουθούνια μου καθώς μπήκα στο μεγάλο ξύλινο υπόστεγο. Εκεί με υποδέχτηκε ένας ιπποκόμος, ντυμένος ανάλογα με τη στολή που φορούσαν οι υπηρέτες. Ήταν ένας ψηλός επιβλητικός άντρας ινδιάνικης καταγωγής. Τα δασιά του φρύδια σκέπαζαν τα μάτια του ενώ τα μακριά μαλλιά του κρεμόταν στην πλάτη του με μια πλεξούδα. Δεν έβλεπα συχνά ινδιάνους εδώ. Οι περισσότεροι είχαν επιλέξει να φύγουν μακριά από την πόλη, και έτσι αιφνιδιάστηκα από την εικόνα του.
«Εμ...» είπα δισταχτικά «Χρειάζομαι ένα άλογο.»
Εκείνος με κοίταξε ζυγίζοντάς με καθώς το βλέμμα του κινήθηκε από το κεφάλι μέχρι τα πόδια μου.
«Δεν με ενημέρωσε ο κύριος ΜακΚάρεϊ.» μου είπε με άπταιστη προφορά.
«Ναι, είναι επείγον βλέπετε.» του απάντησα. «Πρέπει να επιστρέψω άμεσα στον πατέρα μου στην πόλη.»
«Τότε θα σας συνοδεύσω.» είπε ο άντρας και έπιασε ένα μεγάλο καφετί άλογο.
«Όχι δεν είναι απαραίτητο.» είπα χαμογελώντας ευγενικά.
«Μα τι θα πει ο κύριος ΜακΚάρεϊ αν σας αφήσω να φύγετε χωρίς συνοδεία;» είπε εκείνος ενώ ετοίμαζε το άλογο φορώντας του τη σέλα.
«Μην ανησυχείτε, είμαι πολύ καλή στην ιππασία.» είπα και έπιασα τα γκέμια του αλόγου. «Πείτε στον κύριο ΜακΚάρεϊ ότι θα γυρίσω για την απογευματινή μας βόλτα.»
Χωρίς να του δώσω χρόνο να φέρει αντίρρηση, καβάλησα το όμορφο άλογο και ξεκινήσαμε καλπάζοντας προς την έξοδο. Ήταν πολύ ήρεμο άλογο αλλά και δυνατό οπότε ευελπιστούσα να φτάσω γρήγορα στον πατέρα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα το δρόμο για να γυρίσω πίσω. Η έπαυλη του Τζέρεμυ βρισκόταν στα όρια της πόλης όπου υπήρχαν ελάχιστα σπίτια και δρόμοι. Ήξερα όμως ότι το κέντρο βρισκόταν προς τα δυτικά, και έτσι, αφού βρήκα τον προσανατολισμό μου, άρχισα να κατευθύνομαι προς τα εκεί.
Ευτυχώς, μετά από λίγη ώρα, και ενώ είχα αρχίσει να αγχώνομαι ότι πήρα λάθος δρόμο, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σπίτια. Με το που μπήκα στα πολύβουα σοκάκια, ήταν πλέον παιχνιδάκι να βρω το δρόμο για το σπίτι. Ευχόμουν μόνο να έβρισκα εκεί τον πατέρα.
Τον συνάντησα στον κήπο όπου με τη βοήθεια του Χοακίν έσκαβε ένα παρτέρι με λουλούδια.
«Ιζαμπέλα.» αναφώνησε και σηκώθηκε από το έδαφος όπου ήταν γονατισμένος. Το παντελόνι του είχε γεμίσει με χώματα και στο χέρι του κρατούσε ένα μικρό βλαστό από μολόχα. «Είναι όλα εντάξει;»
«Πρέπει να σου πω κάτι πολύ σημαντικό.» αναστέναξα λαχανιασμένη. «Αλλά όχι εδώ.» είπα και κοιτάζοντας γύρω μου του έκανα νόημα να μετακινηθούμε στους στάβλους.
Ο πατέρας τοποθέτησε με ευλάβεια το βλαστό σε μία μικρή τρύπα στο χώμα και σηκώθηκε. Ο Χοακίν μας ακολούθησε αλλά δεν είχα χρόνο για να ενοχληθώ από την παρουσία του. Εξάλλου, όσο και αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ, η βοήθειά του θα ήταν πολύτιμη.
«Τι συμβαίνει;» με ρώτησε ο πατέρας και στήριξε το σώμα του στον τοίχο του στάβλου δίπλα από μια τσουγκράνα.
«Ο Τζέρεμυ δέχτηκε μία επίσκεψη σήμερα.» είπα «Από έναν άντρα που λέγεται Αλεχάντρο Πινέντα.»
Ένιωσα τον Χοακίν δίπλα μου να κρατάει την ανάσα του. Έκανε μία απότομη κίνηση προς το μέρος μου και με κοίταξε στα μάτια.
«Σε πείραξε;» με ρώτησε με αγχωμένο βλέμμα.
«Τι;» είπα παραξενευμένη και απομακρύνθηκα από κοντά του. Τι πρόβλημα είχε τώρα αυτός; «Όχι, δεν είμαι εγώ το θέμα.» είπα και κοίταξα επιτακτικά τον πατέρα.
Εκείνος μου έκανε νόημα να συνεχίσω ενώ ο Χοακίν τραβήχτηκε σιωπηλός.
«Ο Πινέντα έχει ένα ορυχείο στο οποίο βρήκαν φλέβα χρυσού.» συνέχισα «Σε δύο μέρες σκοπεύει να φέρει ένα καράβι γεμάτο σκλάβους για να δουλέψουν στο ορυχείο. Πρέπει να τον σταματήσουμε!» είπα με μία ανάσα ενώ ο πατέρας μου συνέχισε να με κοιτάζει σιωπηλός.
«Το περίμενα ότι κάτι τέτοιο ετοίμαζε.» είπε μετά από λίγο ξύνοντας το πιγούνι του. «Ξέρουμε που βρίσκεται το ορυχείο;»
«Όχι δεν είπε που ακριβώς αλλά είναι σίγουρα μακριά από το Σακραμέντο.» του απάντησα.
«Και τους σκλάβους από πιο λιμάνι θα τους πάρει;» ρώτησε αλλά εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Ούτε αυτό το ξέρω.» του είπα.
«Δεν είσαι και πολύ βοηθητική.» αναστέναξε και κούνησε αδιάφορα το χέρι του.
«Πατέρα!» είπα και τον πλησίασα. «Σου είπα ότι ήξερα, τώρα πρέπει να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους.»
«Ιζαμπέλα.» είπε εκείνος κουνώντας το κεφάλι του «Πρέπει να μάθεις να είσαι υπομονετική. Ο λόγος που σε έστειλα στην έπαυλη ήταν για να μαζέψεις όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Δε μπορούμε να κάνουμε κάτι με μισόλογα.»
«Ο λόγος που με έστειλες στην έπαυλη;» ρώτησα παραξενευμένη. «Τι εννοείς με αυτό πατέρα.»
«Πίστεψες αλήθεια ότι σε έστειλα για να παντρευτείς;» είπε και ένιωσα ένα τσίμπημα θυμού στη σπονδυλική μου στήλη. Το μυαλό μου θόλωσε. Αυτό ήταν το χαμένο κομμάτι που έψαχνα τόσο καιρό. Πλέον όλα έβγαζαν νόημα.
Μα φυσικά! Ο Ντιέγκο Ντε Λα Βέγκα δεν έκανε τίποτα τυχαία. Έπρεπε να το καταλάβω από την αρχή ότι υπήρχε και άλλος λόγος που με γνώρισε στον Τζέρεμυ. Αλλά προφανώς ήταν αδύνατον γι' αυτόν να μιλήσει μια φορά σαν άνθρωπος. Γιατί φυσικά όλοι οι υπόλοιποι είμασταν κατώτεροι. Δεν χρειαζόμασταν εξηγήσεις. Αυτό όμως ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ένας δυνατός θυμός απλώθηκε σε κάθε άκρη του κορμιού μου και ένιωσα έναν έντονο πόνο στους κροτάφους του προσώπου μου.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και αρπάζοντας τη τσουγκράνα που ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο, την πέταξα με όλη μου τη δύναμη στην άλλη άκρη του δωματίου, βγάζοντας μία θυμωμένη κραυγή. Εκείνη χτύπησε τον τοίχο και ράγισε με ένα δυνατό θόρυβο πέφτοντας στο δάπεδο.. Ο Χοακίν προφανώς φοβήθηκε για το τι θα ακολουθούσε οπότε απομακρύνθηκε διακριτικά προς την έξοδο του στάβλου. Πλησίασα τον πατέρα μου και όρθωσα το ανάστημά μου κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Ακόμα και έτσι, ίσα που έφτανα μέχρι τους ώμους του. Δεν πτοήθηκα όμως και του χάρισα το πιο παγερό μου βλέμμα.
«Εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που κινδυνεύουν.» είπα σταθερά. «Δεν έχω χρόνο να παίξω τα παιχνίδια σου.»
«Προφανώς και θα σου το έλεγα.» μου απάντησε αλλά τον σταμάτησα.
«Δεν θέλω να ακούσω τις εξηγήσεις σου.» του είπα. «Θα με βοηθήσεις να σώσω αυτούς τους ανθρώπους και μετά δε θα σε ξαναενοχλήσω. Έχεις τελειώσει για μένα.»
Γύρισα το σώμα μου και προσπάθησα να φύγω αλλά εκείνος με έπιασε δυνατά από το μπράτσο.
«Ιζαμπέλα, είσαι κόρη μου.» είπε πλησιάζοντας το μέτωπό του στο δικό μου.
«Αυτό το θυμήθηκες πολύ αργά πατέρα.» είπε ελευθερώνοντας το χέρι μου. «Θα γυρίσω στην έπαυλη να βρω τα στοιχεία που χρειάζεσαι και μόλις τελειώσει αυτή η ιστορία θα παντρευτώ το Τζέρεμυ.»
Εκείνος έμεινε να με κοιτάζει σιωπηλός καθώς του γύρισα την πλάτη μου και βγήκα από το στάβλο.
Φυσικά δεν σκόπευα να παντρευτώ το Τζέρεμυ. Αυτό το είπα απλά για να τον νευριάσω. Μπορεί ο Τζέρεμυ να μην είχε δεχτεί την πρόταση του Πινέντα αλλά πως θα μπορούσα να εμπιστευτώ κάποιον που είχε τόσο στενές επαφές με ένα τέτοιο άνθρωπο; Ναι, ο ίδιος δεν δέχτηκε να χρησιμοποιήσει τους σκλάβους. Ούτε όμως προσπάθησε να σταματήσει τον Πινέντα ή να του αλλάξει γνώμη. Η εικόνα που είχα σχηματίσει στο μυαλό μου για τον Τζέρεμυ είχε σωριαστεί στο έδαφος με ένα φύσημα του αέρα, ακριβώς όπως ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Θα χρειαζόταν τεράστια προσπάθεια από μέρους του για να με κάνει να αναθεωρήσω.
Αυτό που ήταν αλήθεια όμως, ήταν ότι ο πατέρας είχε τελειώσει για εμένα. Για μια ζωή ήμουν απλά ένα παιχνίδι του. Δε σήμαινα τίποτα παραπάνω γι' αυτόν. Κάθε φορά με χρησιμοποιούσε για να πετύχει τους στόχους του χωρίς να υπολογίζει τα δικά μου θέλω. Χωρίς να σκέφτεται τα συναισθήματά μου. Αυτή τη φορά όμως το παράκανε! Αν μου είχε εξηγήσει το σχέδιό του από την αρχή, θα τον είχα βοηθήσει με μεγάλη προθυμία. Αλλά όχι... Είχε εκνευριστεί με τη στάση μου και έπρεπε να μου δώσει ένα μάθημα. Η Ιζαμπέλα είναι ένα μικρό ανόητο κορίτσι δεν μπορεί να καταλάβει.
Προχώρησα θυμωμένη στον κήπο διώχνοντας από το μυαλό μου την παρόρμηση να μπω μέσα στο παρτέρι και να πατήσω όλα τα μικροσκοπικά φυτά. Όχι, αγαπούσα υπερβολικά πολύ τα φυτά. Δε θα πλήρωναν αυτά τα λάθη του πατέρα μου. Κοντά στην είσοδο ο Χοακίν χάιδευε απαλά το κεφάλι της Μάλβα.
Χάρηκα που είδα το άλογό μου έξω από το στάβλο γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω εκεί να την πάρω με το πατέρα να περιμένει. Την πλησίασα χαρούμενη και άρπαξα τα χαλινάρια της από τα χέρια του Χοακίν.
«Ιζαμπέλα.» μου είπε εκείνος αλλά τον αγνόησα. Μπορεί να μην είχα θυμώσει μαζί του αλλά δεν είχα καμία όρεξη να του μιλήσω. Εξάλλου αυτός ήταν ξεκάθαρα με το μέρος του πατέρα.
Καβάλησα το άλογό μου και έδεσα το δεύτερο άλογο, αυτό με το οποίο είχα έρθει, στη σέλα ώστε να το επιστρέψω στην έπαυλη. Και έτσι, χωρίς να ρίξω ούτε ένα βλέμμα πίσω μου, ξεκίνησα για την επιστροφή.
Αυτό ήταν το νέο κεφάλαιο! Τι πιστεύετε για τη στάση του Ντιέγκο απέναντι στην Ιζαμπέλα; Η συνέχεια θα ανέβει την Κυριακή. Και μην ξεχνάτε, στο προηγούμενο κεφάλαιο τρέχει ακόμα η ψηφοφορία για το ποιο θα είναι το καινούργιο εξώφυλλο του βιβλίου. Τρέξτε να ψηφίσετε! Φιλιά!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro