Κεφάλαιο 12ο
Αφού τελείωσαν οι απαραίτητες συστάσεις, ο ΜακΚάρεϊ μας οδήγησε προς την είσοδο της έπαυλής του. Εγώ προσπάθησα να παίξω όσο καλύτερα μπορούσα το ρόλο μου σαν υπηρέτης και ακολούθησα τον Ντιέγκο, κοιτάζοντας βλοσυρά την Ιζαμπέλα καθώς το φόρεμά της ανέμιζε μπροστά μου. Φυσικά και κανείς δε με σύστησε στον οικοδεσπότη μας. Σαν υπηρέτης, όφειλα να περνάω απαρατήρητος. Έπιασα όμως το βλέμμα του να με κοιτάζει λοξά πάνω από τον ώμο της Ιζαμπέλας και τηρώντας το πρωτόκολλο, έστρεψα το κεφάλι μου προς το έδαφος.
Στην είσοδο μας υποδέχτηκε ένας πανύψηλος έγχρωμος άντρας. Μόλις πέρασα από δίπλα του τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και στα μάτια του είδα ένα γνώριμο πρόσωπο που με στοίχειωνε πολλά βράδια. Η δουλεία είχε απαγορευτεί μιας και η Καλιφόρνια άνηκε πλέον στο Μεξικό, και υπήρχαν τεράστιες κυρώσεις για όποιον έβρισκαν να έχει στην κατοχή του σκλάβους. Στην πραγματικότητα όμως, το πρόβλημα είχε απλά καμουφλαριστεί. Οι περισσότεροι γαιοκτήμονες αφού ελευθέρωσαν τους σκλάβους τους, τους προσέλαβαν να δουλεύουν ως υπηρέτες με εξωφρενικά χαμηλή αμοιβή. Κάποιοι από αυτούς έφυγαν και αναζήτησαν αλλού εργασία αλλά αντιμετώπισαν τις ίδιες συνθήκες.
Έτσι γνώρισα τον Τσίκε. Ήταν ένα αγόρι δεκαεπτά ετών που ήρθε να δουλέψει στο ορυχείο μαζί με άλλους απελευθερωμένους σκλάβους. Δούλευε δύο ώρες περισσότερες απ' ότι εγώ και έπαιρνε το μισό μεροκάματο. Αυτός και οι δικοί του έμεναν σε κάποια αυτοσχέδια καταλύματα στο δάσος, καθώς τα χρήματα που έβγαζαν ήταν τόσα λίγα που έφταναν ίσα ίσα για μερικά ξεροκόμματα.
Αυτό βέβαια σύμφερε απίστευτα τον εργοδότη του ορυχείου που άρχισε να απολύει εργάτες σαν κι εμένα και να προσλαμβάνει άτομα σαν τον Τσίκε. Όσοι έχασαν φυσικά τις δουλειές τους εναντιώθηκαν. Σιγά σιγά, άρχισε να εξαπλώνεται ένα μίσος ανάμεσα στους εργάτες του ορυχείου για τα άτομα της φυλής του Τσίκε. Τους απειλούσαν, κλέβοντάς τους τα μεροκάματα και καταστρέφοντας τα καταλύματά τους. Η κατάσταση χειροτέρευε μέρα με τη μέρα ώσπου, έγινε το μοιραίο.
Ένα απόγευμα, ο Τσίκε δούλευε μόνος του στη νέα πτέρυγα του ορυχείου. Μία ομάδα αντρών τον σταμάτησαν χτυπώντας τον αλύπητα. Έπειτα έριξαν την ξύλινη οροφή με αποτέλεσμα η πτέρυγα να σωριαστεί πάνω στο σώμα του αγοριού. Όταν έφτασα κοντά του ήταν ακόμα ζωντανός αλλά δεν υπήρχε κάτι που να μπορούσα να κάνω. Εκείνος άρπαξε το χέρι μου και μου ψιθύρισε μία φράση. «Γουααν γιορ αχάι» Δεν έμαθα ποτέ τι σήμαινε, αλλά η φράση αποτυπώθηκε στο μυαλό μου και την επαναλάμβανα κάθε βράδυ όταν παραμιλούσα από το ποτό.
Φυσικά, ο θάνατός του χαρακτηρίστηκε ως ατύχημα. Την επόμενη μέρα παραιτήθηκα από το ορυχείο και έφυγα προς τα δυτικά για να ψάξω αλλού δουλειά. Ποτέ δεν ξέχασα όμως εκείνο το ζευγάρι από αθώα μάτια που εκλιπαρούσε για βοήθεια.
«Χοακίν!» μία βαθιά φωνή με τράβηξε από τις σκοτεινές μου αναμνήσεις. «Τι έπαθες; Δεν άντεξε το μάτι σου τόση χλιδή;» με ρώτησε ειρωνικά ο Ντιέγκο και συνειδητοποίησα ότι είχα σταματήσει μετέωρος στη μέση ενός τεράστιου διαδρόμου καλυμμένο με βαρύ πράσινο τάπητα.
«Εγώ...» ψέλλισα προσπαθώντας να καθαρίσω το μυαλό μου.
«Σε θέλω συγκεντρωμένο.» μου είπε βάζοντας το χέρι του στον ώμο μου.
«Που είναι η Ιζαμπέλα;» ήταν το μόνο που μπόρεσα να αρθρώσω καθώς κοιτούσα γύρω μου παρατηρώντας το χώρο.
«Χοακίν!» αναστέναξε ο Ντιέγκο «Συγκεντρώσου.» μου είπε επιτακτικά και άρχισε να κατευθύνεται προς το τέλος του διαδρόμου. Τον ακολούθησα βιαστικά ενώ με την άκρη του ματιού μου πρόσεξα ότι τους τοίχους στόλιζαν περίτεχνοι πίνακες που απεικόνιζαν βλοσυρούς άντρες της καλής κοινωνίας.
Η πόρτα στο τέλος του διαδρόμου μας οδήγησε στο μεγαλύτερο δωμάτιο που είχα δει στη ζωή μου. Χωριζόταν σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο, αυτό που βρισκόμασταν, συνέχιζε περιμετρικά του κυκλικού δωματίου και ήταν γεμάτο με όμορφα κυκλικά τραπέζια. Το δάπεδο ήταν καλυμμένο με ένα κατακόκκινο βελούδινο χαλί ενώ τους τοίχους στόλιζαν χρυσά φωτιστικά με περίτεχνες λεπτομέρειες. Ο Ντιέγκο είχε δίκιο σε ένα πράγμα. Ήταν η πρώτη φορά που το μάτι μου έβλεπε τόση χλιδή και το στόμα μου έχασκε ελαφρά σε μία έκφραση θαυμασμού όσο παρακολουθούσα τους υπηρέτες να σερβίρουν ποτά στους καλεσμένους. Στο κέντρο του δωματίου, οι μεγάλες μαρμάρινες σκάλες οδηγούσαν στο δεύτερο επίπεδο, χαμηλότερα, το οποίο ήταν μία τεράστια πίστα χορού. Μία ορχήστρα εγχόρδων έπαιζε στην άκρη του δωματίου ένα ευχάριστο τραγούδι ενώ πολλά ζευγάρια χόρευαν αγκαλιασμένα.
Πλησιάζοντας όμως την πίστα, μπορούσα να παρατηρήσω μόνο ένα ζευγάρι. Η Ιζαμπέλα, με το περίτεχνο φόρεμά της, έλαμπε στο κέντρο της πίστας με συνοδό το ΜακΚάρεϊ. Ένα μούδιασμα άρχισε να απλώνεται στις άκρες των δαχτύλων μου. Πρώτη φορά ένιωθα τόση αντιπάθεια για ένα άτομο απλά κοιτάζοντάς τον. Ο τρόπος που την κοιτούσε... Το χέρι του που άγγιζε τη μέση της... Χρειαζόμουν απεγνωσμένα ένα ποτό. Για καλή μου τύχη ο Ντιέγκο είχε πιάσει συζήτηση με ένα γέρο και κατάφερα να αρπάξω δύο ποτήρια από το δίσκο μιας χαριτωμένης υπηρέτριας χωρίς να τραβήξω την προσοχή του.
Κατέβασα το πρώτο ποτήρι με μία γουλιά χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου από το ζευγάρι που χόρευε ανέμελο. Έπρεπε εγώ να ήμουν στη θέση του μόνο που, υπενθύμισα στον εαυτό μου, ότι δεν ήξερα να χορεύω. Η κυρία Μαρία, μια μοναχή που ζούσε στο μοναστήρι είχε βαλθεί απεγνωσμένα να μου μάθει δυο τρία βήματα αλλά, εγώ κάθε φορά που την έβλεπα στο διάδρομο κρυβόμουν πίσω από τις κουρτίνες για να την αποφύγω. Πόσο το μετάνιωνα τώρα. Αν η Ιζαμπέλα έβλεπε πως ήμουν καλός χορευτής ίσως να δεχόταν να χορέψει μαζί μου. Ποιον κορόιδευα...
Το τραγούδι τελείωσε και τα ζευγάρια άρχισαν να επιστρέφουν στα τραπέζια τους. Αφού τελείωσα και το δεύτερο ποτήρι μου, κάθισα αποκαρδιωμένος δίπλα στον Ντιέγκο βλέποντας την Ιζαμπέλα να κάθεται στο τραπέζι του ΜακΚάρεϊ.
«Είναι ταιριαστό ζευγάρι, δε βρίσκεις;» με ρώτησε ο Ντιέγκο χαμηλόφωνα.
«Ναι...» ψέλλισα χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω.
«Η κόρη μου χρειάζεται έναν άντρα που να μπορεί να εξασφαλίσει το μέλλον της.» είπε «πιστεύω το καταλαβαίνεις αυτό, σωστά;»
«Φυσικά και το καταλαβαίνω.» είπα κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Τί ήταν αυτό; Κάποιου είδους απολογία που δεν την έδωσε σε μένα;
«Κυρίως όμως χρειάζεται έναν άντρα που να μπορεί να την κάνει ευτυχισμένη, και να τον αγαπήσει αληθινά.» συνέχισε «Στο τέλος της ημέρας, η απόφαση είναι δική της.»
Κοίταξα την Ιζαμπέλα την ώρα που εκείνη γελούσε εγκάρδια με κάτι που της είχε πει ο ΜακΚάρεϊ.
«Πιστεύεις ότι μπορεί να τον αγαπήσει;» ρώτησα και εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Ίσως.» μου απάντησε «Εγώ πάντως, δε θα μπορούσα να κάνω κάτι για να το σταματήσω.»
Και ποιος θα μπορούσε άλλωστε; Εγώ σίγουρα όχι. Ποια γυναίκα θα διάλεγε εμένα, τον φτωχό τελειωμένο μεθύστακα από έναν όμορφο ζάμπλουτο άντρα; Το ποτό είχε αρχίσει να επιδρά στον οργανισμό μου φέρνοντας την αντίθετη επίδραση από αυτό που ήθελα. Αντί να χαλαρώσω άρχισα νιώθω ένα μικρό τρέμουλο στα χέρια μου και έναν κόμπο να κάθεται στο λαιμό μου. Σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα μου και πλησίασα μία υπηρέτρια παίρνοντας άλλο ένα ποτό.
«Τρίτο ποτήρι σε διάστημα μισής ώρας.» αναφώνησε ο Ντιέγκο και εγώ κοκκάλωσα στη θέση μου. «Πιστεύεις ότι δεν σε παρατηρώ;» μου είπε ειρωνικά. «Δε σε έφερα μέχρι εδώ για να μπεκρουλιάζεις.»
«Και για ποιο λόγο με έφερες εδώ;» ρώτησα κοφτά νιώθοντας έναν εκνευρισμό να με καταβάλει. Για να συνειδητοποιήσω ότι όσες σκέψεις είχα για μένα και την κόρη σου θα μείνουν μόνο στα όνειρά μου; Ήταν ακόμα ένα από τα παιχνίδια του. Έπρεπε να του αποδείξω ότι η αφοσίωσή μου άνηκε ολοκληρωτικά στο Ζόρο. Δεν υπήρχε κανένας αντιπερισπασμός.
«Θα το ανακαλύψεις πολύ σύντομα.» μου απάντησε με το συνηθισμένο αινιγματικό του βλέμμα.
Έπειτα από λίγη ώρα, ο ΜακΚάρεϊ ζήτησε από εμάς και μερικά άλλα άτομα να τον ακολουθήσουμε στη διπλανή αίθουσα όπου θα σερβίριζαν το δείπνο. Σηκώθηκα και ακολούθησα τον Ντιέγκο ενώ παρατήρησα ότι οι περισσότεροι καλεσμένοι άρχισαν να παίρνουν το δρόμο για τα σπίτια τους. Λογικά για να σε καλέσουν για δείπνο χρειαζόταν κάτι πιο εξεζητημένο, όπως μια μέλλουσα νύφη καλή ώρα. Η Ιζαμπέλα μας συνάντησε έξω από την είσοδο της τραπεζαρίας και μπήκαμε μαζί στο μεγάλο δωμάτιο. Ένας υπηρέτης μας έδειξε τις θέσεις μας. Δηλαδή τις θέσεις του Ντιέγκο και της Ιζαμπέλας μιας και εγώ σαν υπηρέτης θα στεκόμουν όρθιος πίσω τους.
«Περνάς καλά;» τη ρώτησε ο Ντιέγκο μόλις καθίσανε. Εκείνη τον κοίταξε με ένα θυμωμένο βλέμμα και παρέμεινε σιωπηλή.
Προφανώς και περνούσε καλά. Τόση ώρα την παρατηρούσα να μιλάει με τον ΜακΚάρεϊ και να γελάει με τα αστεία του. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν ήθελε να κάνει πίσω και να το παραδεχτεί στον πατέρα της, αλλά αυτός ο άντρας σίγουρα της άρεσε. Τα χέρια μου έτρεμαν από εκνευρισμό. Ήθελα τόσο πολύ ένα ποτό...
Ο ΜακΚάρεϊ μας καλωσόρισε για άλλη μία φορά ενώ οι υπηρέτες του άρχισαν να σερβίρουν τα πιάτα. Υπήρχε μια μεγάλη ποικιλία από ψητά κρέατα μέχρι και θαλασσινά και οι μυρωδιές έκαναν το στομάχι μου να γουργουρίζει. Αυτό όμως που πραγματικά ζήλεψα εκείνη τη στιγμή ήταν το κατακόκκινο λαμπερό κρασί που έπεφτε στα ποτήρια τους.
«Αγαπημένοι μου φίλοι.» είπε ο ΜακΚάρεϊ και σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Θα ήθελα πριν ξεκινήσουμε το γεύμα μας, να καλωσορίσουμε τον επίτιμο καλεσμένο μου που μόλις γύρισε από το ταξίδι του.»
Μία πόρτα στην αριστερή πλευρά της αίθουσας άνοιξε και από μέσα εμφανίστηκε ένας άντρας γύρω στα πενήντα. Ήταν μετρίου αναστήματος με φαρδιούς ώμους και κοντά πόδια. Το σώμα μου κοκκάλωσε όταν παρατήρησα το πρόσωπό του. Ήταν ένα πρόσωπο το οποίο ήξερα πολύ καλά. Η ελαφρώς στραβή μύτη, που είχε λογικά προκληθεί από κάποιο ατύχημα, τα λευκά ίσια μαλλιά με τις παχιές φαβορίτες και φυσικά τα δασιά φρύδια που συμπλήρωναν το πονηρό βλέμμα των ματιών του. Ήταν ένα πρόσωπο που είχε χαραχτεί στη μνήμη μου. Το έβλεπα κάθε βράδυ όταν έκλεινα τα μάτια μου και ένιωθα τα σώθηκα μου να παγώνουν.
«Πιστεύω πως όλοι γνωρίζεται τον Αλεχάντρο Πινέντα.» είπε ο ΜακΚάρεϊ και τα πάντα γύρω μου θόλωσαν.
Λίγο πιο δραματικό απ' ότι συνήθως το κεφάλαιο. Βλέποντας τα γεγονότα που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στην Αμερική στεναχωριέμαι και σκέφτομαι ότι η νοοτροπία των ανθρώπων έχει αλλάξει ελάχιστα από την εποχή στην οποία ζουν οι ήρωές μου. Ζούμε στο 2020 και όμως υπάρχουν ακόμα άτομα εκεί έξω που ξεχωρίζουν τους συνανθρώπους τους με βάση το χρώμα του δέρματός τους. Ας μη σας ζαλίζω όμως με την πολυλογία μου. Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο και φυσικά περιμένω τα σχόλιά σας. Η συνέχεια την Παρασκευή.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro