Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 10ο


      Τις επόμενες τέσσερις μέρες στο σπίτι επικρατούσε μια παγερή ησυχία. Η Ιζαμπέλα δεν έβγαλε άχνα από την ώρα που επιστρέψαμε και κλείστηκε στο δωμάτιό της, βγαίνοντας μόνο για προγραμματισμένα γεύματα. Ο Ντιέγκο ήταν διαρκώς εκνευρισμένος και κατά την εκπαίδευση με πίεζε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ξεκινούσαμε νωρίς το πρωί. Βγαίναμε στον κήπο και κάναμε εξάσκηση στην ξιφασκία μέχρι το μεσημέρι. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρούσα το παράθυρο της Ιζαμπέλας με την ελπίδα ότι δω το πρόσωπό της, αλλά μάταια. Μετά από το μεσημεριανό γεύμα συνεχίζαμε σε τεχνικές πάλης και ασκήσεις ισορροπίας. Περισσότερο απ' όλα μου άρεσε να χειρίζομαι το μαστίγιο. Η τεχνική του ήταν περίπλοκη αλλά ήταν απίστευτα χρήσιμο. Τα βράδια έπεφτα πτώμα από την κούραση σε έναν βαθύ ύπνο, ευτυχώς χωρίς όνειρα.

Την Τετάρτη ο Ντε Λα Βέγκα με ξύπνησε με ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκα αγουροξυπνημένος και έπλυνα το πρόσωπό μου στη λεκάνη δίπλα από το κρεβάτι μου. Κοιτάχτηκα στο μικρό καθρέπτη και χάιδεψα τα γένια που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο πιγούνι μου. Μου φαινόταν περίεργο που έβλεπα το πρόσωπό μου καθαρό και ξυρισμένο. Είχα χρόνια να ξυριστώ και τρόμαξα πραγματικά όταν μου το ζήτησε ο Ντιέγκο. Όταν ζητάει όμως να γίνει κάτι, δεν έχεις ποτέ πραγματικά επιλογή. Πίσω από την ευγένειά του κρύβεται μία απόλυτη διαταγή.

Η Φερνάντα ήταν αυτή που με βοήθησε τελικά να ξυριστώ και κούρεψε τα μαλλιά μου. Ήταν πραγματικά καταπληκτική γυναίκα. Από την πρώτη μέρα που έμεινα στο σπίτι άρχισε να μου φέρεται σαν μητέρα. Μου έπλενε τα ρούχα μου, μου έφτιαχνε φαγητό και μάλωνε τον Ντιέγκο όταν με πίεζε πολύ με την εκπαίδευση.

Μία μέρα μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο άντρας της είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια σε ένα ατύχημα στο ορυχείο όπου δούλευε. Μία ολόκληρη πτέρυγα κατέρρευσε σκοτώνοντας δεκατρείς εργάτες. Έκρυβε πολλούς κινδύνους αυτή η δουλειά και χαιρόμουν ιδιαίτερα που δεν ήμουν πια αναγκασμένος να δουλεύω εκεί. Σίγουρα αυτό σήμαινε ότι ήμουν πλέον εξαρτημένος από τον Ντε Λα Βέγκα μιας και δεν είχα τρόπο για να βγάλω δικά μου χρήματα αλλά ένιωθα τόσο ήρεμος στο νέο μου σπίτι. Τα όμορφα επιπλωμένα δωμάτια, το ζεστό φαγητό, ο τεράστιος γαλήνιος κήπος... ήταν κάποια πράγματα τα οποία δεν είχα ποτέ ξανά στη ζωή μου.

Μόλις τελείωσα το πρωινό μου έτρεξα να βρω τον Ντε Λα Βέγκα στο μικρό στάβλο. Το είδα να βουρτσίζει με τρυφερότητα το θεόρατο κατάμαυρο άλογό του και το χαιρέτησα.

«Τον έχω κοντά στα είκοσι χρόνια.» είπε με απαλή φωνή και σκέφτηκα ότι περισσότερο μιλούσε στον εαυτό του παρά σε εμένα.

«Είναι πραγματικά πανέμορφο άλογο.» του απάντησα.

«Ναι... πανέμορφο, αλλά κουρασμένο.» μου είπε με ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Γέρασε και αυτός όπως και εγώ.»

«Έλα τώρα Ντιέγκο.» του είπα χαμογελώντας «Έχεις δει τον εαυτό σου στον καθρέπτη;» Ο τύπος μπορούσε να τα βάλει μόνος του με έναν ολόκληρο στρατό.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του άφησε τη βούρτσα στο σκαμπό δίπλα του. Το άλογο χλιμίντρησε ελαφρά.

«Σήμερα δε θα κάνουμε εκπαίδευση.» μου είπε «Έχω μία δουλειά που θέλω να κάνεις. Και πρέπει να την κάνεις μόνος σου.»

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου με ανανεωμένο ενδιαφέρον.

«Τι δουλειά;» ρώτησα.

«Θέλω να διαρρήξεις το κτίριο της αστυνομίας.» είπε και τον κοίταξα σοκαρισμένος. «Στον πρώτο όροφο βρίσκεται το δωμάτιο όπου κοιμούνται οι σερίφηδες. Εκεί θα βρεις ένα μικρό ξύλινο μπαούλο. Θέλω να το πάρεις και να μου το φέρεις.»

«Θα αστειεύεσαι φαντάζομαι.» του είπα «Τι μπορεί να έχει αυτό το μπαούλο που το θες τόσο πολύ;»

«Αυτό θα το μάθεις όταν μου το φέρεις.» μου είπε.

«Το κτίριο έχει πολύ κακή φύλαξη. Μόνο δύο φρουροί που μπορείς πολύ εύκολα να τους περάσεις.» είπε και γέλασα σιγανά.

«Ξεχνάς και τους άλλους δέκα φρουρούς που θα κοιμούνται δίπλα στο μπαούλο σου μάλλον.» του είπα.

«Σε έχω δει να τα βάζεις με δέκα οπλισμένους ληστές. Μη μου πεις ότι σε φοβίζουν οι κοιμισμένοι φρουροί.» μου απάντησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του.

«Τότε με τους ληστές όμως είχα βοήθεια.» του είπα.

Εκείνος με πλησίασε και μου έδωσε ένα μαύρο μαντήλι.

«Ήρθε η ώρα να μάθεις να δουλεύεις και μόνος σου.» είπε κοφτά και μη μπορώντας να κάνω κάτι άλλο έδεσα το μαντήλι σφιχτά στο πρόσωπό μου αφήνοντας ακάλυπτα μόνο τα μάτια μου.

Έφτασα με ευκολία στο πετρόκτιστο οικοδόμημα. Ο μεσημεριανός ήλιος έπεφτε καυτός πάνω στο γυμνό δέρμα των χεριών μου. Καθόμουν ακούνητος στη σκιά ενός μεγάλου τοίχου στην απέναντι πλευρά του δρόμου, παρακολουθώντας τους δύο φρουρούς του κτιρίου. Οι δρόμοι ήταν έρημοι καθώς ο περισσότερος κόσμος απολάμβανε τη μεσημεριανή του σιέστα.

Ο Ντιέγκο είχε δίκιο για τους φρουρούς. Δε πέρασε πολύ ώρα που τους κοιτούσα όταν κάθισαν στη μια πλευρά του δρόμου και άρχισαν να παίζουν ένα παιχνίδι με τραπουλόχαρτα. Προχώρησα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα προσπαθώντας να κινούμαι μόνο στις σκιές για να μην τραβήξω την προσοχή τους. Αλλά δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Είχαν απορροφηθεί τόσο πολύ στο παιχνίδι τους που άρχισαν να μαλώνουν έντονα όσο εγώ ανενόχλητος σκαρφάλωσα τον πλευρικό τοίχο. Το χέρι μου γρατσουνίστηκε από την τραχιά επιφάνεια και βλαστήμησα ψιθυριστά.

Άλλη φορά πρέπει να θυμάμαι να παίρνω γάντια μαζί μου.

Η αυλή ήταν έρημη και σχεδόν άδεια, εκτός από ένα όμορφο αρσενικό άλογο που ήταν δεμένο σε ένα στύλο. Έπεσα απαλά δίπλα του και εκείνο χλιμίντρισε εκνευρισμένο κουνώντας περήφανα το κεφάλι του. Το καστανοκόκκινο τρίχωμά του έλαμπε έντονα κάτω από το καυτό φως του ήλιου και εκείνο κλώτσησε νευρικά το πόδι του στο έδαφος προφανώς ενοχλημένο από την έλλειψη σκιάς.

«Ποιος σε παράτησε εδώ κούκλε μου;» του ψιθύρισα χαϊδεύοντας το λευκό σημάδι στο μέτωπό του. Εκείνο ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια του και κούνησε τη σκουρόχρωμη χαίτη του. Δεν είχα όμως χρόνο να ασχοληθώ μαζί του. Όχι ακόμα τουλάχιστον.

Άνοιξα αργά τη ξύλινη πόρτα που βρισκόταν δίπλα μου και μπήκα μέσα στο σκοτεινό χώρο. Ο Ντιέγκο μου είχε δώσει οδηγίες για το που βρισκόταν τα δωμάτια των φρουρών οπότε γύρισα αργά το κεφάλι μου για να προσανατολιστώ στο χώρο. Αν ήμουν τυχερός θα βρισκόταν όλοι βαθιά κοιμισμένοι στα κρεβάτια τους. Ποτέ όμως δε μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος οπότε προχώρησα πολύ προσεκτικά σταματώντας στις γωνίες για να επιτηρώ το χώρο.

Ανεβαίνοντας στον επάνω όροφο βρήκα με ευκολία το δωμάτιο. Στάθηκα πίσω από τη βαριά ξύλινη πόρτα και αφουγκράστηκα. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία με εξαίρεση ένα αχνό ρυθμικό ροχαλητό. Πήρα μια βαθιά ανάσα.

Ή τώρα ή ποτέ. Σκέφτηκα και άνοιξα την πόρτα.

Έξι φρουροί κοιμότανε ήρεμοι στα ξύλινα ράντζα. Προχώρησα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα βλαστημώντας μες στο μυαλό μου για τις σανίδες που έτριζαν κάτω από τα πόδια μου. Στην άλλη πλευρά του δωματίου, δίπλα από το μεγάλο ανοιχτό παράθυρο, μπορούσα να δω ένα μικρό ξύλινο μπαούλο με περίτεχνα σχέδια να είναι ακουμπισμένο σε ένα μεγάλο τραπέζι.

Το πλησίασα προσεκτικά και το σήκωσα αργά από το τραπέζι. Για κακή μου τύχη, πίσω από το μπαούλο βρισκόταν ένα γυάλινο μπουκάλι το οποίο κουνήθηκε ελαφρά και έπεσε στο πάτωμα σπάζοντας σε χιλιάδες κομμάτια.

«Γαμώτο!» αναφώνησα και γύρισα να κοιτάξω πίσω μου. Οι έξι φρουροί είχαν ξυπνήσει και κοίταζαν προβληματισμένοι γύρω τους για να δουν τι προκάλεσε τον θόρυβο. Μόλις με είδαν πετάχτηκαν πιάνοντας τα όπλα τους.

«Τι χαμπάρια παιδιά;» τους είπα κουνώντας το χέρι μου.

Ήμουν τελειωμένος. Γαμώτο Χοακίν μία φορά δε μπορείς να μη μπλέξεις σε καβγάδες;

Δύο φρουροί με πλησίασαν με τα όπλα τους τεντωμένα προς το μέρος μου.

«Άφησε το κάτω.» μου φώναξε ο ένας.

«Δυστυχώς...» είπα κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό.»

«Είπα άφησέ το κάτω σκουπίδι!» φώναξε πάλι φτύνοντας στο δάπεδο.

Υπήρχε μόνο ένας τρόπος διαφυγής. Και δεν μου άρεσε καθόλου αυτός ο τρόπος.

Οι άντρες με πλησίαζαν απειλητικά. Κοίταξα γύρω μου προσπαθώντας να σκεφτώ μία λύση αλλά ήξερα πως είχα μόνο μία επιλογή.

«Λυπάμαι που δεν μπορώ να καθίσω περισσότερο παιδιά αλλά... με περιμένουν.» είπα και με μία γρήγορη κίνηση πήδηξα από το παράθυρο.

Έπεσα βαριά πάνω σε δύο ξύλινα βαρέλια τα οποία έσπασαν με ένα εκκωφαντικό θόρυβο. Σηκώθηκα γρήγορα παίρνοντας το μπαούλο που είχε πέσει δίπλα μου. Η πλάτη μου με πονούσε αφάνταστα. Θα το ένιωθα για πολύ καιρό αυτό το λάθος. Οι φρουροί βγήκαν στο παράθυρο και πυροβόλησαν προς το μέρος μου αλλά οι σφαίρες πέρασαν ξυστά δίπλα μου.

Έτρεξα γρήγορα προς την άλλη πλευρά της αυλής όπου το όμορφο άλογο χλιμίντριζε κατατρομαγμένο από τους δυνατούς θορύβους. Άκουγα φωνές από τον επάνω όροφο καθώς οι φρουροί έτρεχαν να με κυνηγήσουν. Έπιασα τα χαλινάρια του αλόγου και προσπάθησα να το ηρεμήσω ενώ αυτό προσπαθούσε απελπισμένα να ελευθερωθεί.

«Ήρεμα, ήρεμα!» του είπα ακουμπώντας το με το χέρι μου. Οι φρουροί με πλησίαζαν. «Έλα ηρέμησε.» του είπα και με ένα σάλτο ανέβηκα στη ράχη του. Εκείνο προσπάθησε να με ρίξει κουνώντας τα πίσω πόδια του αλλά κατάφερα να κρατηθώ.

«Ηρέμισε! « του είπα πάλι χαϊδεύοντας το πίσω από τα αυτιά. Η πόρτα της αυλής άνοιξε απότομα και μέσα μπήκαν οι δύο εξωτερικοί φρουροί ενώ οι υπόλοιποι με έφτασαν από την άλλη. Χωρίς να σκεφτώ πολύ χτύπησα τα χαλινάρια και το άλογο πετάχτηκε μπροστά προς την έξοδο ρίχνοντας κάτω τους δύο φρουρούς. Βγήκαμε απότομα στο χωμάτινο δρόμο όσο οι υπόλοιποι μας κυνηγούσαν πυροβολώντας προς το μέρος μας. Το άλογο αρχικά αρνούνταν πεισματικά να ακολουθήσει τις εντολές μου και κόντεψαν να με πέτυχουν οι σφαίρες αλλά τελικά κατάφερα και το οδήγησα στην άλλη πλευρά του δρόμου όπου και φύγαμε με απίστευτη ταχύτητα αφήνοντας τους φρουρούς να φωνάζουν πίσω μας.

Έφτασα γρήγορα στο σπίτι του Ντε Λα Βέγκα και τον βρήκα να περιμένει στην αυλή όπου πότιζε μερικά λουλούδια.

«Α βλέπω έφερες και παρέα.» είπε χαμογελώντας. Τον ακολούθησα στο στάβλο και του έδωσα το μικρό μπαούλο.

«Λοιπόν...» είπα τρίβοντας την πονεμένη πλάτη μου. «Τι έχει μέσα αυτό το μπαούλο που είναι τόσο σημαντικό;»

Ο Ντιέγκο χαμογέλασε πονηρά και άνοιξε το περίτεχνο καπάκι αποκαλύπτοντας... μερικά κομμάτια από ψωμί και λίγα φρούτα.

«Δεν... καταλαβαίνω.» είπα κοιτάζοντάς τον σαν χαμένος.

«Α αυτό,» είπε εκείνος ευχαριστημένος «Είναι το απογευματινό των φρουρών... θα πρέπει να βρουν κάτι άλλο σήμερα μάλλον.»

Ένα τσίμπημα θυμού απλώθηκε σε όλο μου το σώμα.

«Τι εννοείς Ντιέγκο;» τον ρώτησα προσπαθώντας να βρω μια λογική εξήγηση άλλη από αυτή που μου είχε έρθει στο μυαλό.

«Εννοώ... ότι αυτό ήταν απλά ένα τεστ.» είπε κουνώντας τους ώμους του.

«Κάθαρμα!» αναφώνησα «Θα μπορούσαν να με έχουν κλείσει στη φυλακή!»

«Δεν το έκαναν όμως.» είπε.

Ο πόνος στην πλάτη μου με έκανε να θυμώσω ακόμα περισσότερο. Όλα αυτά για το τίποτα!

«Θα μπορούσαν να με έχουν σκοτώσει!» του φώναξα.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του γελώντας.

«Νομίζω ότι γίνεσαι υπερβολικός Χοακίν.» είπε

«Με πυροβολούσαν!» αναφώνησα «Πήδηξα από τον πρώτο όροφο για να σου το φέρω και εσύ απλά διασκεδάζεις;»

Ο Ντε Λα Βέγκα σοβάρεψε.

«Ήθελα να δω ότι μπορείς να τα καταφέρεις και μόνος σου.» μου είπε και εγώ ρουθούνισα εκνευρισμένος. «Γιατί έχει έρθει η ώρα να σου δώσω αυτό.»

Γύρισα αργά το κεφάλι μου και τον είδα να κρατάει μια μαύρη δερμάτινη μάσκα. Τη μάσκα του Ζόρο. Έμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένος.

«Από δω και μπρος είναι δικιά σου.» μου είπε και άφησε τη μάσκα στα χέρια μου. «Τώρα μόνο εσύ θα μπορείς να αποκαλείσαι Ζόρο.»

Έπιασα τη μάσκα και χάιδεψα το απαλό δυνατό δέρμα. Ήταν δική μου. Μόνο δική μου. Ο Ζόρο ήταν δικός μου.

Wow! Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι φτάσαμε στο 10ο κεφάλαιο. Τι όνομα προτείνεται για τον νέο φίλο του Χοακίν; δεν το έχω σκεφτεί ακόμα. Τη Δευτέρα δυστυχώς δεν θα προλάβω να ανεβάσω νέο κεφάλαιο υπόσχομαι όμως να σας γράψω μερικά bonus facts. Το νέο κεφάλαιο λοιπόν θα ανέβει την Παρασκευή! Φιλιά

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro