Επίλογος
Πέρασα με προσοχή το βελόνι στην άλλη άκρη του υφάσματος, σφραγίζοντας το μικρό σχίσιμο με την μαύρη κλωστή. Τα ρούχα μου είχαν υποστεί αισθητές απώλειες από τη μάχη με τους φρουρούς, οπότε είχα περάσει το μεγαλύτερο μέρος του πρωινού επιδιορθώνοντάς τα.
Το καλοσυνάτο πρόσωπο της Φερνάντα, εμφανίστηκε στην πόρτα του δωματίου και με έβγαλε από τις σκέψεις μου.
«Ξύπνησε!» Αναφώνησε και με έκανε να πεταχτώ από τη θέση μου. Με έκπληξη ένιωσα το τσίμπημα της μυτερής βελόνας, που τρύπησε το δάχτυλο μου, αλλά αγνόησα τον πόνο και άρχισα να κατεβαίνω τρέχοντας τα σκαλοπάτια.
Μπήκα μέσα στο δωμάτιο του και αναστέναξα ανακουφισμένη μόλις τον αντίκρισα. Έδειχνε αρκετά πιο χλωμός απ' ότι συνήθως και τα χτυπήματα που είχε δεχτεί στο πρόσωπό του, του είχαν αφήσει μελανά σημάδια. Τα μάτια του όμως ήταν γεμάτα με αυτή τη ζωντάνια, που τόσο με συνάρπασε.
«Χοακίν!» Αναφώνησα και έτρεξα κοντά του. «Μας ανησύχησες όλους! Ήσουν αναίσθητος τρεις ολόκληρες μέρες.»
Εκείνος ανακάθισε στο κρεβάτι και έπιασε το στήθος του, με έναν μορφασμό πόνου.
«Ο γιατρός είπε ότι έχεις τουλάχιστον τέσσερα σπασμένα πλευρά και αρκετές κακώσεις στο στήθος και στο κεφάλι.»
«Και αναρωτιόμουν, τι είναι αυτός ο πόνος που νιώθω." Μου απάντησε με ένα στραβό μειδίαμα.
«Για να λέει αστεία, είναι μια χαρά.» Απάντησε η Φερνάντα, που μπήκε μέσα στο δωμάτιο, κουβαλώντας ζεστές κομπρέσες. «Όντως μας ανησύχησες. Η Ιζαμπέλα ξαγρυπνούσε στο προσκεφάλι σου κάθε βράδυ.» Πρόσθεσε, κοιτάζοντάς με πονηρά.
Ένιωσα τα μάγουλα μου να καίνε και έστρεψα το κεφάλι μου για να την αγριοκοιτάξω. Ο Χοακίν δεν είπε τίποτα, μόνο έσκυψε το κεφάλι του χαμογελώντας.
Εκείνη, άφησε τις κομπρέσες και βοήθησε τον Χοακίν να βολευτεί, δίνοντάς του μερικά ακόμα μαξιλάρια.
«Σας αφήνω παιδιά μου. Έχετε πολλά να πείτε.» Μονολόγησε και έφυγε κλείνοντας μου το μάτι.
Αποφάσισα να της μιλήσω αργότερα, σχετικά με τα έξυπνα σχόλια που έλεγε και έστρεψα την προσοχή μου σε εκείνον. Κάθισα δίπλα του στο κρεβάτι και τον κοίταξα στα μάτια. Το βλέμμα του σκοτείνιασε.
«Ο Πινέντα;» Με ρώτησε.
«Είναι νεκρός!» Του απάντησα και παρατήρησα το σώμα του να χαλαρώνει με ανακούφιση. «Αφού λιποθύμησες, εγώ και ο πατέρας αναλάβαμε να ακινητοποιήσουμε τους εναπομείναντες φρουρούς. Ήταν πολύ εύκολο. Μόλις είδαν ότι ο αρχηγός τους είχε πεθάνει, έχασαν κάθε ενδιαφέρον για μάχη. Από εκεί και μετά, ανέλαβε ο στρατός. Συνέλαβαν όλους τους φρουρούς και ελευθέρωσαν τους σκλάβους. Το ορυχείο σφραγίστηκε οριστικά.»
«Χαίρομαι.» Μονολόγησε με ένα χαμόγελο, το οποίο όμως, δεν έφτασε ποτέ στα μάτια του.
«Δεν μου φαίνεσαι πολύ χαρούμενος.» Παρατήρησα και έπιασα το χέρι του.
«Έμαθα κάτι για τον πατέρα μου.» Ψέλλισε. «Δεν ήταν αυτός που νόμιζα.»
«Τι εννοείς;»
«Δούλευε για τον Πινέντα.» Είπε με πικρία. «Έκλεψε χρήματα από το χρηματοκιβώτιο του και για αυτό ο Πινέντα έστειλε να μας σκοτώσουν. Η μητέρα και η αδερφή μου πέθαναν για μερικά δολάρια.»
Τον κοίταξα έκπληκτη, χωρίς να ξέρω πως να αντιδράσω. Μπορούσα να καταλάβω την προδοσία που ένιωθε. Τι θα έπρεπε όμως να πω, για να τον κάνω να νιώσει καλύτερα;
«Αυτό είναι πραγματικά φριχτό Χοακίν.» Μονολόγησα. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα όμως, για να αλλάξεις το παρελθόν.»
«Τόσα χρόνια, ήθελα να εκπληρώσω την επιθυμία του και να τον κάνω περήφανο... Και τώρα...» Συνέχισε εκείνος, μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εμένα.
«Τώρα ο Πινέντα είναι νεκρός.» Του είπα αποφασιστικά. «Και εκατοντάδες αθώες ψυχές σε ευγνωμονούν, που τους έσωσες από εκείνο το μαρτύριο. Δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι τίποτα άλλο.»
«Ναι αλλά...Ο σκοπός μου ολοκληρώθηκε.» Ψέλλισε. «Πώς να συνεχίσω τη ζωή μου, μετά από αυτό;»
«Θα βρεις ένα νέο σκοπό!» Του είπα και πλησίασα το πρόσωπό μου στο δικό του. «Ο κόσμος χρειάζεται το Ζορό, Χοακίν.» Του είπα σιγανά. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου και μια ανατριχίλα απλώθηκε στα άκρα μου.
«Σου είπα, ότι ο μόνος λόγος που ακολούθησα τον πατέρα σου, ήταν για να σκοτώσω τον Πινέντα.» Μου απάντησε, κουνώντας το κεφάλι του.
«Η μάσκα σου ανήκει.» Αντέδρασα. «Δε μπορείς να κάνεις πίσω τώρα.»
«Όχι! Αυτό το έργο ανήκει σε εσένα.» Επέμεινε, σηκώνοντας το χέρι του.
«Μα δεν είπα ότι θα είσαι μόνος σου.» Του απάντησα με ένα μειδίαμα και απομακρύνθηκα από κοντά του. «Θα σε αφήσω να ξεκουραστείς για λίγο. Και να σκεφτείς τα όσα είπαμε.»
Έμεινε να με κοιτάζει σιωπηλός. Με το βλέμμα του χαμένο στις σκέψεις του. Πίστευα κάθε λέξη που του είχα πει. Η μάσκα ήταν δική του. Και πλέον καταλάβαινα, ότι ο πατέρας, είχε κάνει την καλύτερη επιλογή.
Αφού έφαγα το γεύμα που μου είχε ετοιμάσει η Φερνάντα, βγήκα έξω στον κήπο για να βρω το άλογο μου. Η Μάλβα απολάμβανε τον απογευματινό ήλιο, ξαπλωμένη μπροστά στο στάβλο και σηκώθηκε μόλις με είδε να πλησιάζω. Πήρα μια βούρτσα και άρχισα να χτενίζω το γυαλιστερό της τρίχωμα, ενώ το περήφανο ζώο χλιμίντρισε ευχαριστημένο.
«Ιζαμπέλα, μου είπε η Φερνάντα ότι θα σε βρω εδώ.» Άκουσα μια φωνή και γύρισα να αντικρίσω τον πατέρα μου.
Από την ώρα που επιστρέψαμε στο σπίτι από το ορυχείο, ο πατέρας κλείστηκε μέσα στο δωμάτιο του και δεν μας ξαναμίλησε. Πιστεύω πως θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για αυτό που έπαθε ο Χοακίν, όμως δεν είχα συνηθίσει μια τέτοια συμπεριφορά από μέρος του.
«Θυμήθηκες ότι έχεις κόρη;» Του είπα, σηκώνοντας το φρύδι μου.
«Άργησα, αλλά το θυμήθηκα.» Είπε εκείνος με πικρία και στήριξε το βάρος του στην άκρη του φράχτη.
Τον κοίταξα παραξενευμένη. Δεν ήταν η απάντηση που περίμενα. Δεν ένιωθα πλέον τόσο θυμωμένη μαζί του, αλλά πίστευα ότι θα ήθελε και ο ίδιος να συζητήσουμε. Άλλωστε, έπρεπε κι εγώ να του ζητήσω συγγνώμη γι' αυτό που έγινε με τον Πινέντα.
«Ο Χοακίν ξύπνησε.» Του είπα, συνεχίζοντας το χτένισμα του αλόγου.
«Ναι, με ενημέρωσε ήδη η Φερνάντα.» Μου απάντησε και με πλησίασε, κάνοντας με να σταματήσω, για να τον κοιτάξω. «Ιζαμπέλα, σου χρωστάω μια εξήγηση.»
«Κι εγώ θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη.» Είπα και άφησα τη βούρτσα να πέσει στο έδαφος.
«Δεν χρειάζεται να απολογηθείς για τίποτα.» Με σταμάτησε. «Ήταν οι δικές μου ενέργειες, που σε οδήγησαν να κάνεις ότι έκανες. Ο μόνος υπεύθυνος, είμαι εγώ!»
«Πατέρα εγώ δεν...» Προσπάθησα να πω αλλά εκείνος συνέχισε.
«Όχι, άφησε με να ολοκληρώσω. Σου οφείλω μια συγνώμη Ιζαμπέλα. Σε εκμεταλλεύτηκα και σου φέρθηκα με το χειρότερο τρόπο. Έπρεπε από την αρχή να σε εμπιστευτώ και να σου μιλήσω για τα σχέδια μου.»
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Ναι, έπρεπε.»
«Θα μπορέσεις να με συγχωρέσεις;»
Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Όσα είχαν γίνει μεταξύ μας με είχαν πληγώσει αφάνταστα. Από την άλλη, ήταν πατέρας μου και οικογένειά μου. Αυτά που μας ένωναν ήταν απροσπέλαστα.
«Ξέρω ότι είναι δύσκολο και έχεις κάθε δικαίωμα να μην το κάνεις.» Συνέχισε εκείνος. «Η αλήθεια είναι, ότι ο θάνατος της μητέρας σου με πλήγωσε όσο τίποτα άλλο. Η καρδιά μου δε θα άντεχε να χάσει και εσένα. Αυτός είναι ο μόνος λόγος, για τον οποίο προσπάθησα να σε περιορίζω. Τώρα όμως καταλαβαίνω το λάθος μου. Ξέρω καλύτερα από τον καθένα, ότι είσαι κάτι παραπάνω από ικανή, για να προστατέψεις τον εαυτό σου. Και αν θέλεις να ακολουθήσεις τα δικά μου μονοπάτια, τότε... Θα σε στηρίξω μέχρι το τέλος.»
Αναστέναξα και τον αγκάλιασα. Δεν μπορούσα να του κρατήσω κακία. Δεν μπορούσα να αγνοήσω όλες τις όμορφες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Ούτε τις θυσίες που έκανε για να με προστατέψει. Μείναμε για ώρα αγκαλιασμένοι και απόλαυσα τη ζεστασιά του σώματός του και την αίσθηση ασφάλειας που μου προκαλούσε. Έπειτα, απομακρύνθηκα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Υποσχέσου μου σε παρακαλώ ότι δεν θα με αναγκάσεις να παντρευτώ.» του είπα χαμογελώντας.
Εκείνος γέλασε σιγανά και έσκυψε το κεφάλι του.
«Ποτέ με κάποιον που δεν θα θέλεις.» μου απάντησε.
Κούνησα ικανοποιημένη το κεφάλι μου, όταν ένιωσα μία φιγούρα να μας πλησιάζει. Ο Χοακίν, είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και είχε έρθει να μας συναντήσει.
«Χοακίν, χαίρομαι που είσαι και εσύ εδώ.» Αναφώνησε ο πατέρας. «Μένει να συζητήσουμε ένα τελευταίο πράγμα.»
Και οι δύο τον κοιτάξαμε παραξενευμένοι. Εκείνος έβαλε το χέρι στην τσέπη του και τράβηξε δύο υφασμάτινες μάσκες. Η μία ήταν κατάμαυρη, φτιαγμένη από το καλύτερο δέρμα. Η δεύτερη ήταν από μεταξωτό μαύρο ύφασμα και είχε πάνω του κεντημένα τριαντάφυλλα με κόκκινη κλωστή.
«Αυτή είναι δική σου.» είπε και έδωσε τη μαύρη στον Χοακίν. «Ο ρόλος του Ζορό σου ανήκει.»
Ο Χοακίν την πήρε στα χέρια του και έγνεψε καταφατικά.
«Δεν θα σε απογοητεύσω.» Είπε αποφασιστικά.
«Και αυτή εδώ...» Είπε ο πατέρας και γύρισε να με αντικρύσει. «Είναι για σένα. Το πιο όμορφο ρόδο της Δύσης. Ένα ρόδο όμως, που πρέπει να δουλεύει κρυμμένο στις σκιές. Η Ρόζα Ντε Σόμπρας.»
«Ρόζα Ντε Σόμπρας.» Μονολόγησα και πήρα στα χέρια μου τη μάσκα. Το ρόδο των σκιών. «Μου αρέσει.» είπα ευχαριστημένη.
«Τι περιμένετε λοιπόν;» Αναφώνησε ο πατέρας. «Οι πολίτες τις Καλιφόρνια σας χρειάζονται.»
Κοίταξα τον Χοακίν και εκείνος μου χαμογέλασε. Παρά τα τραύματά του, μπήκε γεμάτος ενέργεια μέσα στο στάβλο και έλυσε το άλογό του. Με τη βοήθεια του πατέρα, έβαλα τη σέλα στη Μάλβα και ανέβηκα στην πλάτη της. Μόλις ετοιμαστήκαμε και οι δύο, χαιρετήσαμε τον πατέρα και βγήκαμε στο στενό χωμάτινο δρόμο.
«Η περιπέτεια τώρα ξεκινάει.» είπε ο Χοακίν, κλείνοντάς μου το μάτι. Γέλασα μέσα από την καρδιά μου και αρχίσαμε να τρέχουμε, σκορπώντας σύννεφα σκόνης πίσω μας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro