Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Kεφάλαιο 22o

Το δυνατό χτύπημα στην πόρτα με λύτρωσε, από τον ανήσυχο ύπνο μου.

«Μπορώ να περάσω;» άκουσα μία αντρική ήρεμη φωνή.

«Ναι!» απάντησα και η φωνή βγήκε τραχιά και βραχνιασμένη από το λαιμό μου.

Η πόρτα άνοιξε και αναγνώρισα το πρόσωπο του ιερέα, που με είχε βρει το προηγούμενο βράδυ. Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι, νιώθοντας φρικτούς πόνους σε όλο το σώμα μου. Στον ώμο μου, εκεί όπου με είχε χτυπήσει το φλεγόμενο δοκάρι την προηγούμενη μέρα, υπήρχε μία μεγάλη πληγή, δεμένη με επιδέσμους.

«Χοακίν, μπορώ να σου μιλήσω;» ρώτησε ο ιερέας και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.

Έγνεψα καταφατικά το κεφάλι μου, χωρίς να μπορώ να τον κοιτάξω στα μάτια. «Θυμάσαι τι έγινε χθες;» με ρώτησε, κοιτάζοντάς με προσεκτικά και ένιωσα ένα βαθύ κενό στην καρδιά μου.

«Η οικογένειά μου πέθανε.» είπα, κοιτάζοντας το κενό.

Στην πραγματικότητα, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί, παρόλο που κάθε φορά, που έκλεινα τα μάτια μου, το άψυχο σώμα της μητέρας μου εμφανιζόταν μπροστά μου. Πίστευα όμως, ότι από στιγμή σε στιγμή, η πόρτα του μικρού δωματίου θα άνοιγε, και εκείνη θα έμπαινε μέσα, για να με αγκαλιάσει.

«Έχω χάσει και εγώ δικούς μου ανθρώπους.» είπε ο ιερέας «Και μπορώ να καταλάβω πώς νιώθεις, αλλά θέλω να ξέρεις, πως εμείς εδώ θα σου προσφέρουμε όση βοήθεια χρειάζεσαι.»

Πού βρισκόμουν αλήθεια; Ποιος ήταν αυτός ο άντρας μπροστά μου και για ποιο λόγο ήθελε να με βοηθήσει;

«Πού βρίσκομαι;» ρώτησα. Η φωνή μου ήταν τόσο αδύναμη και σιγανή, που παραξενεύτηκα, που ο άντρας είχε καταφέρει να με ακούσει.

«Στο μοναστήρι της Αγίας Άννας. Το όνομά μου είναι πάτερ Στεφάνο, και είμαι αυτός που σε βρήκε το προηγούμενο βράδυ. Τρέξαμε μόλις μάθαμε για τη φωτιά, αλλά δυστυχώς φτάσαμε πολύ αργά.» είπε ο ιερέας και άρχισα να νιώθω το οξύ κάψιμο στο λαιμό μου, μόλις οι αναμνήσεις από τις τρομακτικές φλόγες, ξύπνησαν στο μυαλό μου.

«Καλύτερα να φας κάτι.» συνέχισε ο άνδρας, δείχνοντας μου ένα δίσκο με φαγητό, που βρισκόταν ήδη στο γραφείο δίπλα στο κρεβάτι μου. «Θα πρέπει να πεθαίνεις της πείνας.»

Η αλήθεια ήταν, πως το στομάχι μου διαμαρτύρονταν έντονα, αλλά ο πόνος στο λαιμό μου, με απέτρεπε από το να δοκιμάσω το ζεστό κομμάτι ψωμί, που βρισκόταν μπροστά μου. Αρκέστηκα στο να καταπιώ μια γενναία γουλιά νερό, η οποία όμως μου προκάλεσε ασταμάτητο βήχα.

«Παιδί μου,» είπε ο ιερέας, «ξέρω ότι οι αναμνήσεις είναι επώδυνες, αλλά, τι συνέβη εχθές; Ήταν κάποιο ατύχημα;»

Για πρώτη φορά, σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα στα μάτια.

«Όχι.» ψέλλισα. «Ήταν εκείνος.»

Θυμόμουν πολύ καθαρά το όνομα του. Από την ώρα που είχα ξυπνήσει, ήταν το μόνο που υπήρχε στο μυαλό μου.

«Ο Πινέντα. Αυτός τους σκότωσε.» Ο άνδρας κούνησε λυπημένος το κεφάλι του και έβαλε το χέρι του στον ώμο μου.

«Ότι χρειαστείς, μη διαστάσεις να με φωνάξεις.» Μου είπε και αφού σηκώθηκε από το κρεβάτι, έφυγε από το δωμάτιο αφήνοντας με μόνο μου.

Ήξερα τι χρειαζόμουν. Ο Πινέντα έπρεπε να πεθάνει. Και έπρεπε να τον σκοτώσω εγώ, ακριβώς όπως το υποσχέθηκα στον πατέρα. Δεν ήξερα που βρισκόμουν, αλλά γνώριζα ότι εκείνος έμενε στο Σακραμέντο. Ο πατέρας, συνήθιζε να δουλεύει στα χωράφια του κάθε Δευτέρα και επέστρεφε τα σαββατοκύριακα. Ένας τόσο πλούσιος άνδρας, σίγουρα θα είχε πολύ μεγάλο σπίτι. Αν έφτανα στο Σακραμέντο, θα ήταν πολύ εύκολο να το βρω. Έπρεπε όμως, να βρω και ένα πιστόλι, γιατί δε θα κατάφερνα να τον σκοτώσω μόνο με τα χέρια μου. Σίγουρα δεν θα κατάφερνα να βρω κάποιο μέσα στο μοναστήρι και ούτε είχα λεφτά, για να αγοράσω ένα. Αναστέναξα εκνευρισμένος και αποφάσισα να προσπαθήσω, να καταπιώ το φαγητό μου. Ποιος ξέρει πότε θα μπορούσα να φάω ξανά, αφότου έφευγα.

Μόλις τελείωσα, φόρεσα μια νέα αλλαξιά ρούχα, που κάποιος είχε αφήσει στα πόδια του κρεβατιού. Δυσκολεύτηκα να φορέσω το πουκάμισο, καθώς το χέρι μου με πέθαινε στον πόνο. Έπρεπε όμως να φανώ δυνατός και να το αντέξω. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου και βγήκα σε έναν καταπράσινο κήπο.

Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τόσα πολλά φυτά στη ζωή μου. Υπήρχαν τεράστια δέντρα, ανθισμένοι θάμνοι και ακόμα και κάτι περίεργα φυτά, που κάλυπταν τους τοίχους. Πολλοί άνθρωποι πηγαινοέρχονταν βιαστικά, κυρίως μοναχές που είχαν καλυμμένα τα μαλλιά τους με μαντήλια, και μου χαμογελούσαν καλοσυνάτα, όταν περνούσαν από δίπλα μου. Δεν είδα πουθενά τον πάτερ Στεφάνο, αλλά ίσως να ήταν καλύτερα να μην μάθει ότι έφευγα. Μπορεί να προσπαθούσε να με σταματήσει, ή να μου αλλάξει γνώμη. Είχα πάρει ήδη την απόφαση μου. Πώς όμως θα έβρισκα τον δρόμο για το Σακραμέντο;

Φτάνοντας προς την έξοδο του μοναστηριού, είδα μερικά άλογα να τρώνε ήσυχα, μέσα από μια σκάφη γεμάτη σανό. Ο πατέρας, μου είχε μάθει από πολύ μικρό να κάνω ιππασία και έτσι τα πήγαινα πολύ καλά με τα άλογα. Τα πλησίασα, μιλώντας τους ήρεμα, για να μην τρομάξουν. Το πιο μικρό, ένα καφετί, με πλησίασε και άρχισα να του χαϊδεύω το κεφάλι, ενώ εκείνο χλιμίντρισε ευχαριστημένο. Δίπλα τους υπήρχαν μερικές σέλες και χαλινάρια και έτσι κατάφερα να του τα φορέσω, χωρίς να το ενοχλήσω. Έπειτα, ανέβηκα πάνω του και βγήκα από την έξοδο του μοναστηριού, προσπαθώντας να περάσω απαρατήρητος.

Χτύπησα απαλά τα καπούλια του αλόγου και ξεκινήσαμε να τρέχουμε προς τα δυτικά. Το Σακραμέντο, ήταν δυτικά από το σπίτι μας οπότε υπέθετα, πως θα ήταν στην ίδια κατεύθυνση και από το μοναστήρι. Συνεχίσαμε για πολλές ώρες, ενώ το σώμα μου πονούσε αφόρητα από τους κραδασμούς. Άρχισα να φοβάμαι πως είχα χαθεί. Ακολουθούσα το δρόμο, χωρίς όμως να ξέρω αν οδηγούσε κάπου, ή αν πήγαινα προς τη σωστή κατεύθυνση. Το τοπίο γύρω μου ήταν άγονο. Μεγάλα βράχια κάλυπταν το δρόμο δεξιά και αριστερά, ενώ δεν φαινόταν κανένα κτίριο, ή ίχνος πολιτισμού.

Ξαφνικά, είδα από μακριά έναν αχνό καπνό, λογικά από κάποιον ταξιδιώτη, που είχε ανάψει φωτιά, για να ζεσταθεί. Αποφάσισα να το ακολουθήσω, για να ρωτήσω για οδηγίες και έτσι άλλαξα πορεία, προς την κατεύθυνση του καπνού. Φτάνοντας, είδα δύο άλογα που έτρωγαν ήρεμα και δύο άντρες, που καθόταν μπροστά σε μια μικρή φωτιά. Μόλις με είδαν να πλησιάζω, σηκώθηκαν απότομα και τράβηξαν τα όπλα τους. Σταμάτησα μπροστά τους, σηκώνοντας τα χέρια μου. Μόλις είδαν το πόσο νέος ήμουν, ησύχασαν και κατέβασαν τα όπλα.

«Τι κάνεις εδώ μικρέ;» Ρώτησε ο ένας· ένας πανύψηλος άνδρας, με μακριά μαύρα μαλλιά και γένια. Έμοιαζε αρκετά τρομακτικός, με το όπλο ακόμα στο χέρι του, και στην αρχή δίστασα να απαντήσω.

«Πηγαίνω στο Σακραμέντο και νομίζω πως έχω χαθεί. Μπορείτε να μου πείτε προς τα πού βρίσκεται;» Ρώτησα διστακτικά.

«Και για ποιο λόγο πηγαίνεις τόσο μακριά, ολομόναχος;» Συνέχισε ο άντρας, σηκώνοντας παραξενευμένος το ένα του φρύδι.

«Πηγαίνω να βρω την οικογένεια μου.» επέλεξα να του πω ψέματα.

Ο δεύτερος άνδρας, πιο κοντός και μεγαλύτερος σε ηλικία, αλλά το ίδιο επιβλητικός, με πλησίασε χαμογελώντας.

«Γιατί δεν κάθεσαι μαζί μας να ξεκουραστείς μικρέ;» Αναφώνησε. «Έπειτα, θα σου δείξουμε το δρόμο για να φύγεις.»

Συμφώνησα διστακτικά μιας και πέθαινα για ένα ποτήρι νερό, και κατέβηκα από το άλογο μου.

«Πολύ όμορφο άλογο έχεις.» είπε ο ψηλός άνδρας. «Που το βρήκες; Μήπως το έκλεψες;»

«Όχι, όχι.» βιάστηκα να απαντήσω. «Είναι...του πατέρα μου.»

«Και για ποιο λόγο σε άφησε μόνος σου, ο πατέρας σου σε τούτη την περιοχή;» ρώτησε ο δεύτερος άνδρας.

«Έπρεπε να φύγει... για μια σημαντική δουλειά.» ψέλλισα, προσπαθώντας να σκεφτώ μια καλή δικαιολογία. «Μου είπε να τον συναντήσω στο Σακραμέντο.»

«Πολύ θαρραλέος πατέρας, δε νομίζεις Τζιμ.» είπε στον ψηλό άνδρα και γέλασαν σιγανά.

«Ή απερίσκεπτος, αν με ρωτάς.» του απάντησε εκείνος.

Άρχισα να νιώθω πολύ άβολα και σκέφτηκα ότι οι δύο άντρες, δεν είχαν τόσο καλές προθέσεις στο μυαλό τους.

«Μπορείτε να μου δείξετε το δρόμο;» ρώτησα και σηκώθηκα πλησιάζοντας το άλογο μου.

«Μα θα φύγεις τόσο σύντομα;» είπε ο άντρας που λεγόταν Τζιμ. «Φαίνεσαι πολύ κουρασμένος, καλύτερα να μην βιάζεσαι.» Με πλησίασε και με έπιασε από τον ώμο. Έκανα ένα μορφασμό πόνου, καθώς η πληγή μου άνοιξε και το αίμα άρχισε να βάφει το πουκάμισό μου.

«Τι έπαθες εδώ μικρέ; Δε νομίζω ότι πρέπει να ιππεύσεις με τέτοια πληγή. Φαίνεται σοβαρό.» Είπε ο άντρας και με άρπαξε με τα δύο του χέρια, αναγκάζοντας με να καθίσω πάλι, δίπλα στη φωτιά.

«Ο πατέρας μου με περιμένει...» ψέλλισα και οι δύο άντρες γέλασαν ειρωνικά.

«Λυπάμαι μικρέ, αλλά ο πατέρας σου θα σε περιμένει για αρκετή ώρα. Το Σακραμέντο είναι δύο ώρες μακριά με το άλογο, αν όμως είσαι πεζός, τότε θα θέλεις μια μέρα.»

«Και με την πληγή που έχεις, δεν πιστεύω να τη βγάλεις τη διαδρομή.» συμπλήρωσε ο δεύτερος.

Κοίταξα ερωτηματικά το άλογο μου, ενώ οι δύο άντρες είχαν λυθεί στα γέλια.

«Βλέπεις, τυχαίνει να μας ενδιαφέρει πολύ το άλογο σου.» Κραύγασε ο ένας. «Θα βγάλει πολύ καλή τιμή στην αγορά.»

Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά δύο δυνατά χέρια, με κράτησαν στο έδαφος.

«Λες όντως να τον περιμένει ο πατέρας του;» ψιθύρισε ο κοντός στον Τζιμ. «Θα μπορούσαμε να τον κρατήσουμε για λύτρα.»

«Αποκλείεται, ο μικρός είναι χαμένος από χέρι. Κανένα ορφανό θα είναι, που έκλεψε το άλογο και έφυγε για να μην το σκοτώσουν.» Του απάντησε εκείνος.

«Θα μπορούσαμε να τον κρατήσουμε, να βοηθάει με τα άλογα τότε.» ανταποκρίθηκε ο κοντός, αλλά ο Τζιμ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Και να ταΐζουμε άλλο ένα στόμα; Δεν αξίζει την ταλαιπωρία. Θα τον παρατήσουμε εδώ. Δεν σκοτώνω παιδιά.» Απάντησε εκείνος και ένιωσα μια ανατριχίλα στη ράχη του λαιμού μου.

Αυτοί οι άντρες ήταν πολύ επικίνδυνοι. Μπορεί να έλεγαν ότι δε θα με σκοτώσουν, αλλά από στιγμή σε στιγμή, ίσως να άλλαζαν γνώμη. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να φύγω από κει και έπρεπε να το κάνω γρήγορα. Κοίταξα απεγνωσμένος γύρω μου, προσπαθώντας να βρω ένα τρόπο διαφυγής, καθώς οι δύο άντρες συνέχισαν τη συζήτηση, για το πόσο χρήσιμος μπορεί να τους φαινόμουν. Το άλογό μου, ήταν πολύ μακριά και θα ήταν αδύνατο να το φτάσω, χωρίς να με προλάβουν. Χρειαζόμουν έναν αντιπερισπασμό.

Παρατήρησα, πως πάνω από τη φωτιά, ήταν κρεμασμένη μία μικρή κατσαρόλα γεμάτη με νερό. Αναστέναξα, καθώς υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να πετύχει το σχέδιο. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή, από το να προσπαθήσω. Βάζοντας όλη μου τη δύναμη, κλώτσησα την κατσαρόλα, η οποία έπεσε πάνω στους δύο άντρες, καταβρέχοντάς τους και στη συνέχεια, έτρεξα σαν σίφουνας προς το άλογό μου και σκαρφάλωσα στη ράχη του.

«Πιάσε το μπάσταρδο!» ούρλιαξε ο Τζιμ, τινάζοντας από πάνω του το τσίγκινο σκεύος.

Ο κοντός άντρας άρχισε να με κυνήγα, αλλά είχα καταφέρει ήδη να απομακρυνθώ. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος με τρόμαξε, καθώς μία σφαίρα πέρασε ξυστά, δίπλα από το σώμα μου. Πίεσα το άλογο μου να τρέξει περισσότερο, ενώ κοιτώντας πίσω μου, είδα τους δύο άντρες να με ακολουθούν πάνω στα δικά τους άλογα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, καθώς κόλλησα το σώμα μου πάνω στο άλογο, παρακαλώντας το, να πάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Και άλλες σφαίρες πέρασαν από δίπλα μου, οπότε άρχισα να κινούμαι σε ακανόνιστη πορεία, για να τους ξεφύγω. Σε μία προσπάθεια να τους να τους μπερδέψω, έστριψα απότομα σε ένα άνοιγμα που εμφανίστηκε στα δεξιά μου. Εκείνοι όμως, συνέχισαν να με ακολουθούν, ενώ ο δρόμος μπροστά μου οδηγούσε στο κενό.

Αυτό ήταν λοιπόν το τέλος μου. Θα με σκότωναν δύο τυχαίοι ληστές, στη μέση του πουθενά. Είχα απογοητεύσει τον πατέρα· δεν πρόφτασα να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου. Θα με συγχωρούσε άραγε, όταν τον έβρισκα στην άλλη ζωή;

Σταμάτησα στο τέλος του δρόμου, όπου ένας απότομος γκρεμός απλωνόταν μπροστά μου. Οι δύο άντρες με πλησίασαν και κατέβηκαν από τα άλογα τους.

«Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό μικρέ!» κραύγασε ο Τζιμ. «Σκόπευα να σε αφήσω να φύγεις, αλλά τώρα πρέπει να σου δώσω ένα μάθημα.»

Κατέβηκα αμίλητος από το άλογό μου και στάθηκα μπροστά τους, υψώνοντας το ανάστημα μου. Αν ήταν να πεθάνω, δεν θα το έκανα με χαμηλωμένο κεφάλι. Ο άντρας έβγαλε το όπλο του και κόλλησε την κάννη στον κρόταφο μου.

«Τελευταία λόγια;» ρώτησε ειρωνικά, καθώς τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν ασταμάτητα.

Ξεροκατάπια με δυσκολία, προσπαθώντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου και κοίταξα τον άντρα στα μάτια, χωρίς να πω κουβέντα. Ξαφνικά, ένας δυνατός θόρυβος από οπλές αλόγων που πλησίαζαν, μας έκανε να κοκκαλώσουμε στις θέσεις μας.

«Εσείς εκεί σταματήστε!» Ακούστηκε μία βαριά φωνή και προς έκπληξή μου αναγνώρισα τον πάτερ Στέφανο, ακολουθούμενο από πέντε στρατιωτικούς. Οι στρατιωτικοί, κύκλωσαν τους άντρες σημαδεύοντας τους με τις καραμπίνες τους και ο Τζιμ έριξε το όπλο του, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια.

«Βρε, βρε, τι έχουμε εδώ;» Αναφώνησε ένας μεγαλόσωμος άντρας, ο οποίος πρέπει να ήταν ο σερίφης, ξεπεζεύοντας το άλογό του. «Ο ψηλός Τζιμ, με τον κοντό Τζακ. Χρόνια και ζαμάνια παιδιά.»

Οι στρατιώτες πέρασαν χειροπέδες στους δύο άντρες και τους έδεσαν πάνω στα άλογα τους.

«Θα πρέπει να σε ευχαριστήσω, πάτερ Στεφάνο.» είπε ο σερίφης «Αυτούς τους δύο, τους ψάχναμε πολύ καιρό. Χάρη στο μικρό σου, θα τους ξεφορτωθούμε για τα καλά.»

Ο πάτερ Στέφανο χαμογέλασε και του έσφιξε δυνατά το χέρι. Έπειτα με πλησίασε κοιτάζοντας με, με ένα αυστηρό χαμόγελο. Κατέβασα ντροπιασμένος το βλέμμα μου. Όχι μόνο είχα κλέψει το άλογο του, αλλά τον είχα βάλει σε τόσο κόπο να ειδοποιήσει τις αρχές και να έρθει τόσο μακριά από το μοναστήρι, για να με βρει.

«Μα τι σκεφτόσουν;» Με ρώτησε, και ο ανάλαφρος τόνος της φωνής του με παραξένεψε.

«Συγνώμη πάτερ.» ψέλλισα «Αλλά έχω δώσει μία υπόσχεση στον πατέρα μου.»

«Κανένα παιδί της ηλικίας σου, δεν θα έπρεπε να δίνει τέτοιες υποσχέσεις και ούτε είναι υποχρεωμένο να τις τηρήσει.» Μου είπε και πέρασε το πανωφόρι του πάνω από τους ώμους μου.

Ένιωσα λες και η ζεστασιά από το ρούχο, απελευθέρωσε όλα μου τα συναισθήματα. Έπεσα στο έδαφος και άρχισα να κλαίω με λυγμούς, χωρίς να μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. Ο πάτερ Στεφάνο, κάθισε δίπλα μου και με αγκάλιασε.

«Βγάλ' τα από μέσα σου καλό μου παιδί.» μου είπε καθησυχαστικά. «Και θα δεις· Μία μέρα όλα θα φτιάξουν.

Γνωρίσαμε λοιπόν και τον μικρό Χοακίν. Παρορμητικός όπως πάντα, δε νομίζεται;

Επόμενο κεφάλαιο την Τετάρτη με πολλές αποκαλύψεις από τον πάτερ Στεφάνο.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro