Kεφάλαιο 15o
Αγαπημένοι μου αναγνώστες, επέστρεψα!
Δυστυχώς τόσο καιρό η ιστορία μου είχε μπει σε δεύτερη μοίρα γιατί αντιμετώπιζα κάποια θέματα υγείας ενώ παράλληλα έτρεχα με τη δουλειά και μετακόμισα σε νέο σπίτι! *οι αρθρώσεις μου βγάζουν μια σπαραχτική κραυγή από το πολύ κουβάλημα*
Σας ευχαριστώ όλους για την υποστήριξη και την αγάπη που μου δώσατε όλο αυτό το διάστημα. Πραγματικά χωρίς εσάς μπορεί να μην συνέχιζα την ιστορία! Τα σχόλια όμως και οι ψήφοι σας με έκαναν να συνεχίσω!
Ορίστε το νέο κεφάλαιο:
Πέρασαν τέσσερις μέρες και είχα ήδη αρχίσει να συνηθίζω τους αργούς και ήρεμους ρυθμούς με τους οποίους κυλούσε η ζωή στην έπαυλη του Τζέρεμυ. Κάθε μέρα, τρώγαμε μαζί πρωινό στην μεγάλη τραπεζαρία και έπειτα κάναμε βόλτα στον κήπο όπου μου περιέγραφε διάφορες εμπειρίες από τα ταξίδια που έκανε στο εξωτερικό.
Μετά από εκείνο το φιλί που δώσαμε την πρώτη μέρα στον κήπο, ο Τζέρεμυ δεν προσπάθησε ξανά να με προσεγγίσει, γεγονός που το εκτίμησα ιδιαίτερα. Το μυαλό μου ήταν ακόμα πολύ μπερδεμένο και αδυνατούσα να καταλήξω σε μία απόφαση. Συμπαθούσα πολύ τον Τζέρεμυ. Ήταν πολύ ευγενικός, ένας πραγματικός τζέντλεμαν, και προσπαθούσε συνεχώς να με κάνει να χαμογελάω λέγοντάς μου αστείες ιστορίες. Θα έφτανα όμως κάποια στιγμή στη σημείο να τον ερωτευτώ;
Δεν είχα ερωτευτεί ποτέ στη ζωή μου. Εντάξει όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι, σκόπευα να παντρευτώ το γιο του φούρναρη. Επέμενα να πηγαίνω μόνη μου κάθε πρωί στο μαγαζί τους για να αγοράσω ψωμί και να τον βλέπω. Αλλά μπορεί τώρα να έχει σημασία ένας παιδικός έρωτας; Τότε δεν ήξερα καν τι σήμαινε η λέξη. Πως θα μπορούσα να αναγνωρίσω αυτό το συναίσθημα ανάμεσα στα υπόλοιπα; Σίγουρα ένιωθα μια έλξη για τον Τζέρεμυ αλλά ήταν αρκετό αυτό; Για κάποιο λόγο ένιωθα πως κάτι με κρατούσε πίσω.
Ήθελα τόσο πολύ να είχα κάποιον που να μπορούσα να τον εμπιστευτώ και να ζητήσω τη συμβουλή του. Αν ζούσε η μητέρα σίγουρα θα ήξερε πως να με βοηθήσει. Υπήρχε φυσικά και η Φερνάντα αλλά ήμουν σίγουρη ότι η γνώμη της θα ήταν κάθετη. Ο μόνος τρόπος για να είναι μία γυναίκα ασφαλής ήταν να έχει ένα σωστό άντρα πάνω από το κεφάλι της. Θα μπορούσα βέβαια να στείλω ένα γράμμα στις φίλες μου αλλά δεν ένιωθα τόσο άνετα για να τους εξηγήσω την κατάσταση. Άσε που μέχρι να έφτανε πίσω η απάντηση θα ήταν πλέον πολύ αργά.
Την πέμπτη μέρα ετοιμάστηκα και κατέβηκα στην τραπεζαρία, αποφασισμένη να ξεκαθαρίσω στον Τζέρεμυ το πως ένιωθα. Προς μεγάλη μου περιέργεια όμως, το μεγάλο δρύινο τραπέζι ήταν άδειο.
«Ο κύριος ΜακΚάρεϊ δε θα μπορέσει να σας συνοδεύσει για πρωινό σήμερα, δεσποινίς.» μου είπε η υπηρέτρια που μ συνόδευε. «Έχει μία συνάντηση με έναν προσωπικό του φίλο. Ζήτησε όμως αν θέλετε να τον συνοδεύσετε το απόγευμα σε μία βόλτα στην πόλη.» μου είπε ενώ εγώ κάθισα σε μία αναπαυτική θέση και άρχισα να γεμίζω το πιάτο μου με κέικ και βουτήματα.
«Σε ευχαριστώ, θα σκεφτώ σίγουρα την πρότασή του.» της είπα χαμογελώντας της ευγενικά. Εκείνη έκανε μία μικρή υπόκλιση και ετοιμάστηκε να φύγει όταν τη σταμάτησα. «Θα ήθελες να καθίσεις μαζί μου;» τη ρώτησα «Δε μου αρέσει να τρώω μόνη μου πρωινό.»
Η νεαρή κοπέλα με κοίταξε σοκαρισμένη. Τα καφετιά της μάτια γούρλωσαν και θα έλεγε κανείς ότι ακόμα και το σκουρόχρωμο δέρμα της χλόμιασε.
«Μα... τι λέτε δεσποινίς...» ψέλλισε ενώ ο τόνος της φωνής της ανέβηκε μία οκτάβα. «Εγώ... δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος!»
«Δεν ήθελα να σε προσβάλω!» αναφώνησα παραξενευμένη από την αντίδρασή της. Προσπαθούσα απλά να φανώ ευγενική και εξάλλου είχα συνηθίσει τη Φερνάντα να κάθεται πολλές φορές μαζί μας για να φάει.
«Οι υπηρέτες δεν τρώνε ποτέ μαζί με τους κυρίους!» είπε εκείνη ψυχρά χαμηλώνοντας το βλέμμα της στο πάτωμα.
Μου φαινόταν περίεργο ο Τζέρεμυ να είχε πρόβλημα με κάτι τέτοιο αλλά από την άλλη έπρεπε να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι άνηκε στην υψηλή κοινωνία. Σίγουρα γι' αυτούς ήταν πολύ σημαντικό να ξεχωρίζουν τη θέση τους από το υπηρετικό προσωπικό.
Η νεαρή κοπέλα έφυγε σιωπηλή και εγώ συνέχισα το υπόλοιπο γεύμα μου προβληματισμένη. Αν παντρευόμουν το Τζέρεμυ αυτό σήμαινε ότι αυτόματα δεσμευόμουν και με το δικό του τρόπο ζωής. Θα έπρεπε να γίνω μία κυρία της καλής κοινωνίας. Να προσέχω την εικόνα μου και να οργανώνω δεξιώσεις για να αναπτύσσω σχέσεις με τους υπόλοιπους πλούσιους της πόλης.
Εγώ όμως ήξερα τι συνέβαινε στον υπόλοιπο κόσμο και που οδηγεί τους ανθρώπους η φτώχια. Είχα δει γονείς να πουλάνε τα παιδιά τους και αθώους να δολοφονούνται για μερικά δολάρια. Πως μπορούσα να τα αφήσω όλα αυτά πίσω μου και να μείνω άπραγη μέσα σε ένα σπίτι;
Αυτές οι σκέψεις με έκαναν να χάσω την όρεξη μου και σηκώθηκα από το τραπέζι αποφασίζοντας να κάνω μία βόλτα στην έπαυλη για να χαλαρώσω. Η αλήθεια ήταν ότι ο Τζέρεμυ ποτέ δε μου ξεκαθάρισε ότι μπορώ να κινούμαι σε όλους τους χώρους αλλά μου είχε ζητήσει να νιώσω σαν το σπίτι μου, οπότε αποφάσισα να εξερευνήσω τον πάνω όροφο.
Η έπαυλη ήταν τεράστια. Διέσχισα αρκετούς διαδρόμους, πάντα περίτεχνα διακοσμημένους με πίνακες και κάδρα και έμεινα να θαυμάζω την περίτεχνη αρχιτεκτονική του χώρου.
Τα περισσότερα δωμάτια ήταν κλειδωμένα αλλά πλησιάζοντας ένα με μισάνοιχτη πόρτα άκουσα τη φωνή του Τζέρεμυ.
«Αλεχάντρο, όταν σε βλέπω τόσο ενθουσιασμένο, ξέρω ότι θα μου μιλήσεις για κάτι παράνομο.»
Κοίταξα επιφυλακτικά μέσα στο δωμάτιο και είδα τον Τζέρεμυ να κάθεται σε ένα μεγάλο γραφείο. Όρθιος, λίγα μέτρα πιο πέρα, στεκόταν ένας άνδρας που αναγνώρισα από τη δεξίωση. Νομίζω τον έλεγαν Πινέντα. Αλεχάντρο Πινέντα.
« Αυτά που θα σου πω Τζέρεμυ, είναι απολύτως εμπιστευτικά.» είπε ο άντρας ξύνοντας τα γκρίζα γένια του.
Ήξερα ότι είναι λάθος να κρυφακούω αλλά η συζήτηση των δύο αντρών μου κίνησε την περιέργεια. Κοίταξα γύρω μου και είδα μία μικρή εσοχή στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο. Αν έμπαινα πίσω από την κουρτίνα δε θα με ανακάλυπτε κανείς.
«Ξέρεις ότι εκτιμώ πολύ τη φιλία μας όλα αυτά τα χρόνια.» είπε ο άνδρας. Η στάση του σώματός του ήταν επιβλητική. Θυμάμαι πως το είχα παρατηρήσει και στη δεξίωση. Μόλις τον έβλεπες καταλάβαινες αμέσως ότι πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που σίγουρα δεν θα ήθελες να τα βάλεις μαζί του.
«Γι' αυτό λοιπόν αγαπημένε μου φίλε» συνέχισε ο άνδρας «έχω να σου προτείνω μία συνεργασία που θα σε κάνει τον πλουσιότερο άνδρα του Σακραμέντο.»
Δεν μπορούσα να δω την αντίδραση του Τζέρεμυ, έτσι όπως ήμουν κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα αλλά, από τον τόνο της φωνής του κατάλαβα ότι δεν είχε εντυπωσιαστεί.
«Και πως ακριβώς προτείνεις να το κάνω αυτό;» τον ρώτησε.
«Τι θα έλεγες αν αντί να προσπαθείς να κερδίζεις χρήματα, μπορούσε να δημιουργήσεις τα δικά σου;» είπε ο Πινέντα.
«Τι εννοείς;» απόρησε ο Τζέρεμυ και εγώ μετακινήθηκα πιο κοντά στην πόρτα για να μπορέσω να ακούσω καλύτερα τη συζήτησή τους.
«Ποιο είναι το πιο πολύτιμο μέταλλο στην Αμερική;» ρώτησε ο Πινέντα και ο Τζέρεμυ γέλασε αχνά.
«Ο χρυσός φυσικά.» είπε «Σκοπεύεις να με βάλεις να κλέψω κάποια τράπεζα;»
«Δεν χρειάζεται να κλέψεις καμία τράπεζα αγαπητέ μου, καθώς θα έχεις ένα τεράστιο απόθεμα χρυσού για να το χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις.» του απάντησε.
«Λοιπόν...» είπε ο Τζέρεμυ «Κατάφερες να κερδίσεις την προσοχή μου. Τώρα εξήγησε μου για τι πράγμα μιλάς.»
Ο άντρας γέλασε σιγανά. Υπήρχε κάτι στο γέλιο του που μου δημιούργησε ένα άσχημο προαίσθημα. Αυτός ο άντρας φαινόταν επικίνδυνος.
«Βρήκαμε μία φλέβα χρυσού σε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο πέντε ώρες μακριά από το Σακραμέντο. Είναι η μεγαλύτερη που έχει βρεθεί ως τώρα στην περιοχή.» είπε θριαμβευτικά.
Ο Τζέρεμυ παρέμεινε για λίγη ώρα σιωπηλός.
«Ακούγεται πολύ καλό αλλά ένα ορυχείο θα έχει πολλά έξοδα. Αν σκεφτείς μόνο τους μισθούς για τους εργάτες...» είπε σκεπτικός.
«Α, γι' αυτό δε χρειάζεται να ανησυχείς καθόλου φίλε μου. Η λύση θα φτάσει σε δύο μέρες από τώρα με το πλοίο μου που έρχεται από την Αφρική.» χαμογέλασε ο Πινέντα.
«Την Αφρική;» αναφώνησε ο Τζέρεμυ «Δε μπορεί να εννοείς...»
«Ακριβώς φίλε μου. Έχω ήδη αγοράσει μία στρατιά από σκλάβους που είναι έτοιμοι να μαζέψουν το χρυσάφι μας!» απάντησε ο Πινέντα.
Ένιωσα το αίμα μου να παγώνει και ένα μούδιασμα να απλώνεται σε όλο μου το σώμα. Έμεινα κοκκαλωμένη πίσω από τη βαριά κουρτίνα χωρίς να μπορώ να πιστέψω αυτά που άκουγαν τα αυτιά μου.
«Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο Αλεχάντρο!» αναφώνησε ο Τζέρεμυ «Καταρχάς είναι παράνομο πλέον. Αν σε πιάσουν θα μπεις στη φυλακή.»
Ο άντρας γέλασε σιγανά. «Αν με πιάσουν...» μονολόγησε.
«Και εξάλλου ακόμα και αν δεν τους πληρώνεις και πάλι θα πρέπει να τους παρέχεις διαμονή και τροφή... είναι το ίδιο πράγμα.» συνέχισε ο Τζέρεμυ και αυτή τη φορά ο Πινέντα γέλασε δυνατά.
«Εννοείς τα απολύτως απαραίτητα για να είναι λειτουργικοί.» είπε «Εξάλλου αν αρχίσουν να πεθαίνουν, απλά θα αγοράσω καινούργιους. Οι τιμές έχουν πέσει πολύ.»
«Μα μιλάμε για ανθρώπους!» αναφώνησε ο Τζέρεμυ ενώ εγώ ένιωσα να αναγουλιάζω και το λιγοστό φαγητό που είχα φάει να ανεβαίνει από το στομάχι μου. Ήταν δυνατόν να μπορεί ένας άνθρωπος να σκέφτεται με τέτοιο τρόπο;
«Μιλάμε για κατώτερους ανθρώπους, Τζέρεμυ.» είπε ο Πινέντα «Δεν έχουν την ίδια νοημοσύνη με εμάς.»
Κοίταξα γύρω μου και σκέφτηκα ότι ίσως ήταν καλύτερο να φύγω ώστε να μην ακούσω τη συνέχεια της συζήτησης. Δε μπορούσα να το κάνω όμως πριν να ακούσω τη γνώμη του Τζέρεμυ για όλα αυτά.
«Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πλέον φίλε μου.» συνέχισε ο Πινέντα «Άνοιξαν τον εγκέφαλο από έναν από αυτούς και είδαν ότι είναι πολύ μικρότερος από τους δικούς μας. Και μάλιστα είναι σχεδιασμένος με τέτοιο τρόπο που θα έλεγες ότι είναι γεννημένοι για να ζουν στην υποταγή.»
Ένιωσα ένα κύμα θυμού να απλώνεται στο σώμα μου. Ήξερα πως όλες αυτές οι επιστημονικές αηδίες ήταν ψεύτικες. Ένας τρόπος για να δικαιολογήσουν οι πλούσιοι τα λάθη τους.
«Όπως και να έχει,» είπε ο Τζέρεμυ «Παραμένουν άνθρωποι. Και δεν μπορώ να πάρω μέρος σε κάτι τέτοιο.»
Αναστέναξα ανακουφισμένη. Δε θα μπορούσα να το διαχειριστώ αν ο Τζέρεμυ συμμεριζόταν τις απόψεις αυτού του άντρα.
«Σε παρακαλώ να το ξανασκεφτείς φίλε μου.» του απάντησε ο άντρας. «Είναι μια πραγματικά μοναδική ευκαιρία. Και σου την χαρίζω απλόχερα.»
Έσφιξα τις παλάμες μου σε γροθιές. Ακόμα και αν ο Τζέρεμυ δεν βοηθούσε τον Πινέντα, εκείνος θα συνέχιζε το σχέδιό του. Δεν μπορούσα να αφήσω αβοήθητους όλους αυτούς τους αθώους ανθρώπους. Έπρεπε να ειδοποιήσω τον πατέρα!
Το επόμενο κεφάλαιο θα ανέβει την Τετάρτη! Περιμένω τα σχόλιά σας! Μέχρι τότε πολλά φιλιά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro