Κεφάλαιο 9
Jeremy
Η μέρα του φόνου
3 ώρες πριν
"Γιατί είναι η αδερφή μου κλειδωμένη;" ρώτησε η Katherine μετά από κάποια βασανιστικά λεπτά σιωπής. Περίμενα πως θα το έκανε αργά ή γρήγορα. Και θα έλεγα την αλήθεια.
"Εξαιτίας μου" είπα χωρίς να διστάσω, παίρνοντας όλο το φταίξιμο πάνω μου. "Μας βρήκε μαζί νωρίτερα σήμερα. Και άλλες τέσσερις φορές"
είπα παίζοντας αμήχανα με τα δάκτυλα μου.
Όταν την κοίταξα γελούσε και όταν είδε πως το πρόσεξα σταμάτησε και είπε "δεν γελάω για σένα"
υψώνοντας τα χέρια της σαν να λέει είμαι αθώα. "Γελάω με την αδερφή μου, που πίστευε πως η μητέρα δεν θα σας καταλάβαινε. Πόσο αφελής. Παράξενο που δεν σε έχει διώξει απο το παλάτι ακόμα" είπε απορημένα και με κοίταξε με νόημα και εγώ χαμήλωσα λίγο το κεφάλι μου χωρίς να πω λέξη αλλά το ύφος στο πρόσωπο μου τα έλεγε όλα. "Το έχει κάνει, σε έχει διώξει έτσι δεν είναι;"
είπε με αυτοπεποίθηση και σιγουριά.
"Έτσι είναι, αλλά δεν μπορώ να φύγω αν δεν την ελευθερώσω. Βασικά δεν μπορώ να φύγω από εδώ χωρίς αυτή" Δεν θα έφευγα χωρίς εκείνην.
"Το σχέδιο σου όμως δεν πέτυχε όπως διαπίστωσες και μόνος σου"
είπε αναφερόμενη στην προσπάθεια μας να ξεκληδώσουμε την Annelise από το δωμάτιο. Οι φρουροί δεν έφευγαν από την πόρτα και τα κλειδιά δεν ήταν πουθενά όπου μπορούσα να τα δω. Η απόλυτη αποτυχία.
Ήρθε κοντά μου και ακούμπησε συμπαραστατικά τον ώμο μου.
"Αν δεν θες να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου μέσα στο μπουντρούμι, φύγε όσο είναι ακόμα νωρίς"
κατέβασε το χέρι της και έκανε δύο βήματα πίσω χωρίς να σταματήσει λεπτό να έχει οπτική επαφή μαζί μου.
Ορκίστηκα πως δεν θα έφευγα απόψε από το παλάτι χωρίς αυτήν και θα το έκανα. Απόψε στον βασιλικό χορό.
Τότε είναι η κατάλληλη στιγμή.
Αποφάσισα πως πρέπει να κρυφτώ για μερικές ώρες ακόμη, αλλά δεν θα μπορούσα να φύγω από το κάστρο, μετά δεν θα μπορούσα να ξανά μπω μέσα. Είχα μία ιδέα. Και έπρεπε να πετύχει.
Αποχαιρέτησα την πριγκίπισσα και άρχισα να κατευθύνομαι προς την αυλή μέχρι που άκουσα φωνές.
Σαν ουρλιαχτά, σαν κάποιος να πονάει.
Κινήθηκα διστακτικά και προσεκτικά προς τις φωνές οι οποίες οδηγούσαν στην μεγάλη σκάλα.
Κοκάλωσα και μια κοφτή ανάσα γλίστρησε από τα χείλη μου.
Η βασίλισσα βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα και χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξα κοντά της και έκατσα στα γόνατα δίπλα της.
Ήξερα πως το σχέδιο μου θα αποτύγχανε τώρα αλλά έπρεπε να την βοηθήσω. Όταν επιτέλους είδε το πρόσωπο μου άρχισε να μου φωνάζει να φύγω αλλά δεν το έκανα.
Προσπάθησα να την ησυχάσω. Δεν με άκουγε.
Είδα αίματα στο κεφάλι της και στο πάτωμα στο ύψος των ποδιών της. Μάλλον αιμοραγούσε και στα πόδια. Προσπαθούσε να με σπρώξει μακριά αλλά ήταν αδύναμη.
"Μεγαλειοτάτη μπορώ να σας βοηθήσω αν με αφήσετε. Θέλω να σας βοηθήσω. Αλήθεια" είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα ώστε να κάνει το ίδιο και αυτή.
"Σε είχα διώξει από το παλάτι. Θα φωνάξω τους φρουρούς αν δεν φύγεις τώρα". Η φωνή της δεν ακουγόταν καθαρά, αλλά προσπαθούσε να ακουστεί όσο πιο δυνατά μπορούσε. Κάθε ανάσα που έπαιρνε έμοιαζε να είναι και η τελευταία.
"Έχετε χάσει αρκετό αίμα, αφήστε με να σας βοηθήσω πρώτα και μετά θα φύγω" έτσι της είπα αλλά δεν θα το έκανα.
Όχι πριν τελειώσει ο χορός.
Έβγαλα την ποδιά μου και την πίεσα προσεκτικά σε μία από της πληγές που έχει στο κεφάλι. Στη μεγαλύτερη.
Την τύλιξα προσπαθώντας να περιορίσω το αίμα που έχανε.
Το χέρι της έτρεμε, νόμιζα πως θα πέθαινε. Της ακούμπησα διστακτικά το χέρι με τον αντίχειρα μου και αυτή τράβηξε το χέρι της λίγο πίσω. Όταν δεν απομακρύνθηκε ξανά, ακούμπησα την παλάμη μου με την δική της και την κράτησα σφικτά προσπαθώντας να της δώσω κουράγιο. Ή δίνοντας της παρηγοριά για μία τελευταία φορά.
Κοίταζα τριγύρω να βρω κάποιον φρουρό αλλά κανένας δεν ήταν εκεί. Μέχρι που είδα κάποιον να κρύβεται πίσω από τον τοίχο λίγο πιο πέρα από το σημείο που βρισκόμασταν. Ο πρίγκιπας Jason. Αυτός πρέπει να ήταν.
Μόλις τον είδα κρύφτηκε ξανά πίσω από τον τοίχο. Μάλλον με είδε.
Γύρισα από την άλλη κάνοντας πως δεν τον είδα. Δεν ξέρω τι κάνει εδώ αλλά φαίνεται ύποπτο, περίεργο.
Μάλλον μέσα στην ατυχία της η Βασίλισσα ήταν τυχερή.
Ο μεσαίος της γιος πέρασε ξαφνικά από δίπλα μας.
Του φώναξα,
μας είδε,
φοβήθηκε,
πλησίασε,
βοήθησε.
Η βασίλισσα έζησε.
2 ώρες μετά:
Πήγαινα να φύγω από το ιατρείο όταν η βασίλισσα με σταμάτησε.
"Περίμενε" με διέταξα και εγώ υπάκουσα. "Μου έσωσες τη ζωή"
είπε με λίγη δόση ευγνωμοσύνης.
"Αλλά όσα είπα το πρωί ακόμα ισχύουν, δεν θα ξανά δεις την κόρη μου και φεύγεις από εδώ μέσα σήμερα" έγνεψα και δέχτηκα όσα μου είχε πεί, χωρίς την παραμικρή αντίρρηση. Ή τουλάχιστον έτσι την άφησα να πιστεύει.
"Jeremy σωστά;" ρώτησε μια γνώριμη φωνή. Ο πρίγκιπας Nathaniel ο αδερφός της Annelise.
Χαμογέλασα και έγνεψα.
"Ευχαριστώ που βοήθησες την μητέρα μου πάρα την..." έκανε παύση, μάλλον σκεφτόταν τι να πει. Ή καλύτερα πως να το πει. "...κόντρα που έχετε. Η αδερφή μου μιλάει συχνά για σένα" Μάλλον θα κατάλαβε πως ένιωσα λίγο άβολα με την συζήτηση γιατί άλλαξε αμέσως το θέμα. "Θα πάω στην Ιταλία να ζήσω εκεί, θα κυνηγήσω το όνειρο μου. Η μητέρα μου όμως είναι αντίθετη και δεν μπορώ να φύγω" είπε κοιτώντας με κουρασμένα, αλλά η κούραση του έμοιαζε περισσότερο με ψυχική πάρα σωματική.
"Μπορώ να σε βοηθήσω" είπα όταν κατάλαβα πως αυτό θέλει να μου ζητήσει. Τα μάτια του έλαμψαν, ξαφνικά όλη η κούραση του εξαφανίστηκε. Μάλλον την νίκησε η ελπίδα.
Γνώριζα ακριβώς πως θα τον βοηθούσα. Με τον ίδιο τρόπο που θα έφευγα από το παλάτι και εγώ.
"Αλλά πρέπει πρώτα να αρχίσει ο χορός" του είπα και με κοίταξε με περιέργεια και ανυπομονησία.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro