Κεφάλαιο 3
Annelise
Η μέρα του φόνου
12 ώρες πριν
"Κάνε γρήγορα, από στιγμή σε στιγμή θα έρθει η μητέρα" Είπα στον Jeremy αγχωμένα, βοηθώντας τον βιαστικά να μαζέψει το πρωινό που μου είχε φέρει κρυφά.
"Είμαι μάγειρας στο παλάτι, θα πούμε πως ήρθα να σου φέρω πρωινό. Το οποίο είναι και η αλήθεια" ύψωσε ελαφρώς το φρύδι του χαμογελώντας.
"Μα το καθήκον σου είναι να το μαγειρεύεις, οχι να το φέρνεις"
είπα, υψώνωντας και εγώ το φρύδι μου χαμογελώντας και συνέχισα να μαζεύω βιαστικά τα πιάτα. "Της είπα πως χωρίσαμε, δεν μπορούμε να ρισκάρουμε να σε βρει στο δωμάτιο μου, θα μάθει πως της είπα ψέμματα. Θα σε τιμωρήσει" κοίταζα φοβισμένη τη πόρτα, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να ανοίξει απότομα και να εμφανιστεί θυμωμένη η μητέρα μου. Και μόνο στη σκέψη με έπιανε ταχυκαρδία.
"Annelise" είπε ο Jeremy ξαφνικά αλλά χαμηλόφωνα κρατώντας μου το χέρι. Το δικό του ήταν ζεστό σε αντίθεση με το δικό μου που ήταν κρύο. Τον κοίταζα υπομονετικά, περίμενα πως θα πει κάτι αλλά δεν το έκανε. Φαινόταν σκεπτικός.
Τελικά, γονάτισε μπροστά μου και έβγαλε ένα δακτυλίδι που είχε κρυμμένο στην άσπρη του ποδιά. Κατευθείαν άφησα μια πνικτή εισπνοή μόνο που δεν ήξερα αν ήταν εξαιτίας της ομορφιάς του δαχτυλιδιού ή της πρότασης που ήξερα πως θα ακολουθούσε.
Το δαχτυλίδι ήταν πανέμορφο, χρυσό με ένα πετράδι το οποίο ήταν τόσο λαμπερό που μπορούσε να σε τυφλώσει. Μέσα μου ήμουν πανευτυχής αλλά δεν μπορούσα να το δείξω, όχι κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Συνέχισε να με κοιτάζει βαθιά στα μάτια, γλυκά αλλά ταυτόχρονα το βλέμμα του με έκαιγε. "Annelise, παντρέψου με" πριν προλάβω να απαντήσω συμπλήρωσε "πες ναι και θα φύγουμε μακριά από το κάστρο. Απόψε κιόλας. Να ζήσουμε κάπου αλλού μακριά όπου κανένας δεν θα μπαίνει εμπόδιο στην αγάπη μας" με κοιτούσε λες και κρεμόταν από τα χείλη μου, λες και είχε ανάγκη περισσότερο απότι δήποτε να απαντήσω ναι. Λες και με είχε ανάγκη περισσότερο από ότι δήποτε.
Όσο και αν έκανε την καρδιά μου να φτερουγίζει η ιδέα του να περάσω την ζωή μου με τον άνθρωπο που αγαπώ μακρυά από όλους και όλα που μπαίνουν ανάμεσα μας, δεν μπορούσα να το κάνω. Δεν μπορούσα και ας έσπαζε την καρδιά μου σε χίλια κομματάκια. "Το ξέρεις πως θέλω όσο τίποτα να σε παντρευτώ αλλά η μητέρα..." πριν προλάβω να τελειώσω τη πρόταση μου η μητέρα μου μπήκε μέσα.
Ο Jeremy στάθηκε αμέσως στα πόδια του και έκρυψε γρήγορα το δαχτυλίδι αλλά ήταν μάταιο. Το βλέμμα της μητέρας μου ήταν ήδη στραμμένο προς το δαχτυλίδι και δεν φαινόταν χαρούμενη.
Σάστησε για λίγο και απομάκρυνε το βλέμμα της από το χρυσό κόσμημα που δεν μπορούσα να δεχτώ. Το βλέμμα της στράφηκε στο δικό μου. Ψυχρό και απαιτητικό. Όπως πάντα. "Annelise" ο τόνος στη φωνή της ταίριαζε με το αυστηρό της βλέμμα. Συνέχισε να με κοιτάζει επίμονα στα μάτια και απομάκρυνα το βλέμμα μου από το δικό της όταν το ένιωσα να με καίει. "Με έχεις απογοητεύσει, για ακόμη μία φορά"
"Μητέρα, μπορώ να εξηγήσω"
Είπα φοβισμένη, προσπαθώντας να κατευθυνθώ προς το μέρος της, προσπαθώντας να την κοιτάξω στα μάτια. Ήταν όμως δύσκολο όταν συνέχεια έβλεπα μόνο απογοήτευση.
"Μη με διακόπτεις, δεν σου έμαθα τρόπους;" είπε τονίζοντας ειρωνικά την τελευταία της πρόταση, πλησιάζοντας μας. Έστρεψε το βλέμμα της στον Jeremy ο οποίος είχε και αυτός παγώσει. "Εσύ. Απολυεσαι"
Η φωνή της ήταν τόσο ψυχρή, είχα τρομάξει να την αναγνωρίσω.
Έκανα ένα βιαστικό βήμα κοντά της, σαν να έπρεπε να την πλησιάσω για να δει στα μάτια μου πως πραγματικά νιώθω για τον άντρα που στέκεται δίπλα μου. Πως πραγματικά νιώθω όταν καταλαβαίνω πως δεν της είμαι ποτέ αρκετή. "Μα μητέρα.."
"Κουβέντα" απάντησε απότομα και δυνατά, κατευθυνόμενη προς την πόρτα του δωματίου μου χωρίς να κοιτάξει στιγμή τον Jeremy σαν να τον αγνοούσε.
"Μεγαλειοτάτη" είπε ο Jeremy και η μητέρα μου σταμάτησε να προχωρά προς την πόρτα αλλά δεν γύρισε να τον κοιτάξει. "Την κόρη σας θα την παντρευτώ, με την άδεια σας ή όχι"
Είπε απόλυτα και τότε η μητέρα μου άρχισε να γελάει ειρωνικά. Γύρισε προς το μέρος μας, κοιτώντας μας απαξιωτικά. Το είχα πλέον συνηθίσει.
"Σήμερα είναι η τελευταία φορά που την βλέπεις" κούνησε επιδεικτικά το δάχτυλο της, δείχνοντας τον Jeremy.
"Και σήμερα είναι η τελευταία φορά που βγαίνεις έξω από το δωμάτιο σου" ειπε, δείχνοντας με το δάκτυλο της εμένα αυτή τη φορά.
Πριν προλάβουμε να απαντήσουμε μπήκαν μεσα δύο φρουροί, άρπαξαν τον Jeremy από τα χέρια δυνατά, προσπαθώντας να τον απομακρύνουν από κοντά μου. Ένα τρίτος φρουρός στεκόταν έξω από το δωμάτιο μου και πριν προλάβω να αντίδρασω είδα την πόρτα να κλείνει και μετά ακολούθησε ο ήχος από το κλειδί που γύρισε μέσα στην κλειδαρότρυπα. Με είχε κλειδώσει.
Ήμουν τόσο οργισμένη που το μόνο που σκεφτόμουν είναι πως αυτό που μου έκανε η μητέρα μου θα το πληρώσει. Μου κατέστρεψε τη ζωή και εγώ θα κάνω το ίδιο με τη δική της.
Η όραση μου είχε θολώσει και ο λαιμός μου έκαιγε λες και φώναζα για ώρες. Δεν θα το έκανα όμως, δεν θα της έδειχνα την αδυναμία μου. Δυστυχώς όμως δεν μπορούσα να την κρύψω από εμένα. Έπεσα στο πάτωμα και άφησα τα δάκρυα που ήταν παγιδευμένα να κυλήσουν από τα μάτια μου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro