Κεφάλαιο 1
Άνοιξα το λάπτοπ που είχα ακουμπήσει στο τραπέζι της κουζίνας και αμέσως μπήκα στο YouTube. Ετοιμαζόμουν να μαγειρέψω για μεσημέρι, αλλά δεν ήθελα να κάνω τις δουλειές μου χωρίς να ακούσω μουσική. Έτσι, περιηγήθηκα λίγο στην αρχική σελίδα, μέχρι που αποφάσισα ποιο τραγούδι θα ήθελα να ακούσω. Το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα μου. Τον ταξιτζή του Στράτου Διονυσίου.
Θυμάμαι ακόμα, όταν ήμουν ακόμα μικρό κορίτσι-μπορεί να ήμουν Δευτέρα Δημοτικού-ο πατέρας μου άκουγε συνέχεια το συγκεκριμένο τραγούδι. Ερχόταν να με πάρει από το σχολείο και στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου έπαιζε μόνο το συγκεκριμένο τραγούδι. Και για να πω την αλήθεια, μου άρεσε και εμένα το τραγούδι. Και πιο συγκεκριμένα, ένας στίχος: Πήγαινε με, όπου θέλεις ταξιτζή. Αυτός ο στίχος μου άρεσε πολύ.
Όμως, είκοσι χρόνια αργότερα, έμεινε το τραγούδι να μου θυμίζει τον πατέρα μου, που έχασα λίγα χρόνια πριν. Η ζωή, όμως, συνεχίζεται.
...
Δυνάμωσα τον ήχο και ξεκίνησα να μαγειρεύω. Πήγα να πάρω ένα μαχαίρι από ένα συρτάρι όταν άκουσα την πόρτα. Αναστέναξα. Κατάλαβα αμέσως ποιος είχε έρθει. Άκουσα βήματα στο διάδρομο. Εγώ συνέχισα να μαγειρεύω, όταν άκουσα μια φωνή στο χώρο να μου λέει:
«Αγάπη μου, γύρισα»
«Καλώς τον Αντώνη»
Ο Αντώνης, όπως καταλάβατε, είναι ο σύντροφος μου. Είχε μόλις γυρίσει από τη δουλειά. Και σίγουρα, όπως πάντοτε, θα περιμένει να φάει μεσημεριανό. Αλλά δυστυχώς, για εκείνον, θα περιμένει λίγη ώρα. Αν και πιστεύω, όπως κάθε μέρα, θα μου φωνάξει που άργησα να μαγειρέψω.
Συνέχιζα να μαγειρεύω όταν ο Αντώνης με πλησίασε και κάθισε δίπλα μου. Αυτή τη φορά, μου είπε κάτι διαφορετικό από ό,τι άλλες φορές.
«Πάλι βγήκες σήμερα;»
«Ναι γιατί που είναι το κακό;»
«Δε σου είπα να βγαίνεις όταν σου λέω εγώ;»
Αναστέναξα.
«Αντώνη. Είμαι 29 χρονών κοπέλα. Δε μπορώ να βγαίνω βόλτα με την κολλητή μου;»
«Δε βγήκες μόνο με εκείνη βόλτα όμως Δανάη»
«Εντάξει βγήκε και ο Πέτρος μαζί. Που είναι το κακό;»
«Σου είπα να μείνεις μακριά από τον Πέτρο!»
Νευρίασα. Δεν ήξερα τι να πω. Άφησα κάτω το μαχαίρι, χτύπησα το χέρι μου στο τραπέζι και, τότε, ανύψωσα κατά πολύ τον τόνο της φωνής μου, λέγοντας:
«Γιατί ζηλεύεις; Θα μου πεις;»
«Ποιος σου είπε ότι ζηλεύω;»
«Εγώ στο λέω. Γιατί έτσι είναι! Επειδή είσαι 33 χρονών και δουλεύεις κάθε μέρα σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, δε σημαίνει ότι πρέπει να ζηλεύεις!»
«Σταμάτα πια! Βαρέθηκα!», φώναξε και εκείνος.
Ξαφνικά, σήκωσε το χέρι του και... δε χρειάζεται να πω τι συνέβη στη συνέχεια.
«Τι κάνεις εκεί; Πας καλά;»
«Είπα σταμάτα»
«Να σου πω Αντώνη. Δε γίνεται εν έτη 2021 να φτάνεις σε τέτοια χειρονομία. Πρέπει επιτέλους να βάλεις μυαλό», αναστέναξα, «στην αρχή δεν ήσουν έτσι. Άλλον Αντώνη γνώρισα στην αρχή...»
«Σταμάτα επιτέλους. Βαρέθηκα»
Αν μπορούσα να περιγράψω το τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια που συζούμε με τον Αντώνη, θα το έκανα. Είμαστε ζευγάρι πέντε χρόνια και συζούμε μαζί τα τρία τελευταία χρόνια. Δεν έχουμε όμως παντρευτεί ακόμα. Και δε θέλω. Γιατί; Διότι βαρέθηκα! Δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή σε αυτό το διαμέρισμα. Ένα απλό διαμέρισμα στα Νότια Προάστια, που νοικιάσαμε από κοινού. Δεν αντέχω άλλο όμως.
Η αλήθεια είναι ότι τόσο καιρό φοβάμαι να μιλήσω σε κάποιον για το τι συμβαίνει. Όμως, έχοντας ακούσει τι γίνεται τον τελευταίο καιρό στη χώρα, βρήκα το θάρρος να κάνω κάτι μεγάλο. Κάτι που ήθελα καιρό. Και αυτό θα κάνω.
...
Ξύπνησα το πρωί και όταν είδα ότι ο Αντώνης είχε φύγει, σηκώθηκα πάνω και έβγαλα από τη ντουλάπα μια βαλίτσα. Έβαλα μέσα ότι πράγματα ήθελα να πάρω μαζί και έφυγα από το δωμάτιο. Σε μια άλλη τσάντα, έβαλα μέσα ό,τι άλλο χρειαζόμουν. Σήκωσα το βλέμμα μου. Κοίταξα το χώρο. Χαμογέλασα. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο. Δε θα μου λείψει καθόλου αυτό το διαμέρισμα. Διότι, όπως έλεγε και ο πατέρας μου: Όταν κλείνει μια πόρτα, μια άλλη πάντα ανοίγει.
Έφυγα από το διαμέρισμα και προχώρησα στο δρόμο χαμογελαστή. Ελεύθερη. Ένιωθα επιτέλους ελεύθερη. Έσπασα τα δεσμά που με κρατούσαν φυλακισμένη. Όμως, είχα καταφέρει να δραπετεύσω. Πλέον, είμαι ελεύθερη.
Βγήκα σε έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της περιοχής που έμενα, της Δάφνης, και περίμενα να εμφανιστεί κάποιο ταξί. Ήμουν έτοιμη να φύγω μια για πάντα από τον Αντώνη. Και ευτυχώς μπορώ να πω, ένα ταξί εμφανίστηκε μετά από λίγο. Σταμάτησε μπροστά μου και είδα έναν κύριο να κατεβαίνει και να μου παίρνει τη βαλίτσα για να τη βάλει στο ταξί. Εγώ, τότε, μπήκα και κάθισα στο πίσω κάθισμα.
Ο κύριος, τότε, μπήκε και αυτός μέσα στο ταξί. Κάθισε στο κάθισμα του και αμέσως με ρώτησε:
«Που θέλετε να πάμε δεσποινίς;»
Δε του είπα πολλά λόγια. Μόνο λίγες λέξεις. Πέντε λέξεις.
Πήγαινε με, όπου θέλεις, ταξιτζή.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro