Κεφάλαιο 8
ΑΝΝΑ
Ξύπνησα με φρικτό πονοκέφαλο κι ένιωθα ότι το κεφάλι μου θα εκραγεί. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά με ενοχλούσε τόσο πολύ το φως, που τα ξανάεκλεισε επιτόπου. Ξάπλωσα πίσω και ορκίστηκα να μην ξαναπιώ ποτέ στην ζωή μου.
Ένιωσα κάποιον να κουνιέται δίπλα μου. Γύρισα και είδα τον Βασίλη να κοιμάται του καλού καιρού. Άμα δεν πονούσα τόσο πολύ θα είχα τσιρίξει από την τρομάρα μου. Σηκώθηκα προσεκτικά για να μην τον ξυπνήσω και διαπίστωσα ότι ήμουν με τα εσώρουχα. «Πω πω ντροπή, δεν το πιστεύω ότι με είδε έτσι!» σκέφτηκα και κοκκίνισα ολόκληρη.
Ευτυχώς ο Βασίλης φορούσε όλα τα ρούχα του οπότε δεν έγινε τίποτα εχθές.
Αφού ντύθηκα, κατέβηκα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ και πρωινό. Μισή ώρα αργότερα που όλα ήταν έτοιμα, ανέβηκα να τον ξυπνήσω. Μπήκα στο δωμάτιο, και έτσι όπως κοιμόταν έπεσα με φόρα πάνω στο στρώμα και τον κατατρόμαξα.
Βασίλης: Ρε Άννα πας καλά πρωί πρωί;
Άννα: Έλα Μπιλάκο μου, ξύπνα. Έτοιμο το πρωινό.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πριν βγω με τράβηξε από το χέρι και με έριξε στο κρεβάτι με αυτόν από πάνω μου να με γαργαλάει.
Άννα: Σταμάτα, σε παρακαλώ! Χα χα, δεν αντέχω! Χα χα χα!
Βασίλης: Ζήτα συγγνώμη αλλιώς δεν σε αφήνω.
Άννα: Χα χα, εντάξει σταμάτα πρώτα!
Ο Βασίλης σταμάτησε και για ένα λεπτό, τα βλέμματα τους συναντήθηκα και έμεινα εκεί να κοιτά ο ένας τον άλλον σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Η Άννα εκμεταλλεύτηκε την στιγμή και βγήκε από την αγκαλιά του. Δεν άντεχε να μείνει ούτε δευτερόλεπτο εκεί από την στιγμή που δεν μπορούσε να τον φιλήσει.
Όλο το πρωί το πέρασαν στο σπίτι παίζοντας επιτραπέζια και λέγοντας τα νέα τους. Το μεσημεράκι ο Βασίλης έφυγε από εκεί με την υπόσχεση ότι το βράδυ θα έβγαιναν και θα της γνώριζε την Βέρα. Βέβαια αυτό δεν της άρεσε καθόλου, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Έπρεπε αναγκαστικά να την ανεχτεί για χατίρι του.
Μόλις έφυγε ο Βασίλης δεν άντεχε μέσα στο σπίτι, οπότε έβαλε την φόρμα της και άρχισε να τρέχει στο πάρκο. Έπρεπε κάπως να ξεσπάσει. Η σημερινή μέρα που πέρασε με τον Βασίλη την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι είναι ερωτευμένη μαζί του εδώ και πάρα πολύ καιρό, αλλά δεν ήξερε αν αυτό είναι καλό ή κακό για την φιλιά τους. Σταμάτησε να τρέχει μόνο όταν χτύπησε το κινητό της.
Άννα: Τι έγινε Μπιλάκο; Δεν αντέχεις ούτε δυο ώρες μακριά μου;
Βασίλης: Άντε ρε χαζό, που είσαι; Είμαι έξω από το σπίτι σου και χτυπάω.
Άννα: Στο πάρκο είμαι τρέχω. Κάτσε, έρχομαι.
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ήταν έξω από το σπίτι της.
Άννα: Με κακομαθαίνεις, δυο φορές σήμερα!
Βασίλης: Ήρθα να σε πάρω να πάμε για καφέ τελικά με την Βέρα.
Άννα: Αα... Εντάξει, πέρνα. Πάω να κάνω ένα ντους, και σε μισή ώρα θα φύγουμε.
Η Άννα έφυγε για το μπάνιο και ο Βασίλης στρώθηκε μπροστά στην τηλεόραση μέχρι να τελειώσει.
Την ώρα που έκανε μπάνιο η Άννα σκέφτηκε ότι αυτό που θα έκανε σήμερα θα της ήταν πολύ δύσκολο. Αυτή ήθελε να τον πιάσει και να τον γεμίσει φιλιά. Αντί για αυτό θα καθόταν απέναντι από αυτόν και την κοπέλα του παριστάνοντας ότι περνάει καλά.
ΑΝΝΑ
Δεν άντεχα άλλο, λίγο ακόμα και θα την έπιανα από τα μαλλιά για να την ξεμαλλιάσω, την ηλίθια. Είμαστε στην καφετέρια κοντά δυο ώρες, και μόνο που δεν τον έχει καβαλήσει μπροστά μου! Είμαι σίγουρη ότι το κάνει επίτηδες για να τραβάει όλη την προσοχή πάνω της.
Άννα: Σιγά βρε παιδιά, βρείτε κανένα δωμάτιο, χα χα!
Βέρα: Σε ενοχλεί το θέαμα Άννα μου;
Κρατήστε με θα της χιμήξω.
Άννα: Όχι, Βέρα μου, αλλά υπάρχει και κόσμος γύρω μας.
Βέρα: Έλα ρε Άννα, σιγά. Ας μην κοιτάει.
Τώρα θα σου δείξω εγώ παλιό βλαμμένη.
Άννα: Μπιλάκο θα μπορείς να έρχεσαι τα μεσημέρια να με βοηθήσεις σε κάποια μαθήματα, γιατί φέτος τα βρήκα μπαστούνια;
Βασίλης: Και βέβαια βρε μικρό μου, ότι θες!
Βέρα: Δεν μπορείς βρε αγάπη μου, το μεσημέρι έχεις μάθημα.
Βασίλης: Δεν θα πάω, ρε Βέρα.
Βέρα: Ξέρω ένα πολύ καλό παιδί να της στείλω να την βοηθήσει στα μαθήματα.
Βασίλης: Όχι, δεν τον χρειάζεται, έχει εμένα.
Βέρα: Καλά, εντάξει τότε.
Μετά από αυτό η Βέρα δεν ξανά άνοιξε το στόμα της να μιλήσει. Απλά καθόταν στην αγκαλιά του Βασίλης και την κοιτούσε με μίσος. Η Άννα από την άλλη ευχόταν σε ένα θαύμα που θα την γλίτωνε από αυτό το βασανιστήριο. Και το θαύμα ήρθε όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Άννα: Αλίκη μου;
Αλίκη: Έλα βρε μωρό, τι έπαθες;
Άννα: Πού είσαι;
Αλίκη: Σπίτι. Έλεγα αν θες να πάμε κανένα καφέ.
Άννα: Τέλεια, σε μισή ώρα θα είμαι κάτω από το σπίτι σου.
Αλίκη: Εντάξει.
Έκλεισε το τηλέφωνο και ευχαρίστησε την τύχη της που είχε γίνει το θαύμα που ζητούσε.
Άννα: Παιδιά φεύγω, πάω για καφέ με την Αλίκη.
Βασίλης: Εντάξει, μικρή μου, θα πληρώσω εγώ εδώ.
Του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο για να σκυλιάσει αυτή περισσότερο.
Άννα: Είσαι ο καλύτερος Μπιλάκο μου!
Βγήκε από το μαγαζί και επιτέλους κατάφερε να ανασάνει πάλι κανονικά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro