Κεφάλαιο 10
ΒΑΣΙΛΗΣ
Όλο το βράδυ μου τριβόταν και εγώ προσπαθούσα να ηρεμήσω για να μην της δείξω ποσό πολύ με αναστατώνει. Αυτήν την στιγμή δεν γίνεται να δεθεί μαζί μου, όχι τώρα που φεύγω. Εγώ είμαι ερωτευμένος μαζί της όλη μου την ζωή, αλλά αυτή φέτος άρχισε να με βλέπει ερωτικά, οπότε άμα της δείξω ότι δεν ενδιαφέρομαι θα με ξεχάσει και θα πάει παρακάτω. Θέλω σαν τρελός να κάνω κάτι μαζί της, το φιλί που της έδωσα ήταν σαν να είχε βγει από τα όνειρα μου. Δυστυχώς, από τον επόμενο χρόνο εγώ θα φύγω για την Ισπανία οπού κέρδισα υποτροφία στο καλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας. Δεν της το έχω πει ακόμα, δεν ξέρω το πώς.
Ο Βασίλης είχε σταματήσει λίγο πιο κάτω από το σπίτι της και χτυπούσε τα χεριά του στο τιμόνι. Ήξερε ότι την είχε πληγώσει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Έπρεπε να ξεκολλήσει από αυτόν για να ξανά ερωτευτεί.
ΑΝΝΑ
Ξάπλωσα με τα ρούχα στο κρεβάτι. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα, απλά κοίταζα το ταβάνι και προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε γίνει. Όταν με φίλησε, ένιωσα μια τεράστια έκρηξη στο στομάχι μου. «Αχ! τι χείλια ήταν αυτά! Θεέ μου, θα ήθελα να τα φιλάω συνέχεια!» σκέφτηκα. Αλλά η συμπεριφορά του με μπερδεύει· τα μάτια του έλεγαν ότι με ήθελε, τα χείλια του με φιλούσαν με πάθος, αλλά αυτός με έδιωχνε. Για πρώτη φορά στην ζωή μου δεν μπορούσα να διαβάσω τον Βασίλη.
Κάπως έτσι με πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος ταραγμένος, γεμάτος από όνειρα και εφιάλτες. Τελικά από τον ύπνο με έβγαλε το κινητό μου που χτυπούσε. Άνοιξα τα ματιά μου και είδα μήνυμα από τον Βασίλη.
«Πρέπει να μιλήσουμε. Σε περιμένω στο στέκι μας. Σε καμία ώρα μπορείς;»
Αφού απάντησα θετικά και πετάχτηκα από το κρεβάτι, έκανα ένα γρήγορο μπάνιο, ντύθηκα, κι έφυγα για το στέκι μας με ένα μήλο στο χέρι για πρωινό.
Έφτασα νωρίτερα, οπότε έκατσα στο τραπέζι που καθόμαστε πάντα, παράγγειλα τους καφέδες μας και περίμενα. Στις έντεκα τον είδα να μπαίνει μέσα. Σηκώθηκα να τον χαιρετίσω, αλλά κάθισα ξανά. Για πρώτη φορά ένιωθα άβολα μαζί του, και δεν ήξερα τι να κάνω.
Φαινόταν τόσο κουρασμένος... Σαν να μην είχε κοιμηθεί καθόλου όλο το βραδύ. Κάθισε στην καρέκλα απέναντί μου αντί για δίπλα μου, χωρίς να μιλήσει.
Αφού ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του, με κοίταξε στα ματιά.
Βασίλης: Άννα, πως είσαι;
Άννα: Αλήθεια, ρε Βασίλη; Γι' αυτό με φώναξες εδώ, για να δεις τι κάνω;
Βασίλης: Όχι, απλά δεν ξέρω πως να σου το πω!
Άννα: Μια και έξω, αντέχω!
Του χαμογέλασα παιχνιδιάρικα για να του δώσω θάρρος.
Βασίλης: Κέρδισα μια υποτροφία.
Άννα: Αλήθεια; Μπράβο Μπιλάκο μου!
Βασίλης: Μετά το καλοκαίρι φεύγω για την Ισπανία.
Το χαμόγελο πάγωσε στο πρόσωπο της.
Άννα: Τι εννοείς φεύγεις; Για πόσο;
Βασίλης: Για πέντε χρόνια το λιγότερο.
Άννα: Από ποτέ το ξέρεις;
Βασίλης: Έναν μήνα τώρα.
Άννα: Έναν μήνα;! Σοβαρά; Και πότε σκόπευες να το πεις σε εμένα; Την ημέρα που θα έφευγες, μήπως;
Βασίλης: Δεν ήξερα πως να σου το πω.
Άννα: Και τώρα πώς βρήκες τον τρόπο;
Βασίλης: Μετά από το φιλί μας εχθές, κατάλαβα ότι έπρεπε να το μάθεις όσο πιο σύντομα γινόταν.
Άννα: Γιατί τώρα;
Βασίλης: Είμαι μπερδεμένος, Άννα. Δεν ξέρω τι να κάνω. Το σωστό θα ήταν να σε απομακρύνω από κοντά μου. Δεν γίνεται να δεθείς μαζί μου τώρα, θα πληγωθείς διπλά όταν φύγω.
Άννα: Υπάρχει και "αλλά", όμως;
Βασίλης: Ναι, υπάρχει. Αλλά είναι καθαρά εγωιστικό από την μεριά μου.
Σηκώθηκα από την καρέκλα και πήγα και έκατσα διπλά του.
Άννα: Μπίλι μου, πιστεύω ότι είναι μια απόφαση που εγώ πρέπει να την πάρω για τον εαυτό μου, και όχι εσύ.
Την κοίταξε στα μάτια και συνειδητοποίησε ότι είχε απόλυτο δίκιο. Και στις δυο επιλογές φερόταν εγωιστικά. Δικιά της η ζωή, δικιά της και η επιλογή.
Βασίλης: Έχεις δίκιο, συγγνώμη. Απλά ήθελα να σε προστατεύσω, ό,τι και να διαλέξεις εγώ θα το δεχτώ χωρίς αντίρρηση.
Άννα: Λοιπόν, μου είπες την μια επιλογή. Θες να μου πεις και την δεύτερη;
Βασίλης: Είμαι ερωτευμένος μαζί σου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Είπε χωρίς ανάσα και η Άννα κοκάλωσε με το που άκουσε αυτές τις λέξεις. Ανέκτησε γρήγορα την ψυχραιμία της και τον ρώτησε:
Άννα: Άρα μου λες ότι η μια επιλογή είναι να με απομακρύνεις από κοντά σου, και η δεύτερη να κάνουμε σχέση;
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Η Άννα έπεσε πάνω του και άρχισε να τον φιλάει, λες και από αυτό εξαρτιόταν η ζωή της.
Άννα: Νομίζω ότι πήρες την απάντηση που ήθελες.
Βασίλης: Ναι, αλλά θα πληγωθείς πολύ ματια μου όταν φύγω.
Άννα: Το ξέρω, αλλά το προτιμώ από το μετανιώνω που δεν το έζησα όλο αυτό.
Βασίλης: Σήκω, πάμε.
Άννα: Πού πάμε;
Βασίλης: Στο Λούνα Παρκ, είμαι πολύ ευτυχισμένος σήμερα για να κάτσουμε μέσα.
Άννα: Ότι θέλει το μωρό μου.
Βασίλης: Για ξανά πες το αυτό;
Άννα: Μωρό μου.
Όλη την ημέρα την περάσαμε στο Λούνα Παρκ να διασκεδάζουμε. Με ανέβασε σε όλα τα παιχνίδια ο θεότρελος, και άμα έφερνα κάποια αντίδραση σε κάποιο παιχνίδι, μου έκλεινε το στόμα με ένα φιλί και έχανα την γη κάτω από τα πόδια μου.Έτσι έβρισκε την ευκαιρία να με τραβήξει σε ό,τι κουταμάρα είχε σκεφτεί. Δεν τον είχα ξανά δει τόσο χαρούμενο, και αυτό έκανε την καρδιά μου να χτυπάει πολύ δυνατά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro