Κεφάλαιο 61: Ο κύκλος που κλείνει
Ο Ναρσής γύρισε προς τα πίσω. Με τα μάτια διάπλατα ανοιγμένα από έκπληξη αλλά και τρόμο είδε μια φιγούρα στα δύο μέτρα πίσω του. Ένα πιστόλι τον σημάδευε ίσια στο πρόσωπο.
"Εσύ;" Κατάφερε να ψελλίσει. Η Θάλεια παρακολουθούσε σαν σε όνειρο μαζεμένη σε μία γωνία πεσμένη στο πάτωμα.
"Πέτα το όπλο τώρα!" ακούστηκε η φωνή με ύφος παραμορφωμένο. Ο Διονύσης Ναρσής έβλεπε έναν εφιάλτη. Μπροστά του, δίπλα του. Δεν πίστευε ότι, αυτός που τον σημάδευε με το όπλο απέναντί του με ύφος αγγέλου θανάτου, ήταν η ίδια η γυναίκα του, η Βέρα Ναρσή!
"Τι θες εσύ εδώ;" Της φώναξε.
"Πέτα το όπλο κάτω τώρα" Του είπε κάνοντας ένα ακόμα βήμα προς το μέρος του.
Ο Ναρσής ζύγισε την κατάσταση. Εκτίμησε ότι και χωρίς όπλο θα μπορούσε να κερδίσει χρόνο και να ελέγξει τον απρόσμενο επισκέπτη του.
"Βέρα! Είσαι τρελή; Tι κάνεις;"
Εκείνη αρπάχτηκε απ τις λέξεις του σαν να τις περίμενε καιρό. Άρχισε να κάνει γύρω του έναν κύκλο σαν το χορό του θανάτου με τη φωνή της παραμορφωμένη από το μίσος.
"Δεν με περίμενες ε; Έλεγες ότι τα έχεις όλα του χεριού σου;"
"Μα τι θέλεις εδώ; πως ήρθες εδώ; Ποιος σε ειδοποίησε;" Της είπε.
"Ποιος;" Γέλασε με έναν τρόπο δαιμονισμένο "Η κυρία Βέρα Ναρσή δεν ξόφλησε κάθαρμα. Ο αγαπημένος σου νεαρός συνεργάτης...."
"Τι είπες;"
"Ο Μιχάλης Ιγνατιάδης! Μμμμ ωραίος άντρας. Το κορμί μου και τα ανοιχτά μου πόδια μετράνε ακόμα Ναρσή! Το είχες ξεχάσει εδώ και χρόνια. Η γυναίκα του αφεντικού, ω τι τρόπαιο!"
Ο Ναρσής ένιωθε το πάτωμα στα πόδια του να γίνεται κινούμενη άμμος.
"Δικό σου το σκουλαρίκι βρώμα;" Της είπε αγριωπά αλλά απελπισμένα.
"Δικό μου αξιαγάπητε σύζυγε. Ίσως έπρεπε να αφήσω τρόπαιο και το εσώρουχό μου αλλά συγκρατήθηκα..."
"Γιατί; Τι ήθελες;"
"Με νόμιζες για ηλίθια έτσι; Από το βράδυ της Πρωτοχρονιάς κατάλαβα ότι την έβαλες στο μάτι. Ένα ακόμα τρόπαιο στη συλλογή σου. Από τότε ξεκίνησε να με τρώει η έγνοια. Μέχρι που άρχισα να μαθαίνω"
"Πως;" Ψέλλισε απέναντί της.
"Ένα προς ένα Διονύση Ναρσή. Τι έκανες, που πηγαίνατε; Τι κάνατε. Οι συναντήσεις στη θαλαμηγό, το ραντεβού στη Θεσσαλονίκη, όλα!"
"Γέμισε η ζωή μου φίδια ολόγυρά μου..." Της είπε πνιχτά. Η Θάλεια παρακολουθούσε στο πάτωμα χωρίς να έχει τη δύναμη καν να σηκωθεί. Όλα άλλαζαν μπρος στα έκπληκτα μάτια της. Το δράμα έπαιρνε άλλη μορφή και εξέλιξη με νέα παρουσία επί σκηνής.
Η Βέρα Ναρσή συνέχισε αφρίζοντας:
"Και ετοιμαζόμουνα να της ρίξω όλο το ανάθεμα αλλά τότε το μνημονικό μου με πήγε πίσω. Στα παλιά σου κατορθώματα Ναρσή. Και ήρθε αδιάψευστος μάρτυρας να με επιβεβαιώσει το γεγονός εκείνης της νύχτας με τον Γεβετζή στο σπίτι του αδελφού σου. Εκεί κατάλαβα! Εκεί συνειδητοποίησα τι είχες κάνει. Και ύστερα ανακάλυψα ότι κοιμόμουνα με ένα δολοφόνο κατά συρροή, δίπλα μου, στο στρώμα μου, στο κορμί μου"
"Δεν ξέρεις τι λες" Της φώναξε προσπαθώντας να κινηθεί.
"Ούτε βήμα τομάρι! Αλλιώς...." του κραύγασε.
"Βέρα λογικέψου!" Εκείνη συνέχισε σαν να παραληρούσε.
"Γιατί όλα αυτά; Δεν κουράστηκες όλα αυτά τα χρόνια να σπέρνεις γύρω σου την καταστροφή; Γιατί απ' όπου πέρασες άφηνες πίσω σου ρημαγμένες ψυχές και ανθρώπους; Γιατί;" Φώναξε με πάθος, συνεχίζοντας κινούμενη ολόγυρά του σε ένα σκηνικό τρόμου.
"Η οικογένειά μου, ο πατέρας μου, εγώ, ο Λεμπεδιωτάκης, ο Γεβετζής, ο δημοσιογράφος, και τώρα αυτή εδώ!". Τα μάτια της είχαν αρχίσει να δακρύζουν αλλά το χέρι της έστεκε σταθερό προτεταμένο μπροστά του με την κάννη να τον σημαδεύει.
"Σε τι κόσμο πάτησε η ζωή μου Ναρσή! Σε ποιες αυταπάτες με οδήγησες; Σε ποιο καλογυαλισμένο ψέμα. Έγινα σιωπηρά συνένοχός σου. Μπορεί να μην ήξερα τι έκανες αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τι άρρωστο άτομο βάσισα τη ζωή μου..."
Ο Ναρσής ξεροκατάπιε προσπαθώντας να την πείσει.
"Μην τα βλέπεις όλα απ τη μια μεριά Βέρα, υπάρχει και αντίλογος..."
Η Θάλεια προσπάθησε να κινηθεί αλλά ήταν αδύνατον. Ένιωθε πότε να χάνει τον κόσμο μπροστά της και πότε τα πρόσωπα να θολώνουν. Έπρεπε να κρατηθεί. Έπρεπε να αποτυπώσει ολοκάθαρα μέσα της αυτό που παιζόταν μπροστά στα μάτια της.
"Και δεν έφταναν όλα αυτά αλλά ήρθε και το παιδί μου. Ο Αλέξης. Εσύ τον σακάτεψες Ναρσή"
"Είσαι τρελή, δεν ξέρεις τι λες"
"Εσύ τον οδήγησες σε απόγνωση. Για να ικανοποιήσεις και να χορτάσεις τη βουλιμία σου. Δεν σου έφτανε αυτό που έκανες τότε στην ίδια σου την αδελφή. Τύλιξες στα πλοκάμια σου και το παιδί μου. Και σε είχα προειδοποιήσει θυμάσαι;. Στο είχα πει. Πρόσεχε! Αλλά εσύ τίποτα. Χώθηκες στη ζωή του. Πολέμησες την οικογένεια της Ιωάννας λες και σου έφταιξαν σε κάτι. Και στο τέλος οδήγησες τον Αλέξη στην απελπισία. Το ξέρεις ότι δεν πρόκειται ποτέ πια να δει το φως του κόσμου;"
"Βέρα θα γίνει καλά, υπάρχουν ελπίδες, όλα είναι μια κακιά στιγμή"
Κούνησε το κεφάλι της με αφόρητο πόνο.
"Δεν πρόκειται να σε συγχωρήσω ποτέ!"
"Βέρα προσπάθησε να καταλάβεις..."
"Και απόψε ήρθα να παρακολουθήσω τι ακριβώς θέλεις να κάνεις Ναρσή! Ο Μιχάλης με κρατούσε ενήμερη των σχεδίων σου. Στα πάντα, σε κάθε σου βήμα ήμουνα αθέατη πίσω σου. Και απόψε έμαθα την κάθε λεπτομέρεια. Όλα όσα ακόμα δεν ήξερα. Και ήρθα να προλάβω. Ήμουνα σίγουρη ότι δεν θα δίσταζες. Ήξερα ότι θα προσπαθούσες να την βγάλεις απ τη μέση. Ένα ακόμα έγκλημά σου..."
Γύρισε προς τη Θάλεια χωρίς να χάνει τον άντρα της από το κάδρο των ματιών της.
"Στην αρχή σε μίσησα. Δεν ήσουνα μια απλή ζουμερή ύπαρξη από αυτές που ο εκλεκτός άντρας μου συνήθιζε να κάνει μαιτρέσες του για να περνάει την ώρα του"
"Βέρα!" της φώναξε.
"Πάψε!" το πιστόλι μπροστά του κινήθηκε αναγκάζοντας τον να σταματήσει. Η Βέρα συνέχισε προς τη Θάλεια.
"Ήσουνα κάτι διαφορετικό. Κατάλαβα ότι ήσουνα μια μεγάλη απειλή. Κάτι άλλο. Δεν μπορούσα τότε να καταλάβω. Φοβήθηκα δεν το κρύβω για την επιρροή σου πάνω του. Ως την ώρα που άρχιζε το τοπίο να αποκαλύπτει ότι από κάπου αλλού ερχόσουν. Κάτι κουβαλούσες μέσα σου. Και αυτό το κάτι είναι που έρχεται να συναντηθεί τώρα με το δικό μου. Τώρα νιώθω αλλιώς για σένα. Μπορεί η παρουσία σου να κατέστρεψε τις ζωές μας αλλά το κίνητρό σου με κάνει να σε καμαρώνω μέσα μου. Αυτό που δεν είχα ποτέ μου εγώ, το βλέπω στα μάτια σου..."
Οι τελευταίες της κουβέντες βγήκαν με κούραση. Ο Ναρσής το είδε. Με μιας κινήθηκε αστραπιαία προς το μέρος της για να αρπάξει το πιστόλι. Η Βέρα Ναρσή την τελευταία στιγμή πρόφτασε να τον δει. Το χέρι του τράβηξε το δικό της με το όπλο αλλά ήταν αργά.
Ο πρώτος πυροβολισμός τον βρήκε στο στομάχι. Λύγισε μπροστά της, πήγε να πιάσει το όπλο που ήταν στα πόδια του. Η δεύτερη σφαίρα τον βρήκε στο πόδι ψηλά.
"Βρώμα..." της είπε γονατίζοντας.
Η Λέξη "Δολοφόνε!" βγήκε από το στόμα της μαζί με την τρίτη σφαίρα που τον βρήκε στο μέτωπο ανάμεσα στα μάτια. Ο Διονύσης Ναρσής έμεινε άψυχος σε μια λίμνη αίματος μπροστά στα πόδια της την ώρα που η Θάλεια προσπαθούσε να κρατηθεί καθιστή στην άκρη του καναπέ για να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί, με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια της. Την ίδια ακριβώς στιγμή που ο Μιχάλης Ιγνατιάδης έμπαινε στο μεγάλο σαλόνι αλαφιασμένος σαν τρελός. Πίσω του ένα μέτρο με μάτια γεμάτα τρόμο ο Τίμος με την Αλεξία.
Ο Τίμος έτρεξε πανικόβλητος στο βάθος του σαλονιού δίπλα στη Θάλεια που αιμορραγούσε άσχημα στο πρόσωπο. Πίσω του η Αλεξία, πιο ψύχραιμη κατέγραφε τις εικόνες με το αποσβολωμένο βλέμμα της και το μυαλό της προσπαθούσε να οργανώσει τις σκέψεις της.
Η Βέρα Ναρσή όρθια στη μέση του σαλονιού αμίλητη με ένα βλέμμα βγαλμένο από μια άλλη ζωή κοίταζε μπροστά στα πόδια της. Εκεί που μέσα σε μια λίμνη αίματος κείτονταν ο Διονύσης Ναρσής με τα μάτια του ακίνητα παγωμένα. Δίπλα της είχε τρέξει με προστατευτική διάθεση ο Μιχάλης Ιγνατιάδης.
"Θάλεια είσαι καλά πες μου!" Ακούστηκε η φωνή του Τίμου καθώς είχε γονατίσει δίπλα της. Εκείνη γεμάτη χτυπήματα στο πρόσωπο και το σώμα. Μάζεψε όλες της τις δυνάμεις. Κοίταξε τον Τίμο στα μάτια.
"Καλά είμαι, ησύχασε!", του είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
Ο Ιγνατιάδης έριξε μια ματιά στον νεκρό εργοδότη του. Ύστερα τράβηξε τη Βέρα απ το μανίκι.
"Πάμε!" Της είπε, "Πρέπει να φύγεις, δεν πρέπει να σε βρουν εδώ"
Εκείνη χωρίς να τον κοιτάξει απάντησε:
"Δεν έχει σημασία πια, όλα τελείωσαν..." Είπε ξεψυχισμένα.
Ο Ιγνατιάδης κοίταξε τη Θάλεια και τον Τίμο.
"Θα τα καταφέρετε;" ρώτησε.
Η Αλεξία του έκανε νόημα να φύγει. Ήθε κοντά στην Θάλεια, έσκυψε κοντά της, έσφιξε για λίγο το χέρι της. Αμέσως μετά βρήκε την αυτοκυριαρχία της. Γύρισε στον Τίμο:
"Βάλτην να καθίσει στον καναπέ, με προσοχή και μείνε κοντά της, μην αγγίξεις τίποτα!"
Γύρισε στον Ιγνατιάδη.
"Που έχει τηλέφωνο εδώ;" Τον ρώτησε.
Εκείνος της έδειξε το μεγάλο γραφείο πιο πίσω με το χέρι του. Η Αλεξία κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Αυτός πήρε τη Βέρα από τον ώμο.
"Πάμε να φύγεις τουλάχιστον προς το παρόν", της είπε.
"Σε παρακαλώ βάλε με να κάτσω κάπου", του απάντησε. Άρχισε να την τραβάει σε μια πολυθρόνα στο βάθος. Τα βήματά της την έφεραν ακριβώς μπροστά από τη Θάλεια, που ο Τίμος την είχε μεταφέρει στον μεγάλο καναπέ. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και για κάποιες στιγμές έμειναν έτσι.
"Σου χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ" Της είπε η Θάλεια, "Και... ίσως μια συγγνώμη".
Ο Τίμος τις κοίταξε απορημένος. Η Θάλεια συνέχισε "Αν δεν ήσουν εσύ τώρα..."
Η Βέρα Ναρσή πιο ήρεμη έμεινε να την κοιτάζει στα μάτια. Ένα βλέμμα διεισδυτικό σαν να ήθελε να μπει στα κατάβαθα της ψυχής της. Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα της αργά βασανιστικά σαν πικρή ομολογία ενός τέλους.
"Είσαι όμορφη, μα... πάνω απ όλα έχεις καρδιά. Έχεις τη ζωή μπροστά σου. Σου αξίζει να τη γευτείς με τα όνειρά σου, τώρα πια λεύτερη. Μόνο σε παρακαλώ... ζήσε λίγο και για μένα, για την αθωότητα που έχασα εδώ και χρόνια..."
Δακρυσμένη γύρισε στον Ιγνατιάδη.
"Πάρε με σε παρακαλώ έξω από εδώ", του είπε. Η Θάλεια ένιωσε να έχει κάτι ακόμα να της πει πριν φύγει.
"Ελπίζω κάποτε να με συγχωρήσεις... δεν ήθελα να σου κάνω κακό"
Η Βέρα γύρισε μια ακόμα φορά και την κοίταξε. Αυτή τη φορά σιωπηρή ανέκφραστη. Η Θάλεια άφησε το βλέμμα της να ακολουθεί τα αργά βήματα της γυναίκας που άλλαξε τα πάντα μέσα σε λίγα λεπτά. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το φανταστεί καν. Την ίδια στιγμή η Αλεξία μιλούσε στην Άμεση δράση της αστυνομίας.
"Παρακαλώ, σημειώστε, Οδός Λητούς, Βουλιαγμένη, Έπαυλη του επιχειρηματία Διονύση Ναρσή, νεκρός ...."
Στην συνέχεια ειδοποίησε το Κέντρο άμεσης βοήθειας. Η Θάλεια ήταν άσχημα χτυπημένη. Μετά ήρθε κοντά τους, στάθηκε όρθια δίπλα τους.
"Γιατί; γιατί όλα αυτά κορίτσι μου;"
Ο Τίμος προσπαθούσε να ηρεμήσει και να συμπαρασταθεί στη Θάλεια. Εκείνη τον κοίταξε.
"Γιατί έπρεπε! Γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Αυτή η υπόθεση είναι ανοιχτή εδώ και εικοσιεπτά χρόνια."
Έγειρε πίσω το κεφάλι της στο μαξιλάρι του καναπέ σαν να γύρευε λύτρωση στο να μιλήσει.
"Πρέπει να σου μιλήσω Τίμο, πρέπει να μάθεις" Του είπε γεμάτη αγωνία.
Εκείνος της έσφιξε τα χέρια τρυφερά σκουπίζοντας με ένα μαντήλι τα αίματα από το πρόσωπό της.
"Σταμάτα, μην πιέζεις άλλο τον εαυτό σου". Η Αλεξία μπήκε στη μέση.
"Άφησέ την!" Του είπε μαλακά και μετά στη Θάλεια "Μίλα κοπέλα μου! Άδειάσε την ψυχή σου να ελαφρώσει".
"Ποτέ δεν πίστευα τι ήταν αυτό που θα συναντούσα στο ψάξιμο της ζωής μου όταν ο θετός μου πατέρας, μου είπε την αλήθεια. Ποτέ μου δεν φανταζόμουνα τι θα μάθαινα μέσα στο βιβλίο που ο ίδιος μου παρέδωσε". Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Συνέχισε:
"Από τότε, η ζωή μου άλλαξε. Τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Βρήκα τα προσωπικά αντικείμενά τους που με τόσο σεβασμό κράτησε όλα αυτά τα χρόνια σαν ιερά κειμήλια ο θετός μου πατέρας. Το ρολόι του πατέρα μου και ένα μενταγιόν της μητέρας μου της Χαράς. Δέθηκα μαζί τους. Τα έκανα κάτι σαν αναθέματα υπόσχεσης για τη μνήμη τους.."
"Μα τι θα έκανες Θάλεια;" Την ρώτησε ο Τίμος καθώς ήδη σκούπιζε με προσοχή το πρόσωπό της.
"Έπρεπε σε όλα αυτά να δοθεί μια απάντηση" Του είπε.
"Και μπορούσες μόνη σου; Να σηκώσεις τέτοιο βάρος, να καταφέρεις τι;" Συνέχισε ο Τίμος.
"Ήξερα ότι νομικά δεν μπορούσα να καταφέρω τίποτα. Εικοσιεπτά χρόνια μετά τα αδικήματα έχουν παραγραφεί. Άρα... τι έμενε; μόνο η προσωπική εκδίκηση. Να καταστρέψω αυτόν τον άνθρωπο, να διαλύσω την εικόνα του και τη δύναμή του μέσα στην αγορά και την κοινωνία. Και ύστερα..."
"Ύστερα τι;"
"Ύστερα να έρθει η ώρα του προσωπικού λογαριασμού μαζί του", έκανε έναν μορφασμό πόνου. Η Αλεξία είχε φέρει ένα ποτήρι νερό.
"Όλο αυτό ήταν μια τρέλα", της είπε ο Τίμος. Τον κοίταξε, χαμογέλασε και συνέχισε.
"Κάποια στιγμή άρχισες να μου χαλάς τα σχέδια. Η εμμονή σου στην ιστορία του Λεμπεδιωτάκη κινδύνευε να με πάει σε δρόμους που θα χαλούσαν τα πάντα."
"Για αυτό επέμενες..."
"Ναι! Και μετά ξεκίνησες την έρευνά σου. Κάπου μέσα μου σε καμάρωνα, σε θαύμαζα. Έμπαινες σε μια ιστορία που δεν ήταν δική σου και αυτό δεν μπορούσα να το ξεπεράσω έτσι απλά. Δεν ήξερα στην αρχή πως να το χειριστώ"
"Γιατί δεν μου μίλησες από την αρχή; ήταν τόσο απλό, να το αντιμετωπίσουμε μαζί"
"Γιατί τα είχα κάπου χαμένα και...."
"Και;"
Η Θάλεια συνέχισε
"Μετά την ιστορία με τον Γεβετζή κατάλαβα ότι κινδύνευες. Ο Ναρσής δεν θα δίσταζε μπροστά σε τίποτα. Εκεί άρχισαν τα πράγματα να μπλέκουν και να αλλάζουν..."
Στην κουβέντα μπήκε η Αλεξία
"Κινδύνεψες Θάλεια! Το είδες. Έφτασες στην άκρη, στο τέρμα. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα να έφτανε η Βέρα τώρα...."
Η Θάλεια πήρε μια ανάσα. Τους κοίταξε και τους δυό. Μετά έπιασε με το τρεμάμενο χέρι της αυτό του Τίμου.
"Σου έγραψα ένα γράμμα"
"Το πήρα, μου το έδωσε ο Χατζηκώστας"
"Μέσα σ' αυτό σου γράφω τα πάντα..." για μια στιγμή δίστασε αλλά συνέχισε με περισσότερη αγωνία.
"Τίμο είναι αρκετά πράγματα ακόμα που πρέπει να σου πω. Και δεν είναι εύκολα. Μήτε ανώδυνα. Και για τους δυό μας. Ίσως εκεί να εξηγήσεις και τις αποστάσεις που κάποτε προσπαθούσα να κρατήσω ανάμεσά μας. Δεν ξέρω ποια θα είναι η γνώμη σου για μένα αν τα μάθεις..." του είπε κοιτώντας τον στα μάτια.
"Θα μου τα πεις αγάπη μου! Όλα μα όλα. Αλλά όχι τώρα! Όχι σε αυτήν την κατάσταση.."
Προσπάθησε να τον διακόψει. Δεν την άφησε.
"Και να ξέρεις ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει για μας τους δύο..."
Τα μάτια της έλαμψαν.
"Για αυτό να είσαι σίγουρη", συνέχισε "Πολλές φορές οι καταστάσεις που βιώνουμε μας κάνουν να μπαίνουμε σε στράτες και μονοπάτια που ούτε καν θέλουμε να τα διαβούμε. Ούτε καν μας αντιπροσωπεύουν στο ελάχιστο. Όμως κάθε ιστορία έχει το κόστος και τα σκοτάδια της... Ησύχασε λοιπόν"
Η Θάλεια άφησε ήρεμο τον εαυτό της να γύρει πίσω στον καναπέ. Ένα μεγάλο, τεράστιο βάρος γλιστρούσε από πάνω της λυτρωτικά. Ένιωθε μια ατέλειωτη κούραση να την κυριεύει σε όλο της το σώμα αλλά και στην καρδιά της. Λες και άδειασε μονομιάς. Ένιωθε τα μάτια της να βαραίνουν. Ο Τίμος ανησύχησε. Η Αλεξία του είπε:
"Μην φοβάσαι. Άφησέ την να ηρεμήσει. Το 'χει πάρα πολύ ανάγκη. Μια ολάκερη ζωή πέρασε από πάνω της μέσα σε λίγα λεπτά. Θα το κουβαλάει για πάντα αυτό..."
Ο Τίμος σηκώθηκε.
"Να κάνω ένα τηλέφωνο" είπε.
"Που;" ρώτησε η Αλεξία.
"Στον Δημήτρη και τη Γεωργία Χατζηκώστα. Τους χρωστάμε πολλά! Μα πάρα πολλά!" είπε προχωρώντας στο γραφείο.
Μετά από λίγο η περιοχή ζώστηκε από περιπολικά της αστυνομίας καθώς και ασθενοφόρα. Πλήθος αστυνομικών αλλά και νοσηλευτών πλημμύρισαν τη μεγάλη έπαυλη στην οδό Λητούς στη Βουλιαγμένη. Η Αλεξία σήκωσε όλο το βάρος των πρώτων ερωτημάτων και απαντήσεων. Φωτογραφίες, σήμανση, αστυνομικοί και μετά από λίγο δημοσιογράφοι. Ο Θόρυβος από τα γεγονότα θα ήταν εκκωφαντικός. Η Κοινή γνώμη θα είχε καιρό να ασχολείται με την υπόθεση αυτή που θα γέμιζε την πρώτη σελίδα της επικαιρότητας για πάρα πολύ καιρό.
Η Αστυνομία αναζήτησε την Βέρα Ναρσή και τον Ιγνατιάδη. Η Αλεξία τους ενημέρωσε ότι είχαν φύγει. Ήξεραν που θα την βρουν. Οι νοσηλευτές περιποιήθηκαν την Θάλεια. Σε λίγο ήταν στο ασθενοφόρο συνοδεία του Τίμου για το νοσοκομείο. Οι φωτογράφοι και η σήμανση τελείωσε. Ένα φορείο περισυνέλεξε το πτώμα του Διονύση Ναρσή. Στο πάτωμα έμειναν οι κηλίδες αίματος καθώς και το περίγραμμά του σώματός του με λευκή κιμωλία.
Η Αλεξία έμενε να διευθετήσει τους αλαλάζοντες δημοσιογράφους που άρχισαν να καταφτάνουν στον περίβολο της έπαυλης. Είχε και εκείνη εντατική δουλειά να κάνει με την εφημερίδα. Η Αστυνομία ήδη σφράγιζε την μεγάλη έπαυλη. Έτσι που λίγο-λίγο έμενε να βουλιάζει αργά στο σκοτάδι μέσα στη βροχερή νύχτα του χειμώνα. Ο δυνατός αέρας έκανε τις κορυφές των μεγάλων δέντρων στον κήπο να λυγάνε. Ο τόπος του εγκλήματος. Ο χώρος της τελευταίας λέξης του δράματος.
Ο κύκλος που άνοιξε πριν εικοσιεπτά χρόνια με τη δολοφονία της Χαράς Ναρσή αρχικά, του άντρα της στη συνέχεια αλλά και όσων ακολούθησαν έκλεινε σήμερα με τον θάνατο του δράστη και αδελφού της.
Σας ενημερώνω ότι το βιβλίο, κυκλοφορεί σε μορφή e-book και διατίθεται στην πλατφόρμα εδω:
https://www.smashwords.com/books/view/1022933
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro