Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 60: Νωρίτερα στην έπαυλη της οδού Λητούς

Η Κόκκινη Alfetta της Θάλειας σάρωνε τα χιλιόμετρα στην Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Ένιωθε ένα παράξενο μούδιασμα σε ολάκερο το κορμί της. Οι σκέψεις της ταξίδευαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα χωρίς όριο και χρονικό φραγμό. Προσπάθησε να συγκεντρώσει το μυαλό της, να ελέγξει τα συναισθήματά της. Κάθε φόρτιση αυτή τη στιγμή μπορούσε να είναι μοιραία.

Κοντά στις εννέα, έφτασε στην Οδό Λητούς. Η Βροχή έπεφτε συνεχώς με έναν εκνευριστικό ρυθμό. Στάθμευσε το αυτοκίνητο στα αριστερά του δρόμου σχεδόν απέναντι στην έπαυλη. Κατέβηκε. Έριξε μια ματιά ολόγυρα και διαπίστωσε την ερημιά στη περιοχή. Έσφιξε την τσάντα της και κίνησε τα βήματά της. Κοντοστάθηκε στην εξώπορτα της έπαυλης. Είδε φωτισμένο το μεγάλο δωμάτιο στο ισόγειο. Στα δεξιά της ήταν το βοηθητικό σπίτι. Ο Μιχάλης Ιγνατιάδης στεκόταν ανέκφραστος στην πόρτα της εισόδου του. Για μια στιγμή τα μάτια τους συναντήθηκαν. Είδε κάτι σαν προειδοποίηση στο βλέμμα του.

"Σε περιμένει", της είπε.

Δεν του απάντησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια προς την είσοδο. Ένα προς ένα. Δεν κοίταξε πίσω της. Ένιωθε τα βήματα του νεαρού άντρα να την ακολουθούν μαγνητισμένα στα δικά της. Πριν το χέρι της απλωθεί στην βαριά σκαλιστή ξύλινη πόρτα, ο Ιγνατιάδης την άνοιξε με το κλειδί του. Παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει. Του έριξε ένα τελευταίο βλέμμα και μπήκε. Η πόρτα έκλεισε πίσω της.

Ο Φωτισμός στο χολ της εισόδου ήταν χαμηλός. Ο χώρος της φαινόταν οικείος από την τελευταία επίσκεψή της εκεί. Η πόρτα στο μεγάλο σαλόνι ήταν διάπλατα ανοιχτή. Στο σπίτι απλώνονταν μια ανατριχιαστική σιωπή. Μπήκε στο σαλόνι και κοντοστάθηκε. Δεν φαινόταν κανείς.

"Καλώς ορίσατε κυρία Μαζαράκη!" H βαθιά χροιά της φωνής του ήχησε πίσω της πολύ κοντά της. Γύρισε απότομα. Ο Διονύσης Ναρσής στεκόταν ακριβώς πίσω της στα δύο μέτρα. Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της.

"Παρακαλώ, περάστε!" Tης είπε δείχνοντας με το χέρι του την κατεύθυνση προς το κέντρο του σαλονιού. Το ύφος του ολοφάνερα μαρτυρούσε τις σκληρές του προθέσεις. Αμίλητη προχώρησε. Στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καναπέ. Ήρθε απέναντί της.

"Δεν θα καθίσετε;" Tης είπε με εμφανή ειρωνεία.

Έκατσε. Με όλες τις αισθήσεις της σε εγρήγορση. Την ακολούθησε απέναντί της. Στο τραπέζι υπήρχε ήδη ένα μπουκάλι ουίσκι με δύο ποτήρια. Το δικό του ήδη ήταν μισογεμάτο. Πήρε το μπουκάλι και γέμισε και το δεύτερο ποτήρι. Το έσπρωξε δίπλα της.

"Το αγαπημένο σας ποτό" Tης είπε, "Tουλάχιστον αυτό είναι αληθινό", την προκάλεσε μια ακόμα φορά.

Η Θάλεια άναψε τσιγάρο, τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

"Ζήτησες να με δεις", του είπε ξερά.

"Ναι" Aπάντησε. "Ζήτησα να σε δω. Βέβαια περίμενα πως θα το έκανες εσύ.."

"Με πρόλαβες κατά ένα κλικ του χρόνου" Tου απάντησε ευθέως.

"Αυτό σημαίνει ότι έχεις κάτι να μου πεις..."

"Περιμένω να ακούσω το λόγο της πρόσκλησης"

Σηκώθηκαν γεμάτοι ένταση στο κέντρο του σαλονιού. Οι κινήσεις τους έδειχναν σαν δύο θηρία που γυρόφερναν το ένα το άλλο πριν την αναμέτρηση.

"Πέρασε τόσος καιρός. Έγιναν τόσα πράγματα", ξεκίνησε να της λέει, "Ο διαγωνισμός..."

"Νομίζω πριν τον διαγωνισμό σου τηλεφώνησα", τον διέκοψε.

"Δεν ένιωσες την ανάγκη μετά τα αποτελέσματά του να μου μιλήσεις, να μου εξηγήσεις", της είπε.

"Δεν ήταν μονάχα ο διαγωνισμός Ναρσή που έγινε αυτές τις μέρες" Αντέτεινε εκείνη.

"Τι θες να πεις"

Γυρόφερε το μεγάλο τραπέζι. Ήπιε λίγο απ το ποτό της. Απότομα τον κοίταξε στα μάτια με θυμό.

"Πήγες να δολοφονήσεις τον Τίμο; Γιατί; Σου είπα τόσες φορές δεν έχει καμιά σχέση με όλα αυτά. Έχεις εμένα εδώ"

"Γιατί με μπλέκεις;"

"Περίμενα να έχεις το θάρρος να το παραδεχτείς αλλά βλέπω κρύβεσαι στις σκιές και στα σκοτάδια"

"Έχεις το θράσος και προκαλείς;" Tης σφύριξε μέσα απ τα δόντια του.

"Δεν προκάλεσα κανένα! Εσύ περπατάς και αφήνεις πτώματα γύρω σου, προφανώς είσαι συνηθισμένος να το κάνεις. Είναι το μόνο πράγμα που ξέρεις καλά. Άκου Διονύση Ναρσή, κάποτε μου είπες ότι δεν είσαι συνηθισμένος να χάνεις. Και σε ρώτησα ευθέως ως που μπορείς να φτάσεις για να το κάνεις..."

Η ένταση μεταξύ τους είχε αρχίσει να ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά.

"Και το λέω και τώρα! Τι είσαι λοιπόν; Ε; Ποια νομίζεις ότι είσαι; Από που έρχεσαι; Τι παιχνίδι μου έπαιξες όλον αυτόν τον καιρό;"

Η Θάλεια ατάραχη του απάντησε:

"Όλα αυτά τα χρόνια νόμιζες ότι κυβερνούσες τον κόσμο. Τους είχες ήδη στα πόδια σου όλους. Πολιτικούς, εκδότες, κυβερνητικούς, τον υπόκοσμο. Ένας περιφερόμενος Καίσαρας βουτηγμένος στην αλαζονεία..."

"Πάψε να μου παριστάνεις τον κριτή" της φώναξε "Μήπως είσαι καλύτερη; Σύρθηκες δίπλα μου, σου γυάλισε το χρήμα και η λάμψη του"

Η Θάλεια γέλασε σαρκαστικά.

"Αυτό κατάλαβες κύριε Ναρσή;" Τον πλησίασε με θράσος και ένταση συνεχίζοντας τα λόγια της:

"Μήπως αυτός που σύρθηκε ήσουνα εσύ; Γιατί κοροϊδεύεις τον εαυτό σου; νόμιζες ότι είχες απέναντί σου ένα πουτανάκι από αυτά που συνήθιζες να στολίζεις το κρεβάτι σου;"

"Που διαφέρεις;" της είπε.

"Ε όχι δα! Είχες μπροστά σου την εικόνα αυτής που περίμενες ότι θα είχες. Μια μαιτρέσα σου να δουλεύει για σένα. Και μόλις είδες ότι έχεις κάτι διαφορετικό έχασες τη γη κάτω απ τα πόδια σου!"

"Πάψε!" της φώναξε μέσα στα μούτρα.

"Έχεις ήδη χάσει παντοδύναμε Ναρσή!"

"Τολμάς;" 

"Κοίτα γύρω σου! Έχασες το διαγωνισμό, η εταιρεία σου κλονίστηκε. Για την κυβέρνηση είσαι έναν βαρίδι. Οι Γερμανοί έχουν το πάνω χέρι. Οι εκδότες που έλεγχες μυρίζονται την αλλαγή σκυτάλης και σου κάνουν νερά. Το μαύρο παρελθόν σου εμφανίστηκε ολοζώντανο μπροστά σου! Δεν ξέρεις τι κάνεις πια. Έχεις χάσει κάθε έλεγχο. Στο διάβα σου αφήνεις πίσω σου πτώματα"

"Σιχαμένη! Ως που θα φτάσεις περιμένω..." Την διέκοψε κρατώντας με δυσκολία την οργή του. Η Θάλεια δεν μάσαγε τα λόγια της.

"Έβγαλες απ τη μέση τον Γεβετζή! Σου δημιουργούσε προβλήματα έτσι δεν είναι;"

"Συνέχισε να δω ως που θα το φτάσεις"

Μετακινήθηκε απέναντί του.

"Σου έκανε τότε τη βρώμικη δουλειά και τον ξεφορτώθηκες κι αυτόν! Και ύστερα ήρθε η έρευνα. Και τότε άρχισε ο κατήφορος Διονύση Ναρσή. Έβαλες στο μάτι τον Τίμο. Έβαλες τους μπράβους σου να τον σκοτώσουν. Ποιο είναι το όριό σου. Που θα σταματήσεις;"

Γύριζαν ο ένας γύρω απ τον άλλο, μέσα στο σαλόνι. Έτοιμοι να καταφέρουν ο ένας στον άλλον το επόμενο χτύπημα.

"Ως εσένα Φίδι! Από που ξεφύτρωσες; Ποιος τάφος σε έβγαλε στο διάβα μου; Ποια φαντάσματα από το παρελθόν; Θαρρείς ότι δεν ξέρω; Ότι δεν θα μάθαινα;"

"Θα μάθαινες τι Ναρσή;"

"Ήρθες κοντά μου. Δεν το 'κανες τυχαία, είχες σχέδιο. Όπως τότε και εκείνη! Να με τυλίξει, να με καταστρέψει με τον βρωμιάρη της!"

Η Θάλεια αγρίεψε, το πρόσωπό της κοκκίνισε, οι φλέβες της πετάχτηκαν στο λαιμό της. Ούρλιαξε.

"Πάψε κτήνος να τους πιάνεις στο στόμα σου!"

"Γιατί; Τέτοια ήταν και αυτή και ο αγαπητικός της και το μπάσταρδο που θεώρησε ότι θα με γκρεμίσει. Την διπλάρωσε τότε ο ξεβράκωτος, μυρίστηκε χρήμα, δύναμη, εξουσία. Και ήρθε. Και εκείνη; Αχάριστο τομάρι! Με τα λεφτά μου! Με τον κόπο των Ναρσήδων μου παρίστανε την ερωτευμένη νύφη. Την είχα προειδοποιήσει να μην το κάνει. Να σταματήσει, αλλά δεν το 'κανε. Μου τον κουβάλησε, κι αυτόν και το βρώμικο σπέρμα του"

"Σκουλήκι!" Του πέταξε στα μούτρα με οργή.

"Ναι!" Ούρλιαξε η Θάλεια, "Ήρθε η ώρα να το ακούσεις κατάματα δολοφόνε!"

"Για να σε δω! Πες λοιπόν ευθέως τι έχεις να μου πεις;" Φρύαξε απέναντί της σε μια ατμόσφαιρα που μύριζε θάνατο ολόγυρα. Θάνατο και αναμνήσεις.

Η Θάλεια πήρε τη σκυτάλη χωρίς σταματημό.

"Προσπάθησες να τους σταματήσεις Διονύση Ναρσή! Δεν άντεχε η κτηνωδία που σέρνεις μέσα σου, η βουλιμία σου, η απληστία σου. Δεν άντεχες η μικρότερη αδελφή σου, η Χαρά Ναρσή να ερωτευθεί κάποιον που κοινωνικά ήταν απέναντί σας!"

"Και να τους άφηνα να σφετεριστούν τα πάντα ε;" Την διέκοψε.

"Φτηνέ! Δεν άντεχες ο Κώστας Λεμπεδιωτάκης να διεκδικήσει επάξια θέση στην καρδιά της. Δεν το σήκωνες. Αυτός, ένας ταπεινός υπάλληλος. Τους κυνήγησες, τους πολέμησες με λύσσα. Και εντάξει εκείνος. Ήταν ένας ξένος. Ένας τρίτος. Αλλά εκείνη; η Χαρά Ναρσή; Η αδελφή σου τέρας! Αίμα δικό σου, πως μπόρεσες κτήνος!"

"Δασκαλεμένη οχιά! Τι ξέρεις εσύ απ όλα αυτά; Και πέρα απ' αυτό που τα έμαθες" ούρλιαξε στο αυτί της. Τον έσπρωξε.

"Που τα έμαθα ε; Θαρρείς ο κόσμος είναι φτιαγμένος στα μέτρα σου για να τον κουμαντάρεις. Νομίζεις ότι μπορούσες να τα θάψεις όλα αυτά επειδή έβγαλες από τη μέση τους πρωταγωνιστές. Τι πήγες και έκανες; Δεν γινόταν να τους αφανίσεις όλους Ναρσή. Υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν και γνωρίζουν τα πάντα. Μπορεί κάποια χρόνια να κράτησες τα στόματά τους κλειστά αλλά σε μένα η αλήθεια πέρασε ατόφια. Και εκτός από αυτούς υπάρχει και η ίδια η μαρτυρία του πατέρα μου..."

"Μαρτυρία απ το τάφο; Από που;" Κάγχασε εκείνος με θράσος.

"Μαρτυρία με τα χέρια του, με τη γραφή του, με το ημερολόγιό του. Αυτό που έμεινε για μένα, για αυτήν εδώ τη μεγάλη στιγμή"

"Και τα παραμύθια που αραδιάζει εκεί"

Η Θάλεια παρέκαμψε την προσβολή και συνέχισε ατάραχη.

"Δεν έχεις καν το θάρρος να ακουστεί η αλήθεια. Δειλέ"

"Σκάσε!" κραύγασε στα μούτρα της. Εκείνη συνέχισε σαν να μην άκουσε.

"Μόλις έμαθες ότι η μικρότερη αδελφή σου είναι έγκυος έχασες τη γη κάτω απ τα πόδια σου έτσι;"

"Η βρώμα!"

"Έλεγες ότι θα τα καταφέρεις να τους χωρίσεις. Αλλά ο κόμπος έσφιγκε Ναρσή. Διεκδικούσαν επάξια το δικαίωμά τους να ζήσουν. Να δημιουργήσουν. Και τότε κατέφυγες σε αυτό που μόνο ξέρεις, στο έγκλημα....!"

"Αν νομίζεις ότι θα άφηνα παρείσακτους κληρονόμους να μπουν στην περιουσία μου..."

"Σου; Ναρσή. Όλα δικά σου έτσι; Όλα! Λες και ήσουν ο μοναδικός!"

"Ναι, εγώ! Δικό μου έργο ήταν αυτό, κατάδικό μου" απάντησε με μάτι θολό.

Τον κοίταξε με ευτέλεια, σαν να ήθελε να τον φτύσει.

"Το μοναδικό δικό σου έργο ήταν να σκοτώσεις την αδελφή σου! Με τα ίδια σου τα χέρια! Όταν μάλιστα ο Λεμπεδιωτάκης δεν ήταν εκεί, γιατί δεν είχες την τόλμη να τον αντιμετωπίσεις!"

"Έπεσε απ τη σκάλα!"

"Φτηνέ και γελοίε... έτσι είπες στην αστυνομία, αλλά σε είδαν!"

Γούρλωσε τα μάτια του.

"Ποιος; "

"Πες μου ότι δεν το ξέρεις; Πόσο λίγος είσαι! Κρύβεσαι ακόμα και τώρα. Από μένα. Η Ηρώ Διαμάντη! Σε είδε, μην κοιτάς που δεν κατέθεσε Ναρσή, ήταν γιατί την τρομοκρατούσες, κι αυτήν και όλη της την οικογένεια!"

"Η κωλόγρια πέθανε, ποιος στα είπε όλα αυτά;"

"Μάντεψε παντοδύναμε! Η κόρη της η Γεωργία Χατζηκώστα! Η Κυρά Ηρώ, πριν πεθάνει μίλησε στον Λεμπεδιωτάκη. Και δεν έφτανε που σκότωσες την αδελφή σου, στόχευες φυσικά και στο παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της. Να εξαλείψεις κάθε μελλοντική απειλή..."

Ο Ναρσής ξέρναγε μίσος απέναντί της. Όμως η Θάλεια είχε ήδη ξεκινήσει χωρίς σταματημό. Δεν υπήρχε πια τρόπος να σταματήσει.

"Εδώ όμως δεν σου ήρθαν όλα βολικά! Το παιδί γλύτωσε τομάρι! Μπορεί η αδελφή σου η Χαρά να έχασε τη μάχη αλλά το παιδί της σώθηκε, την τελευταία στιγμή απ τους γιατρούς! Πάλι καλά που δεν άπλωσες το βρώμικο χέρι σου πάνω και σε αυτό. Περίμενες να χαθεί στη λήθη του χρόνου, πεταμένο κάπου στα αζήτητα των ιδρυμάτων. Χωρίς όνομα, χωρίς ταυτότητα. Ένα ακόμα έκθετο μωρό. Και αμέσως μετά έβαλες στο στόχο σου τον πατέρα του, τον Κώστα Λεμπεδιωτάκη. Αυτός ήταν η άμεση απειλή για σένα. Και δεν άκουσες κανέναν. Μήτε τον ίδιο σου τον αδελφό. Που έμαθε! Που ήξερε τις βρωμιές σου. Απ την αρχή. Πριν γίνει το κακό. Γιατί θυμάσαι ότι τον βρήκε ο Λεμπεδιωτάκης και του είπε τα πάντα ευελπιστώντας στην μεσολάβησή του να σε πείσει. Αλλά εσύ"

"Τόλμησε να εμφανιστεί μπροστά μου αυτός ο ξεβράκωτος εραστής, να σηκώσει το ανάστημά του σε μένα!"

"Στάθηκες τυχερός-άτυχος. Με αφορμή την απεργία σκέπασες τον δεύτερο φόνο σου με πολιτικά κριτήρια. Έβαλες τον Γεβετζή να τον ξεκάνει με τρόπο δόλιο και ύπουλο, γιατί μόνο αυτό ήξερες..."

"Λοιπόν;" Της πέταξε στα μούτρα.

"Τα λέω σωστά;" του φώναξε.

"Τα λέω σωστά σεβαστέ μου Θείε;" Ούρλιαξε μπροστά του.

Το χέρι του σηκώθηκε και έπεσε στο πρόσωπό της με μανία. Ένα χαστούκι που την κλόνισε αλλά δεν τη λύγισε.

"Ήρθε η ώρα των λογαριασμών Ναρσή. Εγώ, ένα φάντασμα βγαλμένο από το πιο σάπιο παρελθόν σου, η κόρη της αδελφής σου της Χαράς, αυτής της υπέροχης γυναίκας που δεν λύγισε στο θράσος σου, που υπεράσπισε την αγάπη της και του Κώστα Λεμπεδιωτάκη, είμαι εδώ! Μπροστά σου! Πρόσωπο με πρόσωπο γουρούνι!"

Ένα δεύτερο χαστούκι την κλόνισε. Παραπάτησε αλλά δεν έπεσε. Σκούπισε το αίμα από τα χείλη της και συνέχισε με μάτια γεμάτα φωτιά.

"Εγώ τα σχεδίασα όλα Διονύση Ναρσή. Χρόνια τώρα. Αμέσως μόλις έμαθα όλη την αλήθεια από τα ίδια τα χέρια του πατέρα μου. Γραμμένα λίγες μέρες πριν τον δολοφονήσεις. Αλλά και από την Γεωργία Χατζηκώστα, την κόρη της γριάς Ηρώς. Με το πάθος της τιμωρίας. Εγώ ήρθα κοντά σου. Εγώ κυρίεψα το κορμί σου, εγώ σε πήδηξα. Με τα υγρά της ηδονής μου σε έκανα δούλο μου, σε ταπείνωσα στα πόδια μου. Εγώ κανόνισα να παίρνεις καιρό ψεύτικα στοιχεία για τους διαγωνισμούς. Εγώ κανόνισα με τους Γερμανούς να σου ρίξουμε το τυράκι στη φάκα του πρώτου διαγωνισμού με τα οδικά έργα στην Μακεδονία. Έτσι κέρδισα την εύνοιά σου και έτσι ντύθηκες στην ψευδαίσθηση της ισχυρής θέσης που νόμιζες ότι είχες. Δικό μου έργο παντοδύναμε ήταν η συντριβή σου στον διαγωνισμό. Και τώρα που ο πανικός, σου κυρίεψε το σάπιο μυαλό έπιασες πάλι την μόνη εργολαβία που ξέρεις καλά. Να σκοτώνεις!"

Την χτύπησε με βία. Έπεσε πάνω στο τραπέζι του σαλονιού παρασύροντας τα ποτήρια και στη συνέχεια στον καναπέ. Το αίμα από τη μύτη της κυλούσε στα χείλη της που έτρεμαν. Κινήθηκε στο μέρος της. Συνέχιζε να του φωνάζει στα μούτρα χωρίς να δειλιάζει στο παραμικρό.

"Ήρθε η ώρα σεβαστέ μου Θείε να πληρώσεις!"

Άφρισε στην κυριολεξία ακούγοντάς την. Η μαχητικότητα και το θράσος της τον τρέλαιναν.

"Αυτή που θα πληρώσεις είσαι εσύ μπάσταρδο γέννημα. Τι νόμισες θαρρείς; Ότι θα σε φοβηθώ ;"

"Και τι θα κάνεις Θείε;" του πέταξε στα μούτρα ειρωνικά σκουπίζοντας τις πληγές της.

"Σκασμός!" Ούρλιαξε τυφλωμένος. Ένα ακόμα δυνατό του χτύπημα την έριξε πιο πέρα.

"Θα σε σκοτώσω ακούς! Και θα πετάξω το κουφάρι σου σε καμιά χωματερή να χάσκει με τα ποντίκια..."

"Δεν θα τολμήσεις Ναρσή! Δεν σε παίρνει! Αυτή τη φορά ο κύκλος θα κλείσει. Και μέσα σ' αυτόν θα πιαστείς εσύ, για πάντα βουτηγμένος στον βρώμικο κόσμο που σου αξίζει".

"Εσύ θα είσαι αυτή που θα συναντήσεις τα κουφάρια των άλλων" Της είπε με σαλεμένο μίσος. Η λογική ήταν ήδη απούσα σε αυτήν την απόλυτη αναμέτρηση.

"Πόσο άρρωστος είσαι! Είναι στιγμές που σκέφτηκα να σε λυπηθώ, να σταματήσω, να τα ξεχάσω όλα αλλά η στάση σου, οι μεθοδεύσεις σου δεν αφήνουν περιθώρια" Του είπε.

Όρμησε πάνω της. Τα χέρια του σφίχτηκαν γύρω απ το λαιμό της σαν τανάλια θανάτου. Κατάφερε να απαλλαγεί από την θανάσιμη λαβή του με μια κλωτσιά ανάμεσα στα πόδια του. Τον είδε να μορφάζει από πόνο αλλά να ετοιμάζεται να εφορμήσει πάλι επάνω της. Οπισθοχωρώντας με μεγάλη δυσκολία έφτασε στην τσάντα της, την άνοιξε. Ψαχούλεψε με αγωνία για το μικρό περίστροφο. Το τράβηξε με το χέρι της. Ο Ναρσής, κοντά της, το είδε. Και σε κλάσματα της στιγμής έπεσε επάνω της αρπάζοντας το χέρι της. Πάλεψε μαζί του με νύχια και με δόντια. Το περίστροφο κύλησε στο πάτωμα. Έγιναν ένα οι δύο τους σε μια άγρια πάλη χωρίς έλεος. Τα νύχια της τον είχαν καταματώσει, οι κραυγές τους έσκουζαν μέσα στη νύχτα. Κάποια στιγμή η γροθιά του χτύπησε στο στομάχι της διπλώνοντάς την στα δύο ενώ μια κλωτσιά την κύλησε στο πάτωμα σε άθλια κατάσταση. Με βαριά και ακανόνιστη ανάσα είδε τη φιγούρα του όρθια μπροστά της. Έπιασε το κεφάλι της με τα χέρια του και το χτύπησε στο πάτωμα. Έχανε τον κόσμο ολόγυρά της. Λίγο σαν ξεθόλωσαν τα μάτια της είδε το χέρι του να τραβάει από τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα πιστόλι. Έμεινε εκεί χωρίς δυνάμεις να βλέπει την κάννη του όπλου να σηκώνεται ίσια στο στήθος της. Και μέσα σε εκείνα τα δραματικά δευτερόλεπτα μια στεντόρεια κραυγή ήχησε στο σαλόνι σαν βροντή μέσα στη νύχτα:

"Σταμάτα !!!"

(Συνεχίζεται....)

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro