Κεφάλαιο 59: Ώρα για αλήθειες
Ι. Ο Τίμος μαθαίνει την αλήθεια
"Δεν είναι εκεί; Σας παρακαλώ δώστε μου ένα τηλέφωνό του! Είναι πολύ επείγον!"
................
"Ναι του σπιτιού!"
Με χέρι που έτρεμε, πήρε το χαρτί που του έδωσε με βιάση η γυναίκα του και σημείωσε. Έκλεισε το τηλέφωνο. Η ανάσα του άρχισε να γίνεται γρήγορη. Η Γεωργία παρακολουθούσε. Ο Δημήτρης κάλεσε τον αριθμό του σπιτιού του Τίμου.
"Τον κύριο Τίμο Αργυριάδη παρακαλώ!"
Η Απάντηση που πήρε από την άλλη άκρη της γραμμής τον ανακούφισε.
"Ακου Τίμο παιδί μου, είμαι ο Δημήτρης Χατζηκώστας, ένας πολύ στενός άνθρωπος της Θάλειας! Άκου με προσεκτικά! Χωρίς καθυστέρηση έλα αμέσως σπίτι μας τώρα. Η Θάλεια κινδυνεύει! Παλιά Κοκκινιά, Πλατεία Αγωνιστών 56, μονοκατοικία"........
Ο Τίμος, έμεινε στην κυριολεξία εμβρόντητος στο άκουσμα των λόγων του Δημήτρη Χατζηκώστα. Για μια στιγμή έμοιαζε να τα είχε χαμένα. Τι είχε συμβεί; Αναρωτιόταν. Το μυαλό του έδειχνε να μην μπορούσε να αντιδράσει. Σαν κάποια σπίθα να άναψε μέσα του τον έκανε να ανοίξει βιαστικά την ατζέντα του. Το χέρι του σχημάτιζε τον αριθμό τηλεφώνου της Αλεξίας Δραγούμη. Προσευχόταν μέσα του να την βρει. Η φωνή της στην άλλη άκρη της γραμμής τον έκανε να ανασάνει.
"Αλεξία δόξα το Θεό!"
Η Γυναίκα ανησύχησε εμφανώς.
"Άκου! Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει αλλά με ειδοποίησαν ότι η Θάλεια κινδυνεύει!"
..................
"Μου τηλεφώνησαν κάποιοι δικοί της, δεν προλαβαίνω να σου πω. Πρέπει να κατέβουμε εκεί. Μου είπαν είναι μεγάλη ανάγκη. Θα μας πουν μόλις φτάσουμε, μπορείς;"
"Το ρωτάς; φυσικά και μπορώ. Ετοιμάζομαι αμέσως!"
"Ευχαριστώ γλυκιά μου"
"Που θα συναντηθούμε;"
"Γράψε! Πλατεία Αγωνιστών 56, Παλιά Κοκκινιά. Μονοκατοικία. Δημήτρης Χατζηκώστας. Δεν έχουμε χρόνο να συναντηθούμε πριν, κατέβα αμέσως εκεί. Εγώ φεύγω"
"Εντάξει! "
"Αλεξία!"
"Σ' Ακούω"
Ο Τίμος μαλάκωσε για μια στιγμή τη φωνή του.
"Σ' ευχαριστώ!"
"Δεν είναι ώρα για τέτοια, κλείσε"
Ο Τίμος άρχισε να ετοιμάζεται με κινήσεις όσο μπορούσε πιο άμεσες. Ενημέρωσε τους ανήσυχους γονείς του. Σε λίγη ώρα το αυτοκίνητό του κατέβαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τον Κηφισό. Στο δρόμο μία λέξη και μια φράση κυρίευε τον νου του και έσφιγγε την καρδιά του:
"Η Θάλεια κινδυνεύει....."
Δεν δυσκολεύτηκε να βρει το σπίτι των Χατζηκώστα. Αλαφιασμένος χτύπησε την πόρτα τους καθώς το ρολόι του έδειχνε γύρω στις οκτώ το βράδυ.
"Καλησπέρα σας, είμαι ο Τίμος!" Ήταν η πρώτη του κουβέντα όταν ο Δημήτρης Χατζηκώστας άνοιξε την πόρτα.
"Πέρασε παιδί μου..."
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχαν πέσει οι όποιες αποστάσεις μεταξύ τους. Ο Χρόνος δεν συγχωρούσε τυπικότητες και καθυστερήσεις.
"Τι συμβαίνει; που είναι η Θάλεια;" τους ρώτησε αμέσως μετά.
"Ήταν εδώ πριν Τίμο", του είπε η Γεωργία.
"Πάει στον Ναρσή!", είπε ο Δημήτρης προκαλώντας κάτι σαν τρόμο στον Τίμο.
"Που; Τι πάει να κάνει εκεί;"
"Της τηλεφώνησε παιδί μου! Ζήτησε να την δει; Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;" Του είπε ο Δημήτρης.
Ο Τίμος δεν πίστευε στα αυτιά του.
"Να την δει; της τηλεφώνησε; Μα.... Δεν..." Μέσα του γινόταν μια πάλη. Έψαχνε τρόπο να καταλάβει πως ο Ναρσής είχε τέτοια σύνδεση με τη Θάλεια. Ο Δημήτρης κοιτάχτηκε με την γυναίκα του. Κατάλαβε ότι ο Τίμος βρισκόταν σε ένα πέλαγος μιας πραγματικότητας που δεν ήξερε.
"Άκου Τίμο. Είναι η ώρα να μάθεις κάποια πράγματα παιδί μου! Κάποια πράγματα για τα οποία πρέπει να δείξεις και την ανάλογη δύναμη και ωριμότητα για να τα αφομοιώσεις αλλά και να τα διαχειριστείς. Και το κακό είναι ότι πρέπει να τα μάθεις τηλεγραφικά και ωμά. Χωρίς καν να έχεις το περιθώριο να σκεφτείς"
"Με τρομάζετε κύριε Δημήτρη... αλλά μια στιγμή να σας πω κάτι.. έχω ειδοποιήσει μια συνάδελφό μου στην εφημερίδα, την Αλεξία Δραγούμη. Είναι ο άνθρωπος που μας στηρίζει στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Η Θάλεια την έχει γνωρίσει. Την ειδοποίησα να έρθει εδώ να συναντηθούμε. Συγγνώμη αν πήρα την πρωτοβουλία...."
"Τι λες παιδί μου! Πολύ καλά έκανες. Μια ουσιαστική βοήθεια μας είναι απόλυτα απαραίτητη αυτή τη στιγμή" τον διαβεβαίωσε η Γεωργία.
"Άκου Τίμο γιατί ο χρόνος κυλάει" ξεκίνησε ο Δημήτρης...
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Άρχισε την αφήγησή του. Άρχισε να ξεδιπλώνει όλη την ιστορία βήμα-βήμα. Χρόνο με το χρόνο. Τηλεγραφικά. Κάθε λόγος, κάθε φράση, κάθε κομμάτι αυτού του μεγάλου κύκλου έκανε τον Τίμο να μην πιστεύει στα αυτιά του. Γύρω του, ζούσε μια αποκάλυψη που αφορούσε την γυναίκα που αγαπούσε αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του αφού πλέον οι καταστάσεις τον είχαν κάνει μέρος της υπόθεσης. Ο Δημήτρης Χατζηκώστας έβλεπε την ταραχή του όσο συνέχιζε. Το ίδιο και η Γεωργία. Και ο Τίμος σαν έμαθε και για αυτούς, την ιστορία και το ρόλο τους, ένιωθε να μην μπορεί να αντέξει όλη αυτήν την πίεση. Έμενε χλωμός και βουβός σχεδόν ανήμπορος να αντιδράσει, να πει κάτι.
"Αυτή Τίμο είναι όλη η αλήθεια σε πολύ γενικές γραμμές αγόρι μου. Αυτή είναι η γυναίκα που σε λατρεύει και την αγαπάς. Και πίστεψέ με αξίζει όχι απλά της αγάπης σου αλλά είναι ένας άνθρωπος που όλα αυτά τα χρόνια σηκώνει ένα βάρος που μπορεί τον καθέναν από μας να τον είχε συντρίψει και να τον είχε διαλύσει..."
Ο Τίμος τους κοίταξε και τους δυο με μάτια υγρά και με ένα τεράστιο σφίξιμο στο λαιμό. Πήγε κάτι να πει αλλά η Γεωργία τον διέκοψε.
"Εδώ είναι ένας φάκελος που σου ανήκει...". Πήρε τον φάκελο από το τραπέζι και του τον έδωσε στα χέρια του. Ο Τίμος κοιτούσε σαν χαμένος.
"Μας τον έδωσε για να στον παραδώσουμε. Είναι γραμμένος με το χέρι της. Είναι αναλυτικά πιστεύω όλα αυτά που σου είπαμε μαζί προφανώς με δικά της λόγια"
Ο Τίμος πήρε τον φάκελο. Σαν να κρατούσε κάτι πολύτιμο και εύθραυστο τον κράτησε στα χέρια του.
"Δεν θα τον ανοίξεις τώρα βέβαια...δεν είναι η στιγμή", του είπε ο Δημήτρης.
"Θεέ μου! Δεν είναι δυνατόν!" Βγήκαν οι πρώτες λέξεις από το στόμα του με δυσκολία, συνεχίζοντας "Ένιωθα από την αρχή ότι κάτι υπήρχε σε όλη αυτήν την ιστορία διαφορετικό και μεγάλο, αλλά μου ήταν αδύνατον να φτάσω εκεί. Ένιωθα ότι η συμπεριφορά της Θάλειας είχε κενά, είχε κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω"
"Λογικό παιδί μου...." τον διέκοψε η Γεωργία.
"Σαν έμαθα κάποια πράγματα για αυτήν ήθελα να της μιλήσω. Δεν ήθελα να το κάνω ωμά και βίαια. Με τον τρόπο μου προσπάθησα να την κάνω να καταλάβει ότι είμαι δίπλα της να μοιραστεί μαζί μου τα πάντα..."
"Θα το έκανε Τίμο, αλλά την πρόλαβαν τα γεγονότα..."
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι.
"Η Αλεξία θα είναι...." πετάχτηκε ο Τίμος.
Όντως με το άνοιγμα της πόρτας από την Γεωργία, η Αλεξία μπήκε στο σαλόνι. Συστήθηκε.
"Συγγνώμη που μπαίνω έτσι στο σπιτικό σας αλλά...."
"Δεν είναι στιγμές για φιλοφρονήσεις κοπέλα μου", της είπε ο Δημήτρης.
Λίγα λεπτά ήταν αρκετά για να αφομοιώσει η Αλεξία τα γεγονότα που έτρεχαν.
"Ακούστε τώρα προσεκτικά" Τους είπε ο Δημήτρης.
"Η έπαυλη του Ναρσή είναι στην Βουλιαγμένη όπως μας είπε η Θάλεια και εύχομαι στο Θεό να μην μας είπε ψέματα. Στην οδό Λητούς, τέρμα στη θάλασσα. Πρέπει να πάτε εκεί. Δεν ξέρω όμως μετά τι και πως. Δηλαδή τι πρέπει να κάνουμε. Ειλικρινά. Ας είστε εκεί και ότι σας πει η εμπειρία σας, η έμπνευση των στιγμών. Τα έχω χαμένα... ας είναι κάποιοι κοντά της αν χρειαστεί...."
"Μακάρι να μην χρειαστεί!" Συμπλήρωσε η Γεωργία.
Η Αλεξία μπήκε στην κουβέντα. Η εμπειρία της ήταν πολύτιμος βοηθός εκείνες τις στιγμές.
"Έχετε δίκιο κύριε Δημήτρη. Δεν πρέπει να μείνει μόνη εκεί έτσι. Θα βρούμε έναν τρόπο να παρέμβουμε, έστω εγώ, άγνωστη, να χτυπήσω κανένα κουδούνι, ότι ...κάτι ψάχνω, θα δούμε..."
Συμφώνησαν όλοι χωρίς δεύτερη κουβέντα.
"Σηκωθείτε! Η ώρα είναι περασμένη. Έχετε δρόμο μπροστά σας. Εμείς θα περιμένουμε εδώ. Μόνο, σας παρακαλώ...." έκανε ο Δημήτρης.
"Τι;" Του είπε ο Τίμος.
"Μην μας αφήνετε στο σκοτάδι έτσι; Ένα τηλέφωνο. Να ξέρουμε!"
"Εντάξει κύριε Δημήτρη! Τον διαβεβαίωσε ο Τίμος, "Μείνετε ήσυχος, μόνο δώστε μου το τηλέφωνό σας".
Τον αγκάλιασαν σαν παιδί τους. Με μια αγκαλιά που έτρεμε από συγκίνηση. Και οι τρεις τους.
"Να την αγαπάς γιε μου!" του είπε η Γεωργία καθώς τον ξεπροβόδιζαν στην εξώπορτα.
"Κορίτσι μου καλή τύχη, να προσέχετε" Ευχήθηκαν και στην Αλεξία.
"Πάμε με το αυτοκίνητο το δικό μου, δεν το ξέρουν", είπε εκείνη.
"Καλά λέει, άστο το δικό σου το παίρνεις μετά" είπε ο Δημήτρης.
Έριξαν μια τελευταία ματιά πίσω τους στο ζευγάρι που κρεμόταν από αυτούς. Μπήκαν στο αυτοκίνητο της Αλεξίας και ξεκίνησαν.
https://youtu.be/VaA-4ePPpVA
ΙΙ. Με κομμένη στην ανάσα στη Βουλιαγμένη
Το Ford Taunus της Αλεξίας γλιστρούσε μέσα στη βροχερή νύχτα με όση ταχύτητα μπορούσε. Η Αλεξία είχε τα μάτια της καρφωμένα στο δρόμο αλλά με την άκρη του ματιού της έβλεπε την ταραχή του Τίμου.
"Πες μου τι έγινε" του είπε "Όσα μπορείς δηλαδή γιατί από το πρόσωπό σου καταλαβαίνω ότι άκουσες πράγματα μεγάλα"
Εκείνος συνέχισε να κοιτά το δρόμο σαν χαμένος.
"Αλεξία, είναι απίστευτο! Νιώθω να θέλω να φωνάξω, να... να... δεν ξέρω... πρώτη φορά το ζω αυτό.... Θεέ μου"
"Τι συμβαίνει! Μίλα μου...."
Ο Τίμος της είπε μέσα σε ελάχιστες λέξεις όσα έμαθε και όσα μπορούσε μέσα στην πίεση των γεγονότων να περιγράψει. Η Αλεξία τον άκουγε συγκλονισμένη και συγκινημένη. Στο τέλος κούνησε το κεφάλι της με ένα αίσθημα απόγνωσης και φόβου.
"Πως άντεξε Θεέ μου αυτό το κορίτσι! Τι κόσμο κουβαλάει μέσα της όλα αυτά τα χρόνια" είπε. "Μέσα σε αυτήν την αλήθεια που μου λες νιώθω να την λάτρεψα έτσι στη στιγμή"
"Τι θα κάνουμε Αλεξία, γιατί πάει εκεί; Γιατί δέχτηκε;" Ακούστηκε με απόγνωση ο Τίμος.
"Δεν είναι ώρα τώρα για τα γιατί, τώρα πρέπει να σκεφτούμε"
"Να καλέσουμε την Αστυνομία;" Την ρώτησε καταλαβαίνοντας ότι η γνώμη του φανέρωνε περισσότερο απελπισία παρά λογική.
"Με τι δικαιολογητικό να πούμε τι;"
Κατάλαβε και ο ίδιος ότι είχε άδικο και δεν το σχολίασε καν.
"Τότε τι;" Τη ρώτησε πάλι κρεμασμένος στα χείλη της και στις επινοήσεις της. Η Αλεξία σκεφτόταν. Εκεί ανάμεσα στην μεγάλη λεωφόρο, στον βρεγμένο δρόμο, στα αναμμένα φώτα που τρεμόπεφταν επάνω τους, το μυαλό της έψαχνε λύση, κάτι, ένα εφεύρημα, όμως ένιωθε ότι ήταν δύσκολο.
"Αν βρίσκαμε το σπίτι και χτυπάγαμε το κουδούνι;" του είπε
"Να κάνουμε τι;"
"Να ρωτάγαμε μια οδό, κάτι...."
"Τι σε κάνει να πιστέψεις ότι δεν είναι και άλλοι εκεί;"
"Δεν ξέρω, δεν ξέρω, ας πάμε, ίσως αν βρίσκαμε το αυτοκίνητο της Θάλειας, το ξέρεις; "
"Ναι το ξέρω, και;"
Η Αλεξία βασάνιζε το μυαλό της. Ένιωθε να βρίσκεται σε αδιέξοδο.
"Πάμε και βλέπουμε Τίμο, θα δούμε, θα το κρίνουμε εκεί. Ίσως δούμε κάτι που μας βοηθήσει"
"Φοβάμαι Αλεξία!" Της είπε με ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία.
"Τι;" Τον ρώτησε περισσότερο για να διαχειριστεί τα συναισθήματά του.
"Θα την σκοτώσει Αλεξία!" Το είπε και ανατρίχιασε.
"Σταμάτα!" Φώναξε η κοπέλα.
"Θα την σκοτώσει. Δεν θα διστάσει. Τι άλλο νόημα έχει αυτή η συνάντηση;"
"Δεν ξέρουμε, δεν είμαστε σίγουροι, Δεν είναι απλό αυτό που λες. Η Θάλεια δεν είναι ο Γεβετζής, να την πετάξει στα αζήτητα. Ο Ναρσής δεν είναι ηλίθιος. Ξέρει ότι θα έχει ενημερώσει κόσμο..."
"Μακάρι να είναι έτσι"
"Η ψυχρή λογική αυτό λέει, προσπάθησε σε παρακαλώ να είσαι ψύχραιμος. Ο πανικός σε αυτές τις περιπτώσεις είναι καταστροφή"
"Θα έχει πάρε τα μέτρα του αυτός..."
"Εννοείται, το περιμένω..."
Έτρεχαν με ταχύτητα. Πέρασαν την διασταύρωση για το Μεγάλο Καβούρι. Έφτασαν στο λαιμό της Βουλιαγμένης. Οι καρδιές τους άρχισαν να ανεβάζουν χτύπους δυνατά και άναρχα από την αγωνία. Ο Τίμος κοίταξε το ρολόι στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Η Ώρα ζύγωνε δέκα το βράδυ. Πήραν την κατεύθυνση που είχαν δει στον οδικό χάρτη. Η θάλασσα φάνηκε απέναντί τους μαύρη στο χρώμα του ουρανού. Στο βάθος αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό. Έξω η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Έστριψαν δεξιά στην οδό Απόλλωνος. Μετά πάλι δεξιά βρήκαν την οδό Λητούς που έψαχναν και πήραν τον ανήφορο. Οι αισθήσεις τους ήταν στο κόκκινο. Μετά από κάμποσα μέτρα έκοψαν ταχύτητα. Ο Δρόμος τελείωνε. Στα δεξιά τους ήταν σπίτια συνεχόμενα. Κάποια στιγμή εκεί δεξιά μέσα στα πεύκα και σε φοίνικες ορθώνονταν μια εντυπωσιακή έπαυλη.
"Εδώ είναι!" Το τελευταίο σπίτι πριν τη θάλασσα, πετάχτηκε ο Τίμος μέσα στην ένταση.
Έψαξαν με προσοχή το μέρος. Η περιοχή ήταν βουτηγμένη στην ερημιά και με λίγο φωτισμό.
"Εδώ Αλεξία, εδώ!" Πετάχτηκε ο Τίμος.
"Τι συμβαίνει;"
"Το αυτοκίνητο της Θάλειας, να το! Εδώ αριστερά"
"Να σταθούμε κάπου κοντά εδώ", απάντησε η Αλεξία.
Λίγα μέτρα πιο πέρα στάθμευσαν στην ίδια πλευρά του δρόμου. Ολόγυρα ησυχία απόλυτη. Μήτε ψυχή στο δρόμο.
"Τι θα κάνουμε;" είπε ο Τίμος.
"Λοιπόν, ας παραστήσουμε το ζευγάρι και ας κάνουμε ένα γύρο προς το σπίτι", του είπε.
Βγήκαν. Η μεγάλη έπαυλη ήταν γύρω στα δεξιά του δρόμου γύρω στα πενήντα με εξήντα μέτρα απόσταση. Πλησίασαν. Στην πλευρά τους είχε φως τόσο στην αυλόπορτα, όσο και στο μεγάλο δωμάτιο στο μπαλκόνι στο ισόγειο της βίλας. Οι καρδιές τους πήγαιναν να σπάσουν από αγωνία. Το βλέμμα τους έπεσε στο μεγάλο φωτισμένο δωμάτιο. Οι κουρτίνες βοηθούσαν το φως να περάσει έξω αλλά μέχρι εκεί. Δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτα στο εσωτερικό.
"Πάμε πιο κοντά", του είπε η Αλεξία. Προχώρησαν. Πλησίαζαν την εξωτερική αυλόπορτα. Τότε είδαν ότι αυτή ήταν μισάνοιχτη. Σαν κάποιος να πέρασε στο εσωτερικό βιαστικά χωρίς να κλείσει την πόρτα πίσω του. Ποιος μπορούσε να ήταν; Κοιτάχτηκαν σιωπηρά. Σταμάτησαν έξω ακριβώς από την είσοδο. Στεκόταν μετέωροι και οι δύο.
"Τι κάνουμε;" ρώτησε ο Τίμος.
Τα βλέμματά τους έμειναν ακίνητα. Σαν να μετρούσαν την κρισιμότητα της στιγμής. Σαν να μην ήξεραν πλέον τι να αποφασίσουν.
Και τότε, τότε ακούστηκαν οι κρότοι! Δυνατοί, κοφτοί! Τρεις συνεχόμενοι πυροβολισμοί! Έσκισαν το πέπλο της σιωπής μέσα στην βροχερή νύχτα. Τρεις πυροβολισμοί σε σύντομο χρονικό διάστημα από το εσωτερικό της έπαυλης. Τα μάτια της Αλεξίας και του Τίμου πάγωσαν.
"Ω Θεέ μου! " Κατάφερε να ψελλίσει έντρομος ο Τίμος. Χωρίς δεύτερη κουβέντα άρπαξε την Αλεξία από το μανίκι και την τράβηξε απότομα.
"Τρέχα! Πάμε!" της είπε σχεδόν κραυγάζοντας σπρώχνοντας την μισάνοιχτη αυλόπορτα.
Η Φωνή της Αλεξίας ακούστηκε δραματική πίσω του.
"Σταμάτα! Που πας έτσι; Κάποιος πυροβολεί!"
Ήταν σαν να μην την άκουσε καν. Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς αναστολή, όρμησε στο εσωτερικό, τον ακολούθησε. Απείχαν λίγα μέτρα από τα σκαλιά για την κεντρική είσοδο.
Η σκιά ενός νεαρού άντρα μπροστά από αυτούς έτρεχε με την ίδια ορμή προς την είσοδο.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον Τίμο και την Αλεξία να ακολουθήσουν τον νεαρό άντρα που ήδη είχε βάλει κάποια κλειδιά στην μεγάλη πόρτα της εισόδου για να μπει. Και ήταν εκείνος ο τρόμος που πλέον φώλιαζε στις καρδιές τους άναρχος και απόλυτος. Ένας τρόμος που γεννήθηκε στον ήχο των τριών πυροβολισμών. Ένας τρόμος για το τι ακριβώς τους περίμενε στο εσωτερικό της έπαυλης.
(Συνεχίζεται...)
Το αίμα έχει παγώσει! Οι ανάσες έχουν πνιγεί. Οι χτύποι της καρδιάς του Τίμου και της Αλεξίας χορεύουν σε ρυθμούς τρόμου. Η Θάλεια, ο Ναρσής, σε μια αναμέτρηση χωρίς επιστροφή. Τρεις πυροβολισμοί μέσα στο σπίτι. Ένας άντρας να γλιστράει, πριν από αυτούς, στο εσωτερικό. Τι τους περιμένει στο εσωτερικό της έπαυλης στην οδό Λητούς.
Το 60ο κεφάλαιο έρχεται ορμητικό να βάλει τέλος στην αγωνία όλων μας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro