Κεφάλαιο 58: Λίγο πριν
Ι. Ένα πρωινό και ένα γράμμα
Το πρωί του Σαββάτου τους βρήκε αγκαλιά. Μια όμορφη τρυφερή ερωτική νύχτα είχε σφραγίσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους.
Σηκώθηκε πρώτη. Εκείνος κοιμόταν ακόμα. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν μικρού παιδιού. Τον είδε και χαμογέλασε. Σηκώθηκε. Πήγε στο μπάνιο. Στάθηκε ολόγυμνη μπροστά τον μεγάλο καθρέφτη. Σε αντίθεση με το ανέμελο ήρεμο πρόσωπο του Τίμου, το δικό της φανέρωσε όλο το τρομερό σφίξιμο που την κυρίευε σε κάθε ικμάδα του. Έμεινε να κοιτά σιωπηρή τον καθρέφτη. Λες και μέσα σ' αυτόν έβλεπε έναν άλλο άνθρωπο, μια άλλη γυναίκα. Άφησε το κρύο νερό να κυλήσει στο μέτωπο και στα μάγουλά της. Οι σταγόνες του νερού έκαναν μικρά ρυάκια που ταξίδευαν στο σώμα της. Λαμπύριζαν στις άκρες σαν μικροί κρύσταλλοι. Εκείνη την ώρα γύρευε τη λύτρωση του νερού. Σαν να επιζητούσε μια κάθαρση στην ψυχή και στο κορμί της.
Καθώς έβγαινε από το μπάνιο τυλιγμένη στο μπουρνούζι η φωνή του Τίμου την επανέφερε.
"Θα φτιάξεις λίγο καφέ;"
Πόσο της άλλαζε τη διάθεση η φωνή του.
"Τι να κάνουμε; Θα φτιάξουμε καφέ κύριε δημοσιογράφε! Τώρα που είσαι ασθενής ...εκμεταλλεύεσαι την κατάσταση, μπορούμε να σου πούμε όχι;"
Σε λίγο ήταν στο τραπέζι της κουζίνας, δυο τους με τους καφέδες ανά χείρας.
"Τι έχεις;" τη ρώτησε.
"Πως σου ήρθε τώρα αυτό;" Του απάντησε προσπαθώντας να κρύψει το πρόσωπό της.
"Δεν με γελάς.. κάτι έχεις.." επέμενε.
Αυτή τη φορά τον κοίταξε στα μάτια.
"Έχω έναν παράξενο και ιδιότροπο ασθενή που όλο βάζει κατά νου πικρόχολα πράγματα. Και δεν ξέρω πια τι θεραπεία να του εφαρμόσω για να απαλλαγεί από αυτές τις ιδεοληψίες" Αποκρίθηκε.
Της χαμογέλασε προσπερνώντας την ανησυχία του, που προσπαθούσε και αυτός με τη σειρά του να κρύψει. Γιατί στα μάτια της Θάλειας έβλεπε εκεί στο βάθος τους ένα μεγάλο σκοτάδι. Σαν να προμήνυε μια καταιγίδα στον ερχομό της. Πέρασαν έτσι κάποιες στιγμές μαζί.
"Είναι ώρα να φύγω" Της είπε "Πρέπει να πάω στην εφημερίδα"
"Έχεις κάτι εκεί;" τον ρώτησε.
"Ναι, πρέπει να δούμε τι θα βγάλουμε από Δευτέρα στην έρευνα"
"Μην βιαστείς", του είπε προσεκτικά.
"Τι εννοείς ;"
"Εννοώ άστο λίγες μέρες"
Την κοίταξε με απορία.
"Αυτό γιατί το λες τώρα; Τι να περιμένω δηλαδή;"
"Άδεια έχεις βρε Τίμο, αυτό ήθελα να σου πω. Και άστο λίγες μέρες, ίσως... υπάρξουν στοιχεία απ' την αστυνομία"
Την κοίταξε ίσια στα μάτια ερευνητικά.
"Δεν μου λες; Συμβαίνει κάτι που δεν ξέρω με την απουσία μου αυτές τις μέρες;"
Τον πήρε αγκαζέ συνοδεύοντάς τον κάτω από την εσωτερική σκάλα.
"Τίποτα δεν συμβαίνει, σταμάτα πια να υποπτεύεσαι τα πάντα, απλά το λέω για να κάνεις προσεκτικά βήματα"
Δεν έδειξε να πείθεται.
"Τι θα κάνεις το βράδυ;" Την ρώτησε.
Το βλέμμα της έγινε βαρύ, για κάποια στιγμή χάθηκε αλλά επανήλθε.
"Ναι.. έχω κάποια δουλειά, κάποια επίσκεψη σε κάποιους δικούς μου"
"Κρίμα και είχα σχέδια..."
Του χαμογέλασε χωρίς να απαντήσει. Τον ξεπροβόδισε στην πόρτα της εξόδου. Λίγο πριν βγει ένιωσε τα χέρια της να τον τυλίγουν σφιχτά με ένα ελαφρύ τρέμουλο. Σφίχτηκε πάνω του δίνοντάς του ένα φιλί δυνατό. Την κοίταξε απορημένος κάνοντας ένα μορφασμό.
"Μην ξεχάσεις αυτά που σου είπα χθες βράδυ" του θύμισε.
"Νάτα τα μυστήρια πάλι" Αποκρίθηκε.
"Φύγε τώρα!" του είπε και τον έσπρωξε στο δρόμο ελαφρά.
Τον έβλεπε που τον διέσχισε μπροστά στο σπίτι της. Έγειρε το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας. Τον είδε που κοντοστάθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Είδε τα μάτια του που έψαξαν τα δικά της. Από την ένταση στο βλέμμα της ένιωσε τα δικά της να πονούν. Κάποιες κινήσεις των χεριών τους σχημάτισαν έναν χαιρετισμό. Σε λίγο χάθηκε στο στενό. Μπήκε μέσα και έκλεισε τη βαριά ξύλινη πόρτα πίσω της. Στηρίχτηκε πάνω της ενώ κάποια δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Πέρασε στο γραφείο της. Έκατσε στην γνώριμη πολυθρόνα. Το χέρι της σήκωσε το τηλέφωνο.
"Κύριε Δημήτρη;"
Η ζεστή και οικεία φωνή του Δημήτρη Χατζηκώστα ακούστηκε στα αυτιά της.
"Θάλεια παιδί μου, τι κάνεις;"
Μίλησαν ελάχιστα αόριστα για τα καθημερινά. Κάποια στιγμή η Θάλεια του είπε:
"Κύριε Δημήτρη, είναι ανάγκη να σας δω!"
"Συνέβη κάτι κορίτσι μου ;"
"Θα σας εξηγήσω, από κοντά"
"Πότε θέλεις;"
"Σήμερα, μπορείτε;
"Φυσικά, εμείς άλλωστε δεν έχουμε κάτι που να μας εμποδίζει, τι ώρα θέλεις;
"Το απόγευμα κατά τις επτά περίπου"
"Εντάξει παιδί μου... είσαι καλά;"
"Ναι κύριε Δημήτρη..."
Έκλεισαν το τηλέφωνο.
Άπλωσε το σώμα της μπροστά στην μεγάλη σκαλιστή πολυθρόνα. Έβγαλε από το συρτάρι ένα μεγάλο μπλοκ. Πήρε από την νικέλινη μολυβοθήκη ένα στυλό. Άφησε τη σκέψη της να αφεθεί. Τα μάτια της έμειναν για λίγο στο μεγάλο ρολόι του τοίχου απέναντι. Ήταν πια τρεις το μεσημέρι. Γύρισε το εξώφυλλο από το μπλοκ και ξεκίνησε να γράφει ήρεμα και αποφασιστικά.
https://youtu.be/UlYHNRAGyDc
"Αγαπημένε μου,
δεν ξέρω πως θα είναι τα πράγματα όταν κρατάς στο χέρι σου αυτό το γράμμα. Θέλω να το διαβάσεις με ήρεμη σκέψη και καθαρά συναισθήματα. Στις γραμμές αυτής της επιστολής σου εξηγώ τα πάντα για να μάθεις την αλήθεια που γυρεύεις. Μια αλήθεια που τον τελευταίο καιρό την ένιωθες να σε τριγυρίζει αλλά σαν ένα σκούρο παραπέτασμα σε εμπόδιζε να την φτάσεις.
Παρακάτω ίσως καταλάβεις τα χθεσινοβραδινά μου λόγια. Και ίσως δείξεις κάποια κατανόηση. Ίσως εξηγήσεις τις πράξεις μου. Μπορεί να μην σου το έδειχνα αλλά πάντα μέσα μου με ενδιέφερε πάρα πολύ τι πιστεύεις για μένα. Ποια εικόνα έχεις για την γυναίκα που αγαπάς. Αν αξίζει για σένα. Αν ταιριάζει στα όνειρά σου.
Δεν ξέρω τι άποψη θα έχεις όταν θα έχεις φτάσει στο τέλος αυτής της επιστολής"
.....................
Έγραφε σιωπηρά. Άνοιξε διάπλατα την καρδιά της και άρχισε να βγάζει από τα σκοτάδια της ένα προς ένα όλα τα γεγονότα στη σειρά. Να εξηγεί, να απαριθμεί, να μετρά, να περιγράφει. Τα πάντα! Να αιτιολογεί τη στάση της, τη συμπεριφορά της. Καταθέτοντας τη δική της εικόνα και σκέψη.
..................
"....Απόψε τελειώνουν όλα! Η τελική αναμέτρηση. Πρόσωπο με πρόσωπο με το κτήνος. Το ξεκαθάρισμα. Θέλω να ξέρεις ότι επιθυμούσα πολύ να κάνω εγώ την κίνηση για την συνάντηση αυτή. Όμως με πρόλαβε! Δεν ξέρω αν έμαθε. Ξέρω όμως τι θα αντιμετωπίσω. Είμαι έτοιμη για αυτό θέλω να το ξέρεις. Το είχα σχεδιάσει χρόνια τώρα στο μυαλό μου. Αμέτρητα βράδια πέρναγα υπολογίζοντας αυτά τα βήματα και χτίζοντας αυτές τις εικόνες. Είναι σειρά μου να πω ότι δεν φοβάμαι. Έχω στην καρδιά μου όλη εκείνη τη δύναμη που είχαν οι άλλοι. Είμαι έτοιμη να σταθώ απέναντί του κατάμουτρα. Θα έλεγε κανείς ότι νιώθω μια άγρια χαρά που ήρθε η στιγμή. Η ώρα να κλείσει αυτός ο μεγάλος κύκλος που χάσκει ανοιχτός εδώ και χρόνια. Θέλω να ξέρεις ότι σ' αγαπώ! Με όλη τη δύναμη της ψυχής μου! Δεν έχω κάτι άλλο στη ζωή εκτός από σένα! Θέλω να με θυμάσαι όπως είμαι στην καρδιά σου. Με την εικόνα που είχες μέχρι τώρα για μένα! Θέλω να με συγχωρήσεις για κάθε μου ασχήμια. Και να θυμάσαι ότι μέσα από τα πιο μαύρα σύννεφα βγαίνει ο πιο γαλάζιος ουρανός.
Θάλεια"
"Ποιος ήταν στο τηλέφωνο Δημήτρη;" ρώτησε η Γεωργία Χατζηκώστα τον άντρα της.
Εκείνος μόλις είχε κατεβάσει το ακουστικό και έδειχνε σοβαρά προβληματισμένος.
"Η Θάλεια!" Tης αποκρίθηκε σκεπτικός.
"Τι συμβαίνει;" Tον ρώτησε.
"Είπε ότι θέλει να μας δει για κάτι σοβαρό"
"Πότε; Έγινε κάτι;" Ρώτησε εκείνη ανήσυχη.
"Απόψε, θα έρθει κατά τις επτά. Δεν ξέρω, δεν μου είπε, θα μας πει από εδώ"
"Τι να έγινε άραγε; Τι συμβαίνει;" έκανε η Γεωργία.
"Υπομονή και προσοχή", σχολίασε ο Δημήτρης.
"Φοβάμαι Δημήτρη!"
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του σαν να συμφωνούσε.
"Και εγώ, αλλά ο φόβος δεν είναι καλός σύμβουλος, ας περιμένουμε"
Οι ώρες κυλούσαν με μαρτυρικό τρόπο προς το απόγευμα.
Ντύθηκε αργά και προσεκτικά. Ήθελε σ' αυτήν την συνάντηση να είναι επιβλητική και σαγηνευτική σαν Γυναίκα. Να προβάλλει την προσωπικότητά της και το στυλ της. Όσο μπορούσε πιο κατηγορηματικά. Ήταν πια έτοιμη. Τακτοποίησε τα προσωπικά της αντικείμενα στην τσάντα της. Έριξε κάποιες τελευταίες ματιές στο μακιγιάζ της και μια ματιά στον καθρέφτη της τουαλέτας. Η εικόνα της την ευχαρίστησε. Κατέβηκε στο σαλόνι. Κινήθηκε στο γραφείο. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Έλειπε μόνο ένα πράγμα ακόμα. Το αναζήτησε στο τελευταίο συρτάρι του μεγάλου γραφείου. Από το βάθος τράβηξε ένα 22άρι περίστροφο. Το μαύρο του χρώμα ξεχώριζε στο χέρι της. Το άνοιξε και κοίταξε τον μύλο. Οι έξι σφαίρες ήταν όλες στη θέση τους. Με μια αποφασιστική κίνηση το έβαλε στην τσάντα της και έκλεισε το συρτάρι.
Για μια μόνο στιγμή το πρόσωπό της γύρισε στα αριστερά στη βιβλιοθήκη. Τα μάτια της αντάμωσαν τον άντρα και την γυναίκα της παλιάς φωτογραφίας. Αν ήταν κάποιος εκεί ίσως να διέκρινε ένα γαλήνιο χαμόγελο στο πρόσωπό της λίγο πριν αποστρέψει το βλέμμα της από εκεί και κινήσει αποφασιστικά τα βήματά της στην έξοδο. Το ρολόι έδειχνε έξι το απόγευμα.
ΙΙ. Στο σπίτι των Χατζηκώστα
Χωρίς να το καταλάβει το αυτοκίνητό της έφτασε στο σπίτι της Γεωργίας και του Δημήτρη Χατζηκώστα. Μια διαδρομή που κύλησε γεμάτη σκέψεις, εικόνες και επιστροφές στο παρελθόν. Θα κόντευε επτά το απόγευμα εκείνης της χειμωνιάτικης μέρας που έφτασε στην πόρτα του σπιτιού των παλιών καλών φίλων της και στην ουσία δικών της ανθρώπων.
"Έλα παιδί μου πέρασε", την υποδέχτηκε η Γεωργία.
Η Θάλεια πέρασε στο εσωτερικό του σπιτιού. Έδειχνε αποφασιστική και σίγουρη. Ο Δημήτρης την υποδέχτηκε με την γνωστή του εγκαρδιότητα, όρθιος στο σαλόνι.
"Πω πω, τι ομορφιές είναι αυτές κορίτσι μου!" Αναφώνησε εντυπωσιασμένος από την παρουσία της αλλά και σε μια εμφανή προσπάθεια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
Η Θάλεια του χαμογέλασε και τον χαιρέτισε εγκάρδια με μια ζεστή αγκαλιά.
"Αχ τυχερό το παλικάρι μας απόψε" πρόσθεσε χαριτολογώντας η Γεωργία.
Εκείνη έκατσε στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού.
"Ο τυχερός απόψε;" έκανε με ένα ύφος λίγο μυστήριο.
"Εμ καλά λέει βρε Θάλεια μου η Γεωργία..."
"Δεν ξέρω αν θα είναι τυχερός ή άτυχος κύριε Δημήτρη! Δεν ξέρω η αποψινή βραδιά τι θα σημαδέψει αλήθεια", απάντησε εκείνη πάντα με ύφος παράξενο. Η ατμόσφαιρα για λίγο βάρυνε. Η Γεωργία με τον Δημήτρη κοιτάχτηκαν, ο Δημήτρης συνέχισε:
"Κάτσε τώρα γιατί δεν σε καταλαβαίνουμε.. βρε Γεωργία, τι θα κεράσουμε το κορίτσι μας;"
Η Κυρία Γεωργία χάθηκε στην κουζίνα του σπιτιού για να ετοιμάσει καφέδες. Στο διάστημα της επιστροφής της η κουβέντα κυλούσε σε άλλα θέματα. Ο Δημήτρης έβλεπε ότι η Θάλεια ήταν έντονα φορτωμένη. Όταν επέστρεψε η γυναίκα του με τους καφέδες ξεκίνησε τις ερωτήσεις:
"Λοιπόν έλα παιδί μου ! Σε ακούμε, είμαστε στη διάθεσή σου, ομολογώ μας έχεις θορυβήσει λίγο"
Η Θάλεια ήπιε λίγο καφέ απ' το φλιτζάνι της. Πήρε μια ανάσα και ξεκίνησε.
"Ήρθα να σας πω ότι απόψε είναι η μεγάλη ώρα"
"Τι ώρα παιδάκι μου;" ρώτησε σφιγμένη η Γεωργία.
"Με περιμένει κυρία Γεωργία!"
"Ποιος σε περιμένει;" έκανε ο Δημήτρης.
"Απόψε θα τελειώσουν όλα!" είπε η Θάλεια.
"Θάλεια μου, σε παρακαλώ θα γίνεις πιο σαφής;" Ρώτησε η Γεωργία.
"Ο Διονύσης Ναρσής! Με περιμένει! Και φυσικά τον περιμένω και εγώ!"
Το αντρόγυνο έμεινε αποσβολωμένο και ανήσυχο, η Θάλεια συνέχισε.
"Η αλήθεια είναι ότι περίμενα νωρίτερα την αποψινή του πρόσκληση. Ακριβώς μετά τα γεγονότα με τον διαγωνισμό για τα αεροδρόμια. Τον περίμενα τότε να αντιδράσει αμέσως. Δεν το έκανε. Έκανε κάτι άλλο. Προσπάθησε να βγάλει απ' τη μέση τον Τίμο. Με πήρε τηλέφωνο. Ζήτησε να συναντηθούμε..."
"Εσένα; Ο Ναρσής; μα...." Έμεινε έκπληκτος ο Δημήτρης.
"Να συναντηθείτε γιατί;" Έκανε η Γεωργία.
Η Θάλεια χαμογέλασε λίγο αινιγματικά.
"Έχετε δίκιο και οι δύο. Είναι κάποια πράγματα που δεν ξέρετε. Δεν σας είχα μιλήσει για αυτά"
Η Θάλεια προσπάθησε, όσο γινόταν πιο σύντομα και περιεκτικά να τους εξηγήσει για την γνωριμία της με τον Ναρσή και τις ιδιότυπες σχέσεις της. Κράτησε τα πιο σκοτεινά και ιδιαίτερα αυτά σημεία αποκλειστικά για τον εαυτό της. Οι δύο άνθρωποί της είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό.
"Κορίτσι μου... τι να πω... ειλικρινά τα έχω χαμένα" σχολίασε ο Δημήτρης.
"Δεν γινόταν αλλιώς κύριε Δημήτρη. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για να πλησιάσω αυτόν τον άνθρωπο. Όσο για το σήμερα έτσι κι αλλιώς εκεί πηγαίνανε τα πράγματα. Στο τέλος των λογαριασμών. Δεν μπορούσα να παίζω άλλο κρυφτό μαζί του"
"Θάλεια τι λογαριάζεις να κάνεις; Που πας παιδί μου στο στόμα του λύκου;" μπήκε στη μέση ο Δημήτρης, "Δεν ξέρουμε πως μπορεί να αντιδράσει; Είναι στριμωγμένος"
"Τον λύκο τον είχα του ...χεριού μου δυο-τρεις φορές κύριε Δημήτρη, τώρα είναι σειρά του να δείξει τα δόντια του και βέβαια σειρά μου να αναμετρηθώ μαζί του"
"Άκουσες για το παιδί του;" μπήκε στη μέση ο Δημήτρης.
"Όχι, ποιο παιδί του"
"Ο Γιος του, χτύπησε άσχημα σε τροχαίο, πριν λίγο στις ειδήσεις είπαν ότι η κατάσταση στα μάτια του είναι άσχημη. Μάλλον πάει για αναπηρία"
Η Θάλεια έσφιξε λίγο το πρόσωπό της.
"Κρίμα! Λυπάμαι ειλικρινά, είναι τόσο γλυκό παλικάρι"
"Λογάριασε κόρη μου ότι θα έχει κι αυτό να τον βαραίνει" είπε η Γεωργία.
Η Θάλεια χαμογέλασε.
"Μακάρι να τον απασχολούσε σοβαρά αυτό. Οι πράξεις του δείχνουν άλλα"
"Είσαι καλά παιδάκι μου; Που μπορεί να βγάλει αυτή η συνάντηση, σκέψου το", ρώτησε η Γεωργία.
"Περισσότερο από κάθε άλλη φορά αγαπημένη μου! Και πιο έτοιμη από ποτέ. Εκείνο που ειλικρινά δεν ξέρω είναι αν ο Ναρσής έμαθε. Θέλω να δω τις προθέσεις του, τι θέλει από μένα"
"Μα να μάθει από που;" Μπήκε στη μέση ο Δημήτρης.
"Δεν ξέρω, τον άκουσα πολύ αινιγματικό στο τηλέφωνο"
"Δεν καταλαβαίνω το λόγο ειλικρινά που πρέπει να τον δεις! Δεν καταλαβαίνω! Να κερδίσεις τι; Να κάνεις τι; Να συζητήσεις μαζί του τι;" της είπε έντονα η Γεωργία.
"Δεν γίνεται αλλιώς κυρία Γεωργία. Αυτή η συνάντηση ήταν μοιραίο κάποτε να γίνει κάτω από αυτές τις συνθήκες. Οι μάσκες θα πέσουν. Όλα στο φως. Η ώρα του μεγάλου λογαριασμού, του ξεκαθαρίσματος. Αυτό ήταν που επεδίωκα καιρό τώρα. Θέλω να αφήσει τους άλλους γύρω μου ήσυχους. Να εστιάσει ότι θέλει σε μένα" τους είπε με μάτια που γυάλιζαν.
Η κουβέντα άναψε. Τα λόγια από μεριάς της Γεωργίας και του Δημήτρη Χατζηκώστα έφτασαν σε δραματικούς τόνους να προσπαθούν να την μεταπείσουν. Η Θάλεια ήταν σίγουρη και απόλυτη.
"Την αγάπη μου την ξέρετε", τους είπε. "Από σας θέλω μερικά πράγματα. Έγραψα στον Τίμο ένα γράμμα. Μέσα σ' αυτό του εξηγώ τα πάντα. Με κάθε λεπτομέρεια. Είναι καιρός να μάθει..."
"Και ποιος ο λόγος να του τα γράψεις και να μην του τα πεις; Αυτό δεν το καταλαβαίνω", διέκοψε ο Δημήτρης.
Η Θάλεια έβγαλε από την τσάντα της έναν λευκό φάκελο.
"Γιατί δεν μου δόθηκε μέχρι τώρα η ευκαιρία. Οι εξελίξεις ήρθαν γρήγορα και δεν ξέρω πως θα είναι τα πράγματα μετά από αυτήν την νύχτα κύριε Δημήτρη. Θέλω να του τον δώσετε αν κάτι δεν πάει καλά..."
"Δεν του δίνω τίποτα!" Είπε με θυμό εκείνος. Η Θάλεια άφησε το φάκελο επάνω στο τραπέζι. Του έριξε μια γλυκιά ματιά και συνέχισε.
"Ο Δικηγόρος μου έχει όλες τις άλλες οδηγίες"
"Θάλεια!" Φώναξε η Γεωργία αρπάζοντάς την από το μανίκι δίπλα της. "Θάλεια λογικέψου! Είναι τρέλα όλο αυτό!"
Εκείνη την κοίταξε ήρεμα.
"Κυρία Γεωργία ο κύκλος πρέπει να κλείσει. Δεν μπορεί να μείνει έτσι. Ακόμα και αν αποφάσιζα να κάνω πίσω, να κρυφτώ, τώρα, όπως εξελίχτηκαν τα γεγονότα δεν γίνεται. Ο Τίμος γλύτωσε απ' του χάρου τα δόντια από τύχη. Αυτός δεν θα σταματήσει. Και εγώ, δεν γίνεται να τον αφήνω πλέον να εκτίθεται για κάτι που δεν είναι δικό του. Καταλαβαίνετε; Ακόμα και να ήθελα δεν γίνεται! Θα ήταν παλιανθρωπιά. Και τώρα μέσα στην υπόθεση μπήκα και εγώ. Έτσι λοιπόν όλα είναι έτοιμα"
"Τουλάχιστον... να ειδοποιούσαμε κάποιον; Να μην πήγαινες μόνη σου, να σε συνοδεύσω εγώ!" Είπε με ένταση ο Δημήτρης.
Η Θάλεια σηκώθηκε:
"Η ώρα περνάει κύριε Δημήτρη. Στις εννέα με περιμένει"
"Τουλάχιστον πες μας που; Τουλάχιστον αυτό!"
"Έχει μια έπαυλη στη Βουλιαγμένη, στην οδό Λητούς, είναι το τελευταίο σπίτι πριν τη θάλασσα"
Σηκώθηκε. Την ακολούθησαν και εκείνοι. Για λίγο μια απίστευτη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Τα μάτια τους ήταν ενωμένα σε ένα βλέμμα, σε μια σκέψη. Την πήραν τρυφερά στην αγκαλιά τους και οι δυο. Και εκείνη αφέθηκε με συγκίνηση και γαλήνη.
"Σας ευχαριστώ για ότι κάνατε για μένα" τους είπε πνιγμένη στην αγκαλιά τους.
"Κόρη μας.... για μας είσαι σαν παιδί μας" της είπε φορτισμένη η Γεωργία.
"Άντε παιδί μου!" Ακούστηκε ο Δημήτρης. "Να είσαι δυνατή αλλά ψύχραιμη. Τώρα το βλέπω. Δεν σταματιέσαι. Το 'χεις στο αίμα σου. Και κάπου μέσα μου σε καμαρώνω. Σε θαυμάζω. Προχώρα καρδιά μου! Μόνο... σε παρακαλούμε.. όχι ακρότητες, περιμένουμε τηλέφωνό σου για να μην σου πω σε περιμένουμε μετά από εδώ..."
"Εντάξει κύριε Δημήτρη" του είπε.
Την συνόδεψαν στην έξοδο. Τα χέρια τους έμειναν ενωμένα ως τη στιγμή που διέσχισε την αυλόπορτα. Εκεί στο σκοτάδι της νύχτας που ερχόταν και στο ημίφως του δρόμου γύρισε και τους κοίταξε μια στιγμή. Ύστερα χάθηκε στο βάθος.
Ο Δημήτρης με την Γεωργία Χατζηκώστα έμοιαζαν σαν αγάλματα στην πόρτα του σπιτιού τους. Για λίγα δευτερόλεπτα έμειναν εκεί ακίνητοι να αναζητούν τη φιγούρα της Θάλειας μέσα στο σκοτάδι.
"Χριστέ μου..." Ψιθύρισε η Γεωργία " Τι θα κάνουμε;"
Ο άντρας της την άρπαξε αποφασιστικά από τον ώμο και την τράβηξε μέσα στο σπίτι.
"Έλα!" της είπε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μπήκαν στο σαλόνι. Τον είδε αναστατωμένο.
"Τι έχεις στο μυαλό σου;" του είπε. Χωρίς καθυστέρηση της απάντησε.
"Θαρρείς θα την αφήσω μόνη στο στόμα αυτού του κτήνους; Μια γυναίκα εικοσιεπτά χρονών στα νύχια του; Δεν θα είσαι καλά!" ακούστηκε κατηγορηματικός.
"Τι θα κάνουμε"
"Αυτό που έπρεπε να είχαμε κάνει καιρό. Να ενημερώσουμε τον Τίμο. Πρέπει να προλάβουμε Γεωργία! Δεν μπορεί να πάει μόνη της εκεί. Ας είναι κάποιος κοντά της έστω και διακριτικά."
"Μα τι θα του πεις του παιδιού;"
"Τα πάντα! Όλη την αλήθεια! Τέλειωσε το παιχνίδι με τις σκιές Γεωργία! Είναι ώρα να λάμψει η αλήθεια, πριν είναι αργά"
Η Γυναίκα του τον κοίταξε άφωνη.
"Τι με κοιτάς, πρέπει να βρούμε το τηλέφωνό του, τώρα!" φώναξε.
"Πάρε στην εφημερίδα, ίσως να είναι εκεί"
Με αγχωμένες κινήσεις πήγε και έφερε ένα φύλλο από τα "Εσπερινά Νέα". Σαν τρελός έψαξε τα στοιχεία της εφημερίδας. Σε λίγο το χέρι του σχημάτιζε τον αριθμό τηλεφώνου της.
"Εσπερινά Νέα παρακαλώ; Είναι άμεση ανάγκη να μιλήσω με τον δημοσιογράφο τον κύριο Τίμο Αργυριάδη...."
(Συνεχίζεται...)
*****************
Ο Χρόνος τρέχει. Οι εξελίξεις κορυφώνονται. Είναι η προσωπική ώρα για τη Θάλεια να αναμετρηθεί τόσο με τον εαυτό της όσο και με αυτόν που, χρόνια τώρα, είχε σαν στόχο της. Δεν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις παρά μονάχα η κορυφαία στιγμή.
Λίγο πριν την κρίσιμη συνάντηση της Θάλειας με τον Ναρσή. Μια συνάντηση που μοιάζει με τη μεγάλη σύγκρουση, με το ξεκαθάρισμα. Θα προλάβουν οι φίλοι της Θάλειας; Ο Τίμος;
Όλα αυτά στο κεφάλαιο 59 που αναμένεται.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro