Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 57: Σκέψεις που γίνονται και συναντήσεις που κλείνονται

Ι.

Ο Ναρσής έμεινε έκπληκτος. Απέναντί του, δίπλα του ο Λεωνίδας Σαρλής άπλωσε το χέρι του. Στην άκρη του κρατούσε το έγγραφο με χέρι που έτρεμε. Εκνευρισμένος εκείνος σχεδόν το άρπαξε. Άρχισε να το ξεφυλλίζει. Στην δεύτερη σελίδα τα μάτια του άρχισαν να παγώνουν και να μεγαλώνουν σταδιακά. Σηκώθηκε όρθιος αργά-αργά. Η ανάσα του άρχισε να δυναμώνει. Έφτασε στα ονόματα των πραγματικών γονιών της Θάλειας Μαζαράκη. Πρώτα το όνομα του πατέρα της. Άρχισε να τρέμει, να ανασαίνει άναρχα. Και ύστερα το όνομα της μητέρας της με το επώνυμό της. Και παράλληλα ως είθισται, το όνομα των δικών της γονιών με όλα τα στοιχεία τους.

"Δεν είναι δυνατόν... πως είναι δυνατόν...." ψέλλισε πισωπατώντας προσπαθώντας να ανοίξει τον κόμπο της γραβάτας του. Άρχισαν να βγαίνουν από μέσα του βόγκοι παράξενοι αλλόκοτοι. Ο Σαρλής τον κοίταζε με δέος.

Ο Ναρσής διάβασε το ιστορικό πως το βρέφος έφτασε στο κέντρο. Άρχισαν παράξενοι άναρθροι βρυχηθμοί να βγαίνουν απ το στόμα του.

"Όχι....! Δεν είναι δυνατόν!, μα πότε...." Κατάφερε να ψελλίσει...ενώ χοντρές στάλες ιδρώτα σάρωσαν το μέτωπό του. Είχε καρφωμένα τα μάτια του στο έγγραφο λες και έβλεπε μπροστά του έναν εφιάλτη. Από μέσα του ανάβλυζε ένα κράμα τρόμου, μίσους και οργής.

"Ώστε αυτό ήταν λοιπόν... και εγώ δεν ήξερα τίποτα, χρόνια στο σκοτάδι...Φίδι!"

Βγήκε από μέσα του η λέξη άξαφνα σαν πιστολιά.

"Φίδι!" φώναξε ξανά δυνατότερα κάνοντας άναρχα βήματα εδώ και εκεί στο σαλόνι με το έγγραφο στα χέρια.

"Μετά από τόσο καιρό! Τρεφόσουνα στο κόρφο μου γλιστερό και μιαρό! Φίδι δηλητηριασμένο!"

Αυτό ήταν πια κραυγή. Οδυρμός. Ντυμένη με μίσος και τρόμο. Παραπάταγε μέσα στο δωμάτιο ουρλιάζοντας σαν μανιακός, άρρωστος, παραμορφωμένος. Με ένα πρόσωπο αποκρουστικό, κατακόκκινο, να στάζει αίμα, χολή και θάνατο. Λες και ήταν πλάσμα ενός άλλου κόσμου χθόνιου και δολερού. Προσπαθούσε να γδάρει λες τα χέρια του, σαν να ήθελε με επιθανάτια αγωνία να απαλλαγεί από κάτι που τον έκαιγε.

Ο Λεωνίδας Σαρλής στεκόταν βουβός εκεί. Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει. Ήξερε άλλωστε ότι ο ρόλος του τελείωνε κάπου εδώ. Μέχρι εκεί τον έπαιρνε να συνεχίσει. Η ιστορία για αυτόν εδώ έκλεινε τον κύκλο της. Όλα τα άλλα αφορούσαν πλέον αποκλειστικά το αφεντικό του και στενό του συνεργάτη. Έριξε μια τελευταία ματιά, έκλεισε τη βαριά πόρτα πίσω του αφήνοντας τον Διονύση Ναρσή να παραληρεί μόνος σαν φάντασμα στο μεγάλο σαλόνι. Με γοργά βήματα βγήκε από την μεγάλη καγκελόπορτα. Τα μάτια του Μιχάλη Ιγνατιάδη τον ακολούθησαν μέχρι που χάθηκε έξω στο δρόμο ενώ τα αυτιά του έπιαναν τις κραυγές και την έκρηξη του Ναρσή από το εσωτερικό. Ένα τηλέφωνο σηκώθηκε στο βοηθητικό σπίτι και ένας αριθμός σχηματίστηκε από το χέρι του.

ΙΙ.

Πρόβαλλε ξαφνικά μπροστά στο γραφείο της. Παρασκευή πρωί στα "Εσπερινά Νέα". Στο γραφείο της Αλεξίας, ο Τίμος, κοντοστάθηκε στην πόρτα χαμογελαστός. Το χέρι του ήταν ακόμα δεμένο καθώς η περίοδος αποθεραπείας μετά την επέμβαση στον ώμο του δεν είχε περάσει εντελώς. Στεκόταν σιωπηρός στην είσοδο του γραφείου και την παρακολουθούσε. Εκείνη κάποια στιγμή, σηκώνοντας το κεφάλι του, τον είδε.

"Βρε βρε καλώς τον! Καλά δεν είπαμε εσύ πρέπει να ξεκουράζεσαι;" Σηκώθηκε και τον καλωσόρισε με μια μεγάλη αγκαλιά.

"Σιγά, σιγά, κάνεις λες και έχεις να με δεις μήνες! Και τελικά δεν κάνω κάτι να κουραστώ"

Τον πήρε και τον έβαλε να κάτσει στην πολυθρόνα του γραφείου της απέναντί της. Εκείνη πήγε πάλι στη θέση της.

"Δεν λέω κάτι τέτοιο, απλά γιατί είσαι εδώ; Είπαμε άδεια να ξεκουραστείς και να ηρεμήσεις. Κυρίως αυτό!"

Την κοίταξε προσεκτικά.

"Αλεξία μου, δεν είναι ώρα για να λείπουμε τώρα. Τα γεγονότα τρέχουν. Αλήθεια έχουμε νεώτερα; Που βρισκόμαστε; Μαθαίνεις τίποτα. Απ την Αστυνομία με έχουν στο σκοτάδι"

Η Αλεξία έξυσε αμήχανα το κεφάλι της.

"Η μόνιμη επωδός. Τίποτα! Η Αστυνομία βρίσκεται για μια ακόμα φορά στο σκοτάδι. Όπως και στην δολοφονία του Γεβετζή έτσι και με σένα δεν υπάρχει κάτι"

Ο Τίμος κούνησε το κεφάλι του.

"Την μήνυση την κατέθεσες; Για να είμαστε κατοχυρωμένοι"

"Ναι με ενημέρωσε σχετικά ο δικηγόρος μας, εδώ ο δικός μας ανέλαβε"

"Καλά έκανες..."

"Τα ίδια και τα ίδια. Έχουμε να κάνουμε με επαγγελματίες που ξέρουν τη δουλειά τους. Αλλά και τυχερούς γιατί κάποιο λάθος δεν έχουν κάνει μέχρι τώρα"

"Δεν θα διαφωνήσω αλλά ποτέ δεν ξέρεις, οι υποθέσεις τρέχουν..."

"Θέλω να σε ευχαριστήσω Αλεξία για το ότι στάθηκες κοντά και στη Θάλεια" Της είπε ζεστά.

"Μην το ξαναπείς κύριε συνάδελφε αυτό! Χωρίς να το θέλω, στο παρασκήνιο είχα συναντηθεί με τη ζωή αυτής της γυναίκας, μην το ξεχνάς. Να που ήρθε η στιγμή να συναντηθούν οι δρόμοι μας και πραγματικά."

"Και σε τι καταστάσεις έτσι;"

Κούνησε το κεφάλι της.

"Ναι, δυστυχώς.... Τι κάνει αλήθεια;"

"Δεν είναι καλά. Την βλέπω σαν θηρίο στο κλουβί. Πολύ ανήσυχη. Αλλά παράλληλα και πολύ θυμωμένη"

"Και τα δύο Τίμο τα βρίσκω λογικά. Σημεία και τέρατα έγιναν. Γλύτωσες από την καλή σου τύχη. Είναι να μην ανησυχεί ; όσον αφορά το θυμό εσύ τι θα έκανες ;"

"Ναι έχεις δίκιο αλλά δεν λέω αυτά. Αυτά τα συναισθήματα είναι απόλυτα φυσιολογικά"

"Αλλά τι εννοείς;"

"Έχει μέσα της μια οργή παράξενη, αλλόκοτη. Είναι στιγμές που βλέπω το βλέμμα της σαν μιλάει για την απόπειρα και τον Ναρσή να γίνεται σκούρο βαθύ. Με τρομάζει αυτό. Και απ την άλλη την βλέπεις σαν το ζώο που το ένστικτό του πιάνει κάτι στον αέρα, κάτι που έρχεται, δεν ξέρω...."

"Έγιναν πολλά πράγματα μέσα σε σύντομο χρόνο Τίμο. Μην το ξεχνάς. Θέλει το χρόνο της να τα αφομοιώσει, να τα διαχειριστεί. Όπως και εσύ. Γιατί και εσύ στην ίδια κατάσταση είσαι"

"Μακάρι! Μακάρι να είναι έτσι Αλεξία..."

Έριξε το βλέμμα του μακριά, έξω από το παράθυρο να πλανάται γεμάτο σκέψεις.

ΙΙΙ.

Παρασκευή μεσημέρι. Η κούραση της βδομάδας αλλά και των γεγονότων βάραιναν πάνω της. Το τηλέφωνο στο γραφείο την διέκοψε από τη δουλειά της.

"Παρακαλώ"

Στο άκουσμα της φωνής στην άλλη άκρη της γραμμής ένιωθε να παγώνει σύγκορμη.

"Εγώ είμαι..."

Άκουσε τη φωνή του βαθιά και σκληρή. Προσπάθησε να ανασυντάξει όλον την τον εαυτό.

"Σε περίμενα νωρίτερα", του αποκρίθηκε.

"Ίσως να είχες λόγους να το κάνεις", της είπε.

"Κάθε δικός μου λόγος νομίζω είχε εξαντληθεί, άρα σειρά σου να παίξεις"

"Μαζεύτηκαν πολλά! Δεν νομίζεις ότι μου χρωστάς κάποιες απαντήσεις;" Την ρώτησε παγερά.

"Νομίζω πως ναι! Μιας και το θέλεις..." Τον αντέκρουσε.

"Θαυμάσια. Το Σάββατο στις 9 το βράδυ θα είσαι στην Βουλιαγμένη στο σπίτι. Την διεύθυνση την ξέρεις"

"Ναι την θυμάμαι"

"Θα σε περιμένω. Μην διανοηθείς να μην έρθεις! Αυτήν την συνάντηση ότι και να κάνεις δεν θα την αποφύγεις! Αύριο, μεθαύριο, κάποια μέρα θα γίνει", της είπε με ύφος απειλητικό.

"Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι κρύβομαι Ναρσή;" Του απάντησε με το ίδιο ύφος, προκλητική και αυθάδης.

"Χαίρομαι λοιπόν. Ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα κυρία ...Μαζαράκη", της πέταξε.

"Όπως ακριβώς το λες! Η ώρα του λογαριασμού Διονύση Ναρσή!"

Ο διάλογός τους έμοιαζε με μια πρώιμη αναμέτρηση. Σαν τους πρώτους κανονιοβολισμούς πριν τη μεγάλη μάχη. Το τηλέφωνο έκλεισε.Ο Διονύσης Ναρσής έμεινε αμίλητος. Στο παγωμένο του πρόσωπο είχε ζωγραφιστεί ένα απαίσιο βλέμμα παραμορφωμένο από ένα απύθμενο μίσος. Ένα βλέμμα που έμοιαζε να ξεφεύγει από τις ανθρώπινες σταθερές και να αγγίζει τον ίδιο τον θάνατο.

"Και τώρα οι δύο μας κυρία Μαζαράκη!" Η φωνή του ξέρναγε δηλητήριο.

"Ήρθε η ώρα να πληρώσεις μαζεμένα τον λογαριασμό, βρώμικο φίδι"

IV.

"Τι κάνεις το βράδυ;", ακούστηκε η φωνή της γλυκιά και τρυφερή.

"Θάλεια!" Το πρόσωπό του φωτίστηκε. "Νιώθω καλύτερα, πονάω βέβαια αλλά εντάξει"

"Για πες μου;" του είπε γλυκά.

"Δεν έχω κάτι, γιατί ρωτάς;" την ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον.

"Να  έρθω να σε πάρω; Να φάμε μαζί σπίτι μου"

"Έχεις ...κακές προθέσεις;" Της είπε χαμογελαστά.

"Και να έχω, δεν μου αφήνει πολλά περιθώρια η κατάστασή σου", απάντησε στην ίδια διάθεση και συνέχισε: "Σκοπεύω να σου κάνω το τραπέζι. Κάτι σαν γιορτή για την υγεία σου, τι λες;"

"Περίμενες δηλαδή τώρα εγώ να το σκεφτώ;"

"Με μία συμφωνία κύριέ μου. Θα έρθω να σε πάρω απ'  το σπίτι σου"

"Είναι κόπος αλλά δεν μπορώ να σου πω και όχι. Όπως είμαι με κάνεις ότι θέλεις", απάντησε.

"Στις οκτώ λοιπόν..."

"Σε περιμένω!"

Έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Τίμος γέμισε με μιας φρέσκια διάθεση. Αρκούσε η φωνή της για να αλλάξουν όλα στη διάθεσή του.

Οι ώρες πέρασαν από πάνω της γεμάτες σκέψεις. Το μεσημέρι αργά, μετά τη δουλειά ξάπλωσε λίγο στον καναπέ. Ήθελε τόσο να ξεκουραστεί αλλά το μυαλό της ήταν σε συναγερμό. Στο νου της έφτανε η φωνή του Ναρσή, σκληρή, αποκρουστική. Είχε πλήρη πλέον συνείδηση ότι ο αδίστακτος αυτός άνθρωπος ζητούσε τον λογαριασμό για την παγίδα που του έστησε με τον διαγωνισμό. Και θα ερχόταν να διεκδικήσει τη ρεβάνς με τον μόνο τρόπο που ήξερε στη ζωή του. Το μίσος.

Από την άλλη ένιωθε και εκείνη μέσα της το δικό της θυμό να έχει θεριέψει ασυγκράτητος. Η δολοφονική απόπειρα κατά του Τίμου, επινόηση του Ναρσή, χωρίς δεύτερη αμφιβολία, είχε εξαντλήσει τα όρια και τις αντοχές της. Και εκείνη ήξερε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν θα σταματούσε μπροστά σε τίποτα.

Όλα λοιπόν οδηγούσαν μοιραία στην κορυφαία ώρα! Στη μεγάλη στιγμή. Στο σημείο όπου οι δύο αντίπαλοι "παίκτες" θα άφηναν κατά μέρος τις μπλόφες και την κάλυψη και θα μιλούσαν πρόσωπο με πρόσωπο με τη γλώσσα της φωτιάς και της αλήθειας.

Έκατσε στο γραφείο της. Εκεί. Στην γνώριμη πολυθρόνα της. Με τις συνηθισμένες κινήσεις που έκανε πριν από κάθε μεγάλη της περισυλλογή. Η παλιά βαρύτιμη μεταλλική κορνίζα με την φωτογραφία του νεαρού άντρα και της όμορφης εκείνης γυναίκας, βγήκε από την βιβλιοθήκη και πήρε την γνωστή της θέση εκεί. Τα μάτια της ταξίδεψαν σε εκείνα του ζευγαριού της φωτογραφίας σαν χάδι. Ύστερα τα χέρια της κινήθηκαν στο συρτάρι του γραφείου. Στα δάχτυλά της κράτησε το πολύτιμο και πανέμορφο μενταγιόν. Το έσφιξε στην αγκαλιά της. Μετά τράβηξε από το συρτάρι το δερματόδετο βιβλίο. Το άνοιξε μπροστά της αργά, το ξεφύλλισε και έφτασε στο τέλος.

Η Φωνή της έσπασε την απόλυτη σιωπή στο σπίτι: "Ήρθε η στιγμή! Η δική μας ώρα!

https://youtu.be/PG_QbsPpYGw

(Μπορείτε, αν θέλετε, να διαβάσετε τη σκηνή που ακολουθεί στον ήχο της υπέροχης μουσικής του θέματος από τον Fernando Velazquez.

Τα κεριά έδιναν στο σαλόνι το δικό τους γλυκό φως. Μέσα στο χώρο με τον χαμηλό φωτισμό, λαμπύριζαν κυματιστά σχηματίζοντας παράξενες σκιές στους τοίχους. Το αντιφέγγισμα έκανε όμορφα λαμπερά κύματα στα κρυστάλλινα ποτήρια στο τραπέζι. Είχαν τελειώσει το φαγητό τους και απολάμβαναν ένα βελούδινο κόκκινο κρασί. Οι δέκα χτύποι του ρολογιού τους βρήκαν αγκαλιά στον μεγάλο καναπέ. Είχε γύρει προσεκτικά στην αγκαλιά της με το ποτήρι του στο χέρι. Τα μάτια της ταξίδευαν σκόρπια στο χώρο αφηρημένα σαν ένα ταξίδι φυγής.

"Τι παράξενο!" Η φωνή της διέκοψε την πρόσκαιρη σιωπή.

"Ποιο;" της είπε σιγανά.

"Οι αποστάσεις που κάποτε κρατούσα απέναντί σου..."

Την κοίταξε με μια μικρή δόση απορίας.

"Και που φρόντιζες να μου τις υπενθυμίζεις σε κάθε μας συνάντηση" Της απάντησε.

"Πως έπεσαν αυτές οι αποστάσεις είδες;" Συνέχισε σαν να μονολογούσε.

"Αν ήξερες πόσο ζήλευα εκείνο το βράδυ στο σπίτι αυτού του κτήνους.." Της είπε.

Έκλεισε τα μάτια της σαν να ενοχλήθηκε. Ο Τίμος συνέχισε:

"Έβλεπα τον τρόπο που σε κοίταζε, αυτό το κτητικό βλέμμα της επιβολής και της ιδιοκτησίας. Όλα είναι δικά μου. Όλα μου ανήκουν. Και εσύ... έτσι μου 'ρθε λοιπόν εκείνο το βράδυ..."

"Να κάνεις τι;" Τον ρώτησε.

"Όταν σε είδα να χαριεντίζεσαι μαζί του θόλωσε το μυαλό μου, να το ξέρεις, τι δουλειά είχες εσύ μ' αυτόν τον άνθρωπο ε;"

Η Θάλεια αναστέναξε.

"Κάποιος λόγος θα υπήρχε για όλο αυτό"

"Λόγος; Ποιος λόγος;" Την ρώτησε με απορία.

"Κοντεύει η ώρα που θα μάθεις. Όχι όμως απόψε. Σήμερα θέλω να σου πω κάτι", του είπε, "Κάτι που θέλω να θυμάσαι πάντα".

Χωρίς να μιλήσει γύρισε και την κοίταξε στα μάτια, εκείνη συνέχισε.

"Ό,τι και να μάθεις για μένα, ό,τι και να ακούσεις θέλω να ξέρεις ότι σ' αγαπώ!"

Σήκωσε το κεφάλι του προβληματισμένος και ελαφρά ανήσυχος.

"Γιατί το λες αυτό; Πότε αμφέβαλλα;" Της είπε.

"Άκου με σε παρακαλώ! Ακόμα και το πιο βρώμικο, το πιο απεχθές για την γυναίκα που αγάπησες να ξέρεις ότι αποτελεί μόνο την επιφάνεια..."

"Θάλεια! Τι λες;"

Έβαλε το χέρι της τρυφερά στο στόμα του.

"Σσσσστ.. μη μιλάς για λίγο... πάντα σ' αγαπούσα. Απ' την αρχή. Είναι όμως στιγμές που... να... δεν ανήκουμε σε μας... που είμαστε κρεμασμένοι σε πράγματα και βιώματα που μας κουβαλάνε σε άλλους δρόμους και μονοπάτια... είναι στιγμές που είμαστε χρεωμένοι σε σκοπούς που δεν μπορούμε να τους αγνοήσουμε... και αυτό το παρελθόν μας σέρνει αλλού... "

Τα μάτια της ήταν υγρά και ένα μικρό κρυστάλλινο δάκρυ κύλησε αργά από το όμορφο μάγουλό της ως τα γραμμένα χείλη της.

"Αγάπη μου, τι σου συμβαίνει;"

Η Θάλεια τον έσφιξε στην αγκαλιά της.

"Ό,τι άσχημο βρεις σε πράξεις μου ή ενέργειες μου, ό,τι σου πουν, να ξέρεις ότι αυτό το σκοτάδι που κουβαλάω δεν έχει αγγίξει μήτε κόκκο από τα αισθήματά μου για σένα. Και τώρα, ναι, τώρα, μπορώ να στο φωνάξω. Σ' Αγαπώ! Είσαι ότι φωτεινό έχω στη ζωή μου εκτός από μνήμες και σκιές..."

Τον κράτησε στην αγκαλιά της, προσεκτικά μην τον πληγώσει, τα χείλη τους ενώθηκαν σαν ερωτικό παραλήρημα.

"Πες μου τι κουβαλάς μέσα στην ψυχή σου; Τι σε βαραίνει; Καιρό περιμένω να μου το πεις. Κρέμομαι από μια σου λέξη, δεν ήθελα ποτέ να σε πιέσω" της είπε μέσα στην αγκαλιά της και συνέχισε.

"Τι είναι αυτό που σε τρώει Θάλεια; Στο ξανάπα, σε είχα ξαναρωτήσει! Αν κάτι νιώθεις να ελευθερώσεις που σε καίει είμαι εδώ κοντά σου. Άνοιξέ μου την καρδιά σου! Τι συμβαίνει;"

"Σύντομα θα μάθεις!" Του είπε με ένα γλυκό μακρινό χαμόγελο, "Σύντομα θα τα μάθεις όλα !"

"Ότι και να μάθω, ότι και να ακούσω.. να ξέρεις... δεν αλλάζει κάτι για μένα"

"Μην είσαι σίγουρος..." Του απάντησε με ένα βλέμμα πικρό "Δεν ξέρεις...."

"Ξέρω! Ξέρω τα αισθήματά μου"

Αφέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

"Απόψε δεν θα σ' αφήσω να φύγεις!" Του είπε φυλακίζοντας το κορμί του στα χέρια της. Δοκίμασε κάτι να της πει.

"Ποτέ ξανά, όχι νύχτα. Αύριο το πρωί ναι;"

Αφέθηκε στα χάδια της, στα φιλιά της, στις τρυφερές κινήσεις της. Σαν να ελάφρυναν τα κορμιά τους, γυμνά, μέσα στην ερωτική φωτιά που γνώριμα θέριευε μια ακόμα φορά σε κάθε εκατοστό του κορμιού τους. Για να αφεθούν σε ένα ταξίδι με οδηγό τις αισθήσεις τους. Εκεί, σε εκείνη την τόσο ξεχωριστή για τη ζωή τους νύχτα. Οι ώρες ζύγωναν στην ανατολή εκείνης της μέρας, του Σαββάτου. Ίσως της πιο μεγάλης ώρας της ζωής τους.,

(Συνεχίζεται...)

Αλήθεια πως είναι μια ψυχή σαν ελαφραίνει από το βάρος που κουβαλά μαρτυρικά για πολλά χρόνια. Πως είναι όταν θέλει να το μοιραστεί με κάποιον που αγαπά και εμπιστεύεται. Πως είναι όταν φοβάται για την αποδοχή της από μια καρδιά που κρέμεται από τους χτύπους της.

Έτρεχαν ήδη οι πρώτες ώρες του Σαββάτου. Στο τέλος του καρτερά η συνάντηση της Θάλειας με τον Διονύση Ναρσή. Η Ώρα της μεγάλης αναμέτρησης. Και οι δύο θέλουν να παίξουν με ανοιχτά πλέον χαρτιά. Πρόσωπο με πρόσωπο. Ο ένας απέναντι στον άλλο. Με ότι κουβαλούν μέσα τους. Η περιφέρεια του κύκλου κοντοζυγώνει στο τελικό της κλείσιμο. Πάμε συντροφιά αγαπητές φίλες και φίλοι να το δούμε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro