Κεφάλαιο 54: Η νύχτα με τις σκιές
Ο Τίμος πήρε το δρόμο της μοναχικής επιστροφής. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Είχε περάσει μία τη νύχτα και ένιωθε σωματικά κουρασμένος. Όλα τα τελευταία γεγονότα, η κινητικότητα στην εφημερίδα, τον είχε απορροφήσει πολύ και σημαντικά. Από την άλλη έφερνε πάλι στο νου του, σαν τελευταίες εντυπώσεις, τις αποψινές συναντήσεις. Τι συμπτώσεις τελικά μπορεί να σου στήσει η ίδια η ζωή! Ποιος περίμενε να βρισκόταν μπροστά τους ο Αντρέας Κουμουρτζίδης. Ο άνθρωπος που ήξερε την αλήθεια για τη Θάλεια. Για την πραγματική γονική της σχέση με τους Μαζαράκηδες.
Και έμεινε εντυπωσιασμένος που ο άνθρωπος αυτός κράτησε μια τέτοια αξιοσέβαστη στάση. Όσα είχε πει τότε, ότι δεν ήθελε να επεκταθεί παραπάνω σε ένα μεγάλο προσωπικό μυστικό, τα τήρησε στο απόλυτο. Η ανακούφιση που ένιωσε ο Τίμος ήταν απερίγραπτη. Τον έβγαλε από μια πολύ δύσκολη στιγμή. "Υπέροχος άνθρωπος", σκέφτηκε.
Από την άλλη είδε και την Θάλεια να νιώθει άβολα, αμήχανα. Σαν να ξαφνιάστηκε έντονα με την συνάντηση αυτή. Σκέφτηκε ότι θα ήταν αδύνατον να μην εκπλαγεί βλέποντας μπροστά της έναν δικό της άνθρωπο από τόσο παλιά. Αλλά απ' την άλλη αυτή η αίσθηση ότι "κάτι" την φόβισε; Μήπως ήταν ιδέα του; Τελευταία στο μυαλό του έπλαθε μόνος του σενάρια, τα υπηρετούσε και τα επεξεργαζόταν. Μήπως η σκέψη του ότι, η Θάλεια φοβήθηκε μια άκομψη έμμεση αποκάλυψη πραγμάτων της ζωής της, ήταν υπερβολική;
Βαριαναστέναξε με τον εαυτό του. Μια ακόμα φορά θεώρησε ότι ήταν υπερβολικός. Ναι, δεν το έκρυβε, ήθελε να μάθει όλες εκείνες τις λεπτομέρειες για την άγνωστη ζωή της γυναίκας που αγαπούσε. Η αχαλίνωτη περιέργεια του έρωτα. Αυτή που μας κατακυριεύει για ένα πρόσωπο που λατρεύουμε στη ζωή μας.
Μ' αυτές τις σκέψεις δεν είχε καταλάβει πως είχε φτάσει στη Λεωφόρο Πεντέλης και κόντευε στο τέρμα της. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι λόγω του προχωρημένου της ώρας. Λίγα μέτρα μπροστά του είδε το κόκκινο φως από τους σηματοδότες στο σημείο που η λεωφόρος τελειώνει στην μικρή πλατεία στο Χαλάνδρι. Άρχισε σταδιακά να κόβει ταχύτητα καθώς πλησίαζε στο φανάρι. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε άλλο αυτοκίνητο μπροστά του. Είχε κόψει πια αρκετή ταχύτητα ενώ το αυτοκίνητο ρολλάριζε. Στον καθρέφτη του είδε πίσω του αριστερά το έντονο φως μιας μεγάλης μοτοσυκλέτας που προσέγγιζε με αρκετή ταχύτητα στο πλάι του. Στο πέρασμα των δευτερολέπτων άρχισε πλέον να ανησυχεί για την τύχη της μοτοσυκλέτας που φαινόταν να έχει εμφανή διάθεση να παραβιάσει το κόκκινο φανάρι, κάτι που τον ώθησε να γυρίσει να προσπαθήσει να δει τον οδηγό. Στα κλάσματα εκείνα των στιγμών είδε την μοτοσυκλέτα να φρενάρει απότομα καθώς τον προσέγγιζε δίπλα του. Οι δύο αναβάτες φορούσαν κράνη με χοντρά μπουφάν. Και τότε, ναι τότε, είδε το χέρι του δεύτερου αναβάτη να βγάζει από την μέσα τσέπη του μπουφάν του κάτι μαύρο που γυάλιζε στα φώτα.
Ο Τίμος ένιωθε την ανάσα του να πολλαπλασιάζεται άναρχα τη στιγμή που η μαύρη μεταλλική κάνη του πιστολιού ήρθε κάθετα στο παράθυρό του. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή τα αντανακλαστικά του τον ώθησαν να στρίψει το τιμόνι του αυτοκινήτου του δεξιά και να πατήσει το γκάζι στο πάτωμα. Το Ρενό επιτάχυνε με μιας κινούμενο άναρχα μέσα στην πλατεία δεξιά. Τρεις απανωτοί πυροβολισμοί αντήχησαν στην ηρεμία της νύχτας εκκωφαντικοί κρότοι. Ο Τίμος ένιωθε μπροστά του τα τζάμια του παρμπρίζ να θρυμματίζονται και ένας διαπεραστικός πόνος πίσω αριστερά στην ωμοπλάτη του θόλωσε κάθε του βλέμμα. Το Ρενό πλαγιοδρόμησε και έπεσε πάνω στο ερχόμενο από δεξιά αυτοκίνητο. Ο Τίμος ένιωθε να μην μπορεί να ανασάνει. Ένα απέραντο σκοτάδι άρχισε να απλώνεται στα μάτια του και ένας βαθύς πόνος παντού. Ένα σκοτάδι που το ένιωθε να τον βυθίζει στο κενό χωρίς αισθήσεις.
Το τηλέφωνο στο σπίτι της Αλεξίας Δραγούμη ήχησε σαν συναγερμός μέσα στην απόλυτη σιωπή της νύχτας. Πετάχτηκε τρομαγμένη. Τα μάτια της έπεσαν στο ρολόι δίπλα της. Ήταν τρείς παρά δέκα τα ξημερώματα.
"Ναι....."
Η Αλεξία ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται και την ανάσα της να κόβεται.
"Πότε που;"
.............
"Που τον έχουν;"
...........
"Στο ΚΑΤ; Ευχαριστώ Νάσο, μένω υπόχρεη"
Έκλεισε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Νάσος Λυγερόπουλος, ο Ανθυπαστυνόμος στην Άμεση Δράση και στενός φίλος της, όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και προσωπικά. Αυτός στάθηκε ο άγγελος του σοκαριστικού νέου. Η Αλεξία σηκώθηκε στην άκρη του κρεβατιού της για να πάρει μια ανάσα. Έπιασε το κεφάλι της με τα χέρια της.
"Το έκαναν λοιπόν τα καθάρματα!"
Σηκώθηκε αμέσως να ντυθεί. Έπρεπε να φύγει το συντομότερο.
Η Κυριακή ήταν μουντή. Είχε πια μπει ο Φλεβάρης και μαζί του ο Χειμώνας για τα καλά. Η βαριά συννεφιά που σκέπαζε τον ουρανό υποσχόταν μια δυνατή βροχή στις επόμενες ώρες της μέρας. Η Θάλεια συνήθιζε τις Κυριακές της να χουζουρεύει στο κρεβάτι της. Ήταν η δική της μέρα. Χωρίς πρόγραμμα και υποχρεώσεις, αφιερωμένη στον εαυτό της. Είχε αφεθεί από χθες βράδυ σε έναν ύπνο βαθύ. Η βραδιά με τον Τίμο και τους άλλους φίλους στην ταβέρνα, η κουβέντα αλλά και η αγωνία που την συνόδεψε κάποιες στιγμές, της άφησε μια ζαλάδα έντονη.
Το πρωινό τηλέφωνο δεν ήταν από αυτό που περίμενε μήτε ως προς τη μέρα μήτε ως προς την ώρα. Ακούστηκε μέσα στον ύπνο της σαν απόμακρη καμπάνα. Μέχρι να καταλάβει τι ακριβώς ήταν πρέπει να χτύπησε αρκετές φορές. Το σήκωσε:
"Ναι..." έκανε με σβησμένη βραχνιασμένη φωνή. Στην άλλη άκρη της γραμμής απάντησε μια γυναικεία φωνή.
"Η Κυρία Θάλεια Μαζαράκη;",
Η Θάλεια παραξενεύτηκε σε αυτήν την ερώτηση.
"Η ίδια, ποια είστε;"
"Είμαι η Αλεξία Δραγούμη από τα Εσπερινά Νέα"
Η Θάλεια άρχισε σιγά-σιγά να συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν της άρεσε, άργησε να απαντήσει.
"Η Συνάδελφος του Τίμου", πρόσθεσε επεξηγηματικά η γυναίκα στη γραμμή.
"Ναι... συμβαίνει κάτι;", ρώτησε η Θάλεια με την αγωνία να αρχίζει να φουντώνει μέσα της. Ακολούθησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.
"Άκου Θάλεια... συγγνώμη... θεώρησα ότι έπρεπε να σε ενημερώσω"
"Πείτε μου...", η Θάλεια κρεμάστηκε στο ακουστικό σαν να ήταν το μόνο πράγμα που την κρατούσε πριν βυθιστεί σε μια άβυσσο.
"Πρέπει να έρθεις το συντομότερο στο ΚΑΤ, είναι ανάγκη..."
Για την νεαρή γυναίκα, γκρεμίστηκε με μιας κάθε αναστολή ελπίδας στην είδηση, απάντησε έντρομη.
"Ο Τίμος...! Πείτε μου, ο Τίμος, τι συνέβη;" Το τελευταίο ακούστηκε ξεψυχισμένο. Όπως έτσι ακούστηκε και η απάντηση της Αλεξίας από την άλλη άκρη της γραμμής.
"Έρχομαι αμέσως..." ψέλλισε η Θάλεια.
Έκλεισε το Τηλέφωνο σαν ρομπότ. Το βλέμμα της απλώθηκε γεμάτο απόγνωση αόριστα στο χώρο.
"Ω Θεέ μου..."
Στο Νοσοκομείο
Όταν η Θάλεια έφτασε στο ΚΑΤ, μπαίνοντας στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου, στα επείγοντα περιστατικά, είδε μεγάλη αναστάτωση. Πολλοί δημοσιογράφοι εφημερίδων , φωτορεπόρτερ και συνεργείο της τηλεόρασης είχαν σχηματίσει μικρές ομάδες συζήτησης.
Σε κατάσταση σοκ εντελώς μηχανικά έτρεξε προς τα εξωτερικά ιατρεία. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τον εαυτό της σε τέτοιο βαθμό εκτός ελέγχου.
"Σας παρακαλώ, να σας ρωτήσω...", φώναξε σε μια νοσοκόμα σε κάποιο γραφείο των νοσηλευτών.
"Τι θέλετε Κυρία μου;"
"Τίμος Αργυριάδης..." είπε ξεψυχισμένα. Σας έφεραν σήμερα κάποιο περιστατικό με αυτό το όνομα ; Οι νοσοκόμες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
"Τι άλλα στοιχεία έχετε για αυτόν;"
"Είναι στα Εσπερινά Νέα", είπε κρεμασμένη στα χείλη τους.
"Λέτε για τον νεαρό δημοσιογράφο..." Πετάχτηκε μια δεύτερη νοσοκόμα. Πριν απαντήσει ένιωσε στον ώμο της ένα χέρι. Γυρίζοντας είδε μια καλοστεκούμενη όμορφη γυναίκα εμφανώς ταλαιπωρημένη.
"Είσαι η Θάλεια Μαζαράκη;", της είπε ήρεμα.
"Ναι..." αποκρίθηκε.
"Είμαι η Αλεξία Δραγούμη, η συνάδελφος του Τίμου, άκουσα που ζήτησες τον Τίμο και κατάλαβα" της είπε κάνοντας νεύμα στις νοσοκόμες ότι όλα τακτοποιήθηκαν.
"Αλεξία...! για όνομα του Θεού, πες μου !"
Η νεαρή γυναίκα την πήρε ευγενικά από τον ώμο και την τράβηξε προς τα έξω σε ένα σαλονάκι.
"Έλα, πρέπει να μιλήσουμε..."
"Ο Τίμος, πως είναι ο Τίμος, για όνομα του Θεού..."
"Σε ελεγχόμενη κατάσταση μην ανησυχείς", της είπε και η Θάλεια κατέρρευσε στην αγκαλιά της. Έκατσαν με την Αλεξία δίπλα σε ένα μικρό χώρο.
"Θεέ μου σε ευχαριστώ!" Έκανε η Θάλεια ξεψυχισμένα βγάζοντας όλη της την ανακούφιση, "Τι συνέβη; ήμασταν μαζί χθες βράδυ, με άφησε στο σπίτι μου"
"Προφανώς σας παρακολουθούσαν, τον πυροβόλησαν στο Χαλάνδρι σε ένα φανάρι, μια μοτοσυκλέτα με δύο άτομα"
Η Θάλεια άνοιξε έντρομη τα μάτια της γεμάτα απόγνωση.
"Τι είπες; πως; δεν το πιστεύω"
"Έμαθα τα πρώτα στοιχεία από την αστυνομία, έχει μεγάλο αντίχτυπο αυτό που έγινε Θάλεια και αυτό είναι καλό. Ήταν πολύ τυχερός ο Τίμος..."
"Δηλαδή"
"Έχουμε την κατάθεση των επιβατών του αυτοκινήτου στο οποίο έπεσε ο Τίμος"
"Τι εννοείς έπεσε;"
"Όπως κατέθεσαν, ήταν σταματημένοι στο άλλο φανάρι. Στο αυτοκίνητο του Τίμου απέναντι πλεύρισε μια μοτοσυκλέτα με δύο άτομα, ο Τίμος ευτυχώς τους είδε, έκανε ένα ελιγμό δεξιά πέφτοντας πάνω στο άλλο αυτοκίνητο. Τον πυροβόλησαν τρεις φορές. Μία σφαίρα τον βρήκε στον ώμο αριστερά, λίγα εκατοστά απ' την καρδιά...."
"Θεέ μου..." έκανε η Θάλεια.
"Ναι, ευτυχώς δεν έσπασε καν κόκκαλο. Οι γιατροί μου είπαν ότι το τραύμα ήταν διαμπερές"
"Που είναι τώρα;"
"Ήταν χειρουργείο, τώρα ίσως να τελείωσαν"
Η Θάλεια έδειξε να συνέρχεται κάπως.
"Από τι ώρα είσαι εδώ Αλεξία; πως το έμαθες;"
"Με ειδοποίησαν από την Αστυνομία, ένας φίλος, ύστερα ειδοποίησα την εφημερίδα, τη μητέρα του και έτρεξα εδώ"
"Το κτήνος! Το έκανε λοιπόν! Δεν δίστασε, έφτασε ως εκεί!" Βγήκε η φωνή απ' την ψυχή της Θάλειας γεμάτη μίσος και οργή. Η Αλεξία την κοίταξε έντονα.
"Ο Ναρσής; αυτός είναι;"
"Μας παρακολουθούν μέρες τώρα. Το ξέρεις, πρέπει να στο έχει πει, σου έδωσε και τις πινακίδες κάποιου αυτοκινήτου"
"Ναι αλλά δεν συνδέεται άμεσα με τον Ναρσή"
"Σιγά μην το άφηνε, αυτός είναι πίσω από όλα"
"Άρα έριξε κάθε πρόσχημα πίσω του, καταλαβαίνεις ότι είναι σε πανικό;"
"Ναι αλλά και πιο επικίνδυνος από ποτέ. Και το έδειξε απόψε. Θεέ μου έπρεπε να τον κρατούσα σπίτι, δεν έπρεπε να τον αφήσω..." Είπε με ένοχη διάθεση.
Η Αλεξία την αγκάλιασε στοργικά.
"Ήταν αποφασισμένος να το κάνει Θάλεια. Θα εύρισκε μια ευκαιρία. Κάποια στιγμή θα γινόταν. Να λες ότι ολοκληρώθηκε έτσι με αυτό το αποτέλεσμα..."
"Τι θέλεις να πεις...."
"Αλλάζουν τώρα τα πράγματα γλυκιά μου. Αύριο θα γίνει σάλος στον Τύπο. Θα σηκωθεί τέτοιος θόρυβος που δεν ξέρω πως θα τον διαχειριστεί.."
Η Θάλεια σηκώθηκε, το βλέμμα της άστραψε.
"Είναι ώρα να μιλήσω και εγώ!"
"Ει! Ήρεμα!", της είπε η Αλεξία βλέποντας την νεαρή κοπέλα να βράζει.
"Είναι σειρά μου να κάνω και εγώ την επόμενη κίνησή μου Αλεξία"
Η "Αγκάθα" τρόμαξε με αυτό που έβγαζε η Θάλεια. Προσπάθησε να πάει την κουβέντα αλλού.
"Άκου φιλενάδα μου, επιτρέπεις να σε λέω έτσι τώρα πια;"
Η Θάλεια της έσφιξε το χέρι ζεστά.
"Ωραία, τώρα σε χρειάζεται ο Τίμος. Αυτή είναι η προτεραιότητά μας. Μέχρι εκεί. Εντάξει; Πάμε να δούμε τους γιατρούς; μήπως και μπορέσουμε να τον δούμε"
"Πάμε.." Απάντησε η Θάλεια.
Οι δύο γυναίκες κινήθηκαν προς τα γραφεία των γιατρών. Με την άκρη του ματιού της η Αλεξία έβλεπε τα μάτια της Θάλειας να γυαλίζουν και το ένιωθε χέρι της να τρέμει στο δικό της.
Λίγες ώρες πριν. Ξημερώματα Κυριακής...
Ο Ναρσής στεκόταν σε αναμμένα κάρβουνα όλες αυτές τις ώρες. Σαν θηρίο στο κλουβί του πηγαινοέρχονταν μέσα στην θαλαμηγό, την "Aurelia". Τα μάτια του συνέχεια κοίταζαν το ρολόι στο σαλόνι. Θα ήταν περασμένες δύο μετά τα μεσάνυχτα όταν η σιωπή της νύχτας άρχιζε να ταράζεται από τον ήχο αυτοκινήτου που έφτανε κοντά. Κινήθηκε με αγωνία στην είσοδο του σαλονιού. Σε λίγο η φιγούρα του Ανδρέα Αμπάτζογλου μπήκε στο σαλόνι. Φαινόταν βλοσυρός και σκεπτικός. Ο Ναρσής έκλεισε την πόρτα της εισόδου με τα στόρια και ήρθε απέναντί του.
"Λοιπόν; Τι έγινε;"
Ο Αμπάτζογλου ήταν με το κεφάλι σκυμμένο, αμίλητος, σφιγμένος. Ο Ναρσής κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
"Μίλα διάολε, τι έγινε; Τι δεν πήγε καλά; γιατί το βλέπω στα μούτρα σου, λέγε πανάθεμά σε!"
"Η Δουλειά έγινε μισή. Το χτύπημα έγινε αλλά..."
Τον πλησίασε με άγριες διαθέσεις.
"Τι αλλά μωρέ;"
Ο Αμπάτοζλου του περιέγραψε τι ακριβώς είχε συμβεί αναλυτικά.
"Και γιατί δεν συνέχισαν να τελειώσουν; γιατί έφυγαν;"
"Αν μέναμε θα είχαμε εμπλοκή με μάρτυρες από πολύ κοντά, νομίζω ήταν καλύτερα έτσι"
"Μάθατε τι έγινε; το αποτέλεσμα θέλω να πω"
"Δεν ξέρω ακόμα, οι άνθρωποί μας ψάχνουν, μέχρι το πρωί θα έχουμε νέα"
"Είχαμε τίποτα δυσάρεστο; τουλάχιστον είναι όλα καλά εκεί"
"Ναι, δεν είχαμε πρόβλημα σ' αυτό"
Ο Ναρσής ξεφύσηξε με οργή. Άρχισε να βηματίζει νευρικά στο σαλόνι του σκάφους.
"Το κωλόπαιδο τη γλύτωσε... αλλά και έτσι αν έχει μείνει το πράγμα, το μάθημά του το πήρε", είπε με εκείνη την αποκρουστική όψη στο πρόσωπό του. Γύρισε στον συνεργάτη του.
"Αν δεν έχεις τίποτα άλλο να μου πεις, φύγε! Ξαμολυθείτε να μάθετε τι γίνεται. Που είναι, τι λένε, και να δούμε αύριο τις αντιδράσεις, φύγε!"
"Θα σας ενημερώσω αν έχω νέα"
"Άκου, εγώ θα φύγω. Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ. Πρέπει να γυρίσω σπίτι μου. Ότι είναι θα τα πούμε αύριο στο εργοστάσιο. Αν είναι ανάγκη πάρε με στο σπίτι"
Ο άλλος έφυγε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Ναρσής έμεινε μόνος να συμμαζέψει τις σκέψεις του. Και ήταν πολλές. Ήξερε καλά ότι αύριο το όνομά του θα ήταν στη δίνη επιθέσεων και πιθανά πολεμικής. Όμως ένιωθε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έπρεπε να κάνει έναν αντιπερισπασμό να αλλάξει τα πρωτοσέλιδα. Να κερδίσει χρόνο. Να φτιάξει μια καινούργια ατζέντα μπας και μπορέσει να διαχειριστεί τις πιέσεις που τον έσφιγγαν από παντού.
(Συνεχίζεται...)
Το αναμενόμενο χτύπημα έγινε πράξη. Ο Τίμος δέχτηκε τη σχεδιασμένη επίθεση του μεγαλοεργολάβου. Η τύχη και η συγκυρία φρόντισαν να σώσει τη ζωή του. Ο Ναρσής έδωσε το μήνυμά του αλλά από την άλλη άνοιξε και τον ασκό του Αιόλου στο δημόσιο βήμα. Ο Τίμος ήταν αναγνωρίσιμος δημοσιογράφος και το χτύπημα, σε συνδυασμό με την έρευνά του, σηκώνει μεγάλα προβλήματα για τον δολερό επιχειρηματία.
Οι εξελίξεις τρέχουν από εδώ και πέρα. Μένετε εδώ! Κρίσεις, παρατηρήσεις, σχόλια. Σας ευχαριστώ πολύ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro