Κεφάλαιο 53: Ο Ναρσής αναζητά και σχεδιάζει
Ι.
"Έχω κάποια νέα που ίσως σε ενδιαφέρουν", είπε ο Λεωνίδας Σαρλής. Πριν λίγο είχε κάτσει στην πολυθρόνα του γραφείου του Διονύση Ναρσή. Εκείνος απέναντί του έδειξε να επανέρχεται στην πραγματικότητα.
"Για ποιο πράγμα;" Τον ρώτησε.
"Για την εν λόγω νεαρά που σε ενδιαφέρει", του απάντησε κυνικά.
Σήκωσε το κορμί του στην πολυθρόνα του.
"Σ΄ακούω"
"Σου είχα πει ότι θα κάνω τον κόσμο άνω κάτω να μάθω πράγματα για αυτήν"
"Λοιπόν..."
"Ξεσκονίζω τα πάντα Διονύση"
"Περιμένω να ακούσω"
"Ξεκίνησα να μαθαίνω ότι μπορώ. Το πρώτο πράγμα που ήθελα να μάθω ήταν για την ίδια, την οικογένειά της, τη ζωή της, τα επαγγελματικά της"
Ο Ναρσής τον κοίταξε στα μάτια με προσμονή.
"Η μικρή ήταν υιοθετημένη"
"Άκου Λεωνίδα", του είπε δυσαρεστημένος ο Ναρσής, "Δεν σε έβαλα να μάθεις το ληξιαρχικό δέντρο της, περίμενα να μου πεις πράγματα ουσίας..."
"Εντάξει προφανώς δεν μας ενδιαφέρει αυτό, αλλά όταν είπα σε κάποιους ανθρώπους να χτενίσουν το φάκελό της, από εκεί ξεκίνησαν, μην αρπάζεσαι, θεώρησα καλό να τα πιάσουμε όλα απ την αρχή"
"Με ενδιαφέρουν τα επαγγελματικά της Λεωνίδα. Και προ πάντων τι σχέση έχει με τους Γερμανούς. Αυτό θέλω να μάθεις. Αν έστησε κάτι μαζί τους. Θυμάσαι τότε στη Θεσσαλονίκη που την είχες δει με αυτόν τον Δέσπο; Αυτή τη σχέση πρέπει να αποκαλύψουμε"
"Μα η ίδια κάτι σου είχε πει τότε και τα έβαλες και μαζί μου θυμάσαι;"
"Ναι μου έδωσε μια εξήγηση. Δική της. Αφοπλιστική ομολογώ. Όμως με τα τότε δεδομένα. Με τα σημερινά φαντάζει ακριβώς το ανάποδο"
Ο Σαρλής έξυσε το κεφάλι του.
"Ποιες είναι οι πηγές σου; που ψάχνεις;" Τον ρώτησε ο Ναρσής.
"Τα πάντα! Οτιδήποτε. Κάθε δημόσια υπηρεσία ή έγγραφο"
"Να επιμείνεις σε αυτό που σου είπα"
"Δεν είναι άσχημο να πιάσουμε την εικόνα απ την αρχή..."
"Άκου Λεωνίδα, αρκετά βάσανα έχω. Το ποιος υιοθέτησε ή γέννησε την Μαζαράκη μην σου πω που το έχω γραμμένο. Αν έχεις κάτι που να έχει ουσία να μου το πεις. Διαφορετικά τα άλλα κράτα τα για τον εαυτό σου μέχρι να φτάσεις στο ψητό"
"Εκνευρισμένος είσαι"
Ο Ναρσής τον κοίταξε πλάγια με σκληρό βλέμμα.
"Ο γιος μου έχασε το μάτι του, η γυναίκα μου με χρέωσε με όλο αυτό, αυτό το τσογλάνι ο δημοσιογράφος κάθε τρεις και λίγο με διασύρει..."
"Με το παιδί τι έγινε;"
"Τι θες να γίνει, στο είπα. Η βλάβη στο μάτι του είναι πολύ μεγάλη. Οι γιατροί προς το παρόν δεν το συζητούν. Ίσως αργότερα θα δούμε μέχρι να σταθεροποιηθεί"
Ο Σαρλής δεν μίλησε. Λίγο αργότερα είπε:
"Με την εφημερίδα τι έκανες;"
"Ανέλαβαν οι δικηγόροι να ψάξουν τι μπορεί να κάνουμε, στο μεταξύ, όπως βλέπεις μας έχει κρεμάσει στα μανταλάκια. Ο Μάνεσης στην εφημερίδα κάνει νερά. Όλα έγιναν στην κατάλληλη στιγμή. Λες και ήταν προσχεδιασμένα".
Ο Σαρλής σηκώθηκε.
"Φεύγω, πάω στις δουλείες μου, αν έχω κάτι θα σε ενημερώσω"
"Εντάξει...."
Έφυγε. Ο Σαρλής έμεινε μόνος. Σήκωσε το τηλέφωνο. Το πρόσωπό του έγινε αποκρουστικό.
"Εγώ είμαι!"
......................
"Όλα εντάξει όπως είπαμε; Όλα έτοιμα;"
"Ναι, περιμένω τις οδηγίες σας" ακούστηκε η άλλη φωνή στο τηλέφωνο.
"Άκου θέλω προσοχή. Λάθη δεν συγχωρούνται."
Το τηλέφωνο έκλεισε. Το πρόσωπο του Ναρσή ήταν ανέκφραστο, παγωμένο, σκληρό όπως είχε πια γίνει μόνιμα τον τελευταίο καιρό.
ΙΙ.
Η Θάλεια κουρασμένα σήκωσε το πρόσωπό της από τον καναπέ του σπιτιού στον οποίο ήταν ξαπλωμένη. Ένα μικρό διάλειμμα. Στο μυαλό της τριγύριζε τις τελευταίες μέρες μόνιμα μια σκέψη. Ο διαγωνισμός είχε τελειώσει, τα αποτελέσματα είχαν βγει αλλά ο Διονύσης Ναρσής δεν είχε καν κάνει τον κόπο να επικοινωνήσει μαζί της έστω και επιθετικά, έστω κριτικά ή ακόμα και οργισμένος. Να την βρίσει, να την απειλήσει. Της ήταν αδύνατον και ευτελές να πιστέψει ότι ο αδίστακτος μεγαλοεργολάβος θεωρούσε ότι όλα ήταν καλώς καμωμένα στον διαγωνισμό. Της φαινόταν απίθανο που δεν την είχε πάρει ακόμα τηλέφωνο ή δεν είχε προσπαθήσει να την συναντήσει. Αυτό της έλεγε φωναχτά μέσα της ότι σήμαινε πολλά. Ότι κάτι ετοίμαζε. Βέβαια είχε και το θέμα με τον άδικο τραυματισμό του γιου του και ίσως και αυτός ο παράγοντας να έπαιζε το ρόλο του. Όλα αυτά πάντως της έλεγαν να κρατά τον εαυτό της σε συναγερμό. Αυτές τις μέρες παρακολουθούσε την έρευνα του Τίμου στενά. Τον έβλεπε, τον ένιωθε που είχε πάρει την υπόθεση ζεστά, με τη φλόγα της καρδιάς και της επαγγελματικής του συνείδησης. Δεν ήξερε μέχρι που θα μπορούσε να φτάσει ιστορικά όλο αυτό αλλά μοιραία δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό για να τον σταματήσει.
Το Σάββατο εκείνο είχαν πει να συναντηθούν. Ο Τίμος ήθελε από καιρό να βγουν μαζί ένα βράδυ σε εκείνο το όμορφο ταβερνάκι. Τους δόθηκε λοιπόν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να το κάνουν.
"Που θα με πας απόψε;" Τον ρώτησε σαν μπήκε και κάθισε δίπλα του στη θέση του συνοδηγού.
"Απόψε σου έχω μια έκπληξη"
"Τι έκπληξη;"
"Θα πάμε σε ένα μέρος που το θέλω από καιρό", της είπε.
"Έχεις πάει δηλαδή;" τον ρώτησε όλο περιέργεια,
"Ναι, για να στο λέω"
"Ωραία, άντε να δούμε", απάντησε.
Ο Τίμος της χαμογέλασε χωρίς να απαντήσει και ήδη έτρεχαν στον προορισμό τους.
Μετά από λίγη ώρα ήταν ήδη στην γνωστή διαδρομή προς Δραπετσώνα.
"Πειραιά πάμε;" τον ρώτησε με περιέργεια.
"Ω Ναι, μην με ρωτάς παρακάτω...."
Έφτασαν στον προορισμό τους. Ο Τίμος άφησε το αυτοκίνητο και άρχισαν να περπατούν στα στενά σοκάκια της περιοχής.
"Δραπετσώνα;" τον ρώτησε. Την κοίταξε εύλογα.
"Τα ξέρεις τα μέρη βλέπω ε; Ναι, εδώ παρακάτω είναι ένα εκπληκτικό ταβερνάκι που λες και ανήκει σε έναν άλλο κόσμο, αυτόν της δουλειάς και του μόχθου", της είπε.
"Πότε ξανάρθες εδώ;" τον ρώτησε.
"Θα δεις , κάνε υπομονή"
Σε λίγο κατέβαιναν τα σκαλιά της ταβέρνας. Πριν προλάβουν να κατέβουν στο ημιυπόγειο στη μεγάλη αίθουσα, ο ήχος από τα γλυκά ταξίμια του Νότη του νεαρού με το μπουζούκι έφτανε μέχρι έξω γλυκά στα αυτιά. Στάθηκαν για λίγο στη σκάλα. Ο Τίμος μπροστά με την Θάλεια πίσω του. Σάββατο βράδυ, αρκετός κόσμος στην όμορφη ταβέρνα. Τα μάτια του Τίμου έψαξαν μέσα στην αίθουσα. Στο βάθος δεξιά σε ένα τραπέζι τα μάτια του διασταυρώθηκαν με δύο άλλα πρόσωπα, δύο ηλικιωμένους άντρες. Ήταν ο Σταμάτης Αλαβιανός και ο Τζανής Αλεξόπουλος, οι δύο ώριμοι γνωστοί του από τις πρώτες του κουβέντες για την υπόθεση που μελετούσε. Γύρισε και κοίταξε την Θάλεια που έστεκε αμήχανη.
"Πάμε της είπε". Ο Τίμος κατευθύνθηκε στο τραπέζι με τους δύο ηλικιωμένους άντρες, οι οποίοι με ένα μεγάλο χαμόγελο είχαν ήδη σηκωθεί όρθιοι. Η Θάλεια είχε ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία. Ο Τίμος καλοχαιρέτισε τους δύο ηλικιωμένους άντρες και κάποια στιγμή τους είπε:
"Ορίστε σας την έφερα...!" Γύρισε προς τη Θάλεια.
"Η έκπληξη που σου είπα"
"Καλώς όρισες κόρη μου!" Της είπαν και οι δύο με έντονη συγκίνηση. Ο Τίμος έκανε τις συστάσεις.
"Θάλεια, από εδώ ο Κυρ Σταμάτης Αλαβιανός και ο Κυρ Τζανής Αλεξόπουλος, οι άνθρωποι που μου έδωσαν πολύτιμα στοιχεία για το θείο σου, ο Κυρ Σταμάτης ήταν συνάδελφός του".
Η Θάλεια έμεινε για λίγο ξαφνιασμένη. Σαν να έχασε τη φωνή της. Η έκπληξή της ήταν τόσο έντονη που δεν μπορούσες εύκολα να την ερμηνεύσεις.
"Ελάτε, ας καθίσουμε", φώναξε ο Τζανής..."
Κάθισαν σε πολύ εγκάρδιο κλίμα. Η Θάλεια έδωσε το χέρι της και στους δυό τους. Ήταν συγκινημένοι. Τα μάτια και των δύο ήταν επάνω της με έντονα συναισθήματα.
"Κόρη μου...", έκανε ο Σταμάτης, "Δεν περίμενα ποτέ ότι θα γνώριζα από κοντά την ανιψιά του Λεμπεδιωτάκη.. ύστερα από τόσα χρόνια"
Η Θάλεια ήταν σαν υπνωτισμένη. Κατάφερε να απαντήσει:
"Τον γνωρίζατε;"
"Τον θείο σου;" Πετάχτηκε ο Τζανής. Και προσέθεσε με γέλιο "Χρόνια μαζί συνάδελφοι.."
"Να λοιπόν που βρίσκω συνδέσμους της ζωής του θείου μου από το παρελθόν", σχολίασε η Θάλεια.
"Θα έχεις την ευκαιρία να μάθεις ίσως πράγματα που δεν ήξερες για αυτόν από τον Κυρ Σταμάτη, Θάλεια...", πρόσθεσε ο Τίμος με το πρόσωπο να λάμπει προσέχοντας όμως και την αμηχανία της Θάλειας.
"Έλα αφήστε τώρα τις αναλύσεις", ακούστηκε ο Τζανής "Σταμάτη....!" Φώναξε στον ταβερνιάρη. "Για κάνε κατάσταση....τις μας κοιτάς;"
Όλα άρχισαν να γίνονται όμορφα και ζεστά. Οι μεζέδες έφτασαν με το κρασί. Η ατμόσφαιρα ήταν μεταξύ τους ζεστή και τα πειράγματα για το νεαρό ζευγάρι έδιναν και έπαιρναν. Βέβαια ο κυρ Σταμάτης Αλαβιανός δεν έχανε στιγμή από το να θαυμάζει τη Θάλεια δίπλα του με συγκίνηση.
"Λάμπεις κορίτσι μου, όπως εκείνος...!" Της είπε κάποια στιγμή.
"Υπερβολές κύριε Σταμάτη", απαντούσε η Θάλεια.
"Βρε άκου με που σου λέω, όπως εκείνος..." Επέμενε.
"Εμ αδελφός του πατέρα μου κυρ Σταμάτη, ίδια πάστα βλέπεις", χαμογελούσε η Θάλεια.
Και η κουβέντα έτρεχε με συντροφιά τις νότες του μπουζουκιού και τη φωνή του Νότη και τους εκλεκτούς μεζέδες της ταβέρνας. Μια κουβέντα ταξιδιάρα. Πότε σε αναμνήσεις απ' το παρελθόν. Εκεί που οι δύο παλιοί φίλοι έλεγαν πράγματα για τον Κώστα Λεμπεδιωτάκη που προκαλούσαν έντονα τη συγκίνηση της Θάλειας και την προσοχή του Τίμου.
"Δεν τα ήξερες αυτά παιδί μου ε;" την ρώτησε ο Τζανής κάποια στιγμή.
"Όχι κύριε Τζανή, δυστυχώς ήξερα πάρα πολύ λίγα πράγματα για το θείο μου", απάντησε συγκινημένη η Θάλεια συνεχίζοντας "Αλλά να, ευτυχώς που η παρουσία σας μου ανοίγει και μένα ένα παράθυρο στο δικό του κόσμο, έστω και ύστερα από τόσα χρόνια".
Και έσφιγγε το χέρι του Τίμου δίπλα της προκαλώντας τα γλυκά βλέμματα των δυο ηλικιωμένων φίλων που τους καμάρωναν κρυφά. Η κουβέντα πήγε και στα τωρινά. Στην δολοφονία του Γεβετζή και στην έρευνα του Τίμου στην εφημερίδα. Κουβέντιασαν για την πορεία της, και τις εξελίξεις για αυτήν.
"Βρήκαν ποιος σκότωσε αυτό το τομάρι γιέ μου;" Ρώτησε ο κυρ Σταμάτης κάποια στιγμή τον Τίμο.
"Όχι κύριε Σταμάτη, όχι ακόμα"
"Απ' τη μία μέσα μου, όπως τα λες, λέω τον έφαγε το αφεντικό του, αλλά απ' την άλλη ξέρω ότι αυτό το μούτρο γύρευε σε τι άλλο θα μπορούσε να ήταν μπλεγμένος" απάντησε ο Σταμάτης.
Σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν που τα μάτια του Τίμου κόλλησαν με ένα αίσθημα απορίας. Απέναντι ακριβώς στην σκάλα εισόδου του μαγαζιού. Δύο ηλικιωμένα ζευγάρια κατέβαιναν αργά προς τα κάτω για να περάσουν στη σάλα της ταβέρνας. Ο καλοντυμένος αρχοντικά βαθιά ηλικιωμένος αλλά καλοστεκούμενος άντρας πίσω από το πρώτο ζευγάρι ήταν αυτός που τράβηξε την προσοχή του Τίμου. Προσπαθούσε να θυμηθεί που είχε ξαναδεί αυτόν τον άντρα. Η Θάλεια λίγα δευτερόλεπτα μετά ένιωσε και αυτή την ίδια ακριβώς έκπληξη. Ήταν η δεύτερη φορά για απόψε αλλά τώρα έμεινε σαν στήλη άλατος.
Και ίσως μήτε εκείνη αλλά μήτε και ο Τίμος δίπλα της μπορούσαν να δουν ότι και οι δύο κοιτούσαν με ανάλογη έκπληξη τον ίδιο ηλικιωμένο άντρα που είχε κατέβει πια και το τελευταίο σκαλί και έκανε τα πρώτα του βήματα μαζί με την συντροφιά του για να βρουν να καθίσουν.
Οι δύο ηλικιωμένοι φίλοι, ο Σταμάτης με τον Τζανή κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με ένα σιωπηρό βλέμμα που έλεγε "τι γίνεται τώρα; ποιος είναι αυτός για τον οποίον τα παιδιά έχουν μείνει έτσι ασάλευτα;"
Ο Αντρέας Κουμουρτζίδης, ο ηλικιωμένος αρχοντόγερος της Οδού Βίσσης, που είχε μιλήσει πριν μέρες με τον Τίμο, έμεινε να τους κοιτά με φανερή την έκπληξη στο βλέμμα του. Το βλέμμα του είχε εστιάσει στη Θάλεια αλλά σε δεύτερο χρόνο και στον Τίμο, στο πρόσωπο του οποίου κάτι προσπαθούσε να θυμηθεί. Κοντοστάθηκε μια στιγμή, έκανε ένα νόημα στην κυρία που τον συνόδευε εξηγώντας την απουσία του για λίγο και άρχισε να βηματίζει προς το μέρος τους. Η Θάλεια ένιωθε να τρέμει.
"Θάλεια παιδί μου...! Αν είναι δυνατόν...!"
Η Θάλεια ένιωθε να μην μπορεί να αρθρώσει λέξη.
"Πόσα χρόνια πάνε παιδί μου που έχω να σε δω", της είπε καλησπερίζοντας τους υπόλοιπους.
"Κύριε Αντρέα...! Εσείς;" κατάφερε να βγει ο λόγος από τα σφιγμένα χείλη της Θάλειας που προσπαθούσε να συνέλθει από την έκπληξη της παρουσίας αυτού του ανθρώπου.
"Καλησπέρα παιδί μου..." είπε προς τον Τίμο κοιτώντας τον επίμονα, "Μα.... νομίζω κάπου έχουμε συναντηθεί οι δυό μας.."
Ο Τίμος κρατούσε την αναπνοή του κοιτώντας τον κατάματα.
"Ναι... εκεί στο κέντρο, στο μαγαζί, τότε που πέρασες με την άλλη την κοπέλα", του είπε.
Την ίδια στιγμή άπλωσε την αγκαλιά του στη Θάλεια η οποία αφέθηκε μέσα στα απλωμένα χέρια του. Με την άκρη του ματιού του δεν άφηνε καθόλου τον Τίμο που τον κοιτούσε σιωπηρός ίσια στα μάτια σαν μια βουβή συνομιλία δική τους.
"Κύριε Αντρέα....τι κάνετε;"
Ο Αντρέας Κουμουρτζίδης αφέθηκε στα χέρια και στην αγκαλιά της. Ύστερα την κοίταξε προσεκτικά.
"Πόσο όμορφη είσαι! Λαμπερή ! Κούκλα μου! Από τότε με τον πατέρα σου τον Βαγγέλη σε θυμάμαι..."
Η Θάλεια βρήκε την αυτοκυριαρχία της αλλά σε κλίμα αγωνίας ρώτησε:
"Μα.... γνωρίζεστε με τον Τίμο από εδώ;"
Ο Αντρέας του έριξε μια ματιά ενώ ακούστηκε η φωνή του Σταμάτη διακόπτοντας.
"Να πούμε στον άνθρωπο να καθίσει, τον κρατάμε όρθιο τόση ώρα"
Γύρισε, ενημέρωσε λίγο την συντροφιά του ότι θα λείψει για λίγα λεπτά και επανήλθε. Του έκαναν χώρο και έκατσε δίπλα στη Θάλεια.
"Κύριε Αντρέα δεν μου είπες, γνωρίζεστε με τον Τίμο;"
"Τον είχα συναντήσει μια μέρα κορίτσι μου εκεί στην αγορά..."
"Ναι ήμουνα με την Αλεξία και κάτι ψάχναμε.." Παρενέβη ο Τίμος κοιτώντας τον ίσια στα μάτια πάντα παρακλητικά. Ο Κουμουρτζίδης κατάλαβε. Για εύλογους λόγους ο Τίμος δεν είχε μιλήσει στη Θάλεια για την κουβέντα τους. Και ένιωθε μια ανακούφιση για αυτό γιατί από τότε δεν αισθανόταν καλά με την κουβέντα εκείνη. Όλα έδειχναν να ηρεμούν προς στιγμή. Να αποκτούν μια ισορροπία. Ο Κουμουρτζίδης κοίταξε τη Θάλεια τρυφερά.
"Πόσο χάρηκα που σε είδα δεν ξέρεις..." Γύρισε προς τους άλλους "Με τον πατέρα της είμαστε πολύ φίλοι από εκείνα τα δύσκολα αλλά και όμορφα χρόνια. Τώρα παιδί μου είσαι καλά;"
"Καλά είμαι κύριε Αντρέα, ναι"
"Την γνωρίζετε από μικρή;" πετάχτηκε ο Τζανής στην κουβέντα.
Ο Κουμουρτζίδης την κοίταξε τρυφερά. Ύστερα τον Τίμο και απάντησε.
"Από μικρό παιδί. Και εκείνη και τους γονείς της..."
Η Θάλεια του έπιασε το χέρι τρυφερά.
"Κύριε Αντρέα, δώσε μου το τηλέφωνό σου, θέλω να συναντηθούμε. Δεν θέλω να χαθούμε ξανά"
"Ευχαρίστως παιδί μου"
Της έγραψε σε ένα πρόχειρο χαρτί το τηλέφωνό του. Σηκώθηκε.
"Εμένα θα μου επιτρέψετε. Είναι αγένεια στην συντροφιά μου..."
Για μια ακόμα φορά αποχαιρετίστηκαν εγκάρδια και ο Ανδρέας Κουμουρτζίδης γύρισε την παρέα του. Η Θάλεια ένιωσε πολύ καλύτερα όπως επίσης και ο Τίμος. Ίσως αν κάποιος μπορούσε να μπει στη σκέψη τους θα μπορούσε να εξηγήσει και τους λόγους.
Προς το παρόν όλα ξαναγύρισαν στην προηγούμενη όμορφη ατμόσφαιρα μεταξύ τους. Οι ώρες πέρασαν χαλαρές και ευχάριστες. Μέχρι που η παρέα αποφάσισε να ...αποσυρθεί στον ερχομό της βαθιάς νύχτας. Πρώτοι έφυγαν ο Τίμος με τη Θάλεια. Στο δρόμο της επιστροφής και των δύο τα πρόσωπα ήταν χαρούμενα.
"Πολύ ξαφνιασμένη σε είδα απόψε" Την ρώτησε κάποια στιγμή.
"Τι εννοείς;"
"Να, με το που σου σύστησα τους δύο φίλους, τον συνάδελφο του θείου σου και τον άλλο, έδειξες έτσι κάπως..."
"Δεν είναι και λίγο συναισθηματικά να βλέπεις μπροστά σου έναν άνθρωπο τόσο κοντινό του, δεν μου είχε ξανατύχει ποτέ αυτό"
Ακολούθησαν στιγμές σιωπής καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε μέσα στη νύχτα.
"Τελικά ο κύριος Αντρέας πρέπει να σε αγαπάει πολύ ε;" Την ρώτησε.
"Ναι, πραγματικά, πόσο καιρό είχα να τον δω αλλά και εσύ πως έπεσες επάνω του;"
"Ήμασταν μια Κυριακή με την Αλεξία, εκεί στην αγορά. Για να πω την αλήθεια βρεθήκαμε στην οδό Βίσσης και θυμήθηκα το μαγαζί του πατέρα σου"
Η Θάλεια ρώτησε με ενδιαφέρον.
"Και; τι έγινε;"
Ο Τίμος της περιέγραψε την ιστορία χωρίς φυσικά να της αναφέρει για το θέμα που ήξερε.
"Δεν μου είχες πει τίποτα τότε", του είπε.
"Πολλά τα γεγονότα μαζεμένα, κάπου χάθηκε..." Της απάντησε και ξεγλίστρησε "Απ' ότι διαπίστωσα ήταν οικογενειακοί φίλοι με τον πατέρα σου"
"Ναι πολύ.....! Νοσταλγικά χρόνια σε δύσκολες εποχές, έχεις ανάγκη από πραγματικούς φίλους"
Ο Τίμος άπλωσε το χέρι του. Τα δάχτυλά του άγγιξαν τα δικά της. Τον κοίταξε γλυκά.
"Οδηγείς κύριε δημοσιογράφε....! το νου σου" Του είπε.
"Ήξερε τους γονείς σου χρόνια;" Την ρώτησε ο Τίμος.
"Ναι πολύ καιρό πριν γεννηθώ, ειδικά τον πατέρα μου"
"Πρέπει να πέρασε κι αυτός ε;"
"Αρκετά.....ειδικά η αρρώστια της μάνας μου και ο πρόωρος χαμός της τον τελείωσε"
"Είχες άλλα αδέλφια Θάλεια;" την ρώτησε ξαφνικά.
"Όχι, μοναχοκόρη βλέπεις..."
"Πως και δεν έκαναν άλλο παιδί οι δικοί σου;"
Η Θάλεια χαμογέλασε:
"Ψάχνεις το γενεαλογικό μου δέντρο;"
"Μερικές φορές νιώθω να ξέρω λίγα πράγματα για σένα" Της απάντησε σοβαρά. Τον κοίταξε:
"Σου δημιουργεί ανασφάλεια αυτό δηλαδή για να ξέρω;" τον ρώτησε.
"Φυσικά όχι αλίμονο, απλά να, μερικές φορές στον έρωτα οι άνθρωποι έχουν την τάση να τρυπώνουν όχι μόνο στο παρόν της ζωής των αγαπημένων τους αλλά και στο παρελθόν", της είπε.
Τον κοίταξε πάλι διερευνητικά.
"Ε λοιπόν σε λάθος τομέα είσαι στην εφημερίδα!" Του είπε χαριτολογώντας.
"Δηλαδή;"
"Το αστυνομικό ρεπορτάζ έπρεπε να είχες"
"Α με έχει κολλήσει η Αγκάθα!"
"Ποια είναι αυτή;"
"Η Αλεξία Δραγούμη, η αστυνομική μας συντάχτρια"
"Και γιατί τη λέτε έτσι;"
"Γιατί έχει την ικανότητα της Αγκάθα Κρίστι"
Μ' αυτά και μ' αυτά, κουβέντα στη κουβέντα, έφτασαν στο σπίτι της Θάλειας. Σταμάτησαν.
"Θα κεράσεις καφέ;" την ρώτησε με νόημα.
Πέρασε το χέρι της στο κεφάλι του και τον τράβηξε κοντά της.
"Να μου επιτρέψεις απόψε να ξαπλώσω είμαι πτώμα, αλλά αύριο σου υπόσχομαι να επανορθώσω" Του είπε κολλώντας τα χείλη της έντονα στα δικά του.
Χώρισαν. Στο κεφαλόσκαλο της πόρτας της, γύρισε και τον κοίταξε. Είδε τα μάτια του να μένουν στη φιγούρα της. Άπλωσε το χέρι της και τον αποχαιρέτισε κάνοντάς του νόημα για αύριο. Ένα αύριο που στην τύχη του παιζόταν απόψε πολλά παιχνίδια στις σκοτεινές γωνιές της νύχτας.
(Συνεχίζεται...)
Δύο διαφορετικές αφετηρίες και ένας άνθρωπος κοινός. Ο Ανδρέας Κουμουρτζίδης το "μήλο της έριδος" απόψε τόσο για τον Τίμο όσο και για τη Θάλεια. Για τον καθένα με διαφορετικό τρόπο ανησυχίας και σκέψης.
Συνεχίζουμε φίλοι μου...μας περιμένουν πολλά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro