Κεφάλαιο 52: Εκείνες οι μέρες με τις μεγάλες αλήθειες
Καλοκαίρι του 1980
Η μεγάλη βεράντα της κρεβατοκάμαρας στον πάνω όροφο του παλιού νεοκλασικού σπιτιού των Μαζαράκηδων στα Βριλήσσια ήταν λουσμένη στα χρώματα του δειλινού. Το χρώμα της κατακόκκινης βουκαμβίλιας έδενε με το λιόγερμα ενώ το άρωμα του γιασεμιού μοσχοβολούσε ολόγυρα. Ο Βαγγέλης Μαζαράκης, στα 66 του χρόνια, έστω και με επιβαρυμένη την υγεία του διατηρούσε πάντα εκείνη την αρχοντιά του. Το πλήγμα του θανάτου της γυναίκας του Μάγδας πριν δύο χρόνια ήταν δύσκολο να το ξεπεράσει έστω και αν εξωτερικά έδειχνε το αντίθετο. Ήταν η αχώριστη σύντροφός του για μια ολάκερη ζωή. Όσο και αν προσπαθούσε να μην το δείχνει στην μοναχοκόρη του τη Θάλεια, ο ίδιος το βίωνε να είχε περάσει από πάνω του ισοπεδωτικά. Οι γκρίζοι του κρόταφοι, το επιβλητικό του ύφος, η αρχοντιά του, καλά κρατούσαν έστω και σαν ξεθωριασμένη εικόνα ενός κραταιού παρελθόντος νιότης και ωριμότητας.
Ήταν καθισμένος στην μεγάλη ξύλινη σεζ-λονγκ στο μπαλκόνι. Η πρόσφατη νοσηλεία του στο νοσοκομείο με καρδιακή ανεπάρκεια είχε αφήσει πάνω του τα σημάδια της. Πιο δίπλα του, στο μεγάλο μεταλλικό στρογγυλό τραπέζι, στη δική της ξύλινη πολυθρόνα ήταν κρεμασμένη στην κυριολεξία από τα μάτια και το στόμα του η Θάλεια. Η μοναχοκόρη του. Στο τραπέζι ήταν κάποια ποτήρια με χυμούς και νερό διάσπαρτα. Ο Βαγγέλης Μαζαράκης είχε γύρει το κεφάλι του πίσω κοιτώντας ψηλά στον ουρανό. Τα δακρυσμένα μάτια της κόρης του, στα 20 της χρόνια έκρυβαν μια έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα. Έδειχνε συγκλονισμένη. Τα χέρια τους ήταν σφιχτά κρατημένα μεταξύ τους σε ένα δέσιμο τόσο εκφραστικό και δυνατό που το ξεχώριζες από το κοκκινισμένο δέρμα ανάμεσα στα δάχτυλα.
Την παγερή σιωπή που προφανώς βασίλευε έσπασε η φωνή εκείνου. Συγκινημένη, τρεμάμενη. Γύρισε και την κοίταξε εκφραστικά στα μάτια. Ένα βλέμμα που φανέρωνε χωρίς κανέναν δισταγμό ή επιφύλαξη την αγάπη του για την νεαρή γυναίκα που έστεκε απέναντί του. Εκείνη προσπαθούσε να επαναφέρει τις ανάσες της σε κανονικό ρυθμό. Εδώ και ώρα πέρναγε την μεγαλύτερη ταραχή της ζωής της. Ξαφνικά μια σελίδα γύριζε μπροστά της με τόσο θόρυβο, που ένιωσε να μπαίνει σε έναν άλλο κόσμο. Σαν να ξεκινούσε απ' την αρχή, τα πρώτα της βήματα. Σαν να συστηνόταν ξανά στον εαυτό της. Οι ακατάσχετοι και συνεχόμενοι λυγμοί που την είχαν εδώ και ώρα κυριέψει είχαν πια καταλαγιάσει. Σαν την ξαφνική καταιγίδα που απομακρύνεται σταδιακά αφήνοντας πίσω της μια βαριά συννεφιασμένη γαλήνη.
Ο Βαγγέλης Μαζαράκης ήπιε λίγο νερό. Άφησε το ποτήρι στο τραπέζι. Το χέρι του έτρεμε από συγκίνηση. Γύρισε, την κοίταξε στα μάτια. Ξεκίνησε να μιλάει αργά αλλά σταθερά:
"Θέλαμε με την μητέρα σου εδώ και καιρό να στο πούμε. Δεν μας φόβιζε η αλήθεια. Θεωρούσαμε ότι έπρεπε να ξέρεις για μας. Απλά ψάχναμε τη σωστή χρονική στιγμή. Είχες πια ωριμάσει σαν άνθρωπος. Είχες τη δυνατότητα να κρίνεις..."
Σταμάτησε και πήρε μια ανάσα. Η Θάλεια κρατώντας του το χέρι τον κοιτούσε ίσια στα μάτια. Δεν ήθελε να τον διακόψει.
"Η επιδείνωση της υγείας της Μητέρας σου πριν τρία χρόνια άλλαξε όλα μας τα σχέδια. Βλέπεις... αλλιώς τα σχεδιάζεις στη ζωή κόρη μου και αλλιώς σου έρχονται. Όλη μου η ζωή ήταν η Μάνα σου και φυσικά εσύ...!". Του χαμογέλασε, εκείνος συνέχισε:
"Ο Αγώνας μας ήταν για εκείνη. Η μεγάλη αλήθεια μπήκε πάλι στο συρτάρι για να ψάξει την επόμενη φορά να βγει στο φως. Ύστερα, πριν δυό χρόνια, ήρθε ο θάνατος. Μου την πήρε...!", ρίγησε.
Η Θάλεια είδε τα μάτια του υγρά, ένιωθε πως είχε ακόμα και άλλα να της πει.
"Μείναμε πια μόνοι παιδί μου. Εγώ και εσύ. Ότι μονάκριβο είχα πια στον κόσμο. Δεν το κρύβω φοβήθηκα. Με την μάνα σου ήταν αλλιώς να στο πούμε μαζί. Ένιωθα ότι είχα έναν δικό μου και δικό σου πρόσωπο δίπλα μου. Τώρα ήμουνα εντελώς μόνος. Όμως... έπρεπε να γίνει. Ήταν χρέος μας να μάθεις. Και το πάλευα σκληρά μέχρι που είπα ως εδώ. Και να. που τώρα εδώ οι δυό μας αντίκρυ ο ένας στον άλλον αντιμέτωποι με την μεγάλη αλήθεια..."
"Πατέρα...!" Του είπε γλυκά συνεχίζοντας "Στο είπα και πριν, για μένα είστε οι γονείς μου. Έτσι σας ένιωθα, έτσι σας νιώθω..."
"Μην βιάζεσαι κόρη μου..."
"Μα δεν βιάζομαι πατέρα. Και φυσικά δεν ισοπεδώνω την ύπαρξη των φυσικών μου γονιών. Μπορεί να με υιοθετήσατε από το Ίδρυμα αλλά έχουν και αυτοί μια ξεχωριστή θέση στη ζωή μου"
Ο Βαγγέλης Μαζαράκης αναστέναξε.
"Όταν πήγαμε στο Κέντρο βρεφών να κάνουμε το μεγάλο βήμα της υιοθεσίας, δεν ξέραμε την πραγματική ιστορία των γονιών σου. Στην αρχή, ξέρεις, στις περιπτώσεις αυτές, τα ιδρύματα είναι επιφυλακτικά, δεν μιλάνε. Θεωρούν ότι οι θετοί γονείς δεν χρειάζεται να ξέρουν το παρελθόν"
"Άλλαξε κάτι μετά; Γιατί μου το λες τώρα αυτό;"
Ο Βαγγέλης Μαζαράκης ανασηκώθηκε από την σεζ-λονγκ που καθόταν. Πήγε μέσα στο σπίτι.
"Πατέρα που πας ;"
"Περίμενε κόρη μου..."
Σε λίγο ο επιβλητικός ώριμος άντρας επέστρεψε κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο δερματόδετο Βιβλίο, το ακούμπησε στο μεταλλικό τραπέζι και κάθισε ξανά.
"Τι είναι αυτό;" Τον ρώτησε όλο περιέργεια η Θάλεια.
"Όλα αυτά που κουβεντιάσαμε πριν εδώ, με τις ώρες παιδί μου, αφορούσαν εμάς. Δηλαδή εμένα και τη συγχωρεμένη τη μητέρα σου τη Μάγδα. Πότε αποφασίσαμε να αξιωθούμε να γίνουμε γονείς. Την έρευνά μας, το Κέντρο Βρεφών, εσένα μωρό. Την πράξη υιοθεσίας σου"
Έσκυψε και πήρε το χοντρό βιβλίο στα χέρια του. Το άνοιξε μπροστά του. Στο εσωτερικό του φάνηκαν σελίδες χειρόγραφες με πέννα. Ο Βαγγέλης Μαζαράκης ξεφύλλισε λίγες σελίδες με ιδιαίτερη συγκίνηση αλλά και σεβασμό λες και κρατούσε στα χέρια του ένα ιερό κειμήλιο. Έκλεισε το βιβλίο και το ακούμπησε ξανά στο τραπέζι, αυτή τη φορά πιο κοντά στη μεριά της Θάλειας. Ακούστηκε πάλι η φωνή του:
"Αυτό εδώ είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο κόρη μου"
"Δηλαδή;"
"Θα στο άφηνα μετά το θάνατό μου αλλά δεν ξέρω.... νιώθω ανασφαλής. Αυτό εδώ το βιβλίο είναι το άλλο κομμάτι που αφορά εσένα. Αποκλειστικά και μόνο εσένα. Είναι δικό σου. Εδώ θα μάθεις πράγματα σοβαρά που θέλουν καρδιά μου, μεγάλο κουράγιο και δύναμη να τα σηκώσεις..."
"Το έχεις διαβάσει πατέρα εσύ;" τον ρώτησε.
"Ναι...! Και εγώ και η μάνα σου. Εμείς ξέρουμε. Τώρα είναι σειρά να μάθεις και εσύ"
"Μα τι λέει τέλος πάντων μέσα εκεί;"
"Σσσσσστ, ησύχασε...! Σαν αποφασίσεις να το διαβάσεις θα έχεις καθαρή σκέψη και καρδιά. Εγώ δεν έχω δικαίωμα να σε προκαταβάλλω σε τίποτα. Και... εκτός από αυτό το βιβλίο υπάρχουν και κάποια άλλα πράγματα που σου ανήκουν και φυσικά θα στα δώσω και αυτά"
"Πατέρα νιώθεις καλά; Μήπως πρέπει να σταματήσουμε; Είμαστε και οι δύο..."
"Τώρα που θα φύγεις ξανά στη Γερμανία για να τελειώσεις τις σπουδές σου, παρ' το μαζί. Εκεί θα είναι ο καλύτερος τόπος και συνθήκες για να το διαβάσεις"
Κοντοστάθηκε. Γύρισε και την κοίταξε. Ίσια στα μάτια.
"Κλαις καρδιά μου; Από τότε που μπήκες στο σπιτικό και την αγκαλιά μας, στους πρώτους μήνες της ζωής σου, δεν θέλαμε ποτέ να δούμε αυτά σου τα μάτια δακρυσμένα και λυπημένα. Ήταν για μιας ένας σκοπός ζωής να γεμίσουμε τη ζωή σου χαμόγελο"
"Το κάνατε πατέρα...."
"Βέβαια η ζωή δεν ακολουθεί πάντα τις επιταγές μας. Έχει τις δικές της ανατροπές. Και τώρα δύο πράγματα. Ξέρω ότι θα μου απαντήσεις με την καρδιά σου"
Τον κοίταξε στα μάτια.
"Άλλαξε τίποτα μέσα σου για μένα και τη μάνα σου τώρα;"
Σηκώθηκε, γονάτισε μπροστά του και τον γέμισε με την αγκαλιά της σφιχτά.
"Σ' Αγαπώ...! Σ' αγαπώ πολύ...! θέλω να το ξέρεις... τίποτα δεν άλλαξε μέσα μου για σας"
Καινούργια δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της καθώς τον έσφιγγε στην αγκαλιά της νιώθοντας την ανάγκη του για ανθρώπινη ζεστασιά.
Της χάιδεψε τα μαλλιά. Εμφανώς πιο ήρεμος και γαλήνιος.
"Και τώρα το δεύτερο. Ξαναλέω ότι το βιβλίο αυτό με τις αλήθειες του δεν είναι καθόλου εύκολο. Θέλω να ξέρω ότι η Θάλεια μου θα είναι πάντα αυτή που ήξερα. Με τον κόσμο και την καρδιά της"
"Εντάξει πατέρα..."
"Και τώρα, μετά από όλο αυτό απόψε εδώ. Θα μου επιτρέψεις να πάω να αναπαυθώ λιγάκι;"
Σηκώθηκε. Τον συνόδεψε στο εσωτερικό του σπιτιού και σε λίγο ήταν πάλι εδώ. Μόνη. Στο μπαλκόνι. Ο ήλιος είχε εδώ και ώρα βασιλέψει και τα πρώτα φώτα της νύχτας λαμπύριζαν έξω παντού. Η Θάλεια ένιωθε μια συναισθηματική έκσταση. Εδώ και ώρες περνούσε ένα σοκ. Ήταν σαν ξεκινούσε τα πρώτα της βήματα στη ζωή. Απ' το μηδέν. Με λίγες σταθερές. Τους θετούς γονείς της και την οικογένειά της. Τώρα εκεί δίπλα της, την περίμενε η αλήθεια. Τα μάτια της αργά έπεσαν στο μεγάλο δερματόδετο βιβλίο. Μέσα εκεί την καρτερούσαν γεγονότα, αλήθειες, πρόσωπα. Σε χρόνους του παρελθόντος που θα σημάδευαν το μέλλον της.
Προσπαθούσε να διοχετεύσει την ταραχή της. Ένιωθε να μην μπορεί να την διαχειριστεί. Όχι γιατί αισθανόταν κάποια αρνητική σκέψη για τους θετούς της γονείς. Αυτούς τώρα πια τους λάτρευε διπλά. Αλλά γιατί δεν είναι απλό πράγμα μέσα σε μια βραδιά να αρχίζεις στην ουσία να ξαναγράφεις την ιστορία σου. Ήθελε να βγει έξω στους δρόμους. Άναρχα, χωρίς προορισμό. Να αφήσει το σκοτάδι της νύχτας να την αγκαλιάσει στοργικά. Να πάρει από μέσα την το βάρος όλης αυτής της έντασης.
Μόναχο 1981
Το μικρό διαμέρισμα της Θάλειας στο Μόναχο ήταν σε μια ήσυχη συνοικία της πόλης. Είχε καταφέρει ο πατέρας της να βρει μια μικρή γκαρσονιέρα σε μια μεσαία πολυκατοικία κοντά στο Πανεπιστήμιο. Η θέα από το μικρό μπαλκονάκι της ήταν όμορφη προς το ποτάμι που διέσχιζε την πόλη. Στις ώρες της προσωπικής της ηρεμίας και ξεκούρασης εκεί έβγαινε να καθίσει να απολαύσει τις στιγμές της. Έτσι και απόψε. Μόνο που οι τελευταίες αυτές βραδιές ήταν εντελώς διαφορετικές.
Σήμερα έφτασε στο τέλος και της τελευταίας σελίδας από το μεγάλο δερματόδετο βιβλίο που της είχε παραδώσει ο πατέρας της πριν λίγο καιρό. Δεν ήταν δα πολλές οι σελίδες του. Το σχήμα του και ο όγκος του ήταν αυτός που του έδινε κάτι το ξεχωριστό. Είχε πάρει την απόφαση, πριν λίγες μέρες, να ξεκινήσει να το διαβάσει. Είχε προετοιμάσει τον εαυτό της για αυτό. Στο νου της πάντα ηχούσαν τα λόγια του Βαγγέλη Μαζαράκη για το τι ακριβώς κρύβει αυτό το βιβλίο. Εκείνος, όπως της είπε τότε, ήξερε. Τώρα ήταν σειρά να μάθει και εκείνη. Και έμαθε! Και τώρα πια κατάλαβε πολύ καλά την σημασία των λόγων του πατέρα της.
Η ένταση των γεγονότων που πέρναγαν στον κόσμο του γνωστικού της μέσα από τις σελίδες του, ήταν τέτοια που πραγματικά δεν μπορούσε να φανταστεί. Ολάκερη η αλήθεια ήρθε στο φως. Το χέρι του ανθρώπου που γέμισε τις σελίδες του, κουβαλούσε ένα φορτίο που δεν το άντεχε κανείς εύκολα.
Όλα εκείνα τα λίγα βράδια που η Θάλεια διάβαζε το βιβλίο την ταξίδευαν πίσω στο χρόνο με ένα τρόπο μαρτυρικό. Ένας εφιάλτης από το παρελθόν ζωντάνευε μέσα της. Έπαιρνε σάρκα και οστά. Καταχωρούνταν σε πρόσωπα, με ονόματα, με ιδιότητες, με δράση και ιστορία. Κάθε φορά η ανάσα της κοβόταν. Ο κόμπος στο λαιμό της γινόταν όλο και πιο δυνατός. Δεν είχε άλλο δρόμο από το να το διαβάσει όσο πιο σύντομα μπορούσε. Και το έκανε. Και άλλαξε...! Ένιωθε μέσα της να σπάει σε κομμάτια και να ανασυντίθεται ξανά. Ένα βίαιο μαχαίρι μπήκε στην καρδιά της, στο συνειδητό της και την χώρισε στα δύο. Ένα άλλο πρόσωπο, χτίστηκε μέσα της στα κρυφά σκοτάδια της. Ένα πρόσωπο σκληρό, αποκρουστικό. Μια γυναίκα που την φοβόταν και η ίδια. Που την τρόμαζαν οι σκέψεις της, τα σχέδια που χάραζε πλέον μεθοδικά και δαιμονικά. Όμως, όσες προσπάθειες και αν έκανε, όση πίεση και να ασκούσε σε αυτό της το κομμάτι, εκείνο, είχε τη δύναμη να κυριαρχεί επάνω της. Να την εξουσιάζει. Και αφέθηκε σε αυτό. Είδε τον εαυτό της να γλιστράει σε μια εικόνα της που είχε ένα και μόνο σχέδιο. Αλλά πάντα την φόβιζε το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσει για να το διαβεί.
Ιούλης 1984 στην ίδια πόλη
Τα κεντρικά γραφεία της Γερμανικής Κατασκευαστικής Εταιρείας "Bayerische Bauunternehmen A.G." ήταν σε ένα επιβλητικό κτίριο στο κέντρο του Μονάχου. Η Βαυαρική πολυεθνική κατασκευαστική εταιρεία πάντοτε άπλωνε τα πλοκάμια της να αξιολογήσει απόφοιτους στα μεταπτυχιακά τμήματα του Πανεπιστημίου στις ειδικότητες που την ενδιέφεραν. Η Θάλεια Μαζαράκη, με ειδικότητα πλέον σε θέματα αξιολόγησης διεθνών εταιρικών συμβάσεων ανάληψης έργου ήταν μια περίπτωση που οι άνθρωποι της εταιρείας, οι "αλιευτές ταλέντων" την θεωρούσαν ως ένα ανερχόμενο "λαβράκι" στο χώρο της αγοράς.
Η Εταιρεία είχε ανοιχτά "μέτωπα" στην Ελληνική αγορά στο άμεσο μέλλον. Η Ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και το νέο κατασκευαστικό επενδυτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης δεν θα μπορούσαν να μην είναι "στόχος" για τις επιλογές της μεγάλης εταιρείας. Ο Κώστας Δέσπος, ο μετρημένος, ώριμος αλλά γοητευτικός αυτός άντρας, πρόεδρος της θυγατρικής της εταιρείας στην Ελλάδα, είχε ήδη συναντήσει τη Θάλεια Μαζαράκη πολλές φορές αρκετά πριν τελειώσει το μεταπτυχιακό της. Στα μάτια της και στις επιδόσεις της θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να συνεργαστούν μαζί της με την επιστροφή της στην πατρίδα. Το έδαφος είχε ήδη καλλιεργηθεί και ήδη υπήρχε βάση συνεργασίας.
Έτσι λοιπόν αυτό το απόγευμα της Δευτέρας ο Κώστας Δέσπος είχε απέναντί του την Θάλεια σε μια ανοιχτή κουβέντα μαζί της. Κάποια στιγμή η κουβέντα έδειχνε να καταλήγει.
"Δεν θα ήθελα παιδί μου να νιώθεις κουμπωμένη μαζί μας. Είναι κάτι που το προσπάθησα και στις προηγούμενες συναντήσεις μας", ακούστηκε σίγουρη και χαλαρή η φωνή του. Η Θάλεια απέναντί του κρατούσε ακόμα την φυσιολογική αναστολή της πρωτάρας απέναντι σε τέτοιου είδους συζητήσεις.
"Είναι τιμή μου όλη σας αυτή η προσπάθεια και δεν το κρύβω ότι μου δείξατε μια εμπιστοσύνη που είναι για μένα μια σκυτάλη για το ξεκίνημά μου"
"Μου επιτρέπεις Θάλεια να σου μιλήσω λίγο με περισσότερη αμεσότητα, δεν θέλω να παρεξηγήσεις την οικειότητά μου" της είπε ευθέως ο Δέσπος.
"Παρακαλώ..."
"Λοιπόν σε λίγες μέρες ή βδομάδες, δεν ξέρω το ακριβές σου πρόγραμμα επιστρέφεις μόνιμα στην Ελλάδα"
"Ναι είναι καιρός να γυρίσω κοντά στον πατέρα μου"
"Ωραία. Εκεί λοιπόν ανοίγεται μπροστά σου το πεδίο του επαγγελματικού σου προσανατολισμού. Έχεις σκεφτεί κάτι ;"
"Όχι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτα μπροστά μου. Άλλωστε λείπω χρόνια, οπότε..."
"Ναι έχεις δίκιο παιδί μου. Λοιπόν. Εσύ επιστρέφεις στην Ελλάδα φαντάζομαι άμεσα. Αλλά και εγώ τον άλλο μήνα θα είμαι εκεί γιατί με περιμένει δουλειά. Ανανεώνουμε λοιπόν την συνάντησή μας εκεί. Ότι και να γίνει πιστεύω και έχουμε τη διάθεση να βοηθήσουμε"
Η Θάλεια τον ευχαρίστησε ζεστά. Σηκώθηκαν. Ήρθε η στιγμή του αποχωρισμού. Που δεν θα κρατούσε για πολύ. Οι εξελίξεις και τα γεγονότα θα τους έφερναν πολύ κοντά στην Αθήνα. Η Θάλεια έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.
Αθήνα Χειμώνας του 1986
Η Θάλεια έκλεινε πια αρκετούς μήνες στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Ειδική αναλύτρια πάνω στα θέματα υπογραφής μεγάλων συμβάσεων δημοσίων έργων. Οι συστατικές επιστολές από τα Γερμανικά Πανεπιστήμια, το εξειδικευμένο μεταπτυχιακό της αλλά και μια διακριτική πρόταση του Κώστα Δέσπου στον Αριστείδη Κοντοδήμο, Υπουργό, την έφεραν στην κρίσιμη αυτή θέση. Με τις γνώσεις της, την οξυδέρκειά της και τον αέρα της σαν γυναίκα και προσωπικότητα σύντομα κέρδισε κατά κράτος τον ώριμο και έμπειρο Υπουργό. Ο οποίος πλέον είχε γίνει πιστός θαυμαστής της σαν επαγγελματία αλλά και σαν άνθρωπο.
"Με ζητήσατε κ. Υπουργέ;"
"Έλα κάτσε Θάλεια", της είπε εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη.
"Τι έχουμε κ. Υπουργέ;"
Χώθηκε μέσα στους φακέλους του, χωρίς να την κοιτάξει άρχισε να λέει αναζητώντας κάτι συγκεκριμένο.
"Ξεκινάει δουλειά και μάλιστα σοβαρή. Ίσως να άκουσες ότι προχωράμε στην δημοπράτηση κάποιων μεγάλων έργων"
"Ναι φυσικά το έμαθα", απάντησε η Θάλεια.
"Οι διαγωνισμοί θα είναι δύο. Ο ένας θα αφορά τον οδικό άξονα στην Μακεδονία και ο δεύτερος θα είναι στρατηγικής σημασίας", σήκωσε τα μάτια του να την δει έχοντας ανασύρει τον σχετικό φάκελο. "Αφορά την ανακατασκευή όλων των μεγάλων αεροδρομίων της χώρας"
"Καταλαβαίνω κύριε Υπουργέ, έχουμε εικόνα από τις υποψηφιότητες;"
"Ναι έχουμε τις πρώτες σίγουρες. Θέλω λοιπόν να σε προετοιμάσω ότι μας περιμένει μεγάλη πίεση, δουλειά και πολύ παρασκήνιο"
"Όταν λέτε παρασκήνιο;" τον ρώτησε εύλογα.
"Καλά, παιδί μου, μην δίνεις εσύ πολύ μεγάλη σημασία σε αυτό, άστο να το χειριστώ εγώ", την κοίταξε γελώντας "Θα φάνε τα μουστάκια τους οι μνηστήρες, να το ξέρεις"
"Μα ποιοί είναι αν επιτρέπετε.."
"Τι αν επιτρέπετε, αφού εσύ θα τα χειριστείς όλα αυτά στο πρώτο στάδιο των διαγωνισμών. Άρα θα ξέρεις τα πάντα. Προς το παρόν οι σίγουροι παίχτες είναι μια ξένη μεγάλη Γερμανική πολυεθνική...ξέρεις αυτή που έχει εδώ θυγατρική, απ' τη Βαυαρία..."
Η Θάλεια τον κοίταξε έντονα.
"Διευθυντής εδώ είναι ο Κώστας ο Δέσπος..." της χαμογέλασε "τον γνωρίζεις. Επαγγελματικός θαυμαστής σου, όταν ήταν η στιγμή για την αξιολόγησή σου, μου είχε πει τα καλύτερα λόγια.."
Η Θάλεια ένιωθε αμήχανα.
"Μην νιώθεις αμήχανα, σε καταλαβαίνω. Δεν του χρωστάς κάτι. Πρόταση μου έκανε, έλα... τι έλεγα λοιπόν. Α, το δεύτερο μεγάλο ψάρι είναι εδώ, ντόπιο. Ένας μεγαλοεργολάβος από τα παλιά, που κουμαντάρει το χώρο. Ο Διονύσης Ναρσής με την κατασκευαστική του εταιρεία"
Η Θάλεια ένιωθε να παίρνει φωτιά σύγκορμη στο άκουσμα του ονόματος. Το πρόσωπό της άλλαξε χρώμα.
"Έχεις ακούσει για αυτόν;" την ρώτησε. Η Θάλεια είχε μείνει παγωμένη.
"Τι έπαθες παιδί μου; εσύ μαρμάρωσες"
"Όχι, όχι δεν έχω ακούσει...." προσέθεσε εκείνη έτοιμη σχεδόν να λιποθυμήσει.
"Θα τον μάθεις....! Θα τον μάθεις....! Ένας άσπονδος ...γνωστός, ας τον πω έτσι. Αυτός θέλει μεγάλη προσοχή"
Η Θάλεια είχε αρχίσει όχι μόνο να συνέρχεται αλλά να αποκτά μια αλλόκοτη ιδέα στη σκέψη που εξωτερικεύονταν από μια έντονη φλόγα στα μάτια της.
"Λοιπόν τι λες; Πως σου φαίνεται;" Την ρώτησε.
"Σαν δώρο σε Ρώσικη ρουλέτα κ. Υπουργέ....!", ακούστηκε αχνά σχεδόν από μέσα της η φωνή της λες και βρισκόταν σε έκσταση.
"Τι είπες;" Την ρώτησε ξανά ο Κοντοδήμος.
"Τέλεια κ. Υπουργέ" ανταποκρίθηκε εκείνη. Ο Κοντοδήμος την κοίταζε παράξενα προσπαθώντας να αντιληφθεί την αλλαγή της.
"Τι λες; πως σου φαίνεται; Θα τα καταφέρουμε να χειριστούμε αυτούς τους ...ελέφαντες χωρίς να μας συντρίψουν;" Την ρώτησε μια ακόμα φορά.
Η Θάλεια τον κοίταξε ίσια στα μάτια με ένα αμυδρό σκληρό χαμόγελο.
"Δεν μπορείτε να φανταστείτε κ. Υπουργέ...! Όπως το είπατε. Δώρο-πρόκληση", του απάντησε αφήνοντας τον Κοντοδήμο να αιωρείται γεμάτος ερωτήματα για το ύφος της συνεργάτιδάς του.
(Συνεχίζεται...)
Ένα κεφάλαιο "σταθμός" θα το έλεγα με το οποίο ανοίγεται ένα σημαντικό, κορυφαίο κομμάτι της ζωής της Θάλειας. Της αλήθειας για τη ζωή της. Μια αλήθεια διπλή. Τόσο για την φυσική της καταγωγή όσο και για τα όσα της κληροδότησε το βιβλίο εκείνο του άγνωστου συγγραφέα. Που οι σελίδες του ξέφυγαν σαν ένας οδηγός σκοταδιού στη ζωή της. Γιατί η Θάλεια Μαζαράκη αντέδρασε με τον συγκεκριμένο τρόπο στο άκουσμα της είδησης των "μνηστήρων" των δημοσίων έργων; Είναι κάτι που θα ξετυλιχτεί στα κεφάλαια που ορμητικά έρχονται.
Την κρίση, τις παρατηρήσεις, τις σκέψεις σας μαζί με το "ευχαριστώ" μου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro