Κεφάλαιο 47: Τρυφερότητα στη σκιά μιας απειλής
Πήγε στο γραφείο της. Έκατσε και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ένιωθε να την πλημμυρίζει μια υπερδιέγερση αλλά προσπάθησε να την τιθασεύσει. Η Σκέψη της πήγε στον Τίμο. Του το είχε υποσχεθεί. Τον κάλεσε στο τηλέφωνο στο γραφείο του. Η φωνή του την γέμισε με γαλήνη που την είχε ανάγκη.
"Εγώ είμαι, τι κάνεις;" Του είπε. Η απάντησή του ακούστηκε ήρεμη και τρυφερή.
"Είμαι στη διάθεσή σου για το βράδυ, χρειάζομαι και εγώ μια ανάσα από εδώ μέσα να πάρω λίγο αέρα".
"Δεν ξέρεις τι χαρά μου δίνεις", της απάντησε.
Μίλησαν για λίγο χαλαρά. Το ραντεβού τους κλείστηκε για το βράδυ στις εννέα.
"Αυτή τη φορά θα έρθω εγώ να σε πάρω, πες μου που θέλεις;"
Το τακτοποίησαν. Η Θάλεια έκλεισε το τηλέφωνο. Ένιωθε πιο ήρεμη. Η φωνή του Τίμου την γαλήνευε. Ανέκαθεν ένιωθε αρκετά ένοχα απέναντί του. Του έκρυβε πολλά πράγματα που δεν ήξερε ποια θα ήταν η αντίδρασή του αν τα μάθαινε ποτέ. Πάντα αυτό το ενδεχόμενο την βασάνιζε αλλά ήταν αργά για να σταματήσει.
Γύρισε στο σπίτι της νωρίς το απόγεμα. Το πρώτο πράγμα που έκανε αφού τακτοποίησε τα προσωπικά της αντικείμενα ήταν να πάει στο γραφείο της. Το χέρι της σχημάτισε τον αριθμό τηλεφώνου του Κώστα Δέσπου, στην θυγατρική της Γερμανικής εταιρείας.
"Καλησπέρα, εγώ είμαι..."
"Θάλεια...! Τι ευχάριστη έκπληξη", ακούστηκε η φωνή του κρύβοντας μια αίσθηση αναμονής για τον λόγο του τηλεφωνήματος.
"Σας κάλεσα να σας ενημερώσω, έχω νέα..."
"Είμαι όλος αυτιά"
"Η απόφαση έχει ληφθεί. Ο Διαγωνισμός κρίθηκε"
Ακολούθησαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής σαν ο συνομιλητής της να αναλογίζονταν την σημασία των λόγων της.
"Έχεις να μου πεις κάτι;", Τη ρώτησε με φανερή αγωνία.
"Αυτό που θα σας πω είναι απόρρητο. Και στην συνεργασία μας κατανοείτε ότι πρέπει να γίνει σεβαστό"
"Δεν είμαστε από τους ανθρώπους Θάλεια που παραβιάζουμε κανόνες, σε ακούω"
"Είστε οι ανάδοχοι του έργου, αυτήν την ενημέρωση έχω και είναι από τα πλέον ειδικά χείλη"
"Έξοχα....!" Ακούστηκε ο Δέσπος, με μια αντίδραση εμφανώς πανηγυρική και ευχαριστημένη.
"Όλα πήγαν όπως τα είχαμε σχεδιάσει", Του είπε. "Σε λίγες μέρες θα γίνει η επίσημη ανακοίνωση, να είστε έτοιμοι"
Ο Δέσπος αν δεν ήταν στο τηλέφωνο θα την είχε αγκαλιάσει από τον ενθουσιασμό του.
Την ευχαρίστησε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.
"Θα είμαστε σε επαφή", του είπε και μετά από λίγο έκλεισαν.
Άφησε τον εαυτό της να ηρεμήσει. Είχαν πέσει πολλά πράγματα μαζί και η πίεσή τους επάνω της ήταν έντονη. Μερικές στιγμές και αφόρητη. Ένιωθε τον κύκλο να κλείνει σιγά σιγά και τα γεγονότα να επιταχύνονται. Χρειαζόταν ανάσες για να διαχειριστεί την συνέχεια. Και μια τέτοια θα ήταν η αποψινή της συνάντηση με τον Τίμο.
Οι ώρες πέρασαν σχετικά γρήγορα. Κατάφερε και χαλάρωσε λιγάκι. Μάλιστα για λίγη ώρα κατάφερε να πάρει έναν ήρεμο ύπνο. Προς το βράδυ ετοιμάστηκε και γύρω στις Οκτώ και μισή ξεκίνησε. Θα την περίμενε στον ηλεκτρικό σταθμό της Νέας Ιωνίας στις εννέα, όπως είχαν συμφωνήσει. Ένιωθε όμορφη και λαμπερή.
Τον βρήκε να την περιμένει. Ήταν ντυμένος απλά αλλά με γούστο. Το πρόσωπό του ήταν φωτισμένο από το αδρό του χαμόγελο.
Μπήκε στο αυτοκίνητο, έσκυψε δίπλα της και την φίλησε απαλά στα χείλη. Η κόκκινη Alfetta ξεκίνησε.
"Λοιπόν; Που έχεις σκοπό απόψε να με ...παρασύρεις;" Της είπε χαριτολογώντας. Του έριξε μια λοξή ματιά.
"Κατεβαίνουμε παραλία;" τον ρώτησε.
"Μετά χαράς", απάντησε εκείνος και ο δρόμος ξανοίχτηκε μπροστά τους.
Λίγη μουσική στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τους έκανε διακριτικά συντροφιά καθώς κουβέντιαζαν για πολλά και διάφορα της καθημερινότητάς τους. Χωρίς να το καταλάβουν, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, είχαν φτάσει στην παραλιακή.
"Πάμε στο Καβούρι;" Του είπε.
"Το συζητάς; αφού ξέρεις ότι το θεωρώ ...δικό μας μέρος"
Ο Καιρός ήταν καλός. Είχε την ψύχρα του, χειμώνας άλλωστε αλλά το κρύο για νύχτα ήταν ανεκτό. Ο ουρανός ξάστερος με λίγα σκόρπια σύννεφα να συνθέτουν έναν όμορφο καμβά στο στερέωμά του.
Έφτασαν. Άφησαν το αυτοκίνητο στον μικρό δρόμο και κίνησαν στο μαγαζάκι προς την παραλία. Κάποια στιγμή εκεί ο Τίμος, έριξε μια ματιά πίσω του.
"Τι συμβαίνει;" τον ρώτησε η Θάλεια.
"Δεν ξέρω, μην κοιτάς, έχω την εντύπωση, ότι αυτό το αυτοκίνητο εκεί πίσω που πάρκαρε μετά από εμάς..."
"Λοιπόν;"
"Νομίζω ότι το είδα και στο σταθμό που ήρθες να με πάρεις"
"Μήπως είναι ιδέα σου;"
"Δεν ξέρω, θαρρώ ότι δεν κάνω λάθος"
"Σου δίνει την εντύπωση ότι σε ακολουθούσε;"
"Εντάξει, μην το κάνω και αστυνομική ταινία, τελευταία τα νεύρα μου είναι λίγο τεντωμένα", της είπε.
Η Θάλεια από μέσα της δεν πήρε αψήφιστα την εντύπωση του Τίμου. Απλά δεν την εξωτερίκευσε για να μην φουντώσει την ανησυχία του.
"Πήρες αριθμό κυκλοφορίας;" Τον ρώτησε.
"Όχι.."
"Άκου, στην επιστροφή μας, θα έχουμε το νου μας, αν το δεις εκεί κράτα τον αριθμό, εσύ έχεις τη δυνατότητα να μάθεις πράγματα", του είπε.
"Έχεις δίκιο", απάντησε, "Είμαστε εδώ για μας...". Την αγκάλιασε τρυφερά.
Είχε περάσει κάμποση ώρα από τότε που είχαν φτάσει στο μαγαζί. Μια απλή μικρή ταβέρνα εκεί στην άκρη της θάλασσας. Ένα απλό μικρό τζάκι έδινε με τις φλόγες του μια πρόσθετη ομορφιά στο εσωτερικό της σάλας. Κάθονταν κοντά στα παράθυρα. Μπροστά τους στον κόλπο του Καβουριού, το χειμωνιάτικο φεγγάρι λαμπύριζε στην ήρεμη θάλασσα. Ένα ειδυλλιακό τοπίο μιας βραδιάς που την είχαν και οι δύο ανάγκη. Είχαν ανοίξει τις κουβέντες τους σε πολλά και διάφορα. Κάποια στιγμή η Θάλεια τον ρώτησε για τα τωρινά τους:
"Αλήθεια πες μου, πως πάει η έρευνά σου;"
"Στην εφημερίδα λες; Ξεκινήσαμε, και νομίζω καλά"
"Χαίρομαι..."
"Ναι αλλά έχω ένα παράπονο" Της είπε με τα εκφραστικά του μάτια.
"Τι;" Ρώτησε εκείνη ανήσυχη.
"Απ ότι καταλαβαίνω, δεν πήρες καν να την διαβάσεις. Και μην με παρεξηγήσεις. Δεν εννοώ να στηρίξεις τη δική μου δουλειά αλλά να δεις τα στοιχεία για ένα συγγενικό σου πρόσωπο"
Η Θάλεια μαζεύτηκε. Ένιωσε μια ακόμα φορά ένοχα.
"Ναι, έχεις δίκιο", του είπε ανάβοντας τσιγάρο. "Ζητώ συγγνώμη. Απλά το ξεκίνημά σου έτυχε να πέσει με μεγάλο φόρτο δουλειάς και.."
"Μην απολογείσαι"
"Έβγαλες κάποια άκρη; Προχώρησες πουθενά; Αυτός ο τύπος που βρέθηκε σκοτωμένος;" τον ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει το ενδιαφέρον της.
"Είμαστε σίγουροι ότι αυτός ο τύπος κάποιους ενόχλησε. Και προσωπικά πιστεύω ότι ενόχλησε το αφεντικό του, τον Ναρσή, ίσως κάτι έγινε, κάτι ξέφυγε η κατάσταση και τον έβγαλαν απ τη μέση"
"Αυτό που το στηρίζεις;"
"Του την πέσαμε Θάλεια με την Αλεξία, τον στριμώξαμε τον Γεβετζή, και εκεί κάπου ίσως είχαμε αντιδράσεις"
"Κατάλαβα"
"Και αν κρίνω και από κάτι παρεμβάσεις του εκδότη μας στον διευθυντή μου είναι σίγουρο ότι κάποιοι ενοχλήθηκαν".
"Να σε ρωτήσω τι πιστεύεις για αυτήν την ιστορία;"
"Θάλεια, ο Λεμπεδιωτάκης δολοφονήθηκε. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι τον βγάλανε απ τη μέση τα αφεντικά της εταιρείας που γινόταν η απεργία. Η δράση του, ενόχλησε. Τους δημιούργησε προβλήματα. Ο Γεβετζής, αυτό το κτήνος τον σκότωσε με το φορτηγό. Υπάρχουν μαρτυρίες εργατών της εποχής εκείνης για τη στάση του αλλά και κάτι πάρε-δώσε που είχε με εκείνο το άλλο το μούτρο..."
"Ποιον λες;"
"Τον Ζησιμάκο. Του χρώσταγε λεφτά απ τα χαρτιά. Λίγες μέρες μετά το περιστατικό, του τάσκασε μετρητοίς"
Η Θάλεια δεν μίλησε. Ένιωθε μέσα της μια ταραχή να φουντώνει αλλά δεν την έδειξε.
"Βρε Θάλεια, να σε ρωτήσω κάτι;"
"Σ' ακούω" απάντησε εκείνη.
"Ο πατέρας σου, όλα αυτά τα χρόνια τέλος πάντων, μήπως σου ανέφερε κάτι για τον αδελφό του; Κάτι που ίσως είναι σημαντικό για να βρούμε μια άκρη. Θυμάσαι τίποτα"
Τον κοίταξε ήρεμα στα μάτια.
"Όχι. Θέλω να πω κάτι που αφορούσε αυτά τα γεγονότα όχι. Δεν έκανε ποτέ του κουβέντα."
Ο Τίμος έτριψε αμήχανα το πρόσωπό του.
"Περίεργο στ' αλήθεια"
"Γιατί το λες; Αν το σκεφτείς δεν είναι περίεργο. Εγώ γεννήθηκα μετά τον θάνατο του Λεμπεδιωτάκη. Συνεπώς η ζωή μου δεν ακουμπούσε πουθενά πάνω του".
Ο Τίμος πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήρθε και κάτι άλλο στο νου του αλλά αυτό δεν μπορούσε να της το πει. Κάτι που εξηγούσε απλά αυτήν την έλλειψη ενημέρωσης της Θάλειας για τα γεγονότα που σημάδεψαν το τέλος της ζωής του θείου της. Αν εκείνος ο άνθρωπος στην οδό Βίσσης, έλεγε την αλήθεια και η Θάλεια ήταν υιοθετημένη τότε εκείνη την εποχή πως να ήξερε για τα γεγονότα αυτά. Η πρόσκαιρη αυτή σιωπή κόπηκε με μια καινούργια κουβέντα του Τίμου. Η φωνή του ακούστηκε τρυφερή, σχεδόν παρακλητική.
"Θάλεια... θέλω να σου πω κάτι"
Εκείνη τον ενθάρρυνε με ένα ζεστό βλέμμα, σαν να περίμενε.
"Να...." Δίστασε, σαν κάτι να ήθελε να πει αλλά δεν ήξερε πως να το διατυπώσει.
"Το τι νιώθω για σένα το ξέρεις, δεν στο έκρυψα ποτέ. Κάθε μέρα που περνάει νιώθω να έρχομαι πιο κοντά σου. Μην προσπαθήσεις να το εξηγήσεις αυτό, δεν υπάρχει. Απλά θέλω να ξέρεις...", κόμπιασε.
Του έπιασε τα χέρια τρυφερά πάνω στο τραπέζι. Σαν να ήθελε να τον λευτερώσει από αυτό που τον δυσκόλευε. Εκείνος ήπιε λίγο κρασί θέλοντας να ξεκινήσει ξανά.
"Άκου, θέλω να με νιώθεις δικό σου άνθρωπο. Θέλω να ξέρεις ότι είμαι κοντά σου. Σ' αγαπώ..."
Ένιωσε τα χέρια της να σφίγγουν τα δικά του. Ανταποκρίθηκε και εκείνος συνεχίζοντας.
"Ότι σε βαραίνει θέλω να ξέρεις ότι είμαι εδώ να το ακούσω. Ότι και να είναι. Όσο βαρύ όσο ιδιαίτερο και να είναι"
"Σε ευχαριστώ, το ξέρω", Του είπε αχνά, φιλώντας το χέρι του.
"Άνοιξέ μου την καρδιά σου Θάλεια. Μίλα μου. Ότι θέλεις, ότι σε απασχολεί, ότι σε βαραίνει από τα παλιά, είμαι εδώ δίπλα σου, να το μοιραστώ μαζί σου"
Η Θάλεια άφησε το χέρι του. Εμφανώς φορτισμένη αλλά και προβληματισμένη, έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Τον κοίταξε στα μάτια ξανά, έντονα, αφοπλιστικά.
"Τι σε κάνει να το λες αυτό;"
"Η διάθεσή μου να σου πω ότι θέλω να με νιώθεις άνθρωπο που θα μπορείς να μοιραστείς όλα όσα σε βαραίνουν. Αυτό"
"Πιστεύεις ότι σου κρύβω πράγματα;" τον ρώτησε.
"Πιστεύω ότι κουβαλάς πράγματα στην καρδιά σου, που έχεις ανάγκη να τα μοιραστείς. Και ήθελα να σου πω ότι είμαι δίπλα σου να το κάνεις"
"Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;"
Ήταν σειρά του να την κοιτάξει βαθιά στα μάτια.
"Μερικά πράγματα δεν περνάνε από την εγκεφαλική γνώση. Απλά τα φωνάζουν οι αισθήσεις. Το ένστικτο"
"Και τι λένε αυτά τα ένστικτα κύριε δαιμόνιε δημοσιογράφε ;" Του είπε γλυκά χαμογελαστά.
"Εκεί που σε πλησιάζω, σε χάνω. Σαν να υπάρχει κάτι αόρατο μεταξύ μας που τοποθετεί φράγματα και χτίζει αποστάσεις. Κάνε το βήμα λοιπόν. Εκτός..."
"Εκτός τι ;"
"Εκτός κι αν δεν με εμπιστεύεσαι"
Άπλωσε το χέρι της στα χείλη του σαν χάδι.
"Κουτέ....! "
Το θέμα σταμάτησε εκεί. Άλλαξαν κουβέντα. Ο Τίμος θεώρησε ότι δεν έπρεπε να την πιέσει περισσότερο για να μιλήσει. Είχε κάνει σαφή τη θέληση και τη στάση του. Το μήνυμά του το πέρασε. Από εδώ και πέρα όφειλε να σεβαστεί τη δική της ανταπόκριση. Το βήμα ήταν τώρα δικό της. Οτιδήποτε άλλο αν έκανε. Αν το έλεγε μονόπλευρα σαν ερώτηση, ίσως να κατέστρεφε τα πάντα. Όλα ακροβατούσαν σε μια λεπτή ισορροπία.
Η ώρα είχε περάσει.
"Πάμε να περπατήσουμε λίγο; Έξω η βραδιά είναι ήρεμη", του είπε.
"Φυσικά...."
Μετά από λίγο οι φιγούρες τους έκαναν παράξενα σχήματα στην παραλία. Οι σκιές, το λαμπύρισμα του φεγγαριού στα νερά, ο ήχος των κυμάτων που διακριτικά έσβηναν στην παραλία τους συνόδευε στη δική τους σιωπή. Στάθηκαν κάπου εκεί, οι αγκαλιές τους άνοιξαν, τα κορμιά τους έγειραν το ένα πάνω στο άλλο, τα χείλη τους έσμιξαν σε ένα φιλί.
Άφησαν την παραλία μέσα σε χαμόγελα και κινήθηκαν προς το αυτοκίνητο. Τα μάτια του Τίμου αναζήτησαν το άγνωστο αυτοκίνητο.
"Δεν είναι εδώ;" ρώτησε η Θάλεια.
"Δεν το βλέπω" της είπε.
"Ίσως να ήταν ιδέα μας, πάμε" απάντησε.
"Μακάρι" έκανε εκείνος ανοίγοντας την πόρτα. Σε λίγο έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού. Στη διάρκεια της διαδρομής είχαν χαλαρώσει πολύ μεταξύ τους.
Κάποια στιγμή που το αυτοκίνητο κινήθηκε σε άλλη διαδρομή ο Τίμος ρώτησε:
"Μα που πας;"
"Θέλω να μείνεις απόψε σπίτι μου", του είπε αφοπλιστικά.
"Πως έτσι ; θέλω να πω... συγγνώμη αλλά..."
"Θεώρησέ το σαν πρόταση, απλή, σε ενοχλεί;"
"Εμένα ; Απλά... " Δεν ήθελε να της πει ότι του φαινόταν κάπως απρόσμενο αλλά σώπασε. Από την άλλη η Θάλεια στη σκέψη της δεν είχε ξεχάσει εκείνο το αυτοκίνητο που είχαν εντοπίσει στο Καβούρι. Το είχε δει και εκείνη απλά δεν είχε πει τίποτα για να μην τον ανησυχήσει. Το ίδιο έκανε και τώρα. Οι απειλές και τα λόγια του Διονύση Ναρσή για τον Τίμο την είχαν βάλει σε συναγερμό. Ήταν φανερό ότι τον παρακολουθούσαν και απόψε δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο έξω στη νύχτα.
Είχε προχωρήσει αρκετά η ώρα όταν η κόκκινη Alfetta της Θάλειας παρκάριζε έξω από το σπίτι της. Ο Τίμος κοντοστάθηκε.
"Εδώ είναι", της είπε με τρόπο. Η Θάλεια έκανε μια κίνηση να δει. Ο Τίμος την εμπόδισε διακριτικά.
"Μην γυρίσεις, συνέχισε απλά ότι κάνεις..." Της είπε προσεκτικά.
"Είναι εδώ;"
"Ναι, εκεί απέναντι, το ίδιο αυτοκίνητο, μια μαύρη BMW"
Την ίδια στιγμή τα φώτα του άναψαν και το σκούρο όχημα ξεκίνησε φεύγοντας. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχε χαθεί στο επόμενο τετράγωνο.
"Κράτησες τον αριθμό;" τον ρώτησε η Θάλεια.
"Περίμενε ένα λεπτό". Έβγαλε από το μπουφάν του ένα στυλό και ένα μικρό σημειωματάριο. Έγραψε τον αριθμό εκεί.
"Ναι το κράτησα", της είπε, "αύριο θα το δώσω στην Αλεξία να βρει στοιχεία"
Η Θάλεια δεν είπε τίποτα. Μέσα της οι φόβοι της είχαν επαληθευθεί. Ένιωσε καλύτερα που δεν τον είχε αφήσει να φύγει. Δεν ήξερε μέχρι που μπορούσε να φτάσει ο Ναρσής.
Μπήκαν στο σπίτι. Μετά από λίγα λεπτά ήταν στον καναπέ πιο χαλαροί, εντελώς ελεύθεροι. Ένα μικρό διακριτικό φως από το μεγάλο αμπαζούρ του σαλονιού έδινε μια γλυκιά λάμψη στο χώρο. Η Θάλεια έφερε στο τραπέζι ένα όμορφο κηροπήγιο από Νικέλιο με τρία κεριά. Τα άναψε και έβαλε και δύο ποτήρια ουίσκι δίπλα τους. Ο Τίμος πήρε στα χέρια του κοντά το κηροπήγιο που άστραφτε στο φως των κεριών.
"Του πατέρα σου;" Τη ρώτησε.
"Ναι... του άρεσαν τα παλιά πράγματα", είπε με διάθεση νοσταλγική.
Ο Τίμος πάλι άρχισε να ταλαντεύεται μέσα του.
"Είχατε καλές σχέσεις με τους γονείς σου;" Την ρώτησε σε μια προσπάθεια μήπως και την παρασύρει σε κάποια εξομολόγηση.
"Ναι..." είπε εκείνη αυθόρμητα φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη της. "Με αγαπούσαν, πολύ. Έκαναν ότι μπορούσαν για να στηρίξουν τα όνειρά μου..." είπε συγκινημένη.
Ο Τίμος έβλεπε την συναισθηματική ένταση στο πρόσωπό της. Όλα ήταν σε ένα σημείο οριακό. Σε μια φράση, σε ένα βήμα. Προσπάθησε να σκεφτεί πως θα μπορούσε να συμβάλει σ αυτό.
"Είχα ένα φίλο...", της είπε, "Κάποτε κάναμε πολύ παρέα. Είχε με τους γονείς του μια εξαίρετη σχέση σαν και σένα. Κάποια στιγμή κάπου στην εφηβεία του είπαν την αλήθεια"
Ο Τίμος το πάλευε στα πλάγια.
"Δηλαδή;" ρώτησε η Θάλεια.
"Ότι δεν ήταν οι πραγματικοί του γονείς, ότι ήταν υιοθετημένος"
Η Θάλεια έκανε μια αδέξια νευρική κίνηση με το ποτήρι. Ο Τίμος την παρατηρούσε διακριτικά.
"Και;"
"Αντέδρασε στην αρχή κάπως άτσαλα, επιθετικά..."
Τον διέκοψε.
"Κακώς....! Εκείνοι οι άνθρωποι τον ανέθρεψαν. Δεν ξέρω το λόγο που δεν ήταν με τους πραγματικούς του γονείς αλλά αυτοί οι άνθρωποι πήραν το δικό τους φυσικό ρόλο", Ακούστηκε κατηγορηματικά.
"Ναι, και εγώ αυτό πιστεύω", της είπε "αλλά... μερικές φορές στην είδηση αντιδρούμε άσχημα"
Η απάντηση αυτή της Θάλειας αστραπιαία στο μυαλό του ενίσχυσε την άποψη ότι η Θάλεια όντως ήξερε την αλήθεια για τους γονείς της. Ο Άνθρωπος εκείνος, ο Κουμουρτζίδης είχε δίκιο. Απλά δεν ήθελε να ανοιχτεί να μιλήσει.
"Θα μοιραζόσουν με κάποιον ένα τέτοιο μυστικό Θάλεια;" της είπε όσο μπορούσε πιο λεπτά.
Τον κοίταξε έντονα.
"Εξαρτάται..."
"Από τι;"
"Από τις περιστάσεις, από τη στιγμή, από το πρόσωπο, από πολλά. Αλλά γιατί επιμένεις τώρα σ' αυτό;"
Ο Τίμος κατάλαβε. Δεν θα συνέχιζε. Αποφάσισε να σταματήσει. Ίσως μια άλλη στιγμή.
"Όχι έτσι απλά στην κουβέντα επάνω", της είπε.
"Να σου πω και εγώ κάτι", του είπε γέρνοντας στον καναπέ βάζοντας το κεφάλι της στα πόδια του τρυφερά. "Είναι φορές στη ζωή μας που κάνουμε πράγματα που δεν μας εκφράζουν, σαν να μην είμαστε εμείς. Αλλά κάτι άλλο. Κάτι που ακολουθεί κάποιους άλλους κανόνες. Και προχωρώντας βουτάμε μέσα στην ασχήμια και στον κυνισμό. Είναι η ζωή που βάζει τους δικούς της κανόνες..."
Της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά, το χέρι του άγγιξε τα χείλη της.
"Σε όση ασχήμια και αν πέσει κάποιος, σε όποιο βάλτο και αν κυλιστεί το διαμάντι, μπορεί να χάσει τη λάμψη του αλλά πρόσκαιρα. Με λίγο καθάρισμα θα αστράψει ξανά", της είπε.
"Θέλω να μην το ξεχάσεις αυτό μ' ακούς;" του είπε ψιθυριστά.
Την κοίταξε απορημένος.
"Ότι και να γίνει ή να μάθεις, αυτό θέλω να το θυμάσαι", του είπε με συγκίνηση.
"Θάλεια...."
Έβαλε το χέρι της πίσω από το κεφάλι του και τράβηξε απλά το πρόσωπό του στο δικό της.
"Σσσσστ....", του είπε τη στιγμή που τα χείλη της αναζήτησαν με θέρμη τα δικά του. Σε λίγες στιγμές τα χέρια του άγγιζαν το γυμνό της στήθος που ριγούσε, ταξίδευαν στα πόδια της που τον προκαλούσαν για τα χάδια του. Τα επόμενα λεπτά, τα γυμνά τους κορμιά είχαν μπει το ένα μέσα στο άλλο και οι αναστεναγμοί της ηδονής τους άρχισαν το δικό τους τραγούδι.
Πήρε την πρωτοβουλία εκείνη. Ξέσπασε ηδονικά. Σε κάτι που δεν είχε συνηθίσει τον Τίμο. Που έβλεπε μια ερωτική Αμαζόνα να μην έχει όρια ή αναστολές στον ερωτικό της καλπασμό. Καθώς χόρευε άναρχα στο κορμί του νιώθοντάς τον να παλινδρομεί βαθιά μέσα της, σαν να ξέσπαγε. Μια ερωτική Μαινάδα. Αχαλίνωτη και ερεθισμένη στα άκρα. Λες και ήθελε να αποτινάξει από πάνω της, ενοχές ή μιαρές αισθήσεις. Και στις ερωτικές της κραυγές και αναστεναγμούς, θα πρόσεχε κανείς στο βάθος ένα μυστικό κλάμα, μια σπονδή με δάκρυα, λες και πρόσμενε να γεννηθεί ξανά μια άλλη γυναίκα σε ένα άλλο πάθος. Σαν να έψαχνε την αλήθεια να μπολιάσει ξανά το σώμα της και να αποδιώξει την ασχήμια σε εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ με την Ανοιξιάτικη ψευδαίσθηση.
(Συνεχίζεται...)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro