Κεφάλαιο 46: Η δημοπρασία κρίνεται
Ι.
Σήμερα Τρίτη, ο Τίμος, στο φύλλο της εφημερίδας, στην ιστορική του έρευνα, πήγε με βήματα προσεκτικά. Με την Αλεξία δεν είχαν καινούργια πράγματα να προσθέσουν στην έρευνά τους. Τα πράγματα με το φόνο του Γεβετζή κινούνταν στο σκοτάδι. Συνεπώς μετά τις χθεσινές του αναφορές στο φύλλο της Δευτέρας, δεν είχε τη δυνατότητα να πάει ένα βήμα πιο πέρα. Έτσι στο σημερινό φύλλο, η έρευνά του, είχε καθαρά ιστορικά στοιχεία. Αναφορές στην κοινωνική κατάσταση της περιοχής την εποχή εκείνη. Στα ζητήματα που αποτελούσαν σημείο αιχμής τότε για το εργατικό κίνημα. Επίσης μια ιχνογραφία του χαρακτήρα του Κώστα Λεμπεδιωτάκη ως πρόσωπο στο εργατικό κίνημα τόσο στον εργασιακό χώρο όσο και στη δουλειά του.
Περίμενε και την Αλεξία να του δώσει όποιες καινούργιες πληροφορίες είχε τόσο από πηγές του αστυνομικού ρεπορτάζ όσο και από την ίδια.
Εκείνο που σήμερα τον απασχολούσε ήταν άλλο. Ήταν η Θάλεια. Χθες στο τηλέφωνο την άκουγε διαφορετική. Αυτή η τρυφερότητα με την οποία τον αγκάλιασε έβγαζε από μέσα της ανησυχία και ίσως φόβο. Οι παραινέσεις της προς τον ίδιο να είναι προσεκτικός στην έρευνά του αυτό μαρτυρούσαν.
Έπειτα ήταν και το άλλο. Αυτά που έμαθε την Κυριακή το μεσημέρι από εκείνον τον παλιό γνώριμο του πατέρα της τον Ανδρέα Κουμουρτζίδη ότι η Θάλεια ήταν θετή κόρη του Μαζαράκη δεν έφευγαν από το μυαλό του. Όχι για λόγους περιέργειας. Η συνάδελφός του η Αλεξία είχε απόλυτο δίκιο όταν του έλεγε ότι τέτοια θέματα δεν λέγονται εύκολα ακόμα και σε δικούς μας ανθρώπους. Δεν ήταν αυτό λοιπόν. Ήταν μια αίσθηση, μια ταραχή, που γινόταν μέσα του. Ήθελε ακόμα περισσότερο να σταθεί δίπλα της. Την ένιωθε ακόμα πιο κοντά του. Ήθελε να της δώσει όλον του τον εαυτό. Να γίνει για εκείνην κάτι σαν αποκούμπι.
Έκανε ένα διάλειμμα από την τρέχουσα απασχόλησή του στο γραφείο του. Άναψε ένα τσιγάρο, σηκώθηκε και στάθηκε στο παράθυρο αφήνοντας το βλέμμα του να χαθεί στο μπετόν που έπνιγε ολόγυρα το κέντρο της Αθήνας.
Κάτι μέσα του πάλευε. Να της το έλεγε; Όμως πως; Ζητώντας πια ακριβώς συνέχεια; Με ποιο τρόπο; Βασανιζόταν. Ένα τέτοιο θέμα, ακραία λεπτό για κάθε άνθρωπο, δεν ήξερε πως να το χειριστεί. Έπειτα ήταν και το άλλο: ήξερε τα πάντα η Θάλεια; Μέχρι που έφταναν οι γνώσεις της; Και για τον ίδιο ποιο θα ήταν το κίνητρο να βγάλει τώρα, αυτή τη στιγμή, την ιστορία στην επιφάνεια.
Όταν αγαπάμε κάποιον έχουμε μέσα μας μια απίστευτη παρόρμηση να μάθουμε τα πάντα για αυτόν. Ακόμα και τα πλέον απόκρυφα, τα πιο μακρινά, ει δυνατόν τα πιο σκοτεινά.
Ένιωσε να ταλαντεύεται. Μετά όμως το πήρε, ξεκάθαρα, απόφαση. Όχι...! Δεν θα έλεγε τίποτα. Απλά ίσως μια νύξη εντελώς επιφανειακή χωρίς τίποτα συγκεκριμένο. Μόνο και μόνο απλά να δηλώσει την παρουσία του κοντά της να του ανοίξει την καρδιά της σαν το θελήσει ή το νιώσει. Ήταν το καλύτερο.
Τις σκέψεις του διέκοψε η είσοδος της Αλεξίας που μπήκε φουριόζα στο γραφείο του.
"Καλώς την, σε περίμενα !", της είπε με χαμόγελο. Η Κοπέλα έκατσε φαρδιά-πλατιά στην καρέκλα μπροστά της.
"Απ' το πρωί δεν είχα σταματημό, με φάγανε οι δρόμοι"
"Να παραγγείλω καφέ;"
"Όχι, ήπια ήδη, κάτσε", του απάντησε παίρνοντας ανάσα.
"Λοιπόν, τι νέα φέρνει η Αγκάθα μας;" Την ρώτησε κρεμασμένη απ το στόμα της.
"Κάτσε να πάρω μια ανάσα, εσύ είχες κάτι καινούργιο;"
"Εγώ; Από που;"
"Μίλησες με τη Θάλεια καθόλου;"
"Χθες βράδυ στο τηλέφωνο, είπαμε να βρεθούμε σήμερα"
"Της είπες κάτι για αυτά που έμαθες;"
"Όχι, τουλάχιστον όχι ακόμα, δεν ξέρω, μένω στα λόγια σου"
"Και καλά κάνεις. Μόνο αν έχει να μας πει κάτι για την υπόθεση, αν γνωρίζει κάτι απ τα παλιά"
"Θα το ρωτήσω, το είχα κατά νου"
"Λοιπόν...." ξεκίνησε η Αλεξία.
"Είμαι όλος αυτιά", της είπε ο Τίμος.
"Απ την Αστυνομία δεν έμαθα κάτι ουσιαστικό. Εντάξει, δεν καίγονται και τα μπατζάκια τους για την υπόθεση. Ένας παρείσακτος σε ένα χαντάκι νύχτα μάλλον πάει στα αζήτητα με την ετικέτα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Βολεύει τους πάντες"
"Τι λένε"
"Στα τυφλά είναι ακόμα εκτός αν δεν θέλουνε να πούνε, θα το δούμε κι αυτό"
"Βρήκες τίποτα άλλο;"
"Ναι έκανα μια βόλτα στην εταιρεία που δούλευε"
"Στου Ναρσή;"
"Ρώτησα να μάθω κανένα στέκι με τους συναδέλφους του στο εργοτάξιο, που μαζεύονται, αν τα λένε πουθενά, καταλαβαίνεις, ήθελα να δω τι λένε"
"Βρήκες άκρη;" Την ρώτησε με ενδιαφέρον.
"Θα σου πω την ουσία, το πως και το γιατί το προσπερνάω"
"Εμ αυτή θέλουμε, το πως εσύ βρήκες πηγές δεν χρειάζεται να μου πεις. Αλλιώς δεν θα σε λέγαμε ...Αγκάθα", της είπε με διάθεση πειραχτική.
"Έπιασα κάτι παλιούς που τον ξέρανε χρόνια. Κουμπωμένους τους είδα. Δεν ήταν λένε απ τους ανθρώπους που θα άνοιγες την καρδιά σου μαζί του"
"Κατάλαβα..."
"Προσπαθούσε να περνάει αόρατος στην εταιρεία. Δούλευε σαν οδηγός σε μηχανήματα εσωτερικά στο εργοτάξιο. Σφιχτός, απόμακρος"
"Άλλαξε κάτι τελευταία;"
"Ναι, τον τελευταίο καιρό ήταν διαφορετικός"
"Δηλαδή ;" είπε με έκδηλη αγωνία ο Τίμος.
"Νεύρα πολλά, απότομος, επιθετικός. Σε δύο, τρεις απ αυτούς, ας πούμε τους πιο κολλητούς, έδειχνε φοβισμένος, μάλλον σε πανικό. Κάτι μουρμούραγε για ιστορίες που σκαλίζουν ορισμένοι..."
"Εμείς είμαστε αυτοί....", Διέκοψε ο Τίμος για να εισπράξει χαμόγελο.
"Κάτι για μπλεξίματα και αμαρτίες που κουβαλάει απ το παρελθόν..."
"Αυτό δείχνει ενδιαφέρον Αλεξία, μήπως είπε κάτι πιο συγκεκριμένο;"
"Όχι, μόνο τις τελευταίες μέρες πριν... μίλαγε για αχαριστία και έβριζε"
"Δεν ονομάτισε τίποτα; Δεν ξανοίχτηκε; Κάτι να του ξεφύγει;"
"Τίποτα πανάθεμά τον....! Σκληρό καρύδι".
"Δουλεμένο καθίκι...
"Χρόνια στο κουρμπέτι, ήξερε να φυλάγεται και να κρατάει το στόμα του κλειστό", πρόσθεσε η Αλεξία.
"Με λίγα λόγια όπου και να πάμε βρισκόμαστε σε σκοτάδι", έκανε ο Τίμος.
"Μέχρι στιγμής ναι, έκανα μάλιστα ένα βήμα παραπάνω. Ρώτησα προσεκτικά για εκείνη την παλιά ιστορία με τον Λεμπεδιωτάκη"
"Και λοιπόν ;" ρώτησε με αγωνία ο Τίμος.
"Τζίφος, καινούργιοι στην εταιρεία, κανείς από εκείνα τα χρόνια"
Ο Τίμος αγανάκτησε
"Τι διάολο ρε παιδί μου; δεν είχε κανέναν δικό του αυτός ο άνθρωπος; κάποιον να ξέρει τα μυστικά του; να είναι δικός του, κολλητός του;"
"Κοίτα, σίγουρα θα είχε. Απλά δεν έχουμε πέσει ακόμα επάνω του Τίμο".
"Λες;"
"Ναι, το πιστεύω. Είναι αφύσικο να μην έχει κάποιον δικό του. Απλά αυτός ο κάποιος δεν έχει πέσει στο δρόμο μας, θα δούμε"
Ο Τίμος ξεφύσηξε. Η Αλεξία τον ρώτησε
"Εσύ τι έβγαλες σήμερα στην εφημερίδα;"
"Ιστορικά στοιχεία. Τίποτα παραπάνω, αν δεν προκύψει κάτι νεώτερο λέω τις επόμενες μέρες να δώσω λίγο ένταση"
"Δηλαδή;"
"Να μιλήσω για την επαγγελματική σχέση του Γεβετζή με τους Ναρσήδες, τότε και τώρα. Και να σταθώ στις πληροφορίες για την σύγκρουση τότε του Λεμπεδιωτάκη με την εταιρεία"
Η Αλεξία τον κοίταξε σκεφτικά.
"Θέλεις να τεστάρεις αντιδράσεις ε;"
"Ναι... είναι καιρός"
"Εντάξει Τίμο μου, φεύγω πάω να μαζευτώ στο γραφείο μου, να δω και εγώ τι θα γράψω αύριο", του είπε η Αλεξία και έφυγε.
ΙΙ.
Τρίτη προχωρημένο μεσημέρι πια. Το τηλέφωνο στο γραφείο της Θάλειας στο Υπουργείο χτύπησε. Ήταν η γραμματέας του Κοντοδήμου. Την καλούσε στο γραφείο του. Η Θάλεια μετά από λίγο διέσχιζε την είσοδο.
"Κλείσε την πόρτα και κάτσε", της είπε. Ο Κοντοδήμος έδειχνε κεφάτος, αποφασιστικός. Τακτοποίησε κάποια χαρτιά μπροστά του και συνέχισε:
"Λοιπόν; τι κάνει η αγαπημένη μου συνεργάτιδα; πως νιώθουμε;"
Τον κοίταξε απορημένη.
"Καλά, προσπαθώ", του απάντησε εκείνη με έντονη την έκφραση της απορίας.
"Τα βάσανά σου τελειώνουν Θάλεια...! Μπορείς να είσαι έτοιμη να πάρεις μια μεγάλη ανάσα από όλο αυτό το ...φρενοκομείο των τελευταίων μηνών"
"Συγγνώμη αλλά κάτι δεν καταλαβαίνω"
"Και δεν έχεις και άδικο καλή μου. Ε, επέτρεψέ μου και εμένα να σε ...πειράξω λίγο, δεν έχω δα αυτό το δικαίωμα με μια από τις πιο βασικές μου συνεργάτιδες;"
"Ευχαριστώ για την τιμή κ. Υπουργέ..."
"Λοιπόν..." έκανε ο Κοντοδήμος, σοβαρεύοντας απότομα, "Η Απόφαση για τα αεροδρόμια έχει ληφθεί....! Στο ανακοινώνω ανεπίσημα για να σε προετοιμάσω. Εντός των ημερών η Κυβέρνηση θα το ανακοινώσει εν χορδαίς και οργάνοις με τον ανάλογο τρόπο και περιτύλιγμα. Ξέρεις δα πως γίνονται αυτά στην πολιτική"
Η Θάλεια ένιωσε να αναστατώνεται αλλά συνάμα να μπαίνει και σε συναγερμό.
"Φτάσαμε λοιπόν στο τέλος;"
"Ναι, καιρός ήτανε. Νομίζω εξαντλήσαμε όλα τα περιθώρια. Και... θα έχω βλέπεις και το προνόμιο, ως αρμόδιος υπουργός να κάνω εγώ την επίσημη ανακοίνωση", της είπε φτιάχνοντας τη γραβάτα του όλος υπερηφάνεια.
"Θέλω να ξέρετε ότι προσπάθησα να κάνω το καλύτερο κ. Υπουργέ"
"Και το έκανες παιδί μου, να είσαι ήσυχη"
Η Θάλεια τον κοίταζε σιωπηρή. Ο Κοντοδήμος την παρατηρούσε με το απλοϊκό του χαμόγελο.
"Τι με κοιτάς; Από μέσα σου την έχεις την ερώτηση έτσι; Γιατί δεν την κάνεις; Τι φοβάσαι ;"
"Να ρωτήσω τι;"
"Έλα βρε Θάλεια. Αν έχω να σου δώσω το όνομα του ανάδοχου. Μην κρυβόμαστε μεταξύ μας. Ή μήπως δεν έχεις σχηματίσει άποψη για το ποιος μπορεί να είναι. Εσύ έκανες τις αξιολογήσεις σε πρώτο στάδιο, άποψη έχεις"
"Είναι λεπτό το ζήτημα κύριε Υπουργέ"
Ο Κοντοδήμος για μια στιγμή σοβαρεύτηκε. Σηκώθηκε απ το γραφείο του ξεφυσώντας.
"Αυτό ξαναπές το παιδί μου...!" Είπε εμφανώς προβληματισμένος "Και να ξέρεις ένα πράμα. Δεν θα είναι καθόλου ανώδυνη όλη αυτή η διαδικασία. Μιλάω για το μετά, καταλαβαίνεις. Οι μνηστήρες που θα μείνουν έξω δεν θα το δεχτούν με χαμόγελα όλο αυτό"
"Λογικό είναι κ. Υπουργέ, και αντιλαμβάνομαι τι μπορεί να ακολουθήσει"
Ο Κοντοδήμος άρχισε να μιλάει σαν να φιλοσοφούσε.
"Έρχεται μια ώρα και στην πολιτική που οι ισορροπίες και οι ακροβατισμοί τελειώνουν και πρέπει να πάρεις αποφάσεις αδιαφορώντας για το τελικό κόστος"
"Έτσι είναι το καταλαβαίνω"
"Λοιπόν άκου Θάλεια, είσαι μία από τις άμεσες συνεργάτιδές μου. Εγώ δεν μου αρέσει να παίζω κρυφτό με ανθρώπους που εμπιστεύομαι. Θα σου πω αλλά θέλω να αντιληφθείς τη σημασία του να τηρηθεί το απόρρητο"
Η Θάλεια κατάλαβε.
"Κύριε Υπουργέ, δεν θέλω να σας πιέσω για κάτι σας παρακαλώ..."
"Λοιπόν, άκου, οι Γερμανοί παίρνουν το έργο των αεροδρομίων και όχι ο Ναρσής αυτή τη φορά"
Η Θάλεια ένιωσε μέσα της ένα σκίρτημα και μια λάμψη απλώθηκε στα μάτια της.
"Το περίμενα, σχεδόν το ήξερα κ. Υπουργέ", του απάντησε.
"Λογικό δεν είναι; Αντικείμενο της δουλειάς σου να δεις και να σταχυολογήσεις τις προσφορές, για αυτό είπα να μην κρυβόμαστε μεταξύ μας..."
"Κατανοητό. Η πρόταση και προσφορά των Γερμανών ήταν μακράν η καλύτερη"
Ο Κοντοδήμος έξυσε αμήχανα το πηγούνι του.
"Ο Ναρσής θα λυσσάξει. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως έμεινε πίσω σε κάποιες από τις πτυχές της προσφοράς για τα έργα".
Η Θάλεια σφίχτηκε αλλά μέσα της σαν να ήθελε να φωνάξει πανηγυρίζοντας.
"Τι φοβάστε από αυτόν; Άλλωστε πήρε ήδη το έργο στην Μακεδονία από τα τελευταία, συνεπώς δεν έχετε να απολογηθείτε απέναντί του"
"Μωρέ δίκιο έχεις, αλλά δεν ξέρεις πόσο άπληστος είναι Θάλεια..."
"Με εκπλήσσετε κύριε Υπουργέ....! Εσείς; Για έναν επιχειρηματία που σας έχει στηρίξει;"
Ο Κοντοδήμος γέλασε.
"Ναι, σωστά, αλλά αυτό δεν αλλάζει την απληστία του. Τον ξέρω χρόνια τον Ναρσή. Η απληστία του είναι παροιμιώδης. Η αρπαχτική του διάθεση να τα έχει όλα", είπε λες και απελευθέρωνε απωθημένα κριτικής.
Η Θάλεια με ένα σκληρό χαμόγελο απάντησε.
"Η απληστία κύριε Υπουργέ είναι δίκοπο μαχαίρι. Κάποια στιγμή θα κοπείς και ο ίδιος. Και μάλιστα το κόψιμο θα είναι τόσο οδυνηρό και τόσο απρόβλεπτο που δεν θα το έχεις υπολογίσει", του είπε με πάθος τέτοιο που ξαφνιάστηκε ο Κοντοδήμος. Την κοίταξε με έκπληξη
"Θάλεια....! θα έλεγε κανείς ότι...."
"Κύριε Υπουργέ", Τον έκοψε εκείνη αμέσως "Δεν μου αρέσουν οι άπληστοι άνθρωποι. Βέβαια αυτό είναι μια προσωπική μου εκτίμηση και δεν έχει να κάνει με τη δουλειά μας"
"Ησύχασε", της είπε εκείνος προσπαθώντας να διοχετεύσει την κουβέντα σε πιο ήρεμα νερά.
"Λοιπόν, όπως είπαμε, απόλυτη σιωπή. Δεν ξέρω τη μέρα της ανακοίνωσης, θα το κρίνει ο Πρωθυπουργός αυτό, απλά εμείς να είμαστε έτοιμοι για τις τελικές διατυπώσεις και υπογραφές. Ακόμα και μετά την κατοχύρωση του διαγωνισμού μας περιμένει πολύ δουλειά αγαπητή, αλλά μετά.... σου υπόσχομαι πολυήμερη άδεια για να ξεκουραστείς".
Η Ατμόσφαιρα ελάφρυνε αρκετά. Αντάλλαξαν μερικές φιλοφρονήσεις, οργάνωσαν τα μετέπειτα της δουλειάς και η Θάλεια κάποια στιγμή έκλεισε την πόρτα πίσω της επιστρέφοντας στο γραφείο της. Με τα χέρια της προσπαθούσε να κρύψει το σκληρό θριαμβικό χαμόγελο στο πρόσωπό της. Κάποια στιγμή σχεδόν πνιχτά στα χείλη της ανέβηκε η φράση:
"Το πρώτο χτύπημα κύριε Διονύση Ναρσή... το πρώτο χτύπημα... προ των πυλών"
(Συνεχίζεται...)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro