Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 45: 19 Φλεβάρη 1960: Στα επείγοντα ενός νοσοκομείου

"Που πάτε Κύριε, σας παρακαλώ, ποιος είστε ;", η φωνή της Νοσοκόμας στα επείγοντα περιστατικά ακούστηκε χωρίς να αφήνει πολλά περιθώρια στον άντρα που έτρεχε φουριόζος προς το μέρος της.

"Που την έχετε;" Ακούστηκε η φωνή του γεμάτη αγωνία.

"Ποιος είστε, τι γυρεύετε Κύριε;" Ήρθε η φωνή ενός γιατρού με πρόσθετη αυστηρότητα να ανακόψει προς στιγμή την ορμή του. Εκείνος είχε ήδη μπει στο γραφείο των γιατρών.

"Για ποιαν μιλάτε;" επανέλαβε ο γιατρός.

"Σας φέρανε μια κοπέλα χτυπημένη στο σπίτι της, με ειδοποίησαν...", Προσπαθούσε να επαναφέρει την ανάσα του σε ρυθμό που να μπορούσε να αρθρώσει σαφή λόγο.

Ο γιατρός κοιτάχτηκε με την νοσοκόμα στα μάτια γεμάτοι αγωνία.

"Λέτε για την Κυρία Χαρά....." Πριν προλάβει ο γιατρός να ολοκληρώσει το ονοματεπώνυμο ο άντρας έπεσε επάνω του ικετευτικά.

"Ναι γιατρέ μου, σας παρακαλώ, που την έχετε;"

Ο Γιατρός αντάλλαξε ακόμα μια φορά ένα βλέμμα αμηχανίας με την νοσοκόμα.

"Τι σχέση έχετε μαζί της Κύριε;" Τον ρώτησε, αυτή τη φορά με σοβαρό ύφος.

"Είναι.... είναι γυναίκα μου...!" Ξέσπασε ο άλλος.

Ο Γιατρός χαμήλωσε τα μάτια. Μεσολάβησαν κάποια δευτερόλεπτα να μιλήσει. Ο άντρας, με ζωγραφισμένη την αγωνία στο πρόσωπό του έμοιαζε να ικετεύει.

"Σας παρακαλώ ακολουθείστε με..", του είπε και πέρασε μπροστά του σιωπηρά. Οι δύο άντρες περπατούσαν βουβοί, δύο αμίλητες φιγούρες. Διέσχισαν διαδρόμους, άνοιξαν πόρτες, ανέβηκαν σκαλιά. Όλα αυτά φαίνονταν στον άντρα που ακολουθούσε σαν όνειρο. Σαν να ζούσε έναν εφιάλτη.

"Σας παρακαλώ πως είναι;" είπε κάποια στιγμή καθώς είχαν κατέβει στο υπόγειο του νοσοκομείου σε μια αίθουσα που έγραφε "χειρουργεία". Ο γιατρός δεν απάντησε. Κάποια στιγμή του έδειξε μια πόρτα στα δεξιά που έγραφε "Γραφεία Ιατρών".

"Παρακαλώ περάστε και περιμένετε λίγο" του είπε.

Μπήκαν. Τον άφησε μόνο. Σιωπή. Απέραντη σιωπή σε ένα κατάλευκο δωμάτιο, ψυχρό, παγωμένο. Με υπηρεσιακά γραφεία, έπιπλα και αντικείμενα. Τα λίγα λεπτά του φάνηκαν αιώνας. Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν ο γιατρός που τον συνόδεψε πριν λίγο και ένας ώριμος άντρας επίσης γιατρός. Τους κοίταξε. Πότε τον έναν, πότε τον άλλο.

"Τι έγινε; Πείτε μου....!"

"Λυπάμαι Κύριέ μου...."

Ο Άντρας πάγωσε. Έκανε δύο βήματα πίσω και στάθηκε εκεί σαν μαρμάρινη στήλη.

"Τι θέλετε να πείτε;" Μόλις που ακούστηκε.

"Είχε χάσει πολύ αίμα, η πτώση απ τη σκάλα προκάλεσε, είχε προκαλέσει κάκωση στον εγκέφαλο. Εκτός από την εξωτερική αιμορραγία είχαμε και εσωτερική...."

Ο Άντρας άρχισε να μην έχει καλή επαφή με ότι γινόταν γύρω του. Τα σκυθρωπά πρόσωπα των δύο γιατρών τα έβλεπε να γυροφέρνουν μπροστά του.

"Λυπάμαι κύριε.... την κοπέλα την χάσαμε...."

Ξαφνικά σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα τον επανέφερε. Σαν κάτι άλλο να τον επανέφερε και πρόλαβε τον γιατρό.

"Γιατρέ...... πείτε μου....!" Ακούστηκε δραματικά "Πείτε μου .... περιμένω να μου πείτε...."

Σαν να άνοιγε για εκείνον μια πόρτα κάπου σε ένα σκοτεινό κελάρι. Έμεινε εκεί κρεμασμένος στα χείλη τους, σαν να καρτερούσε από εκείνους να μάθει τι είχε γίνει, τι είχε τρέξει. Όλη του η ζωή κρεμασμένη σε δύο ανθρώπινα χείλη...

Λίγη ώρα αργότερα σε ένα θάλαμο του νοσοκομείου

Λίγη ώρα αργότερα σε ένα θάλαμο του Νοσοκομείου...

Η Μεγάλη Ξύλινη λευκή πόρτα έστεκε κλειστή μπροστά του σαν ένα παγωμένο παραπέτασμα. Ένα πέρασμα ανάμεσα σε δύο τοίχους. Ένα όριο. Δύο κόσμοι. Μπροστά του στα δεξιά μια νεαρή νοσοκόμα με χαμηλωμένο το βλέμμα.

"Περάστε..." Του είπε με φωνή που σαν να ερχόταν από αλλού. Την κοίταξε με φόβο. Στα μάτια της είδε ζωγραφισμένο τον πόνο. Άπλωσε το χέρι του αργά μπροστά. Εμφανώς έτρεμε. Άγγιξε το πόμολο. Του φάνηκε παγωμένο. Η νεαρή νοσοκόμα τον κοίταξε από δίπλα μία ακόμα φορά σαν του έκανε νεύμα να προχωρήσει. Γύρισε το πόμολο με τον μεταλλικό ήχο του τριξίματος να τον γδέρνει σύγκορμο.

Στον τοίχο που χώριζε τους δύο κόσμους φάνηκε το άνοιγμα της πόρτας που μεγάλωνε σταδιακά καθώς αυτή άνοιγε. Στο βάθος απέναντι ένα σιδερένιο λευκό κρεβάτι άρχισε να γεμίζει τα μάτια του.

Έκανε ένα βήμα με τρόμο. Σαν να πέρναγε κάτι που τον οδηγούσε σε εφιάλτη. Στα μάτια του το μεταλλικό κρεβάτι εμφανίστηκε στο σύνολό του. Μπήκε. Η Νοσοκόμα δεν τον ακολούθησε. Στάθηκε έξω. Έκανε ένα ακόμα βήμα. Το βλέμμα του πήρε την απόφαση να σηκωθεί λίγο. Το κρεββάτι γέμισε με τον όγκο ενός ανθρώπινου σώματος σκεπασμένου. Ανατρίχιασε. Έκλεισε τα μάτια. Η επαφή με την κουπαστή του κρεβατιού τον ειδοποίησε ότι έφτασε. Εκεί. Στο τέρμα. Έπρεπε να δει. Τα μάτια του σηκώθηκαν και το κάτασπρο ακίνητο πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας γέμισε τα πάντα μπροστά του.

Τα μάτια του, την καρδιά του, τα αισθήματά του, τη μνήμη του, τα νεύρα του, το παρελθόν και το μέλλον του.

Το πρόσωπο της κοπέλας είχε μια απόκοσμη μαρμάρινη ομορφιά μέσα στην ακαμψία του. Τα σημάδια της αγωνίας της ήταν έντονα. Όπως και τα μελανά της αποτυπώματα. Πως του φάνηκε σαν να την έβλεπε να περιμένει. Πήγε κοντά της. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του αργά πάνω στο πρόσωπό της. Σαν να φοβόταν μη σπάσει με το παραμικρό άγγιγμά του. Η Παγωνιά της του προκάλεσε ρίγος.

"Χαρά...." Ψέλλισε.

Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Χάιδεψε τα μαλλιά της, το μέτωπό της, τα χείλη της.

"Χαρά....!" Φώναξε.

Έγειρε το πρόσωπό του πάνω της. Άπλωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε.

"Χαρά...!!!", Ούρλιαξε με τρόμο αναγκάζοντας την νεαρή νοσοκόμα έξω να σφίξει με δύναμη τους καρπούς της. Αμέτρητες εικόνες στροβιλίστηκαν με μιας στο νου του. Χαμόγελα, χαρές, όνειρα, έρωτας, πόθος, προσμονή, ταραχή, πίκρα, αγωνία, αδιέξοδο.

"Χαρά...", σαν κοφτερή μαχαιριά ο ήχος έκανε κομμάτια το κορμί του.

Λίγους Μήνες μετά...

Τα σκαλιά μέχρι τον τρίτο όροφο του νοσοκομείου, τον κούρασαν μέχρι να τα ανέβει βιαστικά.

"Τρέχα.... φεύγει.... ζήτησε να σε δει.. βιάσου, ίσως να μην την προλάβεις"

Ακούστηκε στο τηλέφωνο, με έκδηλη την συγκίνηση, η φωνή της νεαρής γυναίκας. Παράτησε ότι έκανε, πήρε τον ηλεκτρικό και μέτραγε με τους χτύπους της καρδιάς του την αγωνία για να φτάσει το γρηγορότερο εκεί.

Ανέβηκε στον τρίτο όροφο. Στην είσοδο προσπάθησε να πάρει μια ανάσα. Μπόρεσε να συνέλθει λίγο. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και προχώρησε στο μεγάλο διάδρομο. Κάπου στο μέσο, στο δωμάτιο 325 κοντοστάθηκε μπροστά στην κλειστή πόρτα. Σιωπή. Άνοιξε και μπήκε. Στο δεύτερο κρεβάτι στον τοίχο απέναντι όρθια η νεαρή γυναίκα που του τηλεφώνησε. Έτρεξε κοντά του, τον αγκάλιασε διακριτικά, έσφιξε τα χέρια του με έντονη συγκίνηση. Εκείνος την κοίταξε με τρυφερότητα μα συνάμα και απορία για την έκφραση των συναισθημάτων της.

Πήρε τα μάτια του από πάνω της. Αριστερά του, στο σιδερένιο κρεβάτι. Μια ηλικιωμένη εξαντλημένη γυναίκα στα όρια. Στα εξήντα δύο της χρόνια. Όμως ήταν τόσο εύθραυστη. Τόσο διάφανη, τόσο εξαντλημένη που θα ήταν έκανες γύρω στα Ογδόντα. Ανάσαινε με δυσκολία και με τα σωληνάκια στη μύτη έκαναν την προσπάθειά της ακόμα πιο οδυνηρή.

Μόλις κατάλαβε την παρουσία του στο δωμάτιο γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος του. Τα μαυρισμένα της μάτια συναντήθηκαν με τα δικά του. Η φωνή της ακούστηκε σαν να ερχόταν από πέρα μακριά.

"Παιδί μου... ήρθες...!" Κατάφερε να ψελλίσει με συγκίνηση. Ο άντρας την πλησίασε. Πριν κάτσει δίπλα της, τα μάτια του διασταυρώθηκαν με την νεαρή της κόρη δίπλα της. Το νεύμα της του έλεγε ότι βάδιζε τα στερνά της βήματα. Έκατσε κοντά της, έσκυψε με σεβασμό στο πρόσωπό της, την φίλησε απαλά στο μάγουλο.

"Κυρία Ηρώ... ήρθα.... ξέρεις ότι πάντα είμαι κοντά σου"

"Το ξέρω. Ποτέ δεν αμφέβαλλα για αυτό", Του είπε αργά. Το ισχνό χέρι της απλώθηκε στο δικό του. Ένιωσε την αφή της μακρινή, λες και ήταν ήδη πλάσμα ενός άλλου κόσμου. Προσπάθησε να διαχειριστεί τη συγκίνησή του και τον κόμπο που του έπνιγε το λαιμό.

Η γηραιά γυναίκα ξεκίνησε να μιλάει. Αργά, βασανιστικά.

"Σε ζήτησα γιε μου...."

"Ναι κυρία Ηρώ, είμαι εδώ, κοντά σου, ότι θέλεις..."

"Φεύγω παιδί μου...."

"Κυρία Ηρώ..."

Του χαμογέλασε όσο μπορούσε.

"Ο Άνθρωπος πρέπει να δέχεται τα γενόμενα όπως έρχονται, με αξιοπρέπεια..."

Κάτι πήγε να της πει αλλά τον έκοψε συνεχίζοντας:

"Πριν φύγω έχω κάτι να σου πω... κάτι που μου είναι αδύνατον να το πάρω μαζί μου... κάτι που με βαραίνει... που γέμιζε εφιάλτες τις νύχτες μου."

"Κυρία Ηρώ... σ' ακούω, μίλα μου να νιώσεις πιο ήσυχη, σ' ακούω με την καρδιά μου"

Τον κοίταξε στα μάτια με έκφραση ικεσίας.

"Πρέπει να είσαι δυνατός. Θα σου πω κάτι που είναι τρομερό".

Εκείνος μαζεύτηκε. Έριξε μια ματιά στην νεαρή γυναίκα δίπλα του. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. Σαν να ήξερε.

"Τι πράγμα κυρία Ηρώ;"

"Αφορά τη Χαρά παιδί μου"

Έμεινε μετέωρος.

"Δηλαδή; Τι εννοείς τη Χαρά;"

"Άκου... δεν ξέρω αν μετά από αυτό που θα σου πω, θα με βλέπεις με τα ίδια μάτια. Ίσως να με μισήσεις..."

"Εγώ; Εσένα; Τι μου λες;"

"Άσε να ακούσεις πρώτα. Λοιπόν.... η Χαρά.. την μέρα εκείνη... τη μέρα που..."

"Τι έγινε τη μέρα εκείνη;"

Η Γυναίκα ξεροκατάπιε με πνιγμένη ανάσα.

"Μαμά....!" μπήκε δίπλα της η νεαρή κοπέλα. Της έδωσε λίγο νερό. Η γηραιά γυναίκα μάζεψε πάλι τα κουράγια της:

"Πρέπει να του τα πω γλυκιά μου... λοιπόν... η Χαρά τη μέρα εκείνη. Δεν ήταν μόνη στο σπίτι την ώρα που..."

Ο Άντρας πετάχτηκε.

"Τι θες να πεις κυρία Ηρώ;"

"Ήρθε αυτός νωρίς το μεσημέρι...."

"Αυτός; Εκεί; Στο σπίτι;"

"Ναι, μου είχε πει ότι τον είχε ειδοποιήσει για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα..."

"Δεν μου είχε πει τίποτα"

"Δεν ήθελε να σε μπλέξει άλλο. Θεωρούσε ότι ήταν δικό της θέμα και ήθελε να έχει τον τελευταίο λόγο"

"Και τι έγινε;"

"Κουβέντιαζαν, κάποια στιγμή άρχισαν να μαλώνουν... τους άκουσα απ την αυλή, τα πράγματα άρχισαν να γίνονται άγρια, αποφάσισα να πάω δίπλα. Δεν ήθελα να την αφήσω μονάχη στα νύχια του. Αυτός είχε αγριέψει. Του είπε κάποια στιγμή <ως εδώ, η απόφαση είναι δική μου, δεν με νοιάζει πια τι θα πεις>. Την άρπαξε από τα μαλλιά..."

"Κυρία Ηρώ τι λες;"

"Μην με διακόπτεις παιδί μου... της είπε <αυτό δεν θα το αφήσω να γίνει, δεν θα με καταστρέψεις εσύ, κανείς δεν γίνεται εμπόδιο στα δικά μου σχέδια> και τότε...." Τα μάτια της άνοιξαν σαν να 'βλεπε εφιάλτη. Η ανάσα της είχε γίνει άναρχη. Ο άντρας δίπλα ακολουθούσε στο ταξίδι αυτό του τρόμου, η γυναίκα συνέχισε με την αγωνία στην κορύφωση.

"Την έσπρωξε παιδί μου....! Πολλές φορές, εκείνη αντιστάθηκε αλλά κάθε φορά την έσπρωχνε και πιο δυνατά, ίσια στην άκρη της σκάλας, ώσπου...."

Η Γυναίκα έμεινε εκεί σαν ξέπνεη, ο άντρας δίπλα της σαν να ζούσε εφιάλτη.

"Κυρία Ηρώ.....τι λες....καταλαβαίνεις τι λες;"

Εκείνη σαν να μην τον άκουσε συνέχισε.

"Την χτύπησε στο πρόσωπο και την πέταξε στη σκάλα, την γκρέμισε... και ύστερα έτρεξε πάνω της. Είχα μείνει άγαλμα εκεί κάτω. Με είδε στην άκρη της σκάλας. Πριν προλάβω να πω κάτι, με άρπαξε απ το λαιμό. <Αν τολμήσεις να μιλήσεις το παιδί σου ξέχνα το> μου σφύριξε στα μούτρα λίγο πριν με πνίξει"

Ο Άντρας έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια του, ακούστηκε η φωνή του.

"Δολοφόνος λοιπόν...! Δολοφόνος.... το κτήνος....."

Η Νεαρή γυναίκα δίπλα του τον κράτησε, εκείνος συνέχισε:

"Κυρία Ηρώ, γιατί δεν μου είπες τίποτα; Γιατί; Γιατί δεν ανέφερες κάτι στην αστυνομία; Σε μένα τουλάχιστον;"

"Συγχώρα με παιδί μου, μα την ίδια μέρα, πριν έρθει η Αστυνομία να μου πάρει κατάθεση, έστειλε τους μπράβους του και εκείνο το ..τομάρι, ξέρεις. Με απείλησαν ξανά. Έγιναν σκιά μου. Νύχτα μέρα τους έβλεπα να σουλατσάρουν στο παράθυρο... συγχώρα με... δεν είχα τη δύναμη... μα τώρα... τώρα δεν έχω πια άλλη στράτα μπροστά μου. Μίλησα στο παιδί μου, στον άντρα μου. Ήταν ώρα να μιλήσω και σε σένα... δεν μπορούσα να φύγω με το βάρος αυτό στη ψυχή μου"

Ο Άντρας την αγκάλιασε στοργικά.

"Θα με συγχωρήσεις παιδί μου;" Του είπε η ηλικιωμένη γυναίκα με την παράκληση ζωγραφισμένη στα σβησμένα της μάτια.

"Ησύχασε κυρία Ηρώ. Για σένα είσαι πάντα αυτή που ήξερα. Η Γυναίκα που είχα στην καρδιά μου, αλλά αυτό το τέρας.... θα μου το πληρώσει...!"

Τα μάτια γέμισαν δάκρυα, δάκρυα και φωτιά. Μια εικόνα παράταιρη μέσα στο δωμάτιο εκείνου του νοσοκομείου. Τρία πρόσωπα.

Η Νεαρή κοπέλα που είχε σπεύσει κοντά τους δίπλα τους σαν να προσπαθούσε να τους δώσει τη δική της δύναμη. Η γερασμένη γυναίκα που πλέον είχε αφεθεί στη λύτρωση της εξομολόγησής της και στα τρυφερά λόγια του άντρα μπροστά της.

Ενός άντρα που το ένα του χέρι κρατούσε το αδύναμο και τρεμάμενο χέρι εκείνης της γυναίκας και το άλλο σφιγμένη γροθιά με δύναμη έτοιμη να κατασπαράξει και να αφεθεί πάνω σε εκείνη την ζοφερή αλήθεια που μάθαινε πριν λίγο.

Η Χαρά, η αγαπημένη του. Ο Χαμός της δεν ήταν ένα τραγικό ατύχημα αλλά μια ειδεχθής δολοφονία εκ προμελέτης. Όλα άλλαζαν.

(Συνεχίζεται...)    

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro