Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 44: Ένα μαρτυρικό τετ-α-τετ 🔞🔞

Ο Ήλιος είχε εδώ και ώρα γείρει στη Δύση. Η Νύχτα άρχισε να απλώνει παντού στη πόλη τα σκοτάδια της. Η Θάλεια γυρόφερνε στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού της. Ετοιμαζόταν να φύγει για το καινούργιο ραντεβού της με τον Διονύση Ναρσή. Ένιωθε λίγο παράξενα και αντιφατικά. Απ τη μια μεριά στη σκέψη της κυριαρχούσε η σιγουριά ότι έλεγχε τα πράγματα στη σχέση της μαζί του. Όπως ακριβώς το ήθελε. Όπως το προχωρούσε. Απ την άλλη, ο φόνος του Γεβετζή, ήρθε να ανακατέψει την τράπουλα. Έφερνε αναταραχή, αναδιατάξεις, αλλαγές. Έβαζε πολλές παραμέτρους στην υπόθεση αυτή. Εκεί υπήρχε μια ανησυχία τι θα μπορούσε να προκαλέσει αυτή η αλλαγή. Στο τηλέφωνο ένιωσε αυτά τα ψήγματα άγχους και πανικού στη φωνή του Διονύση Ναρσή. Αλλά το άγχος και ο πανικός είναι πολύ κοντά στον κίνδυνο. Αμέσως μόλις είχε μάθει τα νέα για την δολοφονία του Γεβετζή και όσα είχε συζητήσει με τον Τίμο είχε κάνει και εκείνη, παρασκηνιακά, τις κινήσεις της.

Με ένα προσωπικό της τηλέφωνο στον Δημήτρη Δέσπο, τον Πρόεδρο της Θυγατρικής της Γερμανικής κατασκευαστικής εταιρείας, του είχε ζητήσει μια προσωπική χάρη. Χρησιμοποιώντας τις δικές του γνωριμίες και επιρροές, είχε ζητήσει να μάθει ότι μπορούσε για την σημερινή σχέση του Λευτέρη Γεβετζή με τον Διονύση Ναρσή.

Πριν μια ώρα ο Δημήτρης Δέσπος της έδωσε, τηλεφωνικά, στο σπίτι της, όσα στοιχεία μπόρεσε να βρει:

"Ο Άνθρωπος αυτός Θάλεια, από όσα μάθαμε, δούλευε εδώ και χρόνια στην εταιρεία του Ναρσή. Σαν οδηγός, σαν κάτι τέτοιο, κάπου στα εργοτάξια της εταιρείας του, εκτός Αθηνών. Μέχρι εκεί υπάρχει κάτι για τη σχέση τους. Δεν ξεχωρίζει κάτι διαφορετικό. Από όσα μάθαμε δουλεύει εκεί πολλά χρόνια ", της μετέφερε.

"Σας ευχαριστώ πολύ. Και πάλι ζητώ συγγνώμη για την πίεσή μου αυτή", του απάντησε.

"Απ ότι έμαθα, αυτός ο Γεβετζής δολοφονήθηκε πριν λίγες μέρες, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες"

"Ναι, έτσι είναι" συμπλήρωσε η Θάλεια.

"Με όλο το θάρρος, συμβαίνει κάτι; θέλω να πω, για σένα αυτό είναι κάτι που σε ανησυχεί ; νιώθεις κάποιο είδος απειλής;" την ρώτησε με ενδιαφέρον εκείνος.

"Όχι μην ανησυχείτε, απλά κάτι θέλω να δω"

"Θάλεια", ακούστηκε ο Δέσπος στο τηλέφωνο με χροιά ενδιαφέροντος "Άκου... συνεργαζόμαστε σε αυτήν την ιστορία. Δεν θέλουμε και, επέτρεψέ μου, δεν θέλω εγώ προσωπικά, να διακινδυνεύσεις πάνω από τα αποδεκτά όρια, με καταλαβαίνεις;"

"Σας ευχαριστώ πολύ, ειλικρινά μην ανησυχείτε" πρόσθεσε η Θάλεια.

"Εντάξει. Αν νομίζεις ότι χρειάζεσαι κάτι παραπάνω, ξέρεις, μην διστάσεις", της είπε.

"Και κάτι ακόμα κ. Δέσπο. Η Απόφαση για τα αεροδρόμια είναι θέμα ημερών. Οι ενδείξεις που έχω είναι θετικές για την εταιρεία. Όπως το είχαμε σχεδιάσει", του είπε για να τον ακούσει ενθουσιασμένο:

"Κάποιες ενδείξεις είχαμε και εμείς αλλά ο δικός σου λόγος είναι που δίνει εγκυρότητα σε αυτές Θάλεια. Αυτό είναι εξαιρετικό" προσέθεσε για να μαζέψουν την συνομιλία τους και να κλείσουν.

Η Θάλεια είχε ετοιμαστεί και σωματικά και ψυχολογικά για το ραντεβού της. Λίγα λεπτά μετά τις επτά, μάζεψε τα προσωπικά της αντικείμενα, έκλεισε το σπίτι, μπήκε στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε για τον Άγιο Κοσμά. Στο δρόμο προσπαθούσε να μαζέψει και να οργανώσεις τις σκέψεις της. Ποιος ήταν ο ιδιαίτερος λόγος που ζήτησε να την δει από κοντά ο Ναρσής; Στο νου της ήρθε η δημοσιογραφική έρευνα που ξεκίνησε ο Τίμος. Αυτή η τελευταία σκέψη ήταν που την ανησύχησε ιδιαίτερα. Για τον εαυτό της ήταν απόλυτα σίγουρη. Ήξερε τι έκανε και γιατί. Εκείνος όμως; Μπήκε στην υπόθεση αυτή από το πουθενά. Αυτή η εμμονή του με την έρευνά του, το πάθος για τη δουλειά του και τις αναζητήσεις του. Το πείσμα του, που ώρες-ώρες την θύμωνε και εκείνη την ίδια. Τώρα όμως τα γεγονότα την προειδοποιούσαν ότι σύντομα θα έμπλεκε στα πόδια του Ναρσή. Και μάλιστα για τα καλά. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να κινδυνέψει με τον οποιοδήποτε τρόπο ο Τίμος από αυτήν την ιστορία. Ήταν κάτι που ήξερε ότι δεν θα το αντέξει.

Με τις σκέψεις αυτές δεν κατάλαβε ότι είχε φτάσει πλέον στο τέρμα της διαδρομής της. Η Κόκκινη Αλφέττα της μπήκε στη μαρίνα. Είχε ήδη σκοτεινιάσει για τα καλά. Το ρολόι της έδειχνε λίγα λεπτά μετά τις Οκτώ. Στο ραντεβού της ήταν ακριβής. Πάρκαρε το αυτοκίνητο και αν δεν είχε αλλάξει ελλιμενισμό η "Aurelia" έπρεπε να ήταν στο γνωστό της σημείο. Όλα ήταν όπως τα ήξερε. Λίγοι διαβάτες εδώ και εκεί στη μαρίνα δεν της έδωσαν σημασία. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προχώρησε, ανέβηκε στη ξύλινη σκάλα στο σκάφος. Στα τελευταία της βήματα ο Διονύσης Ναρσής πρόβαλε σαν σκοτεινή σκιά πίσω από το ελάχιστο άνοιγμα της πόρτας. Η Θάλεια μπήκε στο εσωτερικό της θαλαμηγού που εξωτερικά ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι.

Ακριβώς απέναντι η μικρή φλογίτσα ενός αναπτήρα άναψε το τσιγάρο του νεαρού λυγερόκορμου άντρα που στέκονταν απέναντι διακριτικά στην αποβάθρα της μαρίνας. Ο Μιχάλης Ιγνατιάδης, φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου από το στόμα του, ίσιωσε λίγο το πέτο από το δερμάτινο μπουφάν του και έστριψε την πλάτη του στην θαλαμηγό. Προφανώς είχε ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να δει.

Ο Διονύσης Ναρσής υποδέχτηκε τη Θάλεια με εμφανή βαρύτερη διάθεση από κάθε άλλη φορά. Ήταν ολοφάνερο σε κάθε του κίνηση. Στον τρόπο που την υποδέχτηκε, στην ομιλία του, στις κινήσεις του. Πέρασαν στο σαλόνι, έβγαλε το παλτό της και κάθισε. Ήρθε κοντά της.

"Είναι καιρός που έχω να σε δω", της είπε με τρόπο αντιφατικό. Εξωτερικά επιφυλακτικός, προσεκτικός, λίγο απόμακρος. Εσωτερικά εκείνη η φλόγα του πάθους πάλι τρεμόπαιζε μέσα του κάνοντας τα δικά της.

"Δουλειές, υποχρεώσεις..." του είπε εκείνη με ύφος ατάραχο.

"Τι θα πιεις;" την ρώτησε.

"Ξέρεις..." του απάντησε κοιτώντας τον ίσια στα μάτια.

Σηκώθηκε, πήγε στο μπαρ και έφερε δύο ποτήρια ουίσκι, το ένα το έδωσε στα χέρια της αγγίζοντας τα ακροδάχτυλά της.

Κοιτάζονταν παράξενα. Εκείνη με ύφος ατάραχο, άκαμπτο, με σώμα χαλαρό και πάντα αισθησιακό. Εκείνος σαν να αναμετριόταν μαζί της.

"Πεθύμησες καθόλου τις στιγμές;" της είπε ρουφώντας άπληστα το ποτό του.

Η Θάλεια έγειρε πίσω το κορμί της στον δερμάτινο καναπέ, σταύρωσε τα πόδια της με το σκίσιμο της φούστας της να αποκαλύπτει όλο το βάθος των μηρών της.

"Οι στιγμές δεν είναι να τις επιθυμείς"

"Αλλά;"

"Είναι για να τις ζεις"

"Μόνο;"

"Ναι, αλλιώς χάνουν τη φλόγα τους, μαραζώνουν, είναι σαν να ευνουχίζονται", του είπε ξεκινώντας πάλι αυτό το δαιμονικό της παιχνίδι με το οποίο τον έλεγχε απόλυτα.

"Ζήτησες να με δεις", του είπε αλλάζοντας τη φωνή της πιο άχρωμη.

Εκείνος φύσηξε τον καπνό απ το πούρο που είχε ανάψει.

"Ναι", της είπε ..."έχουν γίνει κάποια πράγματα"

"Κάτι πήγες να μου πεις στο τηλέφωνο"

"Ναι. Άκου, Θάλεια, δεν είμαστε παιδιά. Και οι δύο ξέρουμε κάποιους κανόνες στα παιχνίδια μας"

"Ποτέ δεν το αρνήθηκα"

"Δεν ξέρω αν είχες το χρόνο ή αν διαβάζεις τα Εσπερινά Νέα"

Η Θάλεια κατάλαβε. Οι φόβοι της άρχισαν να επιβεβαιώνονται. Προσπάθησε να δείχνει ατάραχη.

"Ξέρεις καλά ότι αυτήν την εποχή δεν έχω χρόνο μήτε δευτερόλεπτο..."

"Τότε ίσως να σου το είπε ο φίλος σου...!"

Η Θάλεια σφίχτηκε λίγο. Μέσα της σήμανε κάτι σαν συναγερμός. Συνέχισε να δείχνει ατάραχη. Αποφάσισε να παίξει ανοιχτά, ο Ναρσής απέναντί της δεν ήταν αφελής.

"Ο φίλος μου δεν συνηθίζει να μου λέει τις επαγγελματικές του υποθέσεις"

Ο Ναρσής την κάρφωσε με τα μάτια.

"Άρα παραδέχεσαι ότι είναι φίλος σου αυτός ο δημοσιογράφος", το τελευταίο του βγήκε βουτηγμένο στην απαξίωση και στο μίσος.

"Ποτέ μου δεν σου έκρυψα ότι είναι φίλος μου, γνωστός μου δηλαδή. Από τότε στο σπίτι σου την Πρωτοχρονιά, μπροστά ήσουνα όταν φύγαμε μαζί".

"Και εραστής σου;" της πέταξε με δόση ζήλειας.

Η Θάλεια αντέδρασε με ένα έντονο αινιγματικό χαμόγελο. Τον πλησίασε

"Ωωωωω ο δυναμικός κύριος Διονύσης Ναρσής ζηλεύει;"

"Πάψε να παίζεις μαζί μου....!" της είπε επιθετικά αυτή τη φορά. "Με τον μικρό συναντιέστε συνέχεια"

Η Θάλεια έσκυψε στο πρόσωπό του κοντά. Αυτό αποκάλυψε ακόμα πιο αβυσσαλέα το άνοιγμα των μηρών της μπροστά στα μάτια του. Άπλωσε το δάχτυλό της στα χείλη του.

"Ε λοιπόν δεν περίμενα ένας άντρας σαν και σένα, να ζηλεύει τόσο, ώστε να βάζει τους ανθρώπους του να με παρακολουθούν"

Εκείνος σηκώθηκε νευριασμένος και ταραγμένος.

"Άκου...!" της είπε, "ο νεαρός ξύνεται πολύ επάνω μου. Δεν ξέρω τι στο διάολο γυρεύει από μένα, τι του έχει σφηνωθεί στο κεφάλι του και στην άρρωστη σκέψη του αλλά αυτή του η δημοσιογραφική έρευνα για κάτι πεθαμένες ιστορίες απ το παρελθόν με γυροφέρνουν..."

"Έγραψε κάτι για σένα; δεν καταλαβαίνω" απάντησε η Θάλεια με ύφος όσο μπορούσε απλοϊκό.

"Κάνει μια έρευνα για κάποιον απ αυτούς τους τεμπέληδες, τους συνδικαλιστές, πίσω στα παλιά χρόνια. Τότε που είχαμε πόλεμο μαζί τους. Και δεν ξέρω τι θέλει να αποδείξει και να με μπλέξει τάχα μου στο θάνατό του".

Η Θάλεια ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της. Χωρίς να την δει το χέρι της έσφιξε τον καρπό της έντονα.

"Δεν ξέρω που αναφέρεσαι Διονύση, ρωτάω, αναφέρει κάπου το όνομά σου; τι φοβάσαι ακριβώς"

"Άκου, ξέρεις πολύ καλά ότι οι μέρες είναι κρίσιμες. Ο διαγωνισμός για τα αεροδρόμια φαντάζομαι πλησιάζει να κριθεί. Αν προκαλέσει θόρυβο, γιατί εκεί το πάει, και αρχίσουν και με πιάσουν οι βρωμοφυλλάδες στο στόμα τους, καταλαβαίνεις τι θα γίνει"

"Συμφωνώ αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί, που σε μπλέκει ;"

"Θάλεια, την Τρίτη σκοτώσανε έναν υπάλληλό μας. Η Αστυνομία ψάχνει. Δεν ξέρω γιατί άρχισε στην εφημερίδα του να ανακατεύει αυτό το φόνο με εκείνα τα παλιά που σου είπα".

Η Θάλεια σιώπησε. Κάποια στιγμή απάντησε:

"Τι θέλεις από μένα Διονύση Ναρσή;"

Εκείνος δίστασε για μια στιγμή. Στην συνέχεια με αποφασιστικότητα προχώρησε:

"Ξέρω ότι είναι στο περιβάλλον σου. Θέλω... " κόμπιασε.

"Θέλεις τι;"

"Θέλω να μάθεις τι έχει κατά νου, ποιες είναι οι προθέσεις του, τι ψάχνει να βρει"

Η Θάλεια σηκώθηκε σκεπτική. Έκανε κάποια βήματα γύρω στο μικρό σαλόνι με το ποτό της στο χέρι. Εκείνος καρτερούσε την απάντησή της.

"Άκου Διονύση, απ την αρχή, εσύ ήσουνα που σ' αυτήν μας τη σχέση μίλαγες για κανόνες και ανοιχτά χαρτιά, σωστά;"

Δεν της μίλησε, εκείνη συνέχισε.

"Βρεθήκαμε, συνεργαστήκαμε πάνω σε μια πολύ συγκεκριμένη υπόθεση, μάλλον δύο υποθέσεις, που είχαν να κάνουν με τις δουλειές σου, σωστά;"

"Που το πας;" τη ρώτησε .

"Σ' αυτήν μας τη σχέση δεν σου ανακάτεψα κανέναν. Μήτε ενόχλησα κανέναν από το περιβάλλον σου. Ρισκάρισα την ίδια μου τη θέση, τη δουλειά και την υπόστασή μου"

"Δεν το ξεχνώ ποτέ αυτό", της είπε. Τον πλησίασε.

"Ναι, αλλά τώρα με μπλέκεις και με άλλες δουλειές. Μου ζητάς κάτι παραπάνω, με μπλέκεις με έναν άλλο άνθρωπο, με εφημερίδες και με τέτοια".

"Το ζητάω σαν χάρη, άλλωστε αυτή η ιστορία μπλέκεται στην υπόθεση των αεροδρομίων"

"Θες να μου πεις ότι ο φόνος του υπαλλήλου σου, έχει σχέση με τη δική μας δουλειά;"

"Θάλεια...!" Της είπε αυστηρά, "Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Με έχουν βάλει στο μάτι. Σκάλισαν, δεν ξέρω πως, παλιές υποθέσεις, τις ανακάτεψαν όπως ήθελαν και τώρα γυρεύουν να με χτυπήσουν. Τουλάχιστον πιάσε το μικρό και πίεσέ τον να σταματήσει να μπερδεύεται στα πόδια μου έτσι. Δεν τον ενόχλησα ποτέ. Τουλάχιστον κάνε αυτό. Σου ζητάω την επιρροή σου"

"Μα να του πω τι; Διονύση;"

Ανέβασε τον τόνο της φωνής του:

"Πες του να σταματήσει. Εντάξει, ας κάνει τη δουλειά του, κάνει μια έρευνα, νεκρολογίες και αγιογραφίες κομμουνιστών απ το παρελθόν. Αλλά στο λέω, στόχος τους είμαι εγώ".

"Πως το ξέρεις".

Νευρίασε.

"Δεν είμαι παιδί, αν διαβάσεις τα άρθρα του θα καταλάβεις. Δεν θα ανεχτώ κάτι παραπάνω από αυτό, θέλω να του το πεις"

Η Θάλεια ένιωσε ακόμα πιο έντονα τον κόμπο στο λαιμό της. Ο Ναρσής έβγαζε χολή από μέσα του. Επιστράτευσε τον κυνισμό της, ήτανε το καλύτερο όπλο για τη στιγμή, τον πλησίασε.

"Όταν λες δεν θα το ανεχτείς..."

"Θάλεια, άκου. Στον κόσμο μας υπάρχουν κανόνες και όπλα. Αν ο μικρός το παρακάνει θα με βρει απέναντί του, να του το πεις, πριν του το πω εγώ με άλλο τρόπο....!"

"Άλλο τρόπο;" τον πλησίασε ακόμα πιο πολύ.

Προσπάθησε να μαζευτεί. Την κοίταξε καλά.

"Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τις επιρροές μου για να τον κάνω να σταματήσει"

"Αλλά θα το κάνεις..."

"Ναι θα το κάνω, και να σου πω κάτι. Δεν μου αρέσει να παίζουν παιχνίδια πίσω από την πλάτη μου κατάλαβες; Και βλέπω ότι συνέχεια είσαι μαζί του..."

Η Θάλεια πλησίασε πιο κοντά του

"Τι ακριβώς θέλεις να πεις"

Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, είχε κοκκινίσει.

"Αν μάθω ότι σκαρώνεις κάποιο παιχνίδι μαζί του να ξέρεις ότι...."

Η Θάλεια τρίφτηκε απέναντί του. Τώρα το κορμί της είχε κολλήσει επάνω του. Το πρόσωπό της ήταν εκατοστά απέναντί στο δικό του.

"Τι θα κάνεις Διονύση Ναρσή;" του ψιθύρισε προκλητικά με μισάνοιχτα χείλη.

Έβαλε το χέρι του στο λαιμό της. Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω του απειλητικά.

"Θα σε σκοτώσω.....! και σένα κι αυτόν" Απάντησε με το δικό του ψίθυρο στα χείλη της μπροστά. Η Θάλεια στα μάτια του είδε το σκοτάδι να κυριαρχεί και τον πανικό του, μίσος θανάσιμο. Άπλωσε τα χέρια της στο πρόσωπό του. Κόλλησε τα πόδια της πάνω του.

"Θα με σκοτώσεις;"

Ένιωσε τους παλμούς της καρδιάς του να πολλαπλασιάζονται άναρχα και κάποιες σταγόνες ιδρώτα να υγραίνουν το μέτωπό του.

"Μην έχεις την παραμικρή αμφιβολία... σιχαίνομαι το στήσιμο όσο τίποτα. Και δεν ανέχομαι τέτοια εμπόδια στο δρόμο μου".

"Έτσι λοιπόν κάνεις εσύ;" τού είπε καθώς τα χείλη της ακροβατούσαν στο λαιμό του. Ο Ναρσής ρίγησε.

"Μόλις δεις τα σκούρα, σκοτώνεις; Αυτό κάνεις πάντα;" του είπε αχνά φροντίζοντας να μην δει και τη λάμψη στα δικά της μάτια. Ένιωσε τα χέρια του να εισβάλλουν κάτω από τη φούστα της και να τρίβονται σαν φίδια ανάμεσα στα πόδια της ψηλά. Ένιωθε την ανάσα του καυτή σαν μίασμα να την πνίγει αλλά δεν έκανε βήμα να αποτραβηχτεί. Τα δάχτυλά του ήδη ψηλαφούσαν ανάμεσα στο μικροσκοπικό της εσώρουχο. Αναζητούσε το άνοιγμα της φωτιάς της.

"Θα σας σκοτώσω και τους δυο...." Ηχούσαν τα λόγια του στο νου της μέσα στα δευτερόλεπτα που περνούσαν καθώς το χέρι του διψασμένο και αχόρταγο είχε πλέον εισβάλλει βίαια πίσω στους γοφούς της. Τον άφησε να τριφτεί επάνω της με το ζωώδες ένστικτό του. Τον προκάλεσε ακόμα περισσότερο με τη στάση του κορμιού της. Λύγισε τη μέση της, προτάσσοντας τους γοφούς της προς το μέρος του. Τα πόδια της είχαν ανοίξει. Εκείνος έχασε τα λόγια του. Το χέρι του αδηφάγο παραμέριζε ήδη το εσώρουχό της έχοντας γίνει ένα με την καυτή πηγή ηδονής της. Τα δάχτυλά του εισέβαλλαν στο αιδοίο της. Την έσπρωξε βίαια προς την ξύλινη κουπαστή στηρίζοντας το σώμα της. Τα δυνατά του χέρια την ακινητοποίησαν τη στιγμή που της κατέβασε το εσώρουχο. Η σκληρή του στύση μπήκε στην σφιχτή της είσοδο. Άνοιξε τους γοφούς της μπαινοβγαίνοντας μέσα της με σκληρότητα. Την πονούσε. Προσπάθησε να αντισταθεί αλλά η δύναμή του ήταν ανεξέλεγκτη. Έμπαινε μέσα της βαθιά βογκώντας με άναρθρες κραυγές. Προσπάθησε να αφομοιώσει τον πόνο που ένιωθε. "Έπρεπε" να την αφομοιώσει. Ίσως έπρεπε να δείξει "υποταγμένη". Με μια κίνηση του κορμιού της απελευθερώθηκε από το σφίξιμο του χεριού του στο λαιμό της. Έπρεπε να πάρει ανάσα. Λίγες στιγμές μετά τελείωσε βαθιά μέσα στην σφιχτή της είσοδο, που την είχε ανοίξει σαν τριαντάφυλλο η βία του. Ένιωσε τα υγρά του να την μουσκεύουν και να κυλούν ανάμεσα στους γοφούς και πίσω στα μπούτια της. Μουγκρίζοντας σαν θηρίο την πέταξε σχεδόν κάτω. Η Θάλεια βρήκε την αυτοκυριαρχία της, τυλιγμένη στη σιωπή. Στα μάτια της βασίλευε το σκοτάδι και η φωτιά. Σηκώθηκε σχεδόν γυμνή.

"Πού πας;" τη ρώτησε λαχανιασμένος.

"Στο μπάνιο, κράτα λίγο την αξιοπρέπειά σου!", του είπε καθώς έφευγε με το εσώρουχό της. Την έβλεπε γυμνή με μουσκεμένους γοφούς και έτρεμαν τα χείλη του.

Σε λίγο επέστρεψε. Διόρθωσε τα ρούχα της. Άναψε ένα τσιγάρο. Εκείνος απέναντί της είχε ήδη συμμαζευτεί. Στάθηκε απέναντί του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

"Άκου δυνατέ και κραταιέ Διονύση Ναρσή", τού είπε "Ότι λογαριασμοί άνοιξαν, προέκυψαν μεταξύ μας. Αφορούν εμάς τους δυο. Είναι κατάντημα για σένα να ασχολείσαι με ένα νεαρό δημοσιογράφο με τέτοιο πανικό"

"Τον αγαπάς.." της πέταξε. Συνέχισε χωρίς να τον παίρνει υπόψη της.

"Παράτα λοιπόν αυτές τις εμμονές με την εφημερίδα. Θα κάνουν το κομμάτι τους. Θα πουλήσουν κανένα φύλλο παραπάνω και θα σταματήσουν. Όλα τα άλλα αφορούν εμάς τους δύο. Αυτό να το θυμάσαι".

Ο Ναρσής άναψε εκνευρισμένος τσιγάρο.

"Τον αγαπάς και θες να τον καλύψεις" επέμεινε.

"Μην γίνεσαι ανόητος"

Της χαμογέλασε με μοχθηρία.

"Αυτό που σου είπα θέλω να του τα πεις, αν τον αγαπάς να το κάνεις" επανήλθε σε αυτό που ήθελε. Εκείνη μάζεψε τα πράγματά της.

"Θα το κάνω", του είπε. Φρόντισε και εσύ να ασχοληθείς με τα πραγματικά σου προβλήματα"

"Τι εννοείς;"

"Εννοώ τον διαγωνισμό με τα αεροδρόμια. Είναι έτοιμα όλα να ανακοινωθούν. Να έχεις το νου σου"

"Ξέρεις κάτι;"

"Όχι... απολύτως. Το χειρίζονται σε αυστηρά ψηλό πολιτικό επίπεδο, δεν βγαίνει λέξη"

"Όλα έγιναν όπως μας οδήγησες", της απάντησε με νόημα.

"Έκανα το καλύτερο για σένα, με δικό μου προσωπικό κίνδυνο", του είπε και συνέχισε "Φεύγω, αν έχω νέα θα σε ενημερώσω".

Δεν έκανε προσπάθεια να την εμποδίσει. Έμεινε εκεί αθέατος στο σκοτάδι να την παρατηρεί που έπαιρνε το δρόμο στην αποβάθρα. Η φωτιά που έκαιγε μέσα του δεν έλεγε να γαληνέψει. Η στύση του ήταν ακόμα σκληρή. Τον ερέθιζε αφόρητα ο τρόπος, που την πήρε. Έκλεισε την πόρτα επιστρέφοντας στο σαλόνι της θαλαμηγού. Η ψηλή γεροδεμένη φιγούρα του Ανδρέα Αμπάτζογλου φάνηκε στην εσωτερική σκάλα. Έμεινε εκεί περιμένοντας τις οδηγίες του εργοδότη του.

"Έφυγε... τα μάτια σας επάνω της. Και ενημέρωσέ με αν έχεις κάτι σημαντικό.

Ο Αμπάτζογλου έγνεψε καταφατικά. Διέσχισε το σαλόνι και βγήκε και αυτός απ την θαλαμηγό αφήνοντας πίσω του τον Διονύση Ναρσή με βλέμμα γεμάτο φωτιά. Για μια στιγμή πάλεψε μέσα του η σκέψη αν αυτό που έγινε λίγα λεπτά πριν ήταν νίκη ή ήττα του. Σίγουρα ήταν επίδειξη της επιβολής του.

Η κουβέντα της με τον Ναρσή, την είχε βάλει σε συναγερμό. Επιτάχυνε τα βήματά της εγκαταλείποντας την "Aurelia" προς το αυτοκίνητό της. Ο πανικός και το μίσος στα μάτια του την είχε προβληματίσει. Όχι για εκείνη. Το μεγάλο αφεντικό ένιωθε στριμωγμένο. Και στη θέση αυτή ήξερε ότι δεν θα δίσταζε. Είχε πάρα πολλούς λόγους να το πιστεύει αυτό. Είχε το προνόμιο να ξέρει. Ένιωθε το σώμα της να πονά. Όμως έπρεπε να τον αφήσει να νομίζει ότι εκτονώθηκε προσβάλλοντάς την.

Μπήκε στο αυτοκίνητό της για την επιστροφή. Οι σκέψεις της ήταν απανωτές. Κάποιοι παράγοντες αστάθμητοι άρχισαν να της ακυρώνουν τις κινήσεις της. Η Δημοσιογραφική έρευνα του Τίμου, η δολοφονία του Γεβετζή, η αντίδραση του Ναρσή. Ο Κύκλος μεγάλωνε, έξω από αυτά που είχε στο μυαλό της όταν το ρολόι σήμαινε την Πρωτοχρονιά του 1987 στην έπαυλη του Ψυχικού.

Στο σπίτι της στα Βριλήσσια έφτασε γύρω στις δέκα. Το καυτό νερό στο ντουζ έμοιαζε λυτρωτικό και καθαρτικό πάνω της. Κάποια στιγμή που ένιωσε λίγο πιο ήρεμη σχημάτισε στο τηλέφωνο τον αριθμό του Τίμου. Τον βρήκε στο σπίτι του.

"Τίμο; "

Η Φωνή του ακούστηκε γεμάτη από μια γλυκιά έκπληξη.

"Θάλεια....! Δεν σε περίμενα ομολογώ"

"Τι κάνεις;"

"Πριν καμιά ώρα περίπου γύρισα απ την εφημερίδα. Έπρεπε να κλείσω την δημοσίευσή στην έρευνά μου για το αυριανό φύλλο"

"Για το θέμα σου;"

"Ναι... Θάλεια... σ' ακούω κάπως, συμβαίνει κάτι;"

Εκείνη απάντησε όσο μπορούσε πιο ατάραχα.

"Όχι... απλά... βλέπω το πόσο ζεστά έχεις πάρει αυτό το θέμα και επειδή τέλος πάντων, έμμεσα είμαι και εγώ μπλεγμένη μέσα σ' αυτό.."

"Εσύ πως;"

"Ο Λεμπεδιωτάκης δεν ήταν συγγενής μου;"

"Αααα...λοιπόν;"

"Τέλος πάντων, θέλω να πω, σε παρακαλώ, να είσαι συγκρατημένος... έχουν περάσει πολλά χρόνια"

"Τι θέλεις να μου πεις Θάλεια;"

"Θέλω να πω πρόσεχε να καλύπτεις τα νώτα σου..."

Ο Τίμος χαμογέλασε με ερωτηματικά.

"Θάλεια, με παίρνεις στις δέκα και μισή το βράδυ να μου πεις για την έρευνα και να προσέχω τα νώτα μου; Κάτι σε τρώει εσένα..."

"Δαιμόνιε ρεπόρτερ...!" του απάντησε με χιούμορ και συνέχισε "Θέλω να τα πούμε από κοντά".

Ο Τίμος πετάχτηκε.

"Νάτο και το αναπάντεχο...! Έχεις τόσο καιρό να με καλέσεις εσύ να βρεθούμε, εντάξει κανόνισε".

"Ωραία θα σε πάρω τηλέφωνο αύριο στη δουλειά", του είπε.

"Θάλεια...!" Ακούστηκε η φωνή του έντονα από το ακουστικό.

"Ναι"

Εκείνος κόμπιασε για μια στιγμή:

"Θέλω να ξέρεις, να με νιώθεις άνθρωπό σου...!"

"Έχεις παράπονο;" Του είπε.

"Όχι, απλά..."

"Τότε ;"

"Να, να ξέρεις είμαι δίπλα σου για όλα. Για κάθε μικρό ή μεγάλο σου θέμα. Να μοιραστείς μαζί μου τα πάντα, καινούργια και παλιά που σε βαραίνουν ή που κουβαλάς μέσα σου..."

Το μήνυμά του ήταν σαφές. Ακολούθησε αμήχανη σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα.

"Το λες σαν να αναφέρεσαι κάπου συγκεκριμένα.." του είπε εκείνη.

Ο Τίμος μαζεύτηκε.

"Εντάξει το λέω να σε ελαφρύνω συναισθηματικά. Τίποτα παραπάνω"

"Θα τα πούμε αύριο Τίμο"

"Σ' αγαπώ..."

"Και εγώ" ακούστηκε τρυφερή η φωνή της.

Έκλεισαν το τηλέφωνο. Ο Τίμος ήταν σίγουρος ότι κάτι είχε συμβεί στην Θάλεια. Μέχρι τώρα δεν την είχε ακούσει έτσι εκδηλωτική απέναντί του. Για κάποιο λόγο τώρα την ένιωθε και ανήσυχη.

Εκείνη ωστόσο έμεινε με μια γλυκιά αίσθηση στην διάθεσή της. Πολλές φορές τελευταία δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Πάνω του και μέσα στον ψυχισμό της ένιωθε σαν να ήταν παγωμένη, ξένη. Σαν να έπαιζε ψυχρά ένα συγκεκριμένο ρόλο. Χωρίς αναστολές, χωρίς ενοχές. Είχε αφιερώσει πολύ καιρό να διαλέγεται με τον εαυτό της για αυτό που έκανε. Είχε ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μαζί του. Μερικές φορές μάλιστα σαν να "την" είχε απέναντι. Σαν να μίλαγε μαζί με την "άλλη" πλευρά του εαυτού της. Το χρειαζόταν για να μην νιώθει είτε τύψεις είτε ενοχές.

Τα τελευταία λόγια του Τίμου ερχόταν σαν χάδι στην ανταριασμένη της ψυχή. Την ηρεμούσαν, την γαλήνευαν. Όμως ακόμα από την άλλη ερχόταν η δική του παρουσία να της θυμίζει την ομορφιά μιας σχέσης και το κυριότερο, της αγάπης του για εκείνη.

Αν ποτέ μάθαινε ότι η γυναίκα που αγαπούσε, που της άνοιγε την καρδιά του, είχε νοθευτεί με το γάριασμα της αγκαλιάς ενός αδίστακτου ανθρώπου; Αν μάθαινε ποτέ ότι στο σώμα της άφησε να κυλήσουν οι χυμοί των ηδονών του; Τι θα γίνονταν τότε;

Ανατρίχιασε σ' αυτήν την σκέψη. Ένιωσε και εκείνη έναν πανικό και μια αφόρητη ενοχή να την κυριεύει. Και αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε με τίποτα. Ήταν κάτι που, ειδικά, αυτή τη στιγμή, έπρεπε με κάθε τρόπο να το κρατήσει σε απόσταση. Θα το κατάφερνε άραγε;

(Συνεχίζεται...)

Η Θάλεια βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη εξέλιξη. Η κατάσταση φαίνεται να ξεφεύγει από τους αρχικούς της υπολογισμούς. Ο άνθρωπος που αγαπά βρίσκεται σε κίνδυνο. Ότι ακριβώς δεν ήθελε να συμβεί ποτέ. Κάτι που με κάθε τίμημα, ακόμα και με τη δική της αξιοπρέπεια, προσπαθεί να εμποδίσει. Τι μπορεί να κάνει για να τον προφυλάξει;

Και ...ποιος είναι ο ρόλος του νεαρού Μιχάλη Ιγνατιάδη στο παρασκήνιο;


Σημ: Οι εικόνες είναι πίνακες ζωγραφικής του Jack Vettriano και φυσικά ανήκουν στην πνευματική ιδιοκτησία του ιδίου.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro