Κεφάλαιο 42: Μια ανακάλυψη από το παρελθόν
Ι.
Το Κυριακάτικο πρωινό για τη Θάλεια είχε τη δική του ιεροτελεστία. Ώρες και στιγμές προσωπικά δικές της. Προσπαθούσε να τις χαρεί, να ηρεμήσει, να οργανώσει το χρόνο της. Όμως τα τελευταία γεγονότα πέρναγαν από πάνω της έντονα και με ανάμικτα συναισθήματα. Η Δολοφονία του Γεβετζή, του ανθρώπου που ήταν υπεύθυνος για το θάνατο του Κώστα Λεμπεδιωτάκη, οι σκοτεινές συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή έγινε την είχαν ταράξει. Δεν είχε καθόλου καλό ύπνο. Ήταν αναστατωμένη και λουσμένη στους εφιάλτες.
Ο Ήχος του πρωινού τηλεφωνήματος ήρθε να την επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Η Φωνή του Διονύση Ναρσή ήταν το τελευταίο που ήθελε να ακούσει εκείνο το πρωί.
Προσπάθησε να είναι ψύχραιμη μαζί του. Αφού τελείωσαν οι πρώτες τυπικές κουβέντες μπήκε στο θέμα του.
"Θάλεια... θέλω να σε δω... πρέπει να σε δω..."
"Συμβαίνει κάτι ; σ΄ ακούω λίγο παράξενα"
"Ναι, συμβαίνουν κάποια πράγματα και θέλω να μιλήσουμε..."
"Για ποιο πράγμα ακριβώς..;"
"Άκου Θάλεια", της είπε με βαθιά φωνή, "Δεν μπορεί αυτή η συζήτηση να γίνει στο τηλέφωνο, να πούμε τη Δευτέρα το βράδυ νωρίς ;"
Η Θάλεια έκανε τις σκέψεις της.
"Τι ώρα και που " Του είπε.
"Χαίρομαι λοιπόν.... στις 8 το βράδυ"
"Που; και αυτή τη φορά θα έρθω μόνη μου, δεν χρειάζεται να ..κινητοποιηθείς, έτσι κι αλλιώς γνωρίζω πια τα ...κρυσφήγετά σου εκτός αν μου εμφανίσεις κάποιο καινούργιο".
Προσπέρασε το καρφί της και της απάντησε.
"Εντάξει, στην θαλαμηγό, στην παραλία του Αγίου Κοσμά"
"Δευτέρα στις 8 λοιπόν..."
"Θα σε περιμένω".
Το τηλέφωνο έκλεισε. Η Θάλεια γέμισε με σκέψεις. Δεν ήταν στον σχεδιασμό της να δει τον Ναρσή αλλά απ την άλλη τα λεγόμενά του, το ύφος του αλλά και τα τελευταία γεγονότα, καθιστούσαν αυτήν την συνάντηση σημαντική σε όλα εκείνα που την απασχολούσαν τελευταία.
ΙΙ.
Το Κυριακάτικο πρωινό, είχε αποφασίσει να βγάλει τον χειμωνιάτικο μανδύα του και να φλερτάρει με μια πρώιμη Αλκυονίδα μέρα. Το Μοναστηράκι είχε φορέσει τα καλά του για να υποδεχθεί τον συρφετό των επισκεπτών του στα όμορφα και παραδοσιακά του στέκια. Παλιοί καφενέδες, τουριστικά μαγαζιά, παλιά παραδοσιακά στέκια και φυσικά τα Παλιατζίδικα και η πλατεία Αβυσσηνίας με την πραμάτεια της.
Ο Τίμος με την Αλεξία είχαν από χθες βράδυ κανονίσει να συναντηθούν εκεί. Ήθελαν να κάνουν μια κουβέντα για την μέχρι τώρα εξέλιξη των ερευνών τους. Συναντήθηκαν με χαμόγελο και καλή διάθεση. Προχώρησαν στα στενά της περιοχής και κάπου προς τα πάνω στην Οδό Αθηνάς χώθηκαν στα παλιά στενά της Πολυκλείτου. Πιο ήρεμα εκεί θα μπορούσαν κάπου να πιούν τον καφέ τους και να κουβεντιάσουν.
Στην Αιόλου χαμηλά κοντά στην Αγία Ειρήνη ένα παλιό παραδοσιακό καφέ τους φιλοξένησε μέσα στην ομορφιά του.
"Πως τον είδες χθες τον Ζησιμάκο;" Ξεκίνησε την κουβέντα τους στο θέμα ο Τίμος.
"Φυλάγεται....! και φυλάγεται καλά. Τον είδες; δεν του έβγαζες λέξη. Μετρημένες κουβέντες αόριστες" του απάντησε.
"Ναι το πρόσεξα, φρόντισε να μην στοχοποιήσει κανέναν"
"Τίμο, είναι έμπειρος. Αυτοί οι άνθρωποι της πιάτσας και του υπόκοσμου έχουν τους δικούς τους κανόνες σε όλα αυτά. Δεν ανοίγουν το στόμα τους, να το ξέρεις".
Ο Τίμος σκέφτηκε και τις είπε
"Πρόσεξα κάτι..."
"Τι ;"
"Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τραβήξει το ενδιαφέρον μας μακριά από το παρελθόν. Εκεί ήταν κατηγορηματικός. Απέκλεισε κάθε κουβέντα για τη σύνδεση του φόνου με τα παλιά γεγονότα. Αυτό κάτι σημαίνει"
"Θες να πεις ότι..."
"Δεν ξέρω βρε Αλεξία μου, νιώθω ο Ζησιμάκος έχει σχέση με τον Ναρσή..."
"Δεν έχεις όμως από κανέναν κάτι τέτοιο, μήτε από τους παλιούς συναδέλφους και γνωστούς του Λεμπεδιωτάκη.."
"Ναι αυτό είναι σωστό...."
"Καταλήγουμε πάλι να μην έχουμε τίποτα στα χέρια μας" είπε η Αλεξία.
"Εγώ θα βγω πάλι αύριο στο φύλλο στην εφημερίδα. Θα προσπαθήσω να αφήσω να αιωρείται ότι ο φόνος μπορεί να σχετίζεται με το παρελθόν, ότι κάποιους ενόχλησε αυτή η έρευνα και ότι επικράτησε πανικός".
"Θέλεις να προκαλέσεις αντιδράσεις ε;" τον κοίταξε προσεκτικά η Αλεξία.
"Δεν έχουμε άλλο τρόπο Αλεξία μου, ίσως μόνο έτσι σπρώξουμε την ένοχη πλευρά να κάνει μια λάθος κίνηση. Και, εκτός αν προκύψει κάποιος αστάθμητος παράγοντας και δεν τον υπολογίζουμε τώρα"
"Να ξέρεις ότι έχει ρίσκο αυτή η επιλογή έτσι;"
Ο Τίμος το σκέφτηκε.
"Ναι, το ξέρω...."
"Θα δεχτούμε πιέσεις, θα δούμε"
"Κομμάτι της δουλειάς μας είναι Αλεξία... πάμε;"
Σηκώθηκαν πλήρωσαν και σε λίγο κατηφόριζαν κουβεντιάζοντας τα στενά προς το Μοναστηράκι. Κάποια στιγμή η Αλεξία έπιασε τον Τίμο κάπου να έχει στρέψει την προσοχή του.
"Τι έπαθες ; που κοιτάς ;"
"Είμαστε στην Οδό Βίσσης ε;"
"Ναι, γιατί τι έπαθες ;"
Ο Τίμος εξακολουθούσε με το βλέμμα κάτι να ψάχνει ιδιαίτερα, της απάντησε:
"Θυμήθηκα την Θάλεια που μου έχει πει ότι εδώ, σ' αυτήν την οδό ήταν η επιχείρηση του πατέρα της"
"Μαγαζί είχε;"
"Ναι και μαζί έκθεση ειδών τέχνης"
Ο Τίμος συνέχισε να ψάχνει στα κτίρια και στα μαγαζιά του δρόμου. Κάποια από αυτά ήταν εγκαταλειμμένα. Η Αλεξία τον παρατηρούσε. Κάποια στιγμή είδε κάποιον ώριμο άντρα έξω από ένα μαγαζί. Κοντοστάθηκε και το αποφάσισε:
"Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι αν δεν ενοχλώ;" Τον ρώτησε. Με ευγένεια εκείνος ανταποκρίθηκε:
"Παρακαλώ, γυρεύετε τίποτα;"
"Είστε καιρό εδώ; θέλω να πω το μαγαζί σας είναι από παλιά;"
Εκείνος του χαμογέλασε και απάντησε
"Τι ακριβώς ψάχνεις παιδί μου, εξαρτάται πόσο εννοείς το παλιά..."
"Στην οδό Βίσσης εδώ υπήρχε παλιά μια Γκαλερί ειδών Τέχνης, ανήκε σε κάποιον Μαζαράκη..."
Ο ώριμος άντρας αντέδρασε θετικά.
"Βέβαια...! μιλάς για τον Βαγγέλη τον Μαζαράκη. Εδώ ήταν απέναντι, εκεί πίσω σου....!"
Ο Τίμος έστρεψε το βλέμμα του προς τα πίσω. Ένα παλιό νεοκλασικό δυόροφο. Ο πάνω όροφος ήταν εγκαταλειμμένος ενώ το ισόγειο φιλοξενούσε ένα μαγαζί με οικιακά είδη.
"Αλλά γιατί ρωτάς;" Συνέχισε.
"Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο..." απάντησε ο Τίμος. Η Αλεξία παρατηρούσε απλά την όλη κουβέντα όταν ξαφνικά από ένα διπλανό καφενέ μια φωνή μπήκε στην κουβέντα τους.
"Ποιος ρωτάει για τον Βαγγέλη Μαζαράκη ;"
Ένας αρχοντικός ηλικιωμένος άντρας, γύρω στα ογδόντα φάνηκε στην είσοδο του μαγαζιού. Καλοντυμένος με το σκούρο του κοστούμι και το καπέλο του στο κεφάλι. Ήρεμα και γαλήνια χαρακτηριστικά.
"Εδώ Κύριε Ανδρέα, τα παιδιά ρώτησαν" έκανε ο μαγαζάτορας και στράφηκε στον Τίμο λέγοντας:
"Ο Κυρ Αντρέας από εδώ. Ο Μέντορας της Οδού Βίσσης...! η ζωντανή ιστορία της γειτονιάς μας. Ότι θέλεις εδώ..."
"Ρωτούσα για την επιχείρηση του Μαζαράκη εδώ κύριε..." του είπε ο Τίμος πλησιάζοντάς τον.
"Παιδί μου, εκεί πίσω σου, ήταν. Σε αυτό το κτίριο που βλέπεις", αναστέναξε,
"Δεν έρχεστε να σας κεράσω μια πορτοκαλάδα; η κοπέλα ξεροστάλιασε"
Ο Τίμος κοίταξε την Αλεξία που χαμογέλασε δεκτικά.
"Εντάξει...."
Μπήκαν στον παλιό καφενέ δίπλα με τον Κυρ-Αντρέα να ...προΐσταται.
"Κάποτε ο δρόμος μας εδώ ήταν γεμάτος ομορφιά, αυτό που βλέπεις ήτανε το καμάρι της περιοχής. Ο Μαζαράκης το είχε κουκλί. Μεγάλη επιχείρηση παιδί μου. Όλες οι ομορφιές του κόσμου και της τέχνης εδώ, πίνακες ζωγραφικής, φωτιστικά, μικροέπιπλα, καθρέφτες, μπιμπελό, έχανες το νου σου εκεί μέσα αλλά ...τι τα θες, μετά τον θάνατο της γυναίκας του πήρε την κάτω βόλτα. Αλλά εσύ πως και ρωτάς ; γυρεύεις κάτι;"
"Γνωρίζω την κόρη του...."
"Την Θάλεια λες;"
"Ναι....."
"Ψυχοκόρη του " απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας με τον Τίμο στην κυριολεξία να μένει έκπληκτος. Έριξε μια ματιά στην Αλεξία δίπλα του και ψέλλισε στον κυρ Αντρέα:
"Τι θέλετε να πείτε ψυχοκόρη του, τι εννοείτε;"
Ο Κυρ Αντρέας ρούφηξε ατάραχος τον καφέ του, τον έκοψε ήρεμα με το βλέμμα του και απάντησε.
"Ο Βαγγέλης ο Μαζαράκης δεν είχε παιδιά δικά του γιε μου. Ήταν άκληρος..."
"Κυρ Αντρέα... θέλω να πω... πως το ξέρεις; είσαι σίγουρος;"
Του απάντησε γελώντας:
"Αν είμαι σίγουρος; με τον Βαγγέλη γνωριζόμαστε πριν από τον πόλεμο. Σαν ήρθε εδώ και ξεκίνησε το μαγαζί. Από τους ανθρώπους που έζησα μαζί του μια ολάκερη ζωή. Συνεπώς τι λες; ξέρω;"
"Συγγνώμη κυρ Αντρέα δεν ήθελα να σε θίξω απλά.... και η Θάλεια;"
"Η Θάλεια ήταν θετό τους παιδί. Εκείνος και η γυναίκα του η συγχωρεμένη η Μάγδα, λαχταρούσαν ένα παιδί. Αυτήν την αγάπη τη βρήκαν στην Θάλεια. Την υιοθέτησαν"
"Μα πως;"
"Α κοίτα, λεπτομέρειες δεν ξέρω, όπως γίνονται αυτά τα πράγματα παιδί μου. Από ίδρυμα, αλλά... για πες μου, τι είδους γνωριμία έχεις με τη Θάλεια;"
Ο Τίμος ξεροκατάπιε. Πάλι τα μάτια του έσμιξαν με αυτά της Αλεξίας που παρακολουθούσε την κουβέντα σιωπηρή.
"Γνωριζόμαστε επαγγελματικά... "
"Κατάλαβα.... τότε..." , ο Κυρ Αντρέας δαγκώθηκε λίγο σαν να μετάνιωσε.
"Άκου θα ήθελα να μην της κάνεις κουβέντα γιατί... πως να σου πω... δεν είναι και το καλύτερο να μαθαίνεις ότι η ιδιωτική σου ζωή κουβεντιάζεται στις ρούγες της Αθήνας. Παρασύρθηκα και εγώ. Άλλωστε με εκείνη εγώ δεν μπορούσα να έχω πολλά-πολλά, η ηλικία μου βλέπεις. Έλειπε και στη Γερμανία για σπουδές, σε παρακαλώ αν δεν σου πει κάτι, δεν θα ήθελα να ξανοιχτείς..."
"Κυρ Αντρέα, μην νιώθεις άσχημα. Η Σχέση μου την Θάλεια είναι τέτοια που δεν θα της έκανα το παραμικρό κακό, σέβομαι αυτό που είπες..."
Ο γέροντας ανάσανε ανακουφισμένος.
"Σε ευχαριστώ παιδί μου, και αν ποτέ χρειαστείς κάποτε, εδώ θα με βρεις, είμαι ο Αντρέας Κουμουρτζίδης".
Ο Τίμος έβγαλε μια κάρτα του και του την έδωσε.
"Όποτε θέλεις κάτι μπορείς να με βρεις εδώ κυρ Αντρέα".
Ο Τίμος σηκώθηκε και τον ακολούθησαν όλοι. Χαιρέτισαν εγκάρδια τον ευγενικό και αρχοντικό αυτό άνθρωπο, που η ευγένειά του είχε τα χαρακτηριστικά μιας άλλης εποχής και κίνησαν να κατηφορίζουν προς το σταθμό στο Μοναστηράκι.
Στην αρχή ήταν αμίλητοι. Η Αλεξία παρακολουθούσε τον συνάδελφό της προσεκτικά και μέτραγε την ταραχή του. Κάποια στιγμή της είπε:
"Πως σου φάνηκε αυτό;"
"Πτυχή μιας ανθρώπινης οικογενειακής ιστορίας από τις άπειρες που συμβαίνουν γύρω μας" του απάντησε όσο μπορούσε πιο απλά.
"Έτσι το βλέπεις;"
"Ε πως αλλιώς να το δω βρε Τίμο; η πρώτη για η τελευταία οικογένεια είναι που υιοθετεί ένα παιδί, τι σε αναστάτωσε έτσι; από την ώρα που στο είπε είσαι σαν να σε χτύπησε ρεύμα"
"Δεν ξέρω, μου φάνηκε κάπως... δεν μου είχε πει κάτι η Θάλεια"
"Πρώτον, δεν ξέρεις αν το ξέρει, σύμφωνοι; και δεύτερον αν το ξέρει γιατί να στο πει ; κοίτα Τίμο, αυτές οι ιστορίες για πολλούς ανθρώπους δεν βγαίνουν εύκολα απ την ψυχή τους. Είναι κλειδωμένες στις αναμνήσεις τους και στα βιώματά τους"
"Μα δεν θάπρεπε.... κάτι;"
"Τι κάτι; τι ξέρεις εσύ στο πως το έμαθε η Θάλεια, πότε το έμαθε; με ποιες συνθήκες και επίσης αν το έμαθε, συνεπώς;"
"Λες να είναι έτσι;"
"Βρε Τίμο, ώρες ώρες κολλάς σε κάποια πράγματα που δεν σε καταλαβαίνω. Πρώτα γιατί δεν σου είπε η Θάλεια για τον θείο της και τώρα γιατί δεν σου είπε ότι είναι υιοθετημένη;"
Τον κοίταξε στα μάτια δίπλα της. Δεν μπόρεσε να της απαντήσει κάτι.
"Ειλικρινά ομολογώ ότι με τάραξε αυτή η είδηση αλλά δεν ξέρω γιατί..."
"Τίμο ;" τον έπιασε από τον ώμο ζεστά "Σε τι θα αλλάξει τη σχέση σου με τη Θάλεια αυτή η είδηση ε; αυτό να απαντήσεις...! και μην μου βάλεις τώρα θέμα εμπιστοσύνης γιατί σου ξαναλέω αυτά τα θέματα δεν είναι εύκολα να μοιράζονται ακόμα και στον σύντροφό μας."
Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά ενώ εκείνη συνέχιζε:
"Και κοίτα τώρα... μην την πιάσεις απ τα μούτρα εντάξει; ανάκριση. Σε έχω ικανό....! θα έρθει η στιγμή που θα στο πει μόνη της".
"Ίσως έχεις δίκιο βρε Αλεξία, εντάξει... απλά συγχώρεσέ μου τη φόρτιση, σου είπα, δεν καταλαβαίνω γιατί έτσι λειτούργησε μέσα μου.."
Τον χτύπησε στην πλάτη.
"Καλά, έλα τώρα να κατέβουμε στον Ηλεκτρικό και έχουμε άλλες φούριες στο κεφάλι μας.."
"Αχ πόσο σημαντική είναι η παρουσία σου κοντά μου βρε Αλεξία, η εμπειρία σου, οι απόψεις σου..."
"Με λες γριά τώρα ;" του σχολίασε με χαμόγελο. Της απάντησε με ένα ηχηρό γέλιο.
"Όχι όχι προς Θεού....!"
"Λέω και εγώ", του είπε "πρόσεχε τώρα το κενό στην αποβάθρα, δεν ξέρω αν το πήρες ...χαμπάρι μπαίνουμε στο βαγόνι...!" του είπε γελώντας.
"Πω πω δίκιο έχεις, χαμπάρι δεν πήρα"
Μπήκαν στο βαγόνι και πήραν το δρόμο της επιστροφής προς Κηφισιά. Είχε μεσημεριάσει πια σε αυτήν την Κυριακή των αποκαλύψεων.
(Συνεχίζεται...)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro