Κεφάλαιο 40: Η ώρα της εφημερίδας
Ι.
Η Θάλεια επέστρεψε από το σπίτι των Χατζηκώστα φορτωμένη σκέψεις. Με το μυαλό της στα πρόσφατα γεγονότα, τακτοποιούσε τα πράγματά της και άλλαζε ρούχα όταν ο ήχος του τηλεφώνου διέκοψε τους συλλογισμούς της. Η Φωνή του Διονύση Ναρσή στην άλλη άκρη του ακουστικού της προκάλεσε ένα κύμα νευρικής έξαψης.
"Συγγνώμη που σε ενοχλώ τέτοια ώρα" ακούστηκε η φωνή του βαριά και κουρασμένη.
Για δευτερόλεπτα δεν ήξερε τι να κάνει. Από τη μια δεν είχε την παραμικρή όρεξη να μιλήσει μαζί του από την άλλη όμως αφέθηκε.
"Δεν με ενοχλείς..."
"Σου συμβαίνει τίποτα ;" την ρώτησε "σε ακούω λίγο μακρινή"
"Δεν είναι τίποτα, είμαι πολύ κουρασμένη αυτόν τον καιρό, αυτό είναι όλο"
Άρχισε να της λέει διάφορα. Έμεινε στο ότι είχαν καιρό να βρεθούν.
"Το βρίσκεις αναγκαίο;" του είπε
"Εσύ όχι;" της αποκρίθηκε και άξαφνα θυμήθηκε και κάτι άλλο.
"Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.."
"Σ' Ακούω"
"Ο Τίμος Αργυριάδης είναι γνωστός σου",
Η Θάλεια με μιας σφίχτηκε. Η ερώτηση ακούστηκε παράξενα στα αυτιά της.
"Ναι, τον γνωρίζω"
"Μόνο;" την ρώτησε
"Δεν σε καταλαβαίνω;"
"Άκου...! αυτός ο μικρός μου δημιουργεί προβλήματα και..."
"Τι προβλήματα;" Τον ρώτησε με αγωνία.
"Έχει κάτι δημοσιογραφικές εμμονές, ανακατεύεται στα πόδια μου άσχημα, δεν ξέρω ποιανού δουλειά κάνει, ειδικά αυτήν την εποχή που θα κριθούν πολλά, καταλαβαίνεις..."
"Όχι αλλά τι ζητάς από μένα λοιπόν;"
"Να προσέχεις ζητάω... δεν ξέρω, μπορεί να πλησιάσει και σένα, μιας και γνωρίζεστε και στο βαθμό που μπορείς ρώτησέ τον για τις προθέσεις του..."
"Δεν νομίζω ότι με αφορά όλο αυτό αλλά ...θα έχω το νου μου", του είπε με εμφανή προσποίηση.
"Α.... και κάτι άλλο..... μήπως... έχεις χάσει κάποιο σκουλαρίκι πρόσφατα;"
Η Θάλεια αυτή τη φορά παραξενεύτηκε για τα καλά.
"Τι εννοείς, δεν καταλαβαίνω, ποιο σκουλαρίκι;"
"Βρήκα ένα σκουλαρίκι στο αυτοκίνητο, ξέρεις του Ιγνατιάδη, λέω μήπως σου έπεσε τότε που...."
Η Θάλεια ήταν σαφής.
"Όχι, όλα μου τα κοσμήματα είναι ...αρτιμελή, δεν λείπει τίποτα", του είπε.
Την καληνύχτισε και το τηλέφωνο έκλεισε. Ο Ναρσής άρχισε να κάνει σκέψεις για τις ...αταξίες του νεαρού του συνεργάτη και ίσως για πράγματα που του έκρυβε αλλά στη συνέχεια σκέφτηκε ότι το τελευταίο πράγμα που τον ενδιέφερε ήταν τα ερωτικά του Μιχάλη Ιγνατιάδη.
ΙΙ.
Ο Ήχος ενός νέου τηλεφωνήματος ήρθε εκ νέου να αποσπάσει την προσοχή της. Ήταν ο Τίμος. Ζήτησε να έρθει να την ενημερώσει για ότι είχε μάθει για τον Γεβετζή. Η Θάλεια τον περίμενε. Δεν άργησε να φτάσει και σύντομα, μετά από λίγες κουβέντες και ένα ποτό είχε ξεκινήσει να της λέει τι ακριβώς είχε μάθει. Η Θάλεια αυτή τη φορά δεν ήταν αρνητική. Για έναν παράξενο λόγο άκουγε με προσοχή τα λόγια του Τίμου.
"Πως τα βλέπεις όλα αυτά ;" την ρώτησε κάποια στιγμή.
Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:
"Αυτός ο άλλος που μου είπες την άλλη φορά, που τον συναντήσατε στο μπαρ;"
"Τον Ζησιμάκο λες"
"Ναι, είναι αυτός μπλεγμένος πουθενά;"
"Απ ότι ξέρω όχι, αλλά μια επίσκεψη θα του κάνουμε, έτσι λέω"
"Τίμο...." τον κοίταξε προσεκτικά.
"Τι είναι ;"
"Θέλω να προσέχεις μ' αυτήν την ιστορία"
Εκείνος χαμογέλασε τρυφερά. Της έπιασε μαλακά το χέρι όπως κάθονταν δίπλα της.
"Να λοιπόν που ακούω και κάτι για μένα απ τα χείλη σου", της είπε με μια ελαφριά πίκρα.
"Γιατί το λες αυτό;" τον ρώτησε.
"Συνήθως είσαι μακρινή", πρόλαβε να της πει.
"Συνήθως βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα" του απάντησε. Ο Τίμος συνέχισε.
"Θυμάσαι που σου έλεγα ότι αυτή η ιστορία με το θείο σου θέλει ψάξιμο; Θυμάσαι πως αντιδρούσες τότε; Τι να προσέχω λοιπόν;"
"Και τώρα δεν είναι υποχρεωτικό η δολοφονία ενός ανθρώπου του υποκόσμου να σχετίζεται με το μακρινό παρελθόν, όσον αφορά το να προσέχεις είναι γιατί.... δεν ξέρω... τι θα κάνεις στην εφημερίδα;"
"Ξεκινάμε αύριο κιόλας, πάρε την εφημερίδα και θα δεις.... α ξέρεις βέβαια ότι αυτό το μούτρο εξακολουθούσε να δουλεύει στον Ναρσή", η Θάλεια μαγκώθηκε, ο Τίμος συνέχισε.
"Και όλα έγιναν αμέσως μετά την κάθοδό μας στο μπαρ εκείνο και στην αναφορά που κάναμε για το αφεντικό του ε, το λες και παράξενη σύμπτωση"
"Θέλω να χειριστείς το θέμα με προσοχή, να φυλάξεις τα νώτα σου"
"Έχουν γνώση οι φύλακες..." της είπε.
"Τι πιστεύεις για όλο αυτό;" τον ρώτησε ευθέως.
"Θες την αλήθεια; Ο Ναρσής είναι πίσω από τη δολοφονία του Γεβετζή....! αλλά δεν μπορώ μήτε να το πω μήτε να το αποδείξω. Προς το παρόν τουλάχιστον...."
Η Θάλεια ρώτησε:
"Με ποιο κίνητρο;"
"Αυτό μου είναι άγνωστο....αν το βρω θα είμαι στη λύση της ιστορίας"
Η Θάλεια σηκώθηκε.
"Με διώχνεις;", της είπε.
"Νιώθω πολύ κουρασμένη, δύσκολη μέρα σήμερα, δεν σε διώχνω... νομίζω έχω το θάρρος μαζί σου να σου ζητάω πράγματα"
Σηκώθηκε και εκείνος μαζί μαζεύοντας τα πράγματά του.
"Έχεις δίκιο", σχολίασε. Κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
"Άλλωστε, ναι, είναι πολύ αργά"
Τον συνόδευσε στην πόρτα. Στάθηκαν για λίγο εκεί. Γύρισε προς το μέρος της. Άπλωσε το χέρι στα μαλλιά του, τα χάιδεψε με τρυφερότητα. Πριν το χέρι του πιάσει το σιδερένιο πόμολο τα χείλη της του χάρισαν ένα ζεστό φιλί στα δικά του. Το χαμόγελό του ήταν η τελευταία έκφραση που είδε πριν χαθεί στη γωνιά του δρόμου.
Ο Τίμος ένιωσε τη Θάλεια διαφορετική απόψε. Άλλες στιγμές ένιωθε τη συμπεριφορά της σαν ένα παράξενο εκκρεμές. Από την καυτή έλξη στην αποφυγή. Σήμερα όμως στα μάτια της διέκρινε μια ζεστασιά, βουτηγμένη όμως σε μια έντονη μελαγχολία.
Μπήκε στο αυτοκίνητό του να φύγει. Η νοσταλγία για την γυναίκα που αγαπούσε δεν τον άφησαν να εντοπίσει στον καθρέφτη του την μεγάλη μαύρη BMW που γλιστρούσε ξωπίσω του.
Η Θάλεια έκλεισε τα παντζούρια στο σπίτι. Πριν σβήσει το φως στο μεγάλο σαλόνι, μέχρι να τελειώσει το τσιγάρο της, έκατσε στο μεγάλο της γραφείο. Τα χέρια της πάλι τράβηξαν από το συρτάρι το δερματόδετο Βιβλίο. Το ξεφύλλισε στις τελευταίες σελίδες.
Το μάτι της έμεινε σε μια παράγραφο:
"Τα ξέρω όλα πια. Η Αλήθεια βγήκε στο φως. Η τραγική αλήθεια. Με τα αποτελέσματά της μπροστά. Είμαι αποφασισμένος. Για όλα. Ξέρω τι θα συναντήσω. Δεν φοβάμαι. Ότι κι αν γίνει θα νιώθω ότι το πάλεψα..."
Έκλεισε το βιβλίο συγκινημένη. Το έβαλε στη θέση του. Ύστερα τράβηξε από το συρτάρι την κρυμμένη εκείνη ασημένια σκαλιστή κορνίζα με τον Λεμπεδιωτάκη και τη Γυναίκα δίπλα του. Τα δάχτυλά της ταξίδεψαν επάνω τους. Απότομα τακτοποίησε τα πάντα και κίνησε πάνω προς την κρεβατοκάμαρά της.
IΙΙ.
Ο Λεωνίδας Σαρλής μπήκε φουριόζος στο γραφείο του εργοδότη του. Ο Διονύσης Ναρσής ξαφνιάστηκε που τον είδε έτσι ορμητικό. Το μεσημέρι της Πέμπτης τον εύρισκε με έναν καφέ στο γραφείο του.
"Καλημέρα Λεωνίδα, τι συμβαίνει;" τον ρώτησε.
Ο Σαρλής έκατσε στην πολυθρόνα ως συνήθως μπροστά του και άπλωσε στο γραφείο την εφημερίδα που κρατούσε διπλωμένη.
"Καλημέρα, σου έφερα να δεις κάτι που σε ενδιαφέρει"
Ο Ναρσής πλησίασε προς το μπροστινό μέρος του γραφείου. Πήρε την εφημερίδα στα χέρια του. Ήταν τα "Εσπερινά Νέα"
"Τι συμβαίνει;" τον ρώτησε.
"Βγήκαν οι απογευματινές εφημερίδες. Διάβασε στο πρωτοσέλιδο κάτω δεξιά...!", τον προέτρεψε εκείνος.
Ο Ναρσής σάρωσε την πρώτη σελίδα της εφημερίδας κάτω δεξιά. Το μάτι του έφτασε σε ένα τετράστηλο με τη φωτογραφία ενός ανοιχτού χωραφιού με κάτι σημάδια επάνω του. Τα μάτια του άρχισαν να διαβάζουν τον τίτλο.
"Ένα άγριο έγκλημα με σκοτεινό παρελθόν;"
Πριν συνεχίσει, έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Σαρλή που του έκανε μία κίνηση με τα χέρια να συνεχίσει.
"Με τρεις σφαίρες βρέθηκε δολοφονημένος ο 52χρονος ιδιωτικός υπάλληλος Ελευθέριος Γεβετζής σε ένα χωράφι έξω από την Κόρινθο. Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις το θύμα φέρεται να πυροβολήθηκε την Τρίτη το βράδυ σε άλλο χώρο και να μεταφέρθηκε εκεί προφανώς για απόκρυψη στοιχείων. Το πτώμα του βρέθηκε εντελώς συμπτωματικά από ανασκαφή γεωργικού ελκυστήρα σε ιδιόκτητο αγροτικό χώρο. Το θύμα ήταν υπάλληλος σε μεγάλη επώνυμη Ελληνική κατασκευαστική εταιρεία. Η Αστυνομία ερευνά την υπόθεση. Για την εφημερίδα μας θα μπορούσε να είναι ένα απλό αστυνομικό ρεπορτάζ. Όμως ο αναγνώστης καλείται να ανατρέξει στην μεγάλη δημοσιογραφική ιστορική μας έρευνα, που θα βρείτε στην τρίτη σελίδα με θέμα 'Ο Σκοτεινός θάνατος του αγωνιστή συνδικαλιστή Κώστα Λεμπεδιωτάκη' "
Υπογραφή ρεπορτάζ Αλεξία Δραγούμη.
Το πρόσωπο του Διονύση Ναρσή έγινε σκληρό και γκρίζο.
"Εγώ τι σχέση έχω με αυτό;" τον ρώτησε.
"Διονύση, ο Ελευθέριος Γεβετζής ήταν υπάλληλός μας. Με ενημέρωσαν από το προσωπικό. Τον ήξερες;"
Ο Ναρσής άρχισε να χάνει το ρυθμό της σκέψης του.
"Γιατί να τον ξέρω; έχουμε εκατοντάδες υπαλλήλους Λεωνίδα. Λες να τους ξέρω όλους ονομαστικά;"
Ο Σαρλής τον κοίταξε λίγο διερευνητικά.
"Ψάξε λίγο στην τρίτη σελίδα σε παρακαλώ. Έπιστρέφω σε δέκα λεπτά εγώ"
Τον άφησε μόνο του. Ο Ναρσής άνοιξε την εφημερίδα και βρήκε το δημοσίευμα.
Κάθε σειρά που διάβαζε στην συνέχεια ανέβαζαν γεωμετρικά τους χτύπους της καρδιάς του.
"Μια μεγάλη ιστορική δημοσιογραφική έρευνα του Τίμου Αργυριάδη για λογαριασμό των ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ ΝΕΩΝ.
Η Πολιτική διαδρομή, οι αγώνες και ο σκοτεινός θάνατος του συνδικαλιστή Κώστα Λεμπεδιωτάκη..."
Ο Ναρσής άρχισε να ιδρώνει. Άρχισε να διαβάζει με προσοχή.
"....Η Εφημερίδα μας ξεκινά από σήμερα μια ιστορική έρευνα για τους αγώνες και τη διαδρομή μιας σημαντικής μορφής στο εργατικό κίνημα του Πειραιά στην καυτή εποχή του 1960. Μια διαδρομή που πέρασε κυριολεκτικά μέσα από τη φωτιά των απεργιακών αγώνων εκείνου του καλοκαιριού αλλά και τον αμφιλεγόμενο σκοτεινό θάνατό του την νύχτα της 20ης Αυγούστου 1960.
Έναν θάνατο που η Εφημερίδα μας καλείται σήμερα να αναζητήσει τις ακριβείς του συνθήκες. Να τραβήξει τα σκοτεινά πέπλα που το καλύπτουν και να ψάξει την αλήθεια.
.........
Και οι μαρτυρίες που το ρεπορτάζ μας έχει συγκεντρώσει μιλάνε για Δολοφονία...."
........
Ο Ναρσής σταμάτησε. Έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να κάνει την εφημερίδα μια άμορφη μπάλα από τσαλακωμένο χαρτί. Προσπάθησε να συγκρατήσει τα νεύρα του και συνέχισε την ανάγνωση.
Το άρθρο συνεχίζονταν με αναφορές στα γεγονότα της βραδιάς εκείνης. Έκανε αναφορά σε μαρτυρίες για τις συνθήκες του θανάτου και στη συνέχεια κατέληγε ότι έχουν εντοπιστεί κάποιοι άνθρωποι που εκείνη την εποχή έπαιξαν σκοτεινό ρόλο.
Την προσοχή του τράβηξε η αναφορά στο τέλος. Εκεί ήταν και η κορύφωση:
"...Πόση σχέση άραγε θα μπορούσε να έχει η χθεσινή δολοφονία του Ελ. Γεβετζή με τον θάνατο του Κώστα Λεμπεδιωτακη; ποια η σχέση αυτού του ανθρώπου τη βραδιά εκείνη; ποιες φήμες τον ακολουθούν χρόνια ;..."
Ο Ναρσής αυτή τη φορά δεν κρατήθηκε. Τσαλάκωσε την εφημερίδα με λύσσα και την πέταξε πέρα απ το γραφείο του σε μια κίνηση σπασμωδική.
"Κωλόπαιδο θα μου το πληρώσεις....!" σφύριξε μέσα απ τα δόντια του με λύσσα.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο γραφείο του ο Αντρέας Αμπάτζογλου.
"Κλείσε την πόρτα...!" του είπε.
Εκείνος υπάκουσε πειθήνια και οργανωμένα. Τον κάλεσε να καθίσει.
"Έχεις κάτι νεώτερο;" τον ρώτησε
Εκείνος με το χαρακτηριστικό ψυχρό του ύφος του είπε:
"H Κυρία που μου είπατε, χθες βράδυ δέχτηκε την επίσκεψή του, ήταν σπίτι της...."
"Ο Αργυριάδης;" τον ρώτησε περισσότερο για να το εμπεδώσει παρά για να το πιστέψει.
"Ναι... δεν έμεινε πολύ, ήταν αργά..."
Ο Ναρσής μούγκρισε μέσα απ το κλειστό του στόμα.
"Θέλω να τον έχεις στο πόδι ακούς; Και να είσαι σε αναμονή, ίσως χρειαστεί να αντιδράσουμε..."
"Τι έχετε κατά νου;" τον ρώτησε.
"Θα σου πω... πολλά κουνούπια μαζεύτηκαν στα πόδια μου και δεν μου αρέσει καθόλου, Φύγε τώρα και ότι σου είπα, θα σου τηλεφωνήσω αργότερα"
Χωρίς δεύτερες και περιττές κουβέντες ο Αμπάτζογλου γύρισε την πλάτη του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Το χέρι του έπιασε το πόμολο ακριβώς τη στιγμή που αυτή άνοιγε. Για μια στιγμή το βλέμμα του διασταυρώθηκε με αυτό του Λεωνίδα Σαρλή που έμπαινε και στη συνέχεια έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. Ο Σαρλής μπήκε, έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε στο γραφείο του Ναρσή που δεν μπορούσε να κρύψει τον εκνευρισμό του.
"Τι ήθελε αυτός εδώ;" ρώτησε τον Ναρσή.
"Ο Νεαρός δημοσιογράφος, αυτός ο ...Αργυριάδης...."
"Ε τι;"
"Διάβασα στην εφημερίδα....αυτό το κωλόπαιδο, το είπα εγώ...."
"Ηρέμησε Διονύση, πρώτη φορά σε βλέπω έτσι..."
"Χθες βράδυ ήταν στο σπίτι της....!"
"Ποιανής το σπίτι ;"
"Της Μαζαράκη..... Λεωνίδα....."
Ο Άλλος έκανε μια γκριμάτσα.
"Σε είχα προειδοποιήσει για αυτήν ότι κάτι δεν μ' αρέσει αλλά εσύ...."
"Τι δουλειά μπορεί να έχει σπίτι της; και έχει σχέση με την εφημερίδα;"
"Δεν ξέρω Διονύση τι να σου πω...."
Ο Ναρσής ήταν εμφανώς έξω από τα νερά του. Παλιότερα τέτοιες καταστάσεις τις διεκπεραίωνε σε χρόνο ρεκόρ. Τώρα ένιωθε να μην μπορεί να σκεφτεί καθαρά.
"Πως είδες τα γραφόμενα στην εφημερίδα; Τι σκέφτεσαι να κάνεις;" Τον ρώτησε ο Σαρλής.
"Θα πάρω τηλέφωνο τον Μάνεση. Θέλω να πιέσω, να δω αν ήξερε, να δω τις προθέσεις, Δεν μπορεί να κάθομαι να διαβάζω ότι τούρχεται καθενός στο κεφάλι. Θυμηθήκανε τώρα ιστορίες μετά από τόσα χρόνια. Γιατί τώρα ; εκτός αν....."
"Τι εκτός αν...."
"Εκτός αν βρίσκουν τρόπο να με χτυπήσουν εν όψει του διαγωνισμού"
Ο Σαρλής αντέδρασε.
"Μισό λεπτό Διονύση. Μισό γιατί προτρέχεις. Που βλέπεις αναφορά στο όνομά σου στο δημοσίευμα της εφημερίδας ;"
"Δεν το βλέπω αλλά ποιος μου εγγυάται ότι δεν θα το δω αύριο ;"
"Τι σε κάνει να το φοβάσαι αυτό; έχεις ανάμιξη;"
Ο Ναρσής σταμάτησε σαν παγωμένος. Έμεινε σιωπηρός για λίγα δευτερόλεπτα.
"Τι λες Λεωνίδα;"
"Σε ρωτάω Διονύση, σε αυτήν την ιστορία έχεις ανάμιξη; ή πιστεύεις ότι προσπαθούν να σε χώσουν σε αυτήν; και αν ναι για ποιο λόγο;"
"Ίσως για να με κρατήσουν ...όμηρο, ίσως για να με φθείρουν, να ακουστεί το όνομά μου, να γίνει θόρυβος"
Ο Σαρλής σηκώθηκε, του είπε προσεκτικά:
"Άκου Διονύση, εγώ μένω σε όσα μου λες, σε όσα τουλάχιστον έχεις μοιραστεί μαζί μου. Αν νιώθεις ότι κάτι άλλο σε φοβίζει από εκείνη την ιστορία παλιά, είμαι εδώ, κοντά σου. Όποια στιγμή θελήσεις. Αυτό θα το αποφασίσεις εσύ".
Ο Ναρσής τον ευχαρίστησε και ο Σαρλής ξεκίνησε να φεύγει. Στο δρόμο κοντοστάθηκε.
"Α και κάτι που ξέχασα με όλα αυτά, κάτι σημαντικό...!"
"Τι είναι;" τον ρώτησε ο Ναρσής
"Σε λίγες μέρες κρίνεται ο διαγωνισμός με τα αεροδρόμια. Έχεις απορροφηθεί εντελώς με όλα αυτά και δεν παρακολουθείς όσο θα έπρεπε"
Ο Ναρσής τον κοίταξε σκεφτικός καθώς εκείνος συνέχισε:
"Ακούγονται διάφορα στην πιάτσα, στην αγορά ότι ο διαγωνισμός θα πάει στους Γερμανούς...! οφείλω να στο πω, οπότε πρέπει να κινηθούμε"
Ο Ναρσής έμεινε εμβρόντητος να τον κοιτάζει σαν χαμένος. Ο Σαρλής έφυγε και έκλεισε την πόρτα γύρω του. Έμεινε μόνος στο γραφείο. Ξαφνικά σαν να επανήλθε χωρίς καθυστέρηση άνοιξε τον τηλεφωνικό του κατάλογο. Σε λίγο νευρικά τα χέρια του σχημάτιζαν τον αριθμό του Tάσου Μάνεση, του εξηντατριάχρονου εκδότη της εφημερίδας. Ήταν σαφής και επιθετικός προς τον συνομιλητή του.
"Τάσο, σε πήρα για ένα θέμα που έβαλε σήμερα η εφημερίδα..."
Ο Μάνεσης ρώτησε με απορία, ο Ναρσής του είπε αναλυτικά και έφτασε στο προκείμενο
"Tάσο δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις αλλά όλο αυτό δεν μου αρέσει...!"
Ο Μάνεσης απόρησε.
"Δεν καταλαβαίνω Διονύση, τι είναι εκείνο που σε ενόχλησε; Εγώ δεν είδα κάποια αναφορά στο όνομά σου μήτε στην εταιρεία. Ο Ζησιμόπουλος είναι προσεκτικός σε αυτά και δεν θα έκανε ποτέ κάτι επιπόλαια..."
Ο Ναρσής επανέλαβε τους γνωστούς του φόβους για την εξέλιξη του ρεπορτάζ και του θέματος.
"Διονύση, πως τώρα ανησυχείς για κάτι στο οποίο δεν έχεις ανάμιξη; εκτός αν θεωρείς ότι επειδή αυτός ο ...το θύμα τέλος πάντων, επειδή δούλευε σε σας, κάπου μπλέκεστε, πράγμα που δεν το θεωρώ σημαντικό, οπότε δεν έχεις κάτι να φοβάσαι"
"Τάσο.... παίρνω τις διαβεβαιώσεις σου προς το παρόν θετικές. Ξέρε όμως ότι αν πάει κάτι να ξεφύγει δεν ξέρω πως θα είναι η επόμενη μέρα μεταξύ μας...!", του απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Έπιασε το κεφάλι του με τα δύο του χέρια. Είχε έναν πονοκέφαλο λες και θα έσκαγε το κρανίο του στα δύο. Για πρώτη φορά ένιωθε σαν να τον πυροβολούσαν από παντού. Ένας αδιόρατος φόβος είχε αρχίσει να τον κυριεύει, ένας φόβος που δεν ήθελε και πολύ να μεταβληθεί σε πανικό.
(Συνεχίζεται...)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro