Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 39: Τα νέα κυκλοφορούν σαν αστραπή

Ι.

Η Είδηση της δολοφονίας του Λευτέρη Γεβετζή έσκασε στο γραφείο της Αλεξίας Δραγούμη σαν βόμβα το πρωί της Τετάρτης. Δεν πίστευε στα αυτιά της σαν ενημερώθηκε από την Ασφάλεια για το πτώμα ενός 52χρονου άντρα, που βρέθηκε στα χωράφια λίγο έξω από την Κόρινθο. Ρωτούσε να επιβεβαιώσει την ταυτοποίηση του θύματος και νόμιζε ότι άκουγε λάθος. Εμφανώς θορυβημένη, μόλις έμαθε τον πρώτο κύκλο των πληροφοριών της, άφησε το γραφείο της και έφτασε στο γραφείο του Τίμου.

"Τι έπαθες; συνέβη κάτι;" ήταν τα λόγια του σαν την είδε να εισβάλλει λαχανιασμένη και ταραγμένη.

"Έμαθα κάτι πριν λίγο, ήρθα να στο πω..."

"Τι συμβαίνει Αλεξία ανησυχώ που σε βλέπω έτσι"

Έκατσε στην πολυθρόνα μπροστά του.

"Με ενημέρωσαν από την Ασφάλεια στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Σήμερα τα χαράματα βρήκαν σε ένα χωράφι έξω απ την Κόρινθο, το πτώμα ενός άντρα..."

"Ε λοιπόν;"

"Τον είχαν πυροβολήσει με τρεις σφαίρες..."

"Τον ήξερες;"

"Μου έδωσαν το όνομά του. Λευτέρης Γεβετζής...!"

Το στυλό έφυγε από τα χέρια το Τίμου. Στο πρόσωπό του απλώθηκε η όψη μιας απόλυτης έκπληξης.

"Τι είπες;", κατάφερε να ψελλίσει.

"Όπως το άκουσες...."

"Μα πως; δηλαδή...."

"Δεν ξέρω ακόμα λεπτομέρειες, μια πρώτη ενημέρωση έχω, όπως γίνεται στις περιπτώσεις αυτές"

"Θα μάθεις;"

"Εννοείται...αλλά καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό έτσι;"

"Τι έχεις κατά νου;"

"Αμέσως μετά την τελευταία μας συνάντηση.. Φοβισμένος, ταραγμένος. Βρίσκεται νεκρός"

"Άρα; Οι δολοφόνοι του θορυβήθηκαν Αλεξία"

"Αυτό που θελήσαμε να κάνουμε Τίμο έγινε. Είχαμε κατά νου να προκαλέσουμε την αντίδραση όσων μπλέκονται στην ιστορία και αυτή ήρθε..."

"Με έναν θάνατο! Τον σκότωσαν...! άραγε γιατί;"

"Προφανώς ήταν καμένο και επικίνδυνο χαρτί για αυτούς, ίσως να έκανε κάποια κίνηση που δεν ξέρουμε, κάτι που να τους τρόμαξε περισσότερο".

"Αλεξία σε ποιους αναφέρεσαι;" Η Κοπέλα δεν μίλησε. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Λες και στα χείλη της κρεμόταν μια αλήθεια, ένα όνομα που δεν ήθελε να εκστομίσει.

"Θέλεις να σου πω;" τον ρώτησε.

"Και οι δυό μας κάνουμε την ίδια σκέψη αλλά δεν τολμάμε να την πούμε φωναχτά" απάντησε εκείνος.

"Ο Ναρσής;" έφυγε η λέξη από το στόμα της.

Ο Τίμος κούνησε το κεφάλι του.

"Αλλά και πάλι δεν μπορεί να είμαστε σίγουροι, της είπε. Ο Γεβετζής δεν ήταν του κατηχητικού. Μπορεί να είχε μπλεξίματα" της απάντησε.

"Που έσκασαν όλα μαζί ακριβώς τη στιγμή που σκαλίσαμε την υπόθεση; το λες σύμπτωση;"

Ο Τίμος σηκώθηκε ταραγμένος.

"Τι θα κάνεις;" Την ρώτησε.

"Φεύγω. Πάω να κάνω ρεπορτάζ. Θα πάω στην Ασφάλεια. Να μάθω τι γίνεται"

"Εντάξει, περιμένω, της είπε"

Η Αλεξία έφυγε για να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα στοιχεία της είδησης. Ο Τίμος έμεινε πίσω γεμάτος σκέψεις και ερωτήματα.

ΙΙ.

Νωρίς μεσημέρι και ο ήχος του τηλεφώνου της Θάλειας στο γραφείο την απέσπασε από την προσήλωσή της στη δουλειά. Η φωνή της παλιάς οικογενειακής φίλης, της Γεωργίας Διαμάντη-Χατζηκώστα ακούστηκε ταραγμένη.

"Θαλεια καλησπέρα κορίτσι μου"

"Κυρία Γεωργία μου τι ευχάριστη έκπληξη"

Η Θάλεια πάντα χαιρόταν σαν άκουγε τη φωνή της. Τούτη όμως τη φορά την άκουγε κάπως παράξενη, εμφανώς ταραγμένη. Αφού είπαν κάποια συνηθισμένα πράγματα την ρώτησε:

"Κυρία Γεωργία συμβαίνει κάτι; Δεν σε ακούω καλά"

"Θάλεια μου, δεν ξέρω αν έμαθες, άκουσα κάτι στις μεσημεριανές ειδήσεις στην τηλεόραση"

"Σαν τι"

"Βρήκαν αυτό το τομάρι τον Γεβετζή σκοτωμένο σήμερα τα χαράματα...!"

Η Θάλεια έμεινε άφωνη για κάποια δευτερόλεπτα.

"Τι είπες κυρία Γεωργία; πως; που;"

"Στην τηλεόραση είπαν ότι τον βρήκαν σε ένα χωράφι κάπου, δεν θυμάμαι, στην Κόρινθο νομίζω, κάποιοι τον πυροβόλησαν είπαν με τρεις σφαίρες"

Η Κοπέλα προσπαθούσε να μαζέψει το μυαλό της.

"Τι είπαν;"

"Δεν έχουν πολλά στοιχεία, ξεκαθάρισμα λογαριασμών έλεγαν μάλλον γιατί αυτός είχε ιστορίες, θεώρησα ότι έπρεπε να στο πω παιδί μου"

"Κυρία Γεωργία καλά έκανες, εννοείται μην το συζητάς. Άκου..! είμαι στο Υπουργείο. Το βράδυ θα είσαι σπίτι; Εδώ δεν μπορούμε να κουβεντιάσουμε άνετα"

"Ναι Θάλεια μου εδώ θα είμαι, θέλεις να έρθεις;"

"Ναι, θα φροντίσω να μάθω και εγώ ότι μπορώ αν και δύσκολο το βλέπω. Εσύ που ακούς ειδήσεις κράτα ότι πουν σε παρακαλώ"

"Φυσικά κόρη μου, θα το κάνω, σε περιμένω, το απόγευμα"

Έκλεισαν. Η Θάλεια έμεινε εμβρόντητη στο γραφείο. Αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενε να το ακούσει. Ο Γεβετζής, ο δολοφόνος του Λεμπεδιωτάκη, δολοφονείται εικοσιεπτά χρόνια μετά από τότε. Κούνησε το κεφάλι της με αμέτρητα και ποικίλα συναισθήματα να την πλημμυρίζουν. Δεν ήξερε τι να κάνει. Το μυαλό της έμοιαζε μπλοκαρισμένο από το μαντάτο. Τουλάχιστον να μάθαινε περισσότερα πράγματα. Αλλά από που;

ΙΙΙ.

Το τηλέφωνο του Τίμου τον έκοψε από τις σκέψεις και τη δουλειά του. Ήταν η Αλεξία.

"Γύρισα, είμαι στο γραφείο, αν μπορείς έλα"

Ο Τίμος παράτησε τα πάντα, έκλεισε την πόρτα του και έφτασε στο γραφείο της συναδέλφου του στον άλλο όροφο. Η Αλεξία τακτοποιούσε κάποια έγγραφα.

"Κάτσε", του είπε.

"Έμαθες τίποτα;"

"Τον πυροβόλησαν με πιστόλι, τρεις σφαίρες. Η ιατροδικαστική έκθεση αργεί. Αλλά έγινε χθες τη νύχτα μεταξύ οκτώ και δέκα μάλλον σε πρώτη εκτίμηση"

"Και πως βρέθηκε εκεί;"

"Προφανές ότι τον κουβάλησαν και τον πέταξαν, δεν βρέθηκε κάτι σε πρώτη έρευνα. Έχει κάποιες εκδορές στο πρόσωπο. Μάλλον συμπλοκή με το δράστη"

"Κίνητρα; κάτι άλλο; τι λένε στην ασφάλεια"

"Ληστεία όχι αποκλείεται, επειδή είναι γνωστός ...πελάτης μιλάνε για ξεκαθάρισμα λογαριασμών σε πρώτη φάση. επαγγελματική δουλειά, φρόντισαν να μην αφήσουν ίχνη"

Ο Τίμος έτριψε το πηγούνι του.

"Μάλιστα.... τι λες εσύ;"

"Τίμο τα δικά μας συναισθήματα, οι ενδείξεις μας δείχνουν τον Ναρσή και το περιβάλλον του. Αλλά αυτό είναι δική μας εκτίμηση. Δεν πρέπει όμως αυτό να μας παρασύρει"

"Αλεξία, όπως είπες οι συμπτώσεις είναι μεγάλες. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι όλα αυτά έγιναν τυχαία. Είμαι σίγουρος ότι πίσω απ' την δολοφονία του είναι ο Ναρσής"

"Μην σε παρασύρουν τα συναισθήματά σου Τίμο, σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να τα βγάζεις απ έξω"

"Τι έχεις κατά νου να κάνουμε"

"Κατ αρχήν να ενημερώσουμε το Γέρο"

"Σωστά"

"Μετά να περιμένουμε να μάθουμε όσα μπορούμε περισσότερα απ την Αστυνομία και ύστερα θα δούμε"

"Λέω το ρεπορτάζ και η έρευνά μας να αρχίσει να βγαίνει άμεσα"

"Σίγουρα, για αυτό είπα στο Γέρο και μετά...."

"Μετά;"

"Μετά βάλε στα υπόψη μια επίσκεψη στον ίδιο τον Ζησιμάκο"

"Περιμένεις να βγάλεις κάτι;"

"Δεν ξέρω. Ξέρει πολλά ο ένας για τον άλλον, πάρα πολλά, εσύ τι λες;"

Ο Τίμος έδειξε σκεπτικός.

"Εγώ λέω να κάνω ένα τηλεφώνημα τώρα που έχουμε περισσότερα στοιχεία"

"Που;"

"Στην Θάλεια....! στην Θάλεια Μαζαράκη...!", είπε με έμφαση.

IV.

Η Φωνή της Θάλειας στα αυτιά του Τίμου του προκάλεσε αυτό το μοναδικό συναίσθημα της αναστάτωσης κάθε φορά που την άκουγε. Αφού της είπε δύο τρία λόγια χαιρετισμού μπήκε στο θέμα του.

"Θάλεια, πρέπει να σου πω κάτι". Εκείνη κατάλαβε, τον άφησε να συνεχίσει...

"Σου είχα μιλήσει για έναν σκοτεινό τύπο από το παρελθόν εκείνων των γεγονότων με τον θείο σου"

"Ναι..."

"Ο Λευτέρης Γεβετζής, ο άνθρωπος που φέρεται να οδηγούσε το φορτηγό εκείνης της νύχτας που τον σκότωσε δολοφονήθηκε...!"

"Που το ξέρεις; "

"Θάλεια, σε εφημερίδα δουλεύω, η αστυνομική μας ρεπόρτερ με ενημέρωσε"

Αποφάσισε να του μιλήσει με ειλικρίνεια. Έβλεπε πως δεν είχε νόημα.

"Το έμαθα και εγώ ", του είπε, ο Τίμος φανέρωσε την έκπληξή του.

"Από που;"

"Το είπαν στις ειδήσεις στην τηλεόραση", δεν του είπε όλη την αλήθεια για την κυρία Γεωργία.

"Μα....έχεις τηλεόραση;"

"Τίμο, έχει στο κυλικείο....! ;Ήμουνα εκεί όταν το είπαν"

"Θάλεια, θέλω να βρεθούμε. Επιτέλους καταλαβαίνεις ότι αυτά που σου έλεγα γίνονται πλέον πολύ σοβαρά. Σταμάτα να προσπαθείς να αποφύγεις κάθε κουβέντα"

Η Κοπέλα απάντησε δεκτικά.

"Εντάξει Τίμο θα γίνει"

"Απόψε...", της είπε με αγωνία.

"Απόψε δεν μπορώ, έχω ένα ραντεβού. Άκου, μάθε από την εφημερίδα όσα ξέρεις και το βράδυ πάρε με τηλέφωνο σπίτι. Εντάξει; εγώ δεν έχω τρόπο να μάθω πράγματα."

"Εντάξει.... Θάλεια...."

"Πες μου", του είπε γλυκά .

"Μου λείπεις...."

"Πάρε με το βράδυ, σε περιμένω", απάντησε με ένα γλυκό χαμόγελο στο προβληματισμένο πρόσωπό της. Έκλεισαν.

V.

Ο Λευτέρης Ζησιμόπουλος σαν είδε και του δυό τους να στέκονται στην είσοδο του γραφείου του έμεινε με έκδηλη την απορία στο βλέμμα του. Κοίταξε το ρολόι του. Αργά μεσημέρι Τετάρτης.

"Έλα Παναγία μου...! Τι θέλετε έτσι και οι δύο μαζί σαν τσολιάδες στο φυλάκιο βρε;"

"Έχουμε σοβαρά νέα κύριε Διευθυντά", του είπε ο Τίμος.

Κάθισαν. Τον ενημέρωσαν αναλυτικά για την είδηση και του έκαναν την ανάλογη σύνδεση με την έρευνα που είχε στα σκαριά ο Τίμος. Ο Ζησιμόπουλος άκουγε με εμφανή ένταση τα γεγονότα.

"Κύριε Διευθυντά", του είπε ο Τίμος "Αύριο πρέπει να ξεκινήσουμε...! Είναι το καλύτερο ξεκίνημα για το θέμα μας, κουμπώνει τέλεια με τα γεγονότα"

Ο Ζησιμόπουλος ήταν θετικός. Όμως ήθελε να καλύψει όλες τις τυχόν τρύπες της ιστορίας.

"Για πείτε μου ευθέως" τους ρώτησε. "Έχετε άποψη για τους δράστες;"
Τίμος και Αλεξία κοιτάχτηκαν στα μάτια.

"Σας ακούω...! Μην κολλάτε...! Σε μένα μιλάτε", τους είπε με όλη του την εμπειρία στο πρόσωπό του.

Ο Τίμος πήρε το λόγο.

"Οι συμπτώσεις δείχνουν εκείνους που ήταν μπλεγμένοι στον θάνατο του Λεμπεδιωτάκη κύριε Διευθυντά. Η δολοφονία ήρθε μετά από τις δικές μας κινήσεις."

"Και πίσω από τους ανθρώπους αυτούς κρύβεται ο;" ρώτησε ο Ζηζιμόπουλος σε μια ερώτηση με σχεδόν προκαθορισμένη απάντηση.

"Ο Διονύσης Ναρσής...!" απάντησε ο Τίμος και "αλλά δεν έχουμε κανένα στοιχείο και φυσικά δεν θα κάνουμε την παραμικρή αναφορά στο όνομά του..."

"Όμως μπορούμε να βάλουμε μια σειρά ερωτήματα που να συνδέονται με το τότε" μεσολάβησε η Αλεξία.

Ο Γέρος τους κοίταξε με έμφαση.

"Απόψε δεν θα φύγετε αν δεν μου φέρεται το κείμενό σας. Να το δω, να το χτενίσω, να το δώσω στη σελιδοποίηση"

Πετάχτηκαν με αγωνία αλλά και ενθουσιασμό. Ο Γέρος τους επανέφερε.

"Μπρος, τι κάθεστε ; περιμένω να το δω πρώτα, άντε, μεσημεριάσαμε....!"

Έφυγαν και οι δύο από το γραφείο. Η Αλεξία πήγε στο γραφείο της. Κουβάλησε την γραφομηχανή της στου Τίμου. Ξεκίνησαν τα δύο τους γραπτά. Η μέρα θα ήταν πολύ γεμάτη.

VI.

Οι ώρες μέχρι να φύγει η Θάλεια από το Υπουργείο έδειχναν ατελείωτες. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με κανέναν τρόπο στη δουλειά. Το μυαλό της έτρεχε στην είδηση που είχε ακούσει και προσπαθούσε να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα και αιτίες.

Το απόγευμα περίμενε πως και πως για να κατέβει στο σπίτι της παλιάς οικογενειακής φίλης. Η Κυρία Γεωργία την υποδέχτηκε αυτή τη φορά στην εξώπορτα με πολλά συναισθήματα στο πρόσωπό της. Από τη μία η χαρά στο ότι την ξανάβλεπε. Από την άλλη η δολοφονία αυτού του ανθρώπου είχε έρθει σαν κεραυνός στην καθημερινότητά της.

Την καλωσόρισε, όπως πάντα με εγκαρδιότητα και ζεστασιά. Πέρασαν στο εσωτερικό του σπιτιού και αυτή τη φορά ήταν εκεί και ο Δημήτρης Χατζηκώστας, ο άντρας της. Καλοστεκούμενος στα εξηνταεννέα του χρόνια, συνταξιούχος πια με άσπρα μαλλιά , μακρουλό πρόσωπο και γαλήνια εμφάνιση.

Την υποδέχτηκαν και οι δύο σαν ψυχοπαίδι τους. Έτσι ένιωθαν για τη Θάλεια. Πρώτος ο Δημήτρης άνοιξε την κουβέντα.

"Είδες τελικά παιδί μου; σαν λένε ότι υπάρχει δικαιοσύνη σε τούτη τη ζωή...!"

Η κυρία Γεωργία κούνησε θετικά το κεφάλι της, η Θάλεια ρώτησε όλη αγωνία.

"Μάθατε κάτι νεώτερο;"

"Τίποτα παραπάνω", απάντησε η Γεωργία συνεχίζοντας "Αυτά που είπαν στην αρχή. Ότι η αστυνομία πιστεύει σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών καθώς το θύμα φερόταν ανακατεμένος με τον υπόκοσμο. Μάρτυρες δεν υπήρξαν. Αυτά είπαν και τίποτα παραπάνω, μην νομίζεις ότι έδωσαν και καμιά ιδιαίτερη σημασία"

"Τι πιστεύετε;" ρώτησε η Θάλεια με ενδιαφέρον και τους δυό τους.

Η Γεωργία κοιτάχτηκε με τον άντρα της, ύστερα εκείνος είπε:

"Ποιος ξέρει που ήταν μπλεγμένο το τομάρι και τον φάγανε, αυτό πιστεύω..."

"Έχεις κάτι στο μυαλό σου κόρη μου ;" την ρώτησε η Γεωργία.

Η Θάλεια έδειχνε πελαγωμένη.

"Όχι κυρία Γεωργία, μάλλον και εγώ αυτό πιστεύω τελικά απλά... δεν ξέρω... θέλω να το συζητήσω και με ένα γνωστό μου, θα δούμε"

"Βρήκε τη θέση που του άξιζε το κάθαρμα", ακούστηκε η φωνή της Γεωργίας μέσα από τα δόντια της.

"Κύριε Δημήτρη, σε είχε βρει εσένα ένας άλλος, που σου είπε ότι ο Γεβετζής τα έκανε όλα τότε;"

"Ναι Θάλεια, πάνε χρόνια. Ένα άλλο μούτρο της παρέας του, ένας Ζησιμάκος, πάνω σε κάτι κουβέντες του ποτού ένα βράδυ, μου είπε αυτό που έκρυβαν και μάλιστα ότι ο Γεβετζής οδηγούσε το μοιραίο φορτηγό..."

Η Θάλεια έσφιξε τα χέρια της

"Άρα ξέρουν κι άλλοι..." μονολόγησε.

"Πήρε αυτό που του άξιζε, έκλεισε ο κύκλος κορίτσι μου.." της είπε η Γεωργία.

Η Θάλεια σηκώθηκε, πήρε τα προσωπικά της αντικείμενα για να φύγει. Από τα χείλη της βγήκαν σφυριχτά τα λόγια:

"Ίσως όχι ακόμα κυρία Γεωργία...! ίσως όχι ακόμα....!"

Το βλέμμα της έλαμπε σε σημείο να κοιτάζονται απορημένοι η Γεωργία με τον άντρα της το Δημήτρη.

VII.

Θα κόντευε εννέα το βράδυ όταν η Βέρα Ναρσή ανέβηκε στο γραφείο του συζύγου της. Από την ώρα που είχε έρθει αργά το απόγευμα είχαν ανταλλάξει ελάχιστες κουβέντες. Η Πόρτα του γραφείο του ήταν ανοιχτή. Εκείνος ήταν καθιστός στην πολυθρόνα του και τακτοποιούσε κάποια έγγραφα. Μπήκε αθόρυβα με το τσιγάρο της στο χέρι. Η σταθερή φωνή της τον διέκοψε απότομα από την περισυλλογή του.

"Άκουσες μήπως ειδήσεις;"

Ο Διονύσης Ναρσής πετάχτηκε απότομα προς το μέρος της.

"Πότε μπήκες δεν σε πήρα χαμπάρι", της είπε. Εκείνη επανέλαβε με την ίδια φωνή.

"Άκουσες καθόλου ειδήσεις;"

"Έχω σοβαρότερα πράγματα να κάνω από το να παρακολουθώ τα δελτία ειδήσεων", της είπε.

"Κι όμως είπαν κάτι που ίσως σε ενδιαφέρει..."

Την κάρφωσε με το βλέμμα του, προσπαθούσε να ανιχνεύσει διαθέσεις.

"Εμένα; τι;"

"Βρέθηκε νεκρός σε ένα χωράφι ένας ώριμος άντρας, τον πυροβόλησαν τρεις φορές χθες τη νύχτα είπαν"

Τα μάτια του Ναρσή τρεμόπαιξαν και τα χέρια του άρχισαν πάλι αυτό το νευρικό τικ που του εμφανίστηκε πρόσφατα.

"Και εμένα γιατί να με αφορά;"

"Γιατί τον ξέρεις Διονύση....! είναι μάλιστα και υπάλληλος σου...! Λευτέρης Γεβετζής"

Ο Ναρσής σκλήρυνε το βλέμμα του.

"Πότε έγινε; πως;"

"Είπαν χθες βράδυ, σε ένα χωράφι τον βρήκαν κάπου στην Κόρινθο"

................

"Δεν έχεις να πεις κάτι;"

"Σαν τι να πω, από σένα το μαθαίνω, δεν με ενημέρωσε κανείς. Τι είπαν στην Αστυνομία;"

"Μιλάνε για επαγγελματίες. Μάλλον ξεκαθάρισμα λογαριασμών"

"Δεν ήταν και το καλύτερο παιδί ο Γεβετζής, μας είχε δημιουργήσει προβλήματα"

Τον πλησίασε και έκατσε απέναντί του.

"Και παρ' όλα αυτά τον κρατάγατε στην εταιρεία.. θυμάσαι, είναι αυτός που σου είπα τις προάλλες που τον βρήκα στου Στέλιου"

Ο Ναρσής ένιωθε πάλι κάτι άσχημο να σφίγγει στο λαιμό του. Άναψε ένα τσιγάρο περισσότερο για να κερδίσει χρόνο.

"Ναι θυμάμαι..." της είπε αόριστα.

"Διονύση. Ο Τύπος αυτός σε κατηγόρησε στον αδελφό σου για εκείνο το σκοτεινό βράδυ που σκοτώθηκε εκείνος ο... δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του"

"Και επειδή το έλεγε αυτός δηλαδή σημαίνει ότι ισχύει;"

Η Βέρα συνέχιζε καταιγιστικά.

"Μάλιστα εσένα έδειχνε στον Στέλιο το βράδυ που τους άκουσα. Τότε ζητούσε, αν κατάλαβα καλά, κάλυψη, προστασία, κάτι τέτοιο. Και τώρα, λίγες μέρες μετά, ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται με τρεις σφαίρες στο κορμί του.", σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και τον πλησίασε κατά πρόσωπο.

"Μάλλον σύμπτωση να το πω έτσι Διονύση;"

Ο Ναρσής πετάχτηκε όλο νεύρα.

"Τι είναι αυτά που λες; έχεις τρελαθεί τελευταία; αρκετά..."

"Και εξακολουθώ να ρωτάω Διονύση. Τι είχε γίνει τότε εκείνο το βράδυ μ' αυτόν τον ..Λεμπεδιωτάκη, τον θυμήθηκα ; ε ;"

"Έγινες και ανακριτής τώρα; μαζέψου, σου εξήγησα τότε. Δεν είχαμε καμία σχέση. Αυτός ο Λεμπεδιωτάκης ήταν που πρωτοστατούσε εναντίον μας με τις απεργίες. Τον χτύπησε αυτοκίνητο ένα βράδυ. Ο Γεβετζής μπορεί να λέει ότι θέλει, ή να τον έβαλαν να λέει αυτό που ξεστόμιζε"

"Το κακό είναι ότι πλέον δεν μπορεί να πει ...περισσότερες λεπτομέρειες, κάποιοι φρόντισαν να του κλείσουν το στόμα" τον έκοψε εκείνη.

Ο Ναρσής την άρπαξε από τους ώμους βίαια.

"Άκου να σου πω....! δεν ξέρω τι στο διάολο σε έχει πιάσει και τι όνειρα βλέπεις. Δεκάρα δεν δίνω για τις ανασφάλειες και τις φαντασίες σου. Έχεις ξεπεράσει τα όρια και δεν ξέρω που το πας... δεν είμαστε στο 1960, αυτή η ιστορία έχει τελειώσει προ πολλού"

Η Βέρα προσπάθησε να τραβηχτεί από τα χέρια του. Στο τέλος τα κατάφερε. Εκείνος συνέχισε:

"Σκέψου τι ήσουνα τότε και τι σήμερα; άκουσες; σε μάζεψα από το τίποτα και έγινες μια γυναίκα του επώνυμου κόσμου. Και έρχεσαι τώρα μέσα στα μούτρα και μου πετάς την αρρωστημένη σου φαντασία...!" ούρλιαζε.

Εκείνη απάντησε ψύχραιμα με μια φωνή που έσπαγε από συγκίνηση.

"Ο Πατέρας μου, ο Ιάσονας Ιορδάνογλου. Ήταν ένας ήσυχος, έντιμος και αξιοπρεπής άνθρωπος. Ένας οικογενειάρχης εκείνης της εποχής γεμάτος αισθήματα..."

"Θα μου αναλύσεις τώρα το οικογενειακό σου δέντρο;" της είπε ειρωνικά. Εκείνη συνέχισε σαν να μην τον άκουσε καν.

"Στα 41 του χρόνια τότε με τη μάνα μου την Καλλιόπη, είχαν στήσει μια καλή επιχείρηση και εγώ, η μονάκριβη κόρη του. Έκανε συναλλαγές τότε μαζί σας. Με τους διάσημους Ναρσήδες. Ανοίχτηκε για τα καλά για να εξυπηρετήσει τις εμπορικές σας εντολές. Και όπως όλους σχεδόν, τον κάνατε υποχείριό σας... και τότε ήρθες εσύ, ωραίος, γοητευτικός, καβαλάρης στο άλογο. Και εγώ σε ερωτεύτηκα....! Σαν τρελή. Χωρίς λογική, χωρίς σκέψη. Αλλά ο πατέρας μου είχε αντιρρήσεις. Δεν ξέρω αλλά κάτι φοβόταν...."

"Ναι, του κακόπεσε...."

"Και σαν του είπα ότι θα παντρευτούμε κάπως του ήρθε. Δεν ήθελε με τίποτα. Ήξερε...! Έβλεπε...! Και εσύ, ναι εσύ, για να στήσεις το δικό σου τρόπαιο, για να του πάρεις αυτό που λάτρευε, με ξεσήκωσες να φύγουμε, να τον εκβιάσω να παντρευτούμε. Ο Ιορδάνογλου τρελάθηκε. Ένιωθε τον κόσμο να χάνεται κάτω απ τα πόδια του. Για κείνον η μονάκριβη κόρη του ήταν όλη του η ζωή. Αν την έχανε ήταν σαν να του έπνιγαν την ανάσα. Αλλά δεν έμεινες εκεί. Με δική σου εντολή τον ρημάξατε οικονομικά...!"

"Θα 'σαι τρελή....τι λες;"

"Την αλήθεια Ναρσή....! του κρατάγατε γραμμάτια απλήρωτα, τα πήρατε όλα, αγοράσατε όλα του τα χρέη, του κλείσατε τις αγορές, έδωσες εντολή στους πιστωτές του να του κλείσουν τις πόρτες όλες...τον τσάκισες...."

"Και γιατί ήρθες κοντά μου;" της είπε σκληρά. Η Βέρα χαμογέλασε πικρά.

"Γιατί σ΄ αγαπούσα....! Γιατί για μένα ήσουνα τα πάντα εκείνη την εποχή. Γιατί στην άρνηση του πατέρα μου δεν μπορούσα να δω την αλήθεια.."

"Και πότε σου ήρθε η Θεία ...φώτιση ;" συνέχισε εκείνος ειρωνικά.

"Χρόνια μετά το θάνατό του, καιρό μετά το γάμο μας, μου μίλησε η μάνα μου. Μου είπε ότι η οικονομική του εξόντωση από τον γαμπρό του και η φυγή του παιδιού του τον τσάκισαν. Μου είπε για τα δόλια σχέδιά σας. Η Καρδιά του δεν άντεξε και έφυγε ντροπιασμένος και προδομένος..."

"Ωραία, ας έπαιρνες τις αποφάσεις σου τότε, τι μου τα λες όλα αυτά σήμερα;"

Τον κοίταξε σκληρά, παγωμένα.

"Δεν μπόρεσα. Ήταν και τα παιδιά... Πάντα λογαριάζεις τους ανθρώπους σαν σκουπίδια....! Όλοι παιχνίδι στα πόδια σου...! '' 'Ολοι γύρω από τον μεγάλο αφέντη, και.... για να επιστρέψουμε στα πρόσφατα, χθες... νομίζω γύρισες αργά Διονύση....!" του πέταξε με μάτια που γυάλιζαν.

"Ναι, χθες ήμουνα στον σύνδεσμο, αλλά που το πας; διακόσιοι άνθρωποι ολόγυρά μου, τι λες; "

Η Βέρα τακτοποίησε το φόρεμά της, του έριξε μια κοφτή ματιά.

"Πρόσεχε Ναρσή....! Ο δρόμος σου δείχνει να γεμίζει πολύ σκοτάδι. Και δεν είναι μόνο το σκοτάδι από το σήμερα. Είναι και αυτό που κουβαλιέται από το παρελθόν...."

Του γύρισε την πλάτη, με σταθερά βήματα και σφιγμένα χαρακτηριστικά, βγήκε από το γραφείο και χάθηκε στις σκάλες κατεβαίνοντας στο ισόγειο. Εκείνος έμεινε πίσω να την κοιτά με αποστροφή αλλά και δυσφορία. Δεν την είχε ξαναδεί ποτέ έτσι τη Βέρα. Και τον τελευταίο καιρό ένιωθε να χάνει την εξουσία του ακόμα και σε αυτήν.

(Συνεχίζεται...)

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro