Κεφάλαιο 38: Η βροχερή νύχτα εκείνης της Τρίτης
Το βράδυ εκείνης της Τρίτης ήταν βαρύ χειμωνιάτικο. Ένας δυνατός Βοριάς έξω έκανε την αίσθηση του κρύου τσουχτερή ιδιαίτερα σαν έπεσε η νύχτα. Οι δρόμοι ήταν μούσκεμα από την συνεχή βροχή που έπεφτε από νωρίς το απόγευμα. Όχι ιδιαίτερα δυνατή αλλά μονότονα εκνευριστική στον ίδιο ρυθμό.
Το μεγάλο σκούρο Range Rover στα χέρια του Μιχάλη Ιγνατιάδη διέσχιζε τους Αθηναϊκούς δρόμους με ταχύτητα. Στο εσωτερικό του ο Διονύσης Ναρσής έμενε αμίλητος, λες παγωμένος σε όλη τη διαδρομή. Ο Νεαρός οδηγός του και έμπιστος ακόλουθος όσες φορές έριχνε ματιές από τον καθρέφτη στον εργοδότη του, τρόμαζε από την έκφραση που αντίκριζε. Μάλιστα, όπως τα εξωτερικά φώτα των δρόμων χτυπούσαν, τού έδιναν μια αποκρουστική σκληρότητα στην όψη του, που όμοια δεν είχε ξαναδεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις είχε μάθει να κρατά το στόμα του κλειστό. Τα μόνα λόγια που είχε ακούσει από τον Ναρσή απόψε ήταν αυτά μόλις ξεκίνησαν.
"Θα κατέβουμε στο εργοτάξιο στη Μάνδρα. Μετά θα γυρίσεις στην θαλαμηγό. Θα μείνεις εκεί. Για όλους ισχύει ότι είχαμε ραντεβού με μια Γαλλική εταιρεία για δουλειά. Θα σε βρω εκεί αργότερα για να περάσουμε από κάπου. Σύμφωνοι ;"
Αυτά ήταν τα λόγια του για απόψε. Δεν ξαναμίλησε. Κόντευε δέκα το βράδυ όταν το αυτοκίνητο πέρασε την εξωτερική είσοδο στο μεγάλο εργοτάξιο. Ο Ναρσής σήκωσε τον γιακά της καμπαρτίνας του για να αποφύγει τη βροχή, άνοιξε την πόρτα.
"Όπως σου είπα, φύγε...!" είπε στον Ιγνατιάδη και με γρήγορα βήματα πέρασε στις αποθήκες κουβαλώντας τον χαρτοφύλακά του. Το μεγάλο σκούρο αυτοκίνητο έκανε τον κύκλο και έφυγε.
Στο γραφείο της μεγάλης αποθήκης ο Αμπάτζογλου υποδέχτηκε βλοσυρός το αφεντικό του. Ο Ναρσής τον ρώτησε κοφτά:
"Είναι όλα εντάξει;"
"Όπως τα είπαμε" απάντησε εκείνος. Και ο ίδιος επίσης πρώτη φορά έβλεπε αυτό το θανάσιμο βλέμμα στον εργοδότη του.
"Ήρθε;" τον ρώτησε.
"Ναι"
"Που τον έχεις;"
"Είναι στο μικρό γραφείο"
"Καθαρά όλα;"
"Εντελώς"
"Εσύ είσαι έτοιμος;"
"Απόλυτα"
"Βαλ' τον στο άλλο αμάξι και έρχομαι"
Ο Αμπάτζογλου έκανε μεταβολή και έφυγε. Ο Ναρσής ακούμπησε τον χαρτοφύλακά του στο γραφείο. Τον άνοιξε για μια στιγμή, έριξε μια ματιά και τον έκλεισε. Τον πήρε στα χέρια του και βγήκε. Έξω τον περίμενε ένας ακόμα άνθρωπος από την ομάδα του Αμπάτζογλου. Σιωπηρά περπάτησε μέσα στη βροχή μέχρι το βάθος στην μικρή αποθήκη. Εκεί παρκαρισμένη ήταν μια BMW με μαύρα τζάμια. Ο Αμπάτζογλου τον περίμενε έξω.
"Μέσα είναι;" τον ρώτησε.
"Ναι"
Ο Ναρσής άνοιξε την πόρτα. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με αυτό του Γεβετζή. Φαινόταν λίγο τρακαρισμένος
"Όπως βλέπεις εγώ είμαι συνεπής", του είπε, δείχνοντάς του τον χαρτοφύλακα. Εκείνος έσκασε ένα πεθαμένο χαμόγελο και ρώτησε:
"Που πάμε;"
"Στο εργοστάσιο στο Σχιστό"
Ο άλλος έκανε να εκφράσει έναν δισταγμό, ο Ναρσής τον πρόλαβε:
"Δεν νομίζεις ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί;" του πέταξε και αμέσως μετά έκανε νεύμα στον Αμπάτζογλου.
"Ξεκινάτε, ακολουθώ"
Η BMW ξεκίνησε, ενώ πίσω της ακολουθούσε μια MERCEDES 300 με οδηγό έναν νεαρό σωματώδη άντρα και πίσω του τον Διονύση Ναρσή.
Η Range Rover με τον Μιχάλη Ιγνατιάδη έφυγε με ταχύτητα από το εργοτάξιο της Μάνδρας. Πέρασε μέσα από την πόλη και βρέθηκε γρήγορα στην Εθνική Οδό Αθηνών-Κορίνθου, Πήρε το ρεύμα προς την Αθήνα και δυνάμωσε την ταχύτητά του. Η κίνηση ήταν ελάχιστη άλλωστε σε αυτό βοηθούσε και η μέρα και η ώρα.
Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω το αυτοκίνητο πριν από ένα πρατήριο βενζίνης έκοψε ταχύτητα. Ο νεαρός οδηγός μπήκε στον παρόδρομο και σε λίγο στάθμευε στις αντλίες. Έδωσε οδηγία στον υπάλληλο του πρατήριου να γεμίσει το ρεζερβουάρ. Στον περιβάλλοντα χώρο υπήρχε θάλαμος με εξωτερικό τηλέφωνο για το κοινό. Έριξε μια προσεκτική ματιά γύρω του και σχημάτισε στο καντράν έναν αριθμό.
"Εγώ είμαι, ο Μιχάλης..."
.................
"Στην Μάνδρα, στο εργοτάξιο..."
................
"Ο Αμπάτζογλου και μερικοί άλλοι..."
...............
"Δεν ξέρω, δεν κατάφερα να δω, προφανώς κάποιος τον περίμενε εκεί..."
.............
"Μου είπε θα συναντηθούμε μετά, δεν ξέρω κάτι άλλο..."
...........
"Εντάξει, όπως είπαμε...."
Έκλεισε το τηλέφωνο. Το πρόσωπό του ήταν άκαμπτο σαν πέτρα. Προσπάθησε να μην σκέφτεται. Επέστρεψε στο χώρο με τις αντλίες, πλήρωσε τον ανεφοδιασμό, μπήκε στο αυτοκίνητο και συνέχισε το δρόμο της επιστροφής του με ταχύτητα.
Τα δύο αυτοκίνητα που έφυγαν από το εργοτάξιο της Μάνδρας πήραν το δρόμο της επιστροφής προς την Αθήνα. Κάπου στα Διυλιστήρια του Ασπροπύργου έστριψαν αριστερά και πήραν τον ανήφορο προς το Σχιστό. Κάπου σε ένα ξέφωτο στο έρημο τοπίο του βουνού, μπήκαν στην μάντρα του εργοτάξιου. Στάθμευσαν εκεί και βγήκαν. Ο Ναρσής έκανε νόημα στον οδηγό να μείνει εκεί, πήρε τον Αμπάτζογλου και τον Γεβετζή και πέρασαν στην αποθήκη. Με ένα ακόμα νεύμα του Ναρσή ο Αμπάτζογλου έμεινε έξω. Έμειναν οι δυο τους με τον Γεβετζή. Έβαλε τον χαρτοφύλακα πάνω σε ένα τραπέζι.
"Λοιπόν, σ' ακούω..." του είπε.
"Δεν σας τα είπε ο Αντρέας, πρέπει να φύγω από Αθήνα. Μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα, να σταματήσουν να σκαλίζουν αυτοί και ύστερα βλέπουμε"
"Καλή ιδέα το βρίσκω, αλλά δεν έμεινες μόνο εκεί" του είπε ο Ναρσής.
Ο Γεβετζής τον κοίταξε σκοτεινά.
"Ναι, θέλω κάποια χρήματα για να τακτοποιηθώ εκεί, να εξαφανιστώ"
"Το ποσόν που ζήτησες δεν νομίζω να ταιριάζει με το σκοπό σου"
"Αγρίεψαν τα πράγματα κύριε Ναρσή. Πρέπει και εγώ να δω τι θα γίνει, ρισκάρω. Όλα έχουν πέσει επάνω μου. Εσείς είστε μια χαρά, έχετε ασυλία".
"Δεν νομίζεις ότι όλα αυτά τα χρόνια σε κάλυψα με το παραπάνω;"
"Όχι κανένα αλλά να, τώρα το πράγμα χόντρυνε"
"Τι εννοείς;"
"Αν βγουν όλα στο φως, θα εκτεθείτε, θα ξεσπάσει σκάνδαλο. Αυτοί οι δημοσιογράφοι δεν ξέρω έμοιαζαν να είναι παθιασμένοι. Και εγώ είμαι πάλι στη μέση".
"Το παρακάνεις Γεβετζή"
"Δουλειά κάνουμε αφεντικό....! πάντα υπήρξα πιστός σε ότι μου ζήτησες, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και τώρα αυτό κάνω. Άλλωστε τι είναι για σένα αυτό το ποσό ; μια προστασία σού ζητάω. Για να μπορέσω και εγώ να σε καλύψω"
Ο Ναρσής άρχισε να αγριεύει. Σκάλισε τα μαλλιά του.
"Στο έχω ξαναπεί ότι δεν μου αρέσει να μου χώνονται στη μύτη"
"Άλλοι χώθηκαν στη μύτη σου αφεντικό, όχι εγώ"
"Ξέρουμε κι οι δύο τι λέμε Γεβετζή, ξεπέρασες τα όρια και τις ανοχές μου"
Ο Γεβετζής άρχισε να ανησυχεί.
"Τι εννοείς;"
Ο Ναρσής άρχισε να βάζει τα δερμάτινα εφαρμοστά γάντια του.
"Εννοώ ότι η δουλειά μας τελείωσε. Και το εμπόρευμα χάλασε, σάπισε. Μόνο ζημιά μπορεί να κάνει".
Μαύρες σκέψεις έζωσαν τον άλλο, κινήθηκε απ' τη θέση του σπασμωδικά. Επιστράτευσε όση ψυχραιμία μπορούσε εκείνη την ώρα. Παράτησε και πληθυντικούς και τύπους.
"Τι έχεις κατά νου Ναρσή; δεν είμαι μονάχα εγώ που ξέρω την αλήθεια για εκείνο το βράδυ, είναι και ο Ζησιμάκος...! αυτόν τον ξέχασες;"
"Καθόλου" έκανε ο Ναρσής με μάτια να γυαλίζουν και το ένα του χέρι ακουμπισμένο στον χαρτοφύλακά του, ο άλλος άρχισε να ιδρώνει.
"Αν πάθω εγώ κάτι ξέρει και εκείνος....! συνεπώς δεν γλυτώνεις τίποτα, βγαλ' το απ' το μυαλό σου..."
Ο εργοδότης του χαμογέλασε με το βλέμμα της κακίας να έχει απλωθεί σαν μάσκα στο πρόσωπό του.
"Με είχες για τόσο ηλίθιο Γεβετζή; ε τι λες;"
"Τι εννοείς; δεν σου είπα κάτι παράλογο ξέρει και ο άλλος... αυτό δεν το λογαριάζεις;"
"Ηλίθιε, ο Ζησιμάκος ήταν στημένος από μένα....!" του πέταξε στα μούτρα σαν γροθιά. Ο Γεβετζής άρχισε να τρέμει.
"Τι θέλεις να πεις;"
"Λες να σε άφηνα μόνο σου εκείνη τη νύχτα της δουλειάς. Να μην έχω δεύτερο μάτι επάνω σου;"
"Δηλαδή;"
"Δηλαδή ο Ζησιμάκος ήταν στο κατόπι σου συνέχεια. Ήξερα ότι ήσουνα πελάτης στη λέσχη του και του χρώσταγες λεφτά. Έκλεισα τη δουλειά μαζί του για να γίνει η σκιά σου. Να δει αν κάτι πάει άσχημα. Εκείνο το βράδυ λοιπόν που τον είδες, όπως και τα άλλα βράδια σε παρακολουθούσε. Έτσι τον βρήκες απέναντί σου, έτσι πίστεψες ότι ήταν μάρτυρας. Και πιθανά να σε εκβίαζε. Ενώ εκείνος ήταν όργανό μου....!"
"Δεν είναι δυνατόν... δηλαδή;"
"Τι δηλαδή; όλα αυτά τα χρόνια ήταν το μάτι επάνω σου. Σου πέταγε κατά καιρούς διάφορα καρφιά για να δοκιμάσει τις αντοχές και τη συμπεριφορά σου..."
"Σου εξηγήθηκα εντάξει, με τον καλύτερο τρόπο το λοιπόν..."
"Γεβετζή μου είσαι άχρηστος....! ένα σκουπίδι που σάπισε. Μου δημιουργείς προβλήματα, έγινες νευρικός, έχεις απαιτήσεις, δεν ξέρω αύριο τι θα ξεφουρνίσεις στα κοράκια τους δημοσιογράφους..."
"Και τι θα κάνεις; έχεις κι αυτούς μετά;" του είπε οπισθοχωρώντας κάθιδρος.
"Αυτό είναι δική μου δουλειά, εσύ μια φορά τελείωσες....!"
Ο πενηντάχρονος άντρας πανικοβλήθηκε, έκανε να τρέξει προς την πόρτα να σπρώξει τον Ναρσή, έπεσε επάνω του. Δεν πρόλαβε να κάνει δύο βήματα και ο Αμπάτζογλου μπήκε ορμώντας στο δωμάτιο. Ο Γεβετζής ένιωσε σαν ποντίκι στη φάκα με τους δύο άντρες μπροστά του.
"Τολμάς να σηκώσεις χέρι;" του είπε έξαλλος.
Εκείνος όρμησε πάνω τους σε έναν υστερικό πανικό και μίσος. Ο Αμπάτζογλου τον χτύπησε και κυλίστηκε στο πάτωμα παρασέρνοντας την καρέκλα μαζί του. Τα μάτια του γέμισαν τρόμο όταν στο χέρι του Αμπάτζογλου γυάλιζε ο σιγαστήρας στο πιστόλι του.
Η φωνή του ξεπέρασε κατά πολύ τον πνιχτό ήχο των βολών του όπλου. Έμεινε κάτω ακίνητος, νεκρός μέσα σε μια λίμνη αίματος, με ολάνοιχτα μάτια αφημένα στον τρόμο.
Ο Ναρσής ίσιωσε το γιακά της καμπαρτίνας του.
"Σκουπίδι" είπε και γύρισε προς τον νεαρό δίπλα του.
"Πάρτε τον με τον άλλον στο αμάξι, και εξαφανίστε τον. Πλύντε, καθαρίστε. Δεν με είδατε, δεν συναντηθήκαμε απόψε πουθενά άκουσες;" η φωνή του ακούστηκε αποκρουστική.
Ο Αμπάτζογλου ήξερε πάρα πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Και άρχισε να το κάνει μεθοδικά και μελετημένα. Ο Ναρσής βγήκε έξω. Πήρε τον χαρτοφύλακά του. Έψαξε τα πράγματά του, τα ρούχα του. Βγήκε. Πήρε την Mercedes που ήταν έξω και έφυγε με ταχύτητα μέσα στη νύχτα. Ο Γεβετζής, ο δολοφόνος του Κώστα Λεμπεδιωτάκη, εικοσιεπτά ολάκερα χρόνια μετά έπαιρνε εκείνος τη θέση του θύματος στο θανάσιμο αυτό γαϊτανάκι που έδειχνε σαν να άνοιγε πάλι τον κύκλο του με άγνωστη πια κατάληξη.
Ο Ναρσής μπήκε ατάραχος στην "Aurelia". Στη διάρκεια της επιστροφής είχε ξαναβρεί την απόλυτη αυτοκυριαρχία του. Μπήκε στο εσωτερικό σαλόνι. Κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Έριξε αρκετό κρύο νερό στο πρόσωπό του και βγήκε πιο ήρεμος. Έβαλε ένα ποτό από το μπαρ και ένιωσε ακόμα καλύτερα. Ο Μιχάλης Ιγνατιάδης τον περίμενε.
Αντάλλαξαν δύο-τρεις τυπικές κουβέντες. Ο Ναρσής δεν του έδωσε την παραμικρή αναφορά για τα τεκταινόμενα στην αποθήκη στο εργοτάξιο. Φυσικά δεν τόλμησε να ρωτήσει κάτι και εκείνος. Άλλωστε ποτέ δεν δημιουργούσε τέτοια προβλήματα στον εργοδότη του.
"Πάμε", του είπε κάποια στιγμή καθώς στέγνωσε το ουίσκι στο ποτήρι του.
"Που θέλετε;" τον ρώτησε δεκτικά ο νεαρός.
"Έχω ένα ραντεβού στον Σύνδεσμο Κατασκευαστικών Εταιρειών, είναι κάποια πρόσωπα εκεί που πρέπει να τα δω", του είπε.
"Που είναι;"
"Στο Κολωνάκι, πίσω από τον Ευαγγελισμό, θα σου πω στο δρόμο".
Έκλεισαν τη θαλαμηγό, μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν τη διαδρομή προς το κέντρο.
Ο Ναρσής έβλεπε κάπου-κάπου τα μάτια του νεαρού να διασταυρώνονται με τα δικά του από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Κάποια στιγμή του είπε:
"Ξέρεις κάτι Μιχάλη ; ένα πράγμα δεν χώνεψα ποτέ μου ε;"
"Ποιο κύριε Ναρσή ;" αποκρίθηκε εκείνος ήρεμα.
"Να με πουλάει κάποιος που έχω κάνει πράγματα για εκείνον....! να μου το αμφισβητεί, όλα τα δέχομαι, εκτός από αυτό, τότε γίνομαι αμείλικτος...."
Ο Ιγνατιάδης ένιωσε τον κόμπο στη γραβάτα του να σφίγγει ενοχλητικά αλλά δεν το έδειξε. Πέταξε ένα δεκτικό "Έχετε δίκιο" και δεν είπε κάτι άλλο. Συνέχισαν σιωπηροί. Το βλέμμα του Ναρσή απλώθηκε έξω από τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Θα κόντευαν στο τέλος της Συγγρού όταν ένιωσε στο πλάι του εκεί που καθόταν στο κάθισμα κάτι μικρό να τον ενοχλεί. Σαν ένα ξένο μικρό σώμα. Ψαχούλεψε με το χέρι του και δίπλα στον μηρό του βρήκε ένα χρυσό σκουλαρίκι. Η αιτία της ...παρενόχλησης.
Το πήρε στα χέρια του, το περιεργάστηκε. Ήταν πραγματικά όμορφο με ένα κόκκινο μικρό ρουμπίνι στο κέντρο.
"Φφιουυυυφ" ξεφύσηξε. Τα μάτια του Ιγνατιάδη στράφηκαν πίσω του. Είδε τον Ναρσή που κάτι κράταγε στο χέρι του. Τον άκουσε να λέει:
"Πολύ ωραίο....! βλέπω έχεις γούστο....!" του είπε με ένα ξερό χαμόγελο.
Ο Ιγνατιάδης ένιωσε τον κόμπο να σφίγγει στο λαιμό του.
"Σε τι ακριβώς;" είπε με αγωνία.
"Στις γυναίκες Μιχάλη....! απ' όσα μου δείχνει εδώ αυτό το σκουλαρίκι η συνοδός σου έχει εξαιρετικό γούστο έτσι;"
"Εννοείτε ;..."
"Εμ τι να εννοώ βρε Μιχάλη; εγώ δεν μπαίνω με γυναίκα εδώ, εσύ το έχεις το αυτοκίνητο, άρα;" του είπε. Ο Ιγνατιάδης είχε αλλάξει μια σειρά χρώματα στο πρόσωπό του. Ένας αλλόκοτος πανικός τον είχε κυριεύσει. Προσπαθούσε κάτι να ψελλίσει. Ο Ναρσής το κατάλαβε και παρενέβη.
"Πως κάνεις έτσι βρε παιδί μου; σιγά...! απλά πες στην κυρία να έχει τον νου της γιατί προφανώς ήταν απρόσεχτη, έλα παρ' το να της το δώσεις και ...πρόσεχε γιατί κάτι τέτοια ευρήματα έχουν και κινδύνους ξέρεις...."
Έδωσε το σκουλαρίκι στον νεαρό. Αυτός το πήρε.
"Να ρωτήσω κάτι;" είπε με εμφανή δισταγμό.
"Φυσικά"
"Μήπως έπεσε από την Κυρία Μαζαράκη τις φορές που την μετέφερα ;"
Ο Ναρσής σκέφτηκε για λίγο.
"Λες; και δεν το πήρε χαμπάρι; δεν ξέρω, τέλος πάντων θα μάθω για αυτό που λες " του είπε σκεφτόμενος ότι βρήκε μια καλή αφορμή για να της τηλεφωνήσει ξανά.
"Σε κάθε περίπτωση συγγνώμη κύριε Ναρσή, δεν θα επαναληφθεί. Απλά, να ξέρετε, στις ελεύθερες ώρες μου...."
"Μην απολογείσαι Μιχάλη, απλά πρόσεχε...! και εσύ και η κυρία, αν πρόκειται για δική σου συντροφιά" του είπε, "γιατί ποιος ξέρει ποιος μπορεί να αναζητήσει τώρα το κόσμημα..."
Ο Ιγνατιάδης δυσκολευόταν ακόμα και να χειρίζεται τα πεντάλ του αυτοκινήτου από την ταραχή του κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από το αφεντικό του. Όμως ο νεαρός έμπιστος οδηγός του ήταν νέος....! αρκετά νέος για να μετράει και η γοητεία του όσο και οι αταξίες του στην ερωτική του ζωή. Έδιωξε όμως μακριά κάθε συνέχεια στη σκέψη αυτή. Το μόνο τώρα που τον ενδιέφερε ήταν να φτάσει στο Σύνδεσμο και να δηλώσει εκεί την παρουσία του. Κάτι σημαντικό για τα γενόμενα αυτής της κρύας βροχερής χειμωνιάτικης νύχτας.
(Συνεχίζεται...)
Η βροχερή νύχτα εκείνης της Τρίτης έβγαλε ένα πτώμα στο δρόμο του Διονύση Ναρσή. Το πτώμα από ένα πιστό του όργανο που τώρα λειτουργούσε σαν βαρίδι στην πορεία του. Μια πορεία που για τον μεγαλοεπιχειρηματία γίνεται όλο και πιο δύσβατη για τη συνέχεια. Και έχουμε και άλλους συνεργάτες του να κινούνται "αυτόνομα" γύρω του. Όπως ο Ιγνατιάδης ας πούμε και το τηλεφώνημά του στο άγνωστο πρόσωπο της νύχτας. Αλλά και εκείνο το σκουλαρίκι στο αυτοκίνητο. "Απώλεια" κάποιας τρυφερής συνοδού του ή κάτι άλλο;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro