Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 35: Το παρελθόν εντός των ...τειχών;


Ι.

Η Βέρα Ναρσή είχε σοκαριστεί από τον διάλογο που είχε ακούσει στο σπίτι του κουνιάδου της Στέλιου με αυτόν τον σκοτεινό τύπο. Ένας άγνωστος και γκρίζος κόσμος από το παρελθόν του άντρα της εισέβαλε στο προσκήνιο προκαλώντας της ανατριχίλα. Προσπαθούσε να συνθέσει το παζλ αυτών που έπεσαν στα αυτιά της από τις φωνές του Στέλιου με τον επισκέπτη από το παρελθόν. Κόντευαν πλέον τα μεσάνυχτα της Τετάρτης. Ο άντρας της δεν είχε ακόμα επιστρέψει. Το ένστικτό της φώναζε ότι κάτι γινόταν στο παρασκήνιο. Βημάτιζε νευρικά στο μεγάλο σαλόνι του σπιτιού, της ήταν αδύνατον να ησυχάσει. Ήταν αποφασισμένη να διεκδικήσει την ενημέρωση που της όφειλε ο σύζυγός της.

Τα κλειδιά του στην κεντρική είσοδο διέκοψαν τις ανήσυχες σκέψεις της. Ο Ναρσής μπήκε στο σπίτι. Το βλοσυρό του ύφος μαρτυρούσε εμφανώς την ταραχή του. Παραξενεύτηκε που την είδε μπροστά του σαν παραστάτη, ακίνητη.

"Δεν κοιμήθηκες ακόμα;" της είπε τακτοποιώντας τα προσωπικά του αντικείμενα.

"Μου ήταν αδύνατον", του απάντησε χωρίς να ξεκολλήσει απ'  τη θέση της. Ο Ναρσής κινήθηκε προς την εσωτερική σκάλα για να ανέβει.

"Που ήσουνα; φαίνεσαι ταραγμένος", του πέταξε ήρεμα αλλά αποφασιστικά. Εκείνος κοντοστάθηκε.

"Δουλειές και προβλήματα", της απάντησε και έκανε τα πρώτα βήματα στη σκάλα.

"Ποιος είναι ο Κώστας Λεμπεδιωτάκης;" ακούστηκε η φωνή της σαν πιστολιά. Ο Ναρσής έμεινε μετέωρος στη σκάλα. Αμέσως μετά γύρισε προς το μέρος της.

"Τι είναι αυτός;" της είπε σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού.

"Τι συνέβη μ' αυτόν τον άνθρωπο Διονύση;

"Δεν σε καταλαβαίνω...."

Εκείνη προσπέρασε την απάντησή του συνεχίζοντας.

"Τι έγινε εκείνο το βράδυ που σκοτώθηκε; και ποιος έβαλε αυτόν τον ...Γεβετζή με το φορτηγό να τον χτυπήσει;"

Ο Ναρσής άλλαξε χρώμα. Για μια στιγμή ένιωθε να χάνει την αυτοκυριαρχία του αλλά σε δευτερόλεπτα έδειχνε να την ανακτά. Κινήθηκε προς το μέρος της.

"Τι ιστορία τώρα είναι όλη αυτή; τι έπαθες; ποιος σου τα είπε;"

Η Βέρα τον κοίταξε ίσια στα μάτια με διάθεση για ξεκαθάρισμα.

"Όπως καταλαβαίνεις είναι ώρα να βγω απ'  το σκοτάδι. Ήμουνα στον Στέλιο όταν αυτός... ο τύπος τον επισκέφτηκε. Χωρίς να το θέλω οι φωνές τους έφτασαν στα αυτιά μου, λοιπόν...."

Του περιέγραψε τι περίπου είχε ακούσει. Ο Ναρσής ένιωθε κάτι σαν θηλιά να αρχίζει να κλείνει γύρω του, η Βέρα ήταν αμείλικτη στις ερωτήσεις της.

"Ήταν υπάλληλός σας, τι έγινε εκείνη τη νύχτα; ποιος ήταν ο Λεμπεδιωτάκης; τι κανόνισες εκείνη τη νύχτα Διονύση;"
"Άκου... μιλάμε για χρόνια πολλά πίσω, είχαμε ιστορίες τότε μια περίοδο, θυμάσαι λίγο, πριν παντρευτούμε, κάποιοι μας έκαναν πόλεμο, βρώμικο πόλεμο. Οι εργάτες έκαναν απεργία, κάποιοι τους υποκινούσαν. Αυτός o Λεμπεδιωτάκης ήταν κομμουνιστής, συνδικαλιστής, ήταν πίσω από όλα. Κόντεψαν να μας καταστρέψουν οικονομικά. Σ' αυτόν τον πόλεμο αντιδράσαμε."

"Και τον έβγαλες απ'  τη μέση...." του πέταξε κυνικά. Άστραψαν τα μάτια του γεμάτα οργή.

"Δεν έβγαλα κανέναν απ'  τη μέση, σκοτώθηκε ένα βράδυ, τον χτύπησε ένα φορτηγό και βρήκαν να λένε πάλι οι δικοί του τα καθίκια διάφορα... δώρο γι' αυτούς ήταν αυτό το περιστατικό για να με κατηγορήσουν"

"Και εσύ τι είχες κανονίσει Διονύση; ο αδελφός σου είναι τρελός; για θέλει να σε καταστρέψει; και τι γυρεύουν αυτοί οι δημοσιογράφοι..."

"Άκου Βέρα, η οικογένειά μας, αυτήν την εποχή, είναι στο μάτι του κυκλώνα. Παίζονται πολλά σε οικονομικό επίπεδο. Προσπαθούν λοιπόν στο παρασκήνιο να δημιουργήσουν θέματα για μας. Όσο για τον αδελφό μου, καθένας λέει ότι τον βολεύει για να βγάλει την ουρά του απέξω".

Η Βέρα δεν έδειξε να πείθεται.

"Ποτέ μου δεν μπήκα στην ιδιαίτερη επαγγελματική σου ζωή. Σε δέχτηκα πάντα με δοσμένη την εμπιστοσύνη μου για σένα. Σεβάστηκα κάθε στοιχείο από το παρελθόν σου. Δεν σε ρώτησα ποτέ τίποτα. Ακόμα και τις γνωστές σου μουρνταριές και τα πεσίματα σε διάφορες μικρές δεξιά-αριστερά..."

"Σταμάτα....!" της φώναξε.

"Με περνάς για ηλίθια λοιπόν... έτσι νομίζεις. Και να τώρα που έρχεται αυτό το παρελθόν να σου χτυπά την πόρτα με κρότο. Προφανώς είχες φροντίσει να είναι εφτασφράγιστο μυστικό αλλά να που κάποιες ατυχείς λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά..."

"Πάψε να συσχετίζεις πράγματα άσχετα και να πλάθεις ιστορίες με τη φαντασία σου..."

"Ω ναι... φαντασία μου, θα το δούμε αυτό"

"Τι σημαίνει αυτό τώρα ;"

"Θα δούμε Διονύση αν είναι φαντασία μου, θα το δούμε στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Να ξέρεις κάτι όμως. Αυτοί οι δημοσιογράφοι που έμπλεξαν δεν θα σ' αφήσουν σε χλωρό κλαρί. Να το ξέρεις"

"Και εσύ τι παριστάνεις ;"

"Ελπίζω αυτό που παίρνει σάρκα και οστά στο μυαλό μου να μην είναι αλήθεια" του πέταξε ίσια στα μάτια με βλέμμα που έκαιγε και συνέχισε:

"Ελπίζω κάτι να είναι λάθος, μια παρεξήγηση, μια βρώμικη σκευωρία όπως λες. Μακάρι να είναι αλήθεια αυτό που μου είπες"

"Αυτό είναι...." της απάντησε σαν να αρπάχτηκε από τα λόγια της.

"Να παρακαλάς να είναι αυτό αγαπητέ μου σύζυγε....! να το παρακαλάς..." ακούστηκε η φωνή της κοφτερή σαν μαχαίρι τη στιγμή που ανέβαινε, αυτή τώρα, τις σκάλες προς την κρεβατοκάμαρα του σπιτιού.

Ο Ναρσής έστεκε μετέωρος κάτω στο σαλόνι. Μόλις συνειδητοποιούσε ότι ένας καινούργιος πονοκέφαλος ερχόταν να προστεθεί στον πρώτο που του έσφιγγε τους κροτάφους.

ΙΙ.

Το πρωί της επόμενης μέρας, της Πέμπτης, βρήκε τον Ναρσή στο γραφείο του σε άσχημη διάθεση αλλά από την άλλη με θέληση να πάρει πρωτοβουλίες μετά τα τελευταία γεγονότα. Μόλις είχε πάει, αρκετά νωρίς, φώναξε την γραμματέα του "Πάρε σε παρακαλώ τηλέφωνο στα Εσπερινά Νέα και ζήτησε τον Τάσο Μάνεση, τον εκδότη. Πες ότι τον θέλω προσωπικά και πέρασε τη γραμμή μέσα".

Η Βιργινία Ξάνθου έφυγε αμέσως από το γραφείο για να διεκπεραιώσει το αίτημα του εργοδότη της.

Εκείνος σηκώθηκε από το γραφείο και έκανε νευρικά βήματα στο εσωτερικό του. Σε λίγα λεπτά ο Λεωνίδας Σαρλής μπήκε. Αντάλλαξαν τις καθιερωμένες τυπικές καλημέρες. δεν ήθελε πολύ να καταλάβει ότι κάτι απασχολούσε τον εργοδότη και φίλο του.

"Συμβαίνει κάτι; δεν φαίνεσαι καλά", τον ρώτησε.

"Έχω θέματα", του είπε

"Όπως;"

"Πότε ήρθες στην εταιρεία Λεωνίδα;" ο άλλος παραξενεύτηκε από την ερώτηση. Σκέφτηκε για λίγο και...

"Το καλοκαίρι του 1970, ήμουνα τότε τριάντα πέντε χρονών...αλλά προς τι αυτή η ερώτηση".

"Η πηγή των προβλημάτων μου είναι πολλά χρόνια πριν, δεν έχεις την παραμικρή σχέση με το τότε..."

"Δεν μου έχεις μιλήσει ποτέ για κάτι"

"Όχι και δεν υπήρχε και λόγος γιατί ήταν κάτι που είχε κλείσει οριστικά. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα μέχρι πριν λίγες μέρες"

"Θα ήθελες να μοιραστείς κάτι μαζί μου;"

Άναψε τσιγάρο, κοίταξε έξω από το μεγάλο παράθυρο.

"Είναι μεγάλη ιστορία, θα το δούμε. Προς το παρόν μπορώ να σου πω ότι κάποιοι προσπαθούν να μου βάλουν φωτιά, να μου δημιουργήσουν προβλήματα, ειδικά τώρα αυτή τη στιγμή"

"Για ποιους μιλάς;"

"Κάτι δημοσιογράφοι που δεν έχουνε δουλειά και σκαλίζουν για να την αποκτήσουν. Είμαι σίγουρος ότι δεν είναι καθόλου άσχετοι με το θέμα του διαγωνισμού. Και θα ήθελα να δω ποιος διάολος είναι πίσω από όλο αυτό".

Ο Σαρλής κούνησε απορημένος το κεφάλι του την ίδια στιγμή που χτύπησε το εσωτερικό τηλέφωνο, ήταν η Βιργινία από το γραφείο της.

"Κύριε Ναρσή, ο κύριος Μάνεσης είναι στη γραμμή, να σας δώσω;"

"Φυσικά" είπε ο Ναρσής και επέστρεψε στην πολυθρόνα του.

"Τάσο; ... καλημέρα"

...........

"Πως είσαι; τι κάνεις;.... πως σε θυμήθηκα ε; ε όχι βρε φίλε, έχεις και παράπονο"

Αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες για αόριστα και τετριμμένα πράγματα. Ο Τάσος Μάνεσης, ο ιδιοκτήτης και εκδότης των "Εσπερινών Νέων" ήξερε ότι η εταιρεία του Ναρσή ήταν από τους βασικούς της οικονομικούς στυλοβάτες. Το διαφημιστικό πακέτο που έδινε ο μεγαλοεργολάβος στην εφημερίδα ήταν πολύ μεγάλο. Έτσι όλον αυτόν τον καιρό είχε την εύνοια του εκδότη της. Κάποια στιγμή η κουβέντα έφτασε στο ζητούμενο.

"Τάσο να σε ρωτήσω κάτι".

.................

"Έχεις στην εφημερίδα δύο δημοσιογράφους; μια γυναίκα και έναν νεαρό; .... δεν ξέρω ονόματα.... η γυναίκα πρέπει να έχει το αστυνομικό ρεπορτάζ"

..........
"Πως; Αλεξία Δραγούμη; τι είναι αυτή ρε Τάσο; τι ρόλο παίζει;"

Ο Μάνεσης εκθείασε την ποιότητα αλλά και την ικανότητα της αστυνομικής του συντάκτριας παραθέτοντας στον Ναρσή και τις δέουσες διαπιστεύσεις. Του μίλησε για την ονομαστή "Αγκάθα" στην πιάτσα των δημοσιογράφων. Ο Ναρσής κουμπώθηκε αλλά δεν δίστασε:

"Άκου Τάσο, δεν αντιλέγω σε αυτά που μου λες, άλλωστε εσύ ξέρεις καλύτερα. Αλλά αυτή και ένας άλλος νεαρός μαζί της σκαλίζουν ιστορίες και μου δημιουργούν πρόβλημα. Και δεν ξέρω γιατί το κάνουν ειδικά τώρα..."

Ο Μάνεσης απάντησε με έκπληξη αλλά και ενδιαφέρον. Ρώτησε να μάθει. Ο Ναρσής του έδωσε μια μελανή εικόνα, με ασάφειες, χωρίς να στέκεται σε λεπτομέρειες.

"Δηλαδή δεν καταλαβαίνω ρε Τάσο, γιατί τώρα που είμαι σε λεπτή φάση; τι θέλετε δηλαδή ; να βγουν έξω λάσπες, να χάσω τον διαγωνισμό;"

Ύψωσε έντονα τη χροιά της φωνής του και έγινε σαφώς επιθετικός.

"Τάσο; βάλτους χέρι...! πάνε και ψάχνουν κάτι τρελές ιστορίες, δεν ξέρω ποιανού ιδέες και πληροφορίες είναι".

.................

"Άκου....! αν χάσω τον διαγωνισμό, θα έχουμε θέμα. Και αν έχουμε θέμα, τις διαφημίσεις, τις χορηγήσεις ξέχνα τες Τάσο, είμαι σαφής; Άλλωστε μαζί προχωράμε όλα αυτά τα χρόνια. Ποτέ μου δεν σε έριξα. Ρε φίλε είναι αμαρτία τώρα να με πολεμάνε ποιοι; δικοί σου"

Ο Μάνεσης πλέον άρχισε να μην νιώθει και τόσο άνετα στην κουβέντα αυτή, ήταν σαφές. Κάτι προσπαθούσε να πει, ο Ναρσής ήταν πλέον άμεσα επιθετικός.

"Λοιπόν, μην σε κρατάω άλλο. Περιμένω νέα σου και αποτελέσματα έτσι;"

Ο άλλος υποσχέθηκε να τον πάρει τηλέφωνο για νεώτερα και έκλεισαν την συνομιλία.

Ο Σαρλής τον κοιτούσε. Ο Ναρσής του έριξε μια ματιά και είπε:

"Καιρός είναι φίλε μου να σφίξω και εγώ λίγο τα χαλινάρια. Πολύ αέρα έδωσα σε ορισμένους..." το σφύριξε μέσα από τα δόντια του στον προβληματισμένο συνεργάτη του.

ΙΙΙ.

Η Εργάσιμη μέρα έγερνε πια προς το τέλος της. Στα γραφεία της εφημερίδας οι ρυθμοί είχαν χαλαρώσει αρκετά. Η Αλεξία κάλεσε τον Τίμο στο γραφείο της. Ήταν περασμένες δύο το μεσημέρι και είχαν χρόνο μπροστά τους. Ο Τίμος έκατσε στο γραφείο και εκείνη μπήκε αμέσως στο θέμα.

"Λοιπόν Τίμο μου, η επίσκεψή μας έβγαλε λαβράκι...!"

Τα μάτια του Τίμου έλαμψαν.

"Δηλαδή; Έμαθες κάτι;" Ρώτησε με αγωνία. Η Αλεξία, αητός σε τέτοιες καταστάσεις, χαμογελούσε ως τα αυτιά.

"Δεν έμαθα..."

"Αλλά;"

"Άκουσα....!" του είπε. Απορημένος ο Τίμος:

"Δεν καταλαβαίνω βρε Αλεξία μου", η Αγκάθα διασκέδαζε με το παιχνίδι της αυτό και χαμογελούσε. Έσκυψε κοντά στο πρόσωπό του και με συνωμοτική διάθεση του το πέταξε.

"Ενοχλήσαμε ψηλά κεφάλια με την επίσκεψή μας αγόρι μου"

"Τι έγινε;"

"Με είχε μέσα ο μεγάλος"

"Ο Μάνεσης;"

"Αμ ποιος άλλος..."

"Τι σε ήθελε ;"

"Να με ψάλλει...!"

"Δηλαδή ;..." έκανε ο Τίμος.

"Τι δηλαδή μωρέ, δεν καταλαβαίνεις τι έγινε; Ο Ναρσής ενοχλήθηκε από την επίσκεψή μας, προφανώς τον ενημέρωσε το τσιράκι του. Και πήρε τον Μάνεση να μας ...συνετίσει"

"Άρα χτυπήσαμε φλέβα....!"

"Στο είπα ότι το μόνο που περιμέναμε ήταν να ξεσηκώσουμε θόρυβο. Να δούμε αντιδράσεις. Και ιδού...!"

"Τι σου είπε ο μεγάλος;"

Η Αλεξία έγυρε πίσω στην πολυθρόνα της αγέρωχη.

"Μου την έπεσε, ξέρεις τώρα, δεν πρέπει, να είμαστε προσεκτικοί, τι αφορά όλο αυτό, ο Ναρσής είναι δικός μας άνθρωπος και οι γνωστές ιστορίες του είδους"

"Τι του είπες ;'

"Για ποιαν την έχεις τη φίλη σου την Αγκάθα βρε Τίμο. Είμαι χρόνια στην πιο βρώμικη πιάτσα της δουλειάς. Με όλα τα κατακάθια του εγκλήματος και των παρασκηνίων. Θα κωλώσω στον Μάνεση; Εντάξει, του ξέφυγα διπλωματικά και το έκλεισα το θέμα..."

"Είσαι αητός..."

Η Κοπέλα αναστέναξε.

"Το θέμα είναι τι θα κάνουμε στη συνέχεια... αν έχουμε τα περιθώρια να κάνουμε κάτι"

"Έχεις καμιά ιδέα;"

"Προς το παρόν τίποτα, εσύ; έκανες κάτι; μίλησες στη φίλη σου;"

Ο Τίμος προβληματίστηκε.

"Ακόμα όχι αλλά νομίζω ότι είναι ώρα"

"Να το κάνεις, ίσως πρέπει και εκείνη να μας βοηθήσει, έστω με ότι ξέρει..."

Έμειναν για λίγο ακόμα μαζί. Ο Τίμος την ευχαρίστησε και έφυγε. Ένιωθε μια ιδιαίτερη πλέον υποχρέωση σε μια συνάδελφό του, που ρίσκαρε για λογαριασμό του, χωρίς την παραμικρή χρησιμότητα για την ίδια.

IV.

Την Παρασκευή το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο στης Θάλειας στο γραφείο. Η φωνή του Τίμου ήχησε στα αυτιά της ήρεμη και ζεστή. Αντάλλαξαν κάποια λόγια για την απλή καθημερινότητά τους μέχρι που εκείνος κάποια στιγμή πέρασε στο προκείμενο:

"Θάλεια κερνάω καφέ ή ποτό έξω. Έχω κάποια πράγματα να σου πω".

"Τι έγινε;"

"Βρήκα με μια συνάδελφο τον Γεβετζή και τον άλλον τον φίλο του..."

Η Θάλεια έμεινε κάπως μετέωρη. Ήξερε ήδη ότι ο Τίμος είχε στο νου του να ψάξει περισσότερα πράγματα, της το είχε άλλωστε πει αλλά τώρα, αυτό εδώ, την έφερνε μπροστά σε μια προχωρημένη εξέλιξη.

"Και λοιπόν;" ρώτησε με έντονη αγωνία.

"Δεν νομίζω ότι μπορούμε να τα πούμε τηλεφωνικά. Έχεις κάτι απόψε το βράδυ;"

"Όχι είμαι ελεύθερη"

"Εντάξει, θα περάσω να σε πάρω στις εννέα".

Το τηλέφωνο έκλεισε. Η Θάλεια έμεινε έντονα προβληματισμένη. Πολλές σκέψεις είχαν αρχίσει να περνούν με μεγάλη ταχύτητα στο νου της.

"Αυτό το παιδί..." σκέφτηκε. "Αυτό το πείσμα του...", δεν μπορούσε να το εξηγήσει, δεν μπορούσε να το καταλάβει. Κάτι σαν εμμονή. Όμως τώρα πια ήταν ώρα να δει και εκείνη πως θα χειριστεί αυτήν την υπόθεση. Οι προσπάθειές της να κρατήσει τον Τίμο μακριά έπεσαν όλες στο κενό. Τον αγαπούσε....! Ήταν κάτι που το ένιωθε καιρό τώρα. Τον αγαπούσε πολύ. Έβλεπε στη στάση του τον σεβασμό του απέναντί της. Αν ήταν άλλος στη θέση του θα είχε απομακρυνθεί τρέχοντας από κοντά της με την απόσταση που η ίδια προσπαθούσε να κρατήσει μεταξύ τους. Όμως εκείνος πάντα την δεχόταν όπως ήταν. Έβλεπε την υπομονή του, την διακριτικότητά του. Πολλές φορές ένιωθε ένοχη απέναντί του. Όμως αυτή της η στάση ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε. Κρατούσε έξω τον Τίμο από την ιστορία με τον Ναρσή. Δεν ήθελε να μάθει, δεν έπρεπε να μάθει ότι η γυναίκα που αγαπούσε έπαιζε παιχνίδια μαζί μ' αυτόν, παιχνίδια που κατέληγαν σε ερωτικές στιγμές μαζί του. Τώρα τον έβλεπε να μπαίνει στα σκοτάδια αυτής της ιστορίας με τον Λεμπεδιωτάκη. Αυτό ακριβώς ήταν που φοβόταν. Για πολλούς και σημαντικούς λόγους. 

(Συνεχίζεται...)

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro