Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 34: Αναταράξεις στα νερά του βάλτου

Ι.

Την Τρίτη το μεσημέρι το τηλέφωνο της Θάλειας στο γραφείο της διέκοψε την πρόσκαιρη ηρεμία της. Ήταν το Τίμος.

"Αν δεν πάρω εγώ τηλέφωνο εσύ δεν κάνεις κάποια κίνηση έτσι;", της είπε με παράπονο. Προσπάθησε να το ξεπεράσει. Κουβέντιασαν λίγο για πράγματα ρουτίνας και ύστερα εκείνος είπε:

"Απόψε το βράδυ θα περάσω να σε δω. Θα είσαι σπίτι;"

"Συμβαίνει κάτι;" τον ρώτησε προκαλώντας ακόμα περισσότερο την ενόχλησή του.

"Δηλαδή για να σε δω πρέπει οπωσδήποτε να συμβαίνει κάτι;"

Του ζήτησε συγγνώμη. Το ραντεβού τους κλείστηκε για το βράδυ της ίδια μέρας στο σπίτι της.

Έφτασε εκεί γύρω στις οκτώ όπως είχαν συμφωνήσει. Είχε μέρες να την δει και σε κάθε περίπτωση αυτό του στοίχιζε. Τον δέχτηκε με τον ζεστό της τρόπο. Αυτόν που του ήταν γνώριμος. Είχαν ήδη κάτσει στο σαλόνι του σπιτιού όταν ο Τίμος ξεκίνησε το θέμα του:

"Όπως σου είχα πει μίλησα με το αφεντικό μου στην εφημερίδα. Του είπα για την έρευνα για την ιστορία του θείου σου και έμεινε σύμφωνος να προχωρήσω"

"Το αποφάσισες λοιπόν", του είπε η Θάλεια.

"Ναι, το Σάββατο το βράδυ πήγα με μια συνάδελφό μου από το αστυνομικό ρεπορτάζ σε ένα μπαρ στον Πειραιά, είχαμε μια συνάντηση που αποδείχτηκε επεισοδιακή, ήρθα να σε ενημερώσω γιατί νομίζω σε ενδιαφέρει"

"Δηλαδή;"

"Η Αλεξία είναι η επικεφαλής του αστυνομικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα, έψαξε και βγήκε το μαγαζί αυτού του Ζησιμάκου..."

Η Θάλεια τον κοίταξε με φανερή έκπληξη.

"Τι δουλειά είχατε μ' αυτόν;"

"θα προσπαθούσα να τους βρω και τους δύο, κι αυτόν και τον Γεβετζή..."

"Kαι λοιπόν;"

"Μην βιάζεσαι, περίμενε ν' ακούσεις...."

Της περιέγραψε αναλυτικά τι είχε συμβεί με κάθε λεπτομέρεια, η Θάλεια καθώς η κουβέντα προχωρούσε έδειχνε να βγάζει μια έντονη ταραχή. Κάποια στιγμή τελειώνοντας της είπε:

"Δεν βγάλαμε βέβαια κάτι αλλά καταλαβαίνεις ότι όλη του αυτή η συμπεριφορά, του Γεβετζή λέω, μυρίζει άσχημα"

"Τίμο τι περιμένεις να βγάλεις από όλο αυτό; η ιστορία αυτή έχει κλείσει. Και να έχεις ενδείξεις για κάτι σοβαρό έχουν περάσει 27 ολάκερα χρόνια. Ακόμα και νομικά όλα έχουν τελειώσει"

"Θάλεια, ξέρω ότι η συνάντησή μας αυτή μ' αυτό το μούτρο θα φτάσει στα αυτιά του Ναρσή. Μπορεί να μην βγάλαμε κάτι, να μην μάθαμε τίποτα αλλά να είσαι σίγουρη ότι τα βρώμικα αυτά νερά θα κουνηθούν..."

"Ας υποθέσουμε ναι, και μετά;"

Άπλωσε τα χέρια του στα δικά της που ήταν δίπλα του.

"Σε παρακαλώ, βοήθησέ με...!"

"Να σε βοηθήσω πως;"

"Ο Λεμπεδιωτάκης ήταν θείος σου, πιθανόν κάτι να υπάρχει που θα βρεις ή θα θυμηθείς ίσως.."

Η Θάλεια σηκώθηκε σε μια προσπάθεια να αντιδράσει.

"Σαν τι να ξέρω βρε Τίμο; Oι κουβέντες που είχα στο σπίτι μου για αυτόν τον άνθρωπο ήταν ελάχιστες. Όταν γίνονταν αυτά τα γεγονότα τότε γεννιόμουν. Μετά δεν άκουγα καν τους δικούς μου να μιλάνε για αυτά, προφανώς για δικούς τους λόγους δεν τα συζητούσαν τουλάχιστον μαζί μου..."

"Ωραία δεν ξέρεις, δεν θέλεις να προσπαθήσουμε μαζί να βρούμε;"

"Τίμο θα μπλέξεις. Μείνε σε παρακαλώ μακριά από αυτήν την ιστορία", του είπε κατηγορηματικά"

Εκείνος αντέδρασε.

"Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό πραγματικά"

"Τίμο, άκουσέ με επιτέλους, ότι και να βγάλεις δεν θα αλλάξει τίποτα"

"Μα τουλάχιστον η μνήμη του;"

"Η μνήμη του Λεμπεδιωτάκη στέκει πεντακάθαρη και γεμάτη τιμή στο κοινωνικό σύνολο από τον ίδιο του το χώρο όπως μου έδειξες στην εφημερίδα με το αφιέρωμα. Δεν υπάρχει κανείς που δεν θυμάται τον αγώνα του. Που δεν τον έχει τιμήσει. Αλλά ούτε καν οι σύντροφοί του δεν σκαλίζουν το παρελθόν γιατί δεν έχει νόημα".

Ο Τίμος δεν πείστηκε. Όπως δεν πείστηκε από όλη τους την κουβέντα. Κάθε φορά που αυτή προχωρούσε έβλεπε τη Θάλεια να γίνεται πιο επιφυλακτική. Μια επιφύλαξη που μπολιάζονταν με μια παράξενη απελπισία στο βλέμμα της. Τον πείσμωνε όλο αυτό. Τον έκανε να έχει περισσότερα ερωτηματικά.

Έφυγε αργά απ το σπίτι της με τα τελευταία της λόγια να ηχούν παράξενα στα αυτιά του.

"Κάνε μου τη χάρη, στο κάτω-κάτω στο ζητάω εγώ που ήταν θείος μου. Άσε τη μνήμη του ήρεμη. Έχει γραφεί στην ιστορία το πέρασμά του"

Είχε αποφασίσει να προχωρήσει. Ώσπου τον έφταναν οι δυνάμεις του και η ερευνητική βοήθεια της συναδέλφου του. Ήταν αποφασισμένος να περιμένει να δει αν η συνάντηση του Σαββάτου θα προκαλούσε αναταράξεις.

IΙ.

Ο Ανδρέας Αμπάτζογλου, ήταν το δεξί χέρι του Ναρσή στις γκρίζες και βρώμικες δουλειές του. Η Τυπική του επαγγελματική ιδιότητα στην εταιρεία ήταν υπεύθυνος ασφαλείας. Ψηλός, σωματώδης, με κοντοκουρεμένα μαλλιά στρατιωτικού τύπου. Στα 40 του χρόνια. Παλιός αστυνομικός στην ασφάλεια, διώχτηκε από το σώμα στα τριάντα του γιατί βρέθηκε μπλεγμένος μέχρι τα μπούνια σε μια υπόθεση διαφθοράς. Κάπου εκεί τον μάζεψε ο Διονύσης Ναρσής και έκτοτε "καθάριζε" για αυτόν τις ας το πούμε "λεπτές" του υποθέσεις.

Μόλις πήρε την εντολή από το αφεντικό του, την Τρίτη το πρωί, να βρει τον Γεβετζή και να κανονίσουν να τον συναντήσουν κάπου "εκτός έδρας", έδρασε αστραπιαία. Δεν ήταν δα και δύσκολο. Ο Γεβετζής άλλωστε ήταν υπάλληλος της εταιρείας.

Είχε πια πέσει η νύχτα. Κάπου στις δέκα το έρημο εργοτάξιο της εταιρείας στην Μάνδρα φωτίζονταν από τα εξωτερικά φώτα της περίφραξης. Μια μαύρη BMW 525 πέρασε βιαστικά την κεντρική πύλη και σταμάτησε μπροστά στα γραφεία. Η Βροχή που είχε ξεκινήσει από νωρίς το απόγευμα δεν έλεγε να σταματήσει και μέσα στον αύλιο χώρο είχαν σχηματιστεί λίμνες από βρόχινα νερά ανακατεμένα με τους όγκους των δομικών υλικών. Ο Διονύσης Ναρσής κατέβηκε από το αυτοκίνητο και με κοφτές κινήσεις διάβηκε την πόρτα της μεγάλης αποθήκης με τα μηχανήματα στα δεξιά του. Πιο μπροστά του ήδη είχε μπει ο Ανδρέας Αμπάτζογλου ενώ πίσω του έμεινε κοντά στο αυτοκίνητο ένας άλλος άντρας. Ο Αμπάτζογλου οδήγησε τον Ναρσή σε ένα τεράστιο υπόστεγο με τα μηχανήματα οδοποιίας. Προχώρησαν λίγα μέτρα και μπήκαν σε ένα μικρό εσωτερικό γραφείο.

Ο Λευτέρης Γεβετζής μόλις είδε τη φιγούρα του Ναρσή να μπαίνει φουριόζα μέσα σηκώθηκε όρθιος. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινό ενώ προσπαθούσε να τιθασεύσει και να κρύψει το φόβο και την αγωνία του.

"Είναι κανείς άλλος εδώ ;" ρώτησε ο Ναρσής τον Αμπάτζογλου.

"Κανείς κ. Ναρσή" αποκρίθηκε εκείνος.

"Άφησέ μας μόνους" του είπε. Εκείνος αμέσως αποχώρησε από το μικρό γραφείο και έκλεισε πίσω την πόρτα του. Ο Ναρσής γύρισε προς το μέρος του Γεβετζή και τον κάρφωσε με ένα βλέμμα που έσταζε χολή.

"Νάμαστε πάλι εδώ λοιπόν Γεβετζή, στα ίδια γραφεία.... λοιπόν; Για πες μου λοιπόν τι είναι αυτά που έμαθα;"

Ο 52χρονος άντρας, ξεροκατάπιε και προσπαθούσε να συντάξει μια φράση, τον πρόλαβε πάλι ο Ναρσής

"Γιατί τόσα χρόνια δεν μου είπες για αυτόν τον Ζησιμάκο; γιατί δεν με ενημέρωσες ότι κάποιος σε είχε δει, καταραμένε, ηλίθιε...!"

"Δεν ήμουνα σίγουρος κύριε Ναρσή. Μόλις έγινε το .... κοίταξα ολόγυρα, ο δρόμος ήταν παντέρημος. Κατέβηκα κάτω να σιγουρευτώ... καταλαβαίνετε. Αυτός ήταν ματωμένος κάτω ακίνητος σε ... τέλος πάντων, ήταν νεκρός. Δεν ζύγωσα πολύ, φαίνονταν καθαρά τι είχε γίνει. Γύρισα να φύγω και τότε τον είδα..."

"Που στο διάβολο ήταν; Γιατί σταμάτησες ηλίθιε; Ένα ολάκερο φορτηγό οικοδομής έριξες πάνω του, τι περίμενες;"

Ο άλλος ψέλλισε:

"Δεν ξέρω, ήθελα να  'μαι σίγουρος...."

"Παρακάτω...."

"Στεκόταν απέναντι ακίνητος, με κοίταζε. Για δευτερόλεπτα. Γύρισα τη πλάτη, μπήκα στο φορτηγό και εξαφανίστηκα".

"Σε είδε καλά; "

"Δεν ξέρω, ήταν σκοτάδι, έστεκε στο απέναντι πεζοδρόμιο".

"Σε γνωρίζει;"

"Ναι, είχε μια λέσχη τότε, του χρώσταγα λεφτά"

"Είδε τον αριθμό κυκλοφορίας του φορτηγού ;"

"Όχι, άλλωστε τον είχα γεμίσει λάσπες και χώμα, δεν φαινόταν τίποτα..."

"Λοιπόν; Γιατί δεν μου το είπες τότε;" Του φώναξε βουτώντας τον από τα πέτα του μπουφάν.

"Γιατί δεν ήμουνα βέβαιος ότι με γνώρισε και μετά έλεγα να το χειριστώ μονάχος"

"Τον ξανάδες;"

"Ναι, τις επόμενες μέρες. Πήγα στη λέσχη να δω τι θα μούλεγε..."

"Και;"

"Τίποτα, έπαιζε μαζί μου ένα παιχνίδι σιωπής, δεν ξέρω. Τον ξόφλησα τότε με τα λεφτά που μου δώσατε, χωρίς να του πω τίποτα..."

"Σου είπε κάτι;"

"......."

"Μίλα ρε βλάκα, να ξέρω τι μου γίνεται..."

"Συνέχεια άφηνε υπονοούμενα...καρφιά"

"Δηλαδή;"

"Που τα βρήκα τόσα λεφτά μαζεμένα και κάτι τέτοια..."

"Τι του  'πες"

"Ότι πούλησε η γριά μου ένα οικόπεδο στο χωριό..."

"Το έφαγε;"

"Εκείνο το βράδυ έδειξε ευχαριστημένος, πήρε τα λεφτά του με το παραπάνω, του άφησα να καταλάβει ότι είμαι εντάξει στις δουλειές μου και δεν θα χάσει από μένα"

"Οπότε;"

"Δεν ξέρω... δεν μου είπε ποτέ κάτι. Όμως αργότερα άρχισε ξανά τα καρφιά του. Ότι το αφεντικό πληρώνει καλά για τις δουλειές του...και τέτοια"

"Και πως τον βόλευες;"

"Του έκανα διάφορες δουλειές στο μαγαζί, στη λέσχη τότε"

"Τι δουλειές ;"

"Ένα δυό εκφοβισμούς σε πελάτες που του χρωστάγανε, κάτι τέτοια"

"Ξέρεις αν μίλησε σε κανέναν;"

"Δεν με ενόχλησε κανείς"

Ο Ναρσής βλαστήμησε. Φανερά φουρτουνιασμένος, πάντα όρθιος τον ρώτησε;

"Ποιοι ήταν αυτοί που σε έψαχναν το Σάββατο;"

"Δεν τους είχα ξαναδεί κύριε Ναρσή, μου είπαν είναι δημοσιογράφοι..."
Το αφεντικό του κοκκίνισε.

"Ονόματα; Σου είπαν; Εφημερίδα που δουλεύουν;"

"Μου είπαν τα Εσπερινά Νέα"

"Πόσοι ήταν;"

"Δύο, μια Γυναίκα κάτω από σαράντα και ένας άντρας, πιο νέος απ'  αυτήν"

"Δεν σου είπαν το λόγο που σε γύρευαν;"

"Ναι, φάνηκαν σαν να ξέρουν...."

"Τι να ξέρουν; Μίλα"

"Για τον Λεμπεδιωτάκη... ανέφεραν και το όνομά σας. Το μόνο που πέταξαν είναι ότι ένα μεγάλο ψάρι είναι πίσω από την ιστορία".

"Που κατέληξε η κουβέντα;"

Ο Γεβετζής του είπε για τον καβγά και την απομάκρυνσή τους. Του είπε για τις απειλές. Του το τόνισε ιδιαίτερα θέλοντας να του περάσει την αίσθηση ότι κινδυνεύει. Ο Ναρσής λες και κοίταζε ένα σκουπίδι του πέταξε στα μούτρα:

"Πρώτα τα κάνεις μούσκεμα, με κρατάς στα σκοτάδια για χρόνια ολάκερα και έρχεσαι σήμερα κάθαρμα να μου πεις ότι φοβάσαι; και εγώ τι θες να κάνω τώρα ε;"

Ο άλλος ήταν αναστατωμένος.

"Να με καλύψεις αφεντικό. Αν αρχίσουν να σκαλίζουν τίποτα να με καλύψεις, με τον τρόπο σου. Έχεις εσύ τρόπο..."

"Να σε καλύψω ζώον..... μου βάζεις φουρνέλο και τώρα παρακαλάς, αν μου το 'λεγες τότε θα είχαμε προλάβει τα πάντα"

"Αφεντικό, εγώ για σένα έγινα φονιάς. Με δική σου όρντινα. Μην το ξεχνάς. Ποτέ μου δεν σε ρώτησα για το γιατί. Ήρθες εκείνο το καλοκαίρι, είχες λυσσάξει μ' αυτόν τον Λεμπεδιωτάκη τότε. Μου το ζήτησες, το έκανα...."

Ο Ναρσής τον κοίταξε ίσια στα μούτρα.

"Χόρτασες στα χιλιάρικα τότε Γεβετζή. Σε ξελάσπωσα. Σε έβγαλα καθαρό τότε στη δίκη για τις σωματικές βλάβες στους εργάτες. Θα πήγαινες μέσα. Σου έδωσα δουλειά και μεροκάματο χρόνια, και σηκώνεις κεφάλι;"

"Δεν σηκώνω κεφάλι αφεντικό. Ξέρεις ότι χρόνια σε υπηρετώ πάντα σωστά. Εσύ πλήρωσες ναι, αλλά εγώ σκότωσα...! Σκότωσα ακούς; δεν είναι ώρα τώρα να κελαηδάνε οι δημοσιογράφοι, καταλαβαίνεις τι έχει να γίνει αν..."

Ο Ναρσής τον κοίταζε σαν να έβλεπε ένα έντομο μπροστά του.

"Τολμάς να αφήνεις απειλές;"

"Δεν απειλώ κανέναν, αυτοί απειλούν, αυτοί φαίνονται να ξέρουν, μην νομίζεις ότι θα τους κάνεις να σωπάσουν..."

"Πρόσεξε τα λόγια σου ακούς;" με μιας άλλαξε κουβέντα "Αυτόν τον Ζησιμάκο που θα τον βρούμε;"

Του είπε τις λεπτομέρειες. Ο Ναρσής τις κράτησε στο μυαλό του. Κούμπωσε το παλτό του και του είπε.

"Εσύ θα το βουλώσεις, αν σε ενοχλήσει κανείς θα το πεις στον Αμπάτζογλου αμέσως, κατάλαβες ; στη στιγμή...."

Ο Γεβετζής έγνεψε καταφατικά. Ο Ναρσής τον κοίταξε.

"Φεύγω, εξαφανίσου τώρα από εδώ", του είπε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Περπάτησε μέχρι την έξοδο της αποθήκης. Ο Αμπάτζογλου τον περίμενε.

"Πάμε..!", του είπε.

Κίνησαν στο αυτοκίνητο. Ο δεύτερος νεαρός άντρας του άνοιξε την πίσω πόρτα. Μπήκαν μέσα και οι τρεις. Η BMW έφυγε με ταχύτητα με κατεύθυνση στην Αθήνα.

Στο δρόμο ήταν σιωπηρός. Όμως οποιοσδήποτε θα μπορούσε να νιώσει το ηφαίστειο που έκαιγε μέσα του. Έγειρε μπροστά στον Αμπάτζογλου.

"Έχε τα μάτια σου στον Γεβετζή, δεν τον εμπιστεύομαι. Έχει πανικοβληθεί και ο πανικός δεν είναι καλός σύμβουλος".

Ο Αμπάτζογλου συμφώνησε σιωπηρά, ο Ναρσής συνέχισε να δίνει οδηγίες:

"Θα ψάξεις να βρεις αυτόν τον Ζησιμάκο, που είναι, τι καπνό φουμάρει, που μπορούμε να τον βρούμε"

"Εντάξει...."

"Και κοίτα να βρεις τους δημοσιογράφους... αλλά... άστο αυτό είναι δική μου δουλειά".

Δεν ξαναμίλησε σε όλη τη διαδρομή. Το κεφάλι του έκαιγε. Για πρώτη φορά άρχισε να νιώθει ότι κάποια πράγματα γύρω του ξέφευγαν από τον έλεγχό του και αυτό ήταν κάτι που δεν το συνήθιζε. Το κελάρι αυτής της ιστορίας άνοιγε επικίνδυνα και έπρεπε να προλάβει.

(Συνεχίζεται...)

Σε μια κρίσιμη στιγμή για τον μεγαλοκατασκευαστή Ναρσή, το σκοτεινό παρελθόν έρχεται να του απειλήσει τις ισορροπίες και να αμφισβητήσει την ηγεμονία του στον έλεγχο των πραγμάτων. Υπάρχει άραγε κίνδυνος και πως θα τον διαχειριστεί;

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro