Κεφάλαιο 33: Τα φαντάσματα επιστρέφουν
Ι.
Ο Στέλιος Ναρσής μπορεί να ήταν αδελφός του Διονύση αλλά οι διαφορές μεταξύ τους στον χαρακτήρα τους ήταν σημαντικές. Στα εξήντα επτά του χρόνια διατηρούσε πολλά από τα στοιχεία ενός απλού και προσιτού ανθρώπου. Διαλλακτικός στην προσέγγισή του στα θέματα της ζωής, είχε έρθει άπειρες φορές σε σύγκρουση με τον σκληρό αδελφό του. Μαζί αναγκαστικά είχαν μοιραστεί γεγονότα, διαδρομές, σχέσεις και αποτελέσματα. Από τα παλιά εκείνα χρόνια που ο πατέρας τους διαφέντευε το σπιτικό τους. Όμως παρά το ότι στην ουσία ήταν διαφορετικός άνθρωπος δεν μπορούσε να υπερβεί αυτό που λέμε οικογενειακή αλληλεγγύη, αδελφική κάλυψη και ο νόμος και της δικής του σιωπής ερχόταν να σκεπάσει τις αποφάσεις του νεώτερου αδελφού του που του είχε παραχωρήσει και τα ηνία της εταιρείας.
Εξωτερικά ήταν ένας συμπαθής στην εμφάνιση άντρας, με μέτριο ανάστημα και κάμποσα κιλά. Πολλά άσπρα μαλλιά, αλλά δεν θα έλεγες ότι είχε κακογεράσει.
Αυτό το απόγευμα της Δευτέρας ήταν στο σπίτι του, μια πλούσια αλλά όχι προκλητική, μαιζονέττα στην Νέα Ερυθραία. Στο σαλόνι του μιλούσε χαλαρά με την νύφη του, τη Βέρα, η οποία είχε έρθει εκεί για καφέ. Μεταξύ τους είχαν μια εγκάρδια σχέση. Θα έλεγε κάποιος ότι η σύζυγος του Διονύση Ναρσή εύρισκε στον αδελφό του μια γαλήνη και ένα λιμάνι εμπιστοσύνης που στα τελευταία χρόνια αναζητούσε στον άντρα της.
Το κουδούνι της κεντρικής εισόδου έκοψε την κουβέντα τους. Ο Στέλιος απευθύνθηκε στην νεαρή οικιακή βοηθό που εμφανίστηκε για να ανοίξει.
"Ρόζα, δες ποιος είναι σε παρακαλώ"
Η Βέρα τον ρώτησε:
"Περιμένεις κανέναν ;"
"Όχι, κάτσε θα δούμε".
Η νεαρή κοπέλα επέστρεψε αναγγέλλοντας τον επισκέπτη τους.
"Κύριε, έξω είναι ένας κύριος, θα ήθελε να σας δει ιδιαιτέρως, είναι επείγον μου είπε".
Ο Στέλιος έσμιξε τα μάτια του σε μια έκφραση απορίας.
"Δεν σου είπε ποιος είναι Ρόζα ;"
"Λευτέρης Γεβετζής κύριε"
Ο Στέλιος Ναρσής πετάχτηκε όρθιος αλλάζοντας χρώμα στο πρόσωπό του. Εμφανώς ταραγμένος κοίταξε λίγο τη Βέρα, που τον κοίταζε απορημένη από την αντίδραση.
"Πέρασέ τον Ρόζα" της είπε, ύστερα γύρισε στη Βέρα.
"Βέρα μου, θα με συγχωρέσεις για λίγο, δεν ξέρω τι θέλει ο κύριος, θα περιμένεις ;"
"Ποιος είναι Στέλιο;" τον ρώτησε εκείνη αντί άλλης απάντησης. Ο Ναρσής προσπάθησε να σκαρώσει μια απάντηση.
"Ένας ...συνεργάτης μας, υπάλληλος στην εταιρεία, μάλλον κάτι θα έγινε στο εργοστάσιο, για να λέει ότι είναι επείγον".
Ο Γεβετζής διέσχισε το χολ και μπήκε στο σαλόνι. Είδε τον Στέλιο, τα μάτια του σκάλωσαν στην Βέρα.
"Καλησπέρα σας κύριε Ναρσή", είπε με εμφανή δουλικότητα αλλά τα μάτια του έλαμπαν, "Ζητώ συγγνώμη για το απροειδοποίητο αλλά είναι κάτι επείγον"
Ο Στέλιος τον κοίταξε σκυθρωπά και ανήσυχα, τον οδήγησε στο γραφείο του πίσω από το σαλόνι. Μπήκαν μέσα και έκλεισε την πόρτα, κοντοστάθηκαν στο κέντρο του γραφείου.
"Τι θέλεις εσύ εδώ; γιατί ήρθες;" του είπε αυστηρά και χαμηλόφωνα. Ο Γεβετζής τον κοίταξε με βλέμμα βαθύ.
"Ήρθα να σας ενημερώσω για κάτι που έγινε το Σάββατο και είναι σοβαρό, είπα να το μάθετε και θέλω να το πείτε και στον αδελφό σας. Ήρθα σε σας γιατί εκείνον δεν μπορείς να τον πλησιάσεις εύκολα".
"Σ' ακούω, να είσαι σύντομος"
"Είχα κάτι επισκέψεις κύριε Ναρσή, κάτι επισκέψεις από τα παλιά..."
"Δηλαδή;"
"Ήρθαν και με βρήκαν δύο δημοσιογράφοι, έτσι μού 'παν".
Ο Στέλιος ένιωθε να φουντώνει από ανησυχία.
"Σε ζητούσαν για ποιο λόγο;"
Ο Γεβετζής κόμπιασε. Αναμετρήθηκε με τη σκέψη του και το είπε:
"Για τον Λεμπεδιωτάκη...!"
Ο Στέλιος ένιωσε το δεύτερο χτύπημα αυτής της βραδιάς. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του.
"Τι είπες;"
Ο Γεβετζής άρχισε να εξιστορεί τι είχε ακριβώς συμβεί το Σάββατο βράδυ με την επίσκεψη του Τίμου και της Αλεξίας. Όσο προχωρούσε την εξιστόρησή του τόσο ο συνομιλητής του ίδρωνε από αγωνία.
"Τι τους είπες;"
"Τίποτα δεν τους είπα, αρπαχτήκαμε. Με απείλησαν..."
Η Βέρα ξαφνιάστηκε με την αντίδραση του κουνιάδου της. Η όψη του αναπάντεχου επισκέπτη δεν της έκανε καλή εντύπωση. Όψη ανθρώπου σκοτεινού. Βλέμμα μοχθηρό. Σηκώθηκε από τον καναπέ που καθόταν και έκανε κάποια βήματα στο μεγάλο σαλόνι. Κάποια στιγμή η φωνή του Στέλιου άρχισε να περνάει στον εξωτερικό χώρο απ το γραφείο. Προφανώς είχε ανεβάσει τον τόνο της φωνής του. Σαν μαγνήτης όλο αυτό την τράβηξε κοντά στην πόρτα.
..........................
"Και τι φοβάσαι ηλίθιε; είκοσι επτά ολάκερα χρόνια έχουν περάσει από τότε, έχει τελειώσει κάθε ζήτημα, άλλωστε δεν ξέρει κανείς τίποτα, έχεις κρατήσει το στόμα σου κλειστό..."
Ο άλλος κόμπιασε.
"Ναι.... έτσι είναι αλλά δεν ξέρω, αυτοί έλεγαν διάφορα ότι ξέρουν..."
"Τι ξέρουν; τι σου είπαν ότι ξέρουν δηλαδή;"
"Πέταγαν κουβέντες διάφορες, αν είμαι εγώ μπλεγμένος και τέτοια, δεν ξέρω... φοβάμαι, να μιλήσετε στον αδελφό σας"
"Δεν καταλαβαίνω τι φοβάσαι, διάολε και οι δυό σας, εμένα γιατί με ανακατεύεις; με τον άλλο τα κανόνισες όλα"
"Ναι κύριε Στέλιο, αλλά και εσείς... ξέρετε....!"
"Ξέρω που να μην ήξερα ποτέ μου τίποτα καταραμένε....!"
"Ύστερα...." ο Γεβετζής έσκυψε το κεφάλι κάτω σαν δαρμένο σκυλί.
"Τι ύστερα μωρέ σιχαμένε, μίλα"
Ο Γεβετζής έδειχνε να τρέμει.
"Μίλα που να σε πάρει ο διάολος"
"Να, είναι και κάποιος άλλος... ξέρει...."
"Τι;" Ο Στέλιος έδειχνε να παραπαίει. "Ποιος μωρέ; τι;" τον άρπαξε από το πέτο.
"Ξέρει, ο Θωμάς ο Ζησιμάκος, το βράδυ εκείνο, που .... κατέβηκα απ το φορτηγό, για να δω τι έγινε... με είδε... ήταν εκεί απέναντι...έφυγα, εξαφανίστηκα..."
Ο Ναρσής δεν πίστευε στ' αυτιά του.
"Σου είπε ποτέ τίποτα ;"
"Να, όταν του πήγα λεφτά και τον ξόφλησα στη λέσχη μου πέταξε καρφιά, που τα βρήκα και τέτοια....του μάσησα κάποια λόγια, αόριστα , ξέμπαρκα, αλλά..."
Ο Στέλιος ένιωθε το κεφάλι του να σπάει...
"Άρα ξέρει.... και γιατί δεν το έλεγες τόσο καιρό;"
"Τον είχα ταϊσμένο, πολλά τα μετρητά..."
"Ο Άλλος ξέρει;"
"Ο Αδελφός σας; ...όχι δεν του είπα ποτέ τίποτα"
"Μαύρο φίδι που σ΄έφαγε Γεβετζή, ακούς;"
"Κύριε Ναρσή πρέπει να με καλύψετε, εγώ πάντα έκανα τα πάντα για σας"
Ο Στέλιος τον κοίταξε με μάτια που έστελναν φωτιές.
"Δηλαδή ανοίγεις εσύ το λάκκο να πέσεις μέσα και πρέπει εμείς να σε καλύψουμε έτσι το λες ;"
Ο Άλλος άρχισε να σκουραίνει.
"Κοιτάξτε, μπορεί να μην έχει, καθώς λέτε εσείς οι σπουδαγμένοι, συνέπειες με το νόμο τώρα αυτό που έγινε τότε αλλά για σκεφτείτε..."
"Τι να σκεφτώ ;"
"Αν όλα αυτά αρχίσουν να βγαίνουν στο φως, δημοσιογράφοι, εφημερίδες, εσείς είστε άνθρωποι του κόσμου, φαντάζεστε τι έχει να γίνει, θα πέσουν επάνω σας να σας φάνε"
"Καταραμένε, μας απειλείς..."
"Δεν απειλώ κύριε Στέλιο, προσπαθώ να σας πείσω ότι έχετε πολλούς σοβαρούς λόγους να με καλύψετε..Ενημερώστε τον αδελφό σας, πρέπει να μάθει"
"Θα τον ενημερώσω. Εσύ δεν ξέρεις, δεν άκουσες και να δω ρε πως θα τον αντικρίσεις...Φύγε τώρα, τσακίσου και μην ξαναφανείς εδώ ακούς; αν θέλεις κάτι θα με βρεις στην εταιρεία, όχι στο σπίτι"
Ο άλλος άνοιξε την πόρτα. Βρήκαν και οι δύο τη Βέρα όρθια λίγο πιο πέρα. Χωρίς να πει κουβέντα ο Γεβετζής τράβηξε κατά την έξοδο. Ο Ναρσής βγήκε στο σαλόνι εμφανώς ταραγμένος προσπαθώντας να αποκτήσει πάλι επιφανειακά την ηρεμία του.
Η Βέρα δεν μπορούσε να κρύψει την ανησυχία και την έκπληξή της.
"Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος Στέλιο;"
"Ένα χαμένο κορμί, τίποτα το σημαντικό, δουλεύει εκεί στο εργοστάσιο και..."
"Τι είναι αυτά που έλεγε Θεέ μου;"
"Τι έλεγε δηλαδή; Κάτι ιστορίες έχει και θέλει να τον καλύψουμε"
Η Βέρα έγινε πιεστική .
"Στέλιο, αυτός ο άνθρωπος έλεγε φοβερά πράγματα, τι έχει συμβεί, που είναι μπλεγμένος ο άντρας μου;"
"Άκουσες;"
"Μα φωνάζατε τόσο που και να μην ήθελα να το κάνω ήταν αδύνατο..."
Ο Ναρσής συνειδητοποίησε με οδύνη ότι είχε ακόμα ένα πρόσθετο πρόβλημα να αντιμετωπίσει. Τις εύλογες ερωτήσεις της Βέρας.
"Βέρα... είναι μια ιστορία εδώ και τριάντα χρόνια, μην δίνεις σημασία, κάτι ιστορίες παλιές που πάει να τις ανακατέψει τώρα ..."
Η Βέρα δεν πείστηκε. Οι ερωτήσεις της έπεφταν συνέχεια. Μαζί με τις απορίες της και τον τρόμο της.
"Ποιος είναι αυτός ο Λεμπεδιωτάκης;... ποιοι τον φάγανε; γιατί τον σκεπάζατε;"
Ο Στέλιος ύψωσε τον τόνο της φωνής του.
"Βέρα....! επιτέλους....! έρχεται εδώ ένας τυχοδιώκτης, αραδιάζει τα δικά του και εμείς πρέπει τώρα να του δώσουμε βάση και αξία; σύνελθε...!"
"Αυτόν τον τυχοδιώκτη όμως Στέλιο τον έχετε υπάλληλο..."
"Και λοιπόν; τι σημαίνει αυτό; σε παρακαλώ, σταμάτα".
Οι προσπάθειές του φαίνεται να ηρέμησαν λίγο την ταραγμένη νύφη του αλλά δεν έβγαλαν από μέσα της την αμφιβολία και τα ερωτήματα.
"Τι έγινε τότε Στέλιο;"
"Μην βασανίζεσαι βρε γλυκιά μου. Μια παλιά ιστορία που έγινε πριν τριάντα ολάκερα χρόνια με κάποιους που μας έκαναν χοντρό πόλεμο τότε..."
Την γέμισε με διάφορα για την απεργία εκείνης της εποχής. Μασημένα λόγια, ντυμένα στην παραπλάνηση.
"Θα μιλήσω στον Διονύση", του είπε.
"Σε παρακαλώ όχι....! μην μπλέκεσαι, δεν είναι θέμα να το βάζεις στο σπίτι σου. Ότι είναι θα το κάνω εγώ"
Η Γυναίκα μάζεψε τα πράγματά της. Έμεινε για λίγα λεπτά και στην συνέχεια έφυγε παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι της. Σκεπτική και ανήσυχη. Πολλά πράγματα τελευταία χτυπούσαν καμπανάκια στο μυαλό της. Για τον άντρα της. Για την τωρινή του ζωή. Αλλά να που τώρα έρχονταν σύννεφα και από το παρελθόν.
ΙΙ.
Ο Στέλιος Ναρσής μπήκε βιαστικός στο γραφείο του αδελφού του στην εταιρεία. Ήταν Τρίτη πρωί γύρω στις εννέα και επικρατούσε έντονη κινητικότητα. Η Κυβέρνηση από χθες είχε αναγγείλει επίσημα την έναρξη της δημοπρασίας για τα Αεροδρόμια και λογικό ήταν στην επιχείρηση να τρέχουν και να μην φτάνουν.
Ο Διονύσης Ναρσής ήταν περιστοιχισμένος από διάφορα στελέχη της εταιρείας με φακέλους και στοιχεία. Είδε τον αδελφό του που μπήκε.
"Καλώς όρισες Στέλιο, έλα" τον υποδέχτηκε χωρίς να αφήσει τη θέση του με τους συνεργάτες του. Εκείνος κοντοστάθηκε για λίγο και του είπε.
"Σε θέλω"
"Ναι, μου το είπες και χθες βράδυ στο τηλέφωνο, κάτσε λίγο έχω να τελειώσω κάτι"
"Είναι επείγον Διονύση".
Τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Ο Στέλιος καθόταν σαν στήλη άλατος. Η έκφραση του προσώπου του δεν σήκωνε διαπραγμάτευση.
"Μα τι συμβαίνει;"
Ο Στέλιος του είπε διακριτικά αλλά κατηγορηματικά.
"Κάτι σοβαρό και πρέπει να μιλήσουμε... μόνοι, δυό μας"
Ο Διονύσης σοβάρεψε. Επέστρεψε στο γραφείο του. Ζήτησε από τα στελέχη του να διακόψουν και θα τους ενημέρωνε για την συνέχεια. Πήραν οδηγίες και αποχώρησαν. Έμειναν μόνοι, τα δύο αδέλφια.
"Κλείσε την πόρτα Διονύση...! και πες στην γραμματέα σου να μην μας ενοχλήσει κανείς...!"
Ανήσυχος το έκανε. Κάθισαν. Ο Διονύσης στο γραφείο του και ο Στέλιος μπροστά του.
"Σε ακούω" του είπε ανάβοντας τσιγάρο. Ο Στέλιος προσπάθησε να μαζέψει όση μεθοδικότητα μπορούσε στο λόγο του.
"Δεν έχω καθόλου καλά νέα".
Ο Διονύσης συννέφιασε ακόμα περισσότερο.
"Τι συμβαίνει;"
"Φαντάσματα από το παρελθόν..."
"Δεν σε καταλαβαίνω Στέλιο, μίλα καθαρά...!"
Ο Στέλιος ξεκίνησε να ενημερώνει τον αδελφό του για την επίσκεψη του Γεβετζή. Για τα λεγόμενά του, για τους δημοσιογράφους, για όλα. Κάθε του λέξη έριχνε όλο και περισσότερο σκοτάδι στα μάτια του Διονύση Ναρσή. Σαν να άνοιγε κάτω από τα πόδια του μια καταπακτή σιγά-σιγά. Το βαρύτερο το άφησε για το τέλος. Του είπε για τον Ζησιμάκο, τον αυτόπτη μάρτυρα, όπως ισχυρίστηκε ο Γεβετζής.
Ο Διονύσης χτύπησε τη γροθιά του στο γραφείο του με ύφος γεμάτο αίμα. Ένιωθε ένα κομμάτι από τις πέτρες στις οποίες είχε χτίσει τη διαδρομή του να κατρακυλάει ανοίγοντας μια επικίνδυνη ρωγμή. Σηκώθηκε όρθιος.
"Γιατί δεν μας το είπε από τότε; γιατί; " φώναξε.
"Μην φωνάζεις, θα μας ακούσουν. Πρέπει να τον βρεις, δεν ξέρω, κάτι πρέπει να κάνεις, να δεις αν λέει αλήθεια, μπορεί να εκβιάζει με παραμύθια, ίσως να βρεις και τον άλλο.."
"Και γιατί πρέπει μόνο εγώ Στέλιο;"
Ο Αδελφός του σηκώθηκε όρθιος. Μπορεί σε ανάστημα και εμφάνιση να υστερούσε εμφανώς από τον νεαρότερο αδελφό του αλλά το ψυχικό του σθένος και η προσωπικότητά του είχε τη δική της οντότητα.
"Γιατί ήταν δικές σου επιλογές όλα αυτά Διονύση...! για αυτό...!" του είπε με βλέμμα φωτιά.
"Τραβάς την ουρά σου απέξω αδελφέ μου;" του πέταξε ο Διονύσης ενοχλημένος.
"Δεν τραβάω την ουρά μου από πουθενά Διονύση....!" απάντησε.
"Αλλά τι κάνεις ;"
"Χρόνια τώρα φορτώθηκα τις αποφάσεις σου και τις επιλογές σου. Σε είχα προειδοποιήσει από τότε ότι αυτή σου τη στάση κάποτε θα την πληρώναμε ακριβά. Στο είχα κάνει σαφές με όλους τους τρόπους που ένας αδελφός, ένα δικό σου αίμα, μπορούσε να το κάνει. Αλλά εσύ με έγραψες στα παλιά σου τα παπούτσια."
"Έτσι ε ;"
"Και χειρότερα μην σου πω...! το τυφλό σου εγώ, το παράλογο πάθος σου να ορίζεις και να εξουσιάζεις τα πάντα μας οδήγησαν εκεί που ξέρεις"
"Και τώρα τι μεγάλε αδελφέ μου ; διαχωρίζεις τη θέση σου;"
"Τολμάς; Είμαι αδελφός σου. Έβλεπα τι αποφάσιζες και τι έκανες, αηδίαζα...! μα δεν μπορούσα να σε δώσω εγώ...! τα κατάπια όλα...! τα πάντα...! τον εφιάλτη που έσπειρες γύρω σου. Και σου ζήτησα να μην το κάνεις αλλά.... όμως σε στήριξα.."
"Στήριξη αδελφέ είναι να δεις και εσύ τώρα τι θα γίνει..."
"Όχι αδελφέ μου...! όλα αυτά τα χρόνια έχω γίνει συνένοχός σου. Με τη σιωπή μου και την αποδοχή μου το δέχτηκα. Αν κάτι στραβώσει τώρα και δεν λέει αηδίες αυτός ο φονιάς, εσύ θα το χειριστείς ακούς; μόνος σου".
Βημάτιζαν όρθιοι μέσα στο γραφείο σε μια ατμόσφαιρα που έσταζε χολή. Ο Διονύσης του έριξε μια ματιά και με φωνή βγαλμένη από σκοτεινό πηγάδι είπε:
"Άκου μεγάλε μου αδελφέ...! όπως τα λες είναι. Αλλά έτσι στήθηκε αυτό που εσείς όλοι απολαμβάνετε σήμερα. Αυτή η εταιρεία, αυτή η δύναμη. Ναι... αυτός ο πλούτος και η κοινωνική επιφάνεια που δεν τον αρνηθήκατε ποτέ...! που βολευτήκατε μέσα σ' αυτόν και στα προνόμιά του. Δεν θα άφηνα τον κάθε ξεβράκωτο να απειλήσει τη συνέχεια της εξουσίας μας.."
Ο Στέλιος του έριξε μια ματιά μαχαίρι, εκείνος συνέχισε απτόητος.
"Δεν θα άφηνα κανέναν να απειλήσει τα συμφέροντά μας. Για μας τα έκανα. Για μένα και για σένα. Κατάλαβες; εγώ έγινα λοιπόν ο μαύρος δαίμονας που πήρε τις αποφάσεις και είναι σωστές ναι. Να ξέρεις λοιπόν αγαπημένε μου αδελφέ ότι αν κάτι πάει στραβά θα πάμε όλοι στον πάτο ακούς; όλοι...!"
Ο Στέλιος τον κοίταξε με αποστροφή.
"Τι θα κάνεις ;"
Ο Διονύσης ξέσφιξε τον κόμπο απ τη γραβάτα του.
"Πρώτα πρώτα θα πω δυό κουβέντες μ αυτόν τον ηλίθιο, μετά θα δω..."
"Να με κρατάς ενήμερο" του σφύριξε μέσα απ τα δόντια του ο Στέλιος και έφυγε.
Ο Διονύσης Ναρσής έμεινε μόνος στο γραφείο. Ο κόμπος της γραβάτας του ένιωθε να τον πνίγει περισσότερο. Με κάποιες κινήσεις σπασμωδικές τον έλυσε, την έβγαλε και την πέταξε στην πολυθρόνα του γραφείου του. Σήκωσε την ενδοεπικοινωνία της γραμματέας του.
"Φώναξέ μου τον Αμπάζογλου, τον θέλω, τώρα...!"
(Συνεχίζεται....)
Να λοιπόν που ένα αμαρτωλό, σκοτεινό παρελθόν, βρίσκει χαραμάδα να εισβάλλει στο παρόν αναστατώνοντας τη ζωή των Ναρσήδων. Και ειδικότερα του Διονύση. Μια αναπάντεχη εξέλιξη σε μια κρίσιμη για τα σχέδιά του στιγμή. Που καλείται να αντιμετωπίσει με τα άλλα του προβλήματα. Το πως θα το κάνει αναμένεται να το δούμε στη συνέχεια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro