Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 32: Το Σάββατο στη "Μαύρη Κορώνα"

Ο Τίμος ήταν έξω από τον Ηλεκτρικό Σταθμό της Ν. Ιωνίας δέκα λεπτά πριν της εννέα όπως είχαν συμφωνήσει. Σε λίγα λεπτά το Ford Granada της Αλεξίας σταμάτησε μπροστά του. Μπήκε μέσα και ξεκίνησαν. Η Αλεξία τον υποδέχτηκε ζεστά και όπως πάντα χαριτωμένα. Απόψε η "Αγκάθα" ήταν στις ομορφιές της. Τα καλοχτενισμένα καστανά της μαλλιά, το βραδινό της θηλυκό ντύσιμο. Όλα άψογα. Ο Τίμος της έριξε μια ματιά, τον είδε, του χαμογέλασε και τον πείραξε με τον όμορφο τρόπο της.

To αυτοκίνητο πήρε το δρόμο προς Πειραιά στην Εθνική οδό. Η Αλεξία κάποια στιγμή τον έφερε στο θέμα τους:

"Λοιπόν Τίμο μου, δεν νομίζεις πως ήρθε η στιγμή να μου πεις κάποια πράγματα παραπάνω για αυτήν την ιστορία;"

Ο Τίμος κατάλαβε ότι έπρεπε πλέον να μοιραστεί με την συνάδελφό του αλλά και καλή του φίλη όλες τις πτυχές αυτής της ιστορίας.

"Τι θέλεις να μάθεις;" τη ρώτησε.

"Αν δεν σε ενοχλεί θαρρώ τα πάντα. Όχι γιατί θέλω να καταχραστώ προσωπικά σου θέματα αλλά γιατί πρέπει να ξέρω τι και πως θα το κάνουμε".

"Έχεις δίκιο Αλεξία..."

Ο Τίμος άνοιξε την καρδιά του. Μέσα σε λίγα λεπτά της είχε παρουσιάσει όλες τις λεπτομέρειες. Εκείνη άκουγε προσεκτικά και την ένιωθε να κρατά σημειώσεις στο μυαλό της. Της είπε για τη Θάλεια, για τα αισθήματά του, για το τι ακριβώς είχε συμβεί με την υπόθεση Λεμπεδιωτάκη, για την απόφασή του να ξεκινήσει την έρευνα, τα πάντα.

"Να σε ρωτήσω κάτι Τίμο;" πήρε τη σκυτάλη.

"Φυσικά"

"Πες μου το κίνητρο σε όλη αυτήν την ιστορία. Γιατί το κάνεις; τι θέλεις; αυτό είναι το πιο σημαντικό"

Εκείνος πήρε μια ανάσα σαν να σκεφτόταν.

"Κοίτα, το ερέθισμα το πήρα εκείνο το βράδυ με την φωτογραφία. Αλλά εκείνο που με τράβηξε παραπάνω ήταν το δημοσίευμα στον Ριζοσπάστη. Η Ιστορία ενός αγωνιστή. Ο Τρόπος που υπερασπίστηκε τα ιδανικά του, τους συναδέλφους του. Και βέβαια ο θάνατός του. Αυτό είναι η πυροδότηση αν θες, το φιτίλι"

"Και που συνδέεται η κοπέλα που μου λες σε όλο αυτό ;" τον ρώτησε η Αλεξία.

"Πες το ένστικτο, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Νιώθω τη Θάλεια να αγχώνεται πολύ όταν της μιλάω για όλο αυτό. Μου δίνει την εντύπωση ότι θέλει να με τραβήξει έξω από την ιστορία αυτή"

Το αυτοκίνητο προχωρούσε γρήγορα γλιστρώντας στην Εθνική Οδό κατά μήκος του Κηφισού. Η Αλεξία είπε

"Άκου, έχουν περάσει είκοσι επτά χρόνια από τα γεγονότα. Μην ελπίζεις σε νομικές ενέργειες"

"Να ταρακουνήσω πράγματα θέλω Αλεξία, και ότι προκύψει".

Η Αλεξία του έριξε μια κλεφτή ματιά.

"Λοιπόν απόψε το σχέδιό μας είναι, αν βρούμε τον Γεβετζή, να τον κάνουμε να φοβηθεί, να ταραχτεί"

"Αυτό θέλω και εγώ, άλλωστε δεν ξέρω τι άλλο μπορούμε να πετύχουμε".

"Ένας ένοχος που χρόνια τώρα ζει στην ασφάλεια της λήθης και απολαμβάνει τα αγαθά της, ξέρεις, μπορεί να αντιδράσει πολύ άσχημα αν απειληθεί. Αν τον επαναφέρουμε στα γεγονότα του τότε, είναι σίγουρο ότι θα πανικοβληθεί. Θα αντιδράσει. Και από εκεί θα δούμε που θα μας βγάλει"

"Πως θα εμφανιστούμε απόψε;"

"Αυτό άφησε το σε μένα. Θα βρω τρόπο να πετάξουμε την βόμβα μας. Θα δεις..." του είπε χαμογελαστά.

"Ξέρω, ξέρω τη φήμη σου" της είπε γελώντας.

"Ξέρει κάτι η κοπέλα για την αποψινή μας επίσκεψη;" τον ρώτησε.

"Η Θάλεια ; όχι...! "

"Γιατί;"

"Νιώθω σαν να μην θέλει. Σαν να θέλει να το προσπεράσει"

"Έχει τη λογική του. Τα χρόνια. Σημείωσε ότι απ όσα μου είπες, δεν γνωρίζει λεπτομέρειες..."

Είδε τη σιωπή του.

"Τι σε προβληματίζει; κάτι σε τρώει, πες μου" του είπε.

"Κάποιες συμπτώσεις δεν μου κολλάνε Αλεξία. Έχω την εντύπωση ότι κάτι συμβαίνει αλλά δεν μπορώ μήτε να το εξηγήσω μήτε να το ερμηνεύσω, θα δούμε".

Άλλαξαν θέμα στην κουβέντα τους. Σε λίγο έφτασαν στον Πειραιά. Κατέβηκαν στο κεντρικό λιμάνι και πήραν κατεύθυνση στα αριστερά προς την Ακτή Μιαούλη. Εκεί κάπου στην Οδό Φίλωνος χώθηκαν σε κάτι στενά. Η Αλεξία παρκάρισε το αυτοκίνητό της.

"Φτάσαμε;" ρώτησε ο Τίμος.

"Ναι, εδώ ας παρκάρουμε, στο άλλο τετράγωνο είναι".

Κατέβηκαν. Κόντευε δέκα. Ήταν μια κρύα νύχτα, ευτυχώς είχαν ντυθεί καλά. Διέσχισαν κάποια κακοφωτισμένα στενά. Κάποια στιγμή η Αλεξία του έδειξε απέναντι.

"Εδώ είναι" του είπε.

"Ποιο ;"

"Αυτό εκεί, το Black Crown".

Εξωτερικά δεν διέφερε σε κάτι από ανάλογα μαγαζιά του είδους. Όμορφος φωτισμός εξωτερικός, ξύλινες επενδύσεις παντού.

"Πάμε" είπε η Αλεξία αποφασιστικά. Ο Τίμος την ακολούθησε. Άνοιξαν την βαριά ξύλινη πόρτα και μπήκαν. Ήταν μια ευρύχωρη μεγάλη σάλα. Στα αριστερά της ήταν η μπάρα που σχημάτιζε μια μεγάλη γωνία, ενώ ο χώρος των πελατών απλώνονταν όλος στα δεξιά και πίσω στο βάθος. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός. Δεν ήταν γεμάτο το μαγαζί αλλά ο κόσμος ήταν αρκετός. Δύο-τρεις κοπέλες μόνες στη μεγάλη μπάρα. Έκανε μπαμ ότι ήταν γυναίκες του μαγαζιού. Κόσμος ποικίλος. Φυσιογνωμίες άλλες σκοτεινές, άλλες απλές καθημερινές.

Κατευθύνθηκαν προς το μπάρ. Πολλά ζευγάρια μάτια ακολούθησαν για λίγο την παρουσία τους. Ορισμένα από αυτά, προφανώς των "σκληρών" του μαγαζιού έμεναν πάνω τους προσπαθώντας να σκανάρουν την παρουσία τους.

Έκατσαν στα ψηλά ξύλινα σκαμπό. Άπλωσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα στη μπάρα.

"Τι θα πιεις; " ρώτησε ο Τίμος την Αλεξία, ενώ ο μπάρμαν, ένας σαρανταπεντάρης ώριμος άντρας περίμενε απόκριση απέναντί τους.

"Μια Βότκα με λεμόνι" είπε η Αλεξία.

"Και για μένα ένα Johnny με πάγο" έδωσε την παραγγελία του στον μπάρμαν που τους έτρωγε με τα μάτια.

Προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στο χώρο και το περιβάλλον με απλές κουβέντες και βλέμματα όσο γίνονται διακριτικά. Ομολογουμένως περίμεναν την ατμόσφαιρα στο μαγαζί χειρότερη.

Ο Μπαρμαν σερβίρησε τα ποτά τους, τους άνοιξε την κουβέντα.

"Πρώτη φορά στη Μαύρη Κορώνα ;" τους είπε.

"Ναι", απάντησε ο Τίμος.

"Πειραιώτες;" συνέχισε ο μπάρμαν παράλληλα με τη δουλειά του. Μια νεαρή όμορφη κοπέλα ήταν συνεργάτιδά του και δύο νεαροί με σκούρα κοστούμια φαινόταν σαν να είχαν πετάξει άγκυρα στην άλλη άκρη της μπάρας.

"Όχι, είπε η Αλεξία. "συστημένοι ήρθαμε στο μαγαζί".

"Καλή σας διασκέδαση" αποκρίθηκε δεκτικά αυτός.

Κάπνισαν ένα τσιγάρο, ήπιαν λίγο από τα ποτά τους, και κάποια στιγμή η Αλεξία το σφύριξε στον Μπάρμαν.

"Να σου πω λίγο; το αφεντικό είναι εδώ;"

"Αφεντικό;" ρώτησε εκείνος κάπως.

"Ο Θωμάς Ζησιμάκος, θα θέλαμε να τον δούμε λίγο ιδιαιτέρως" του πέταξε εκείνη.

Τα μάτια του μπάρμαν τρεμόπαιξαν λίγο ενώ έριξε μια αστραπιαία ματιά στα αριστερά του στη θέση των δύο κοστουμαρισμένων αντρών.

"Ποιοι τον ζητούν;"

"Προσωπικά τον θέλαμε "

"Ποιους να αναγγείλω;"

"Είμαστε δημοσιογράφοι πείτε του".

Ο Μπάρμαν πήγε στην άκρη του πάγκου. Ψιθύρισε στον έναν κοστουμάτο προφανώς το αίτημα. Εκείνος τους έριξε μια διαπεραστική ματιά και χάθηκε σε μια πόρτα πίσω από τον πάγκο. Σε λίγο επέστρεψε λέγοντας κάτι στον Μπαρμαν και εκείνος στάθηκε απέναντί τους.

"Μας διαβίβασε την συγγνώμη του, αλλά αυτήν την στιγμή είναι απασχολημένος" αποκρίθηκε.

Η Αλεξία έσκυψε μπροστά του και αρκετά κοντά στο πρόσωπό του με περισσό θράσος και αποφασιστικότητα του είπε:

"Πείτε του ότι αφορά μια παλιά υπόθεση του κυρίου Ναρσή".

Επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό και σε λίγο αλλαγμένος ο μπάρμαν προς το πιο ευγενικό επέστρεψε.

"Παρακαλώ ακολουθείστε τον Κύριο".

Η Αλεξία χαμογέλασε, πήρε τα προσωπικά της αντικείμενα με τον Τίμο και ακολούθησαν τον χτιστό νεαρό άντρα. Πέρασαν σε ένα χολ. Εκείνος τους άνοιξε μια βαριά ξύλινη πόρτα. Ήταν ένα όμορφο δρύινο γραφείο. Αντίκρυ τους όρθιος ένας εξηντάρης άντρας με εμφανές φορεμένο ευγενικό βλέμμα και καλό ντύσιμο τους υποδέχτηκε.

"Παρακαλώ καλησπέρα"

"Είστε ο Θωμάς Ζησιμάκος;" του είπε η Αλεξία πριν καθίσουν.

"Ο ιδιος, με ποιους έχω την τιμή".

Συστήθηκαν. Έκαναν κάποιες πρώτες ανώδυνες κουβέντες. Ο Ζησιμάκος έδωσε εντολή να φέρουν τα ποτά τους στο γραφείο πράγμα που έγινε. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους αλλά ο Τίμος ένιωθε ότι στο χώρο δεν ήταν μόνοι οι τρεις τους.

"Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;" ρώτησε ο Ζησιμάκος. Η Αλεξία πήρε τα ηνία.

"Κύριε Ζησιμάκο που μπορούμε να βρούμε τον Κύριο Γεβετζή; τον Λευτέρη Γεβετζή"

"Μου είπατε ότι έρχεστε εκ μέρους του κυρίου Ναρσή; τι σχέση έχει αυτό με τον κύριο που αναζητάτε;"

"Πιθανά να έχει" απάντησε η Αλεξία, ο Τίμος σε μια προσπάθεια να μην παριστάνει τη γλάστρα της κουβέντας παρενέβη.

"Ξέρουμε ότι ο κύριος Γεβετζής είναι ας πούμε ...πελάτης σας και μάλιστα τακτικός. Θα θέλαμε να κάνουμε μια κουβέντα μαζί του".

Ο Ζησιμάκος άναψε ένα τσιγάρο.

"Έτσι είναι, ο Γεβετζής είναι πελάτης μας, δεν ξέρω αν αυτή τη στιγμή είναι εδώ, για αυτόν έρχεστε;"

"Κατά βάση ναι" είπε ο Τίμος.

"Δεν καταλαβαίνω γιατί για έναν πελάτη του μαγαζιού ζητήσατε εμένα; πολύ ευχαρίστως να δω αν είναι εδώ αλλά γιατί εμένα".

Η Αλεξία με φαινομενική αφέλεια απάντησε:

"Όχι δεν είναι κάτι, απλά θεωρήσαμε ότι μπορεί να είχατε κάποια σχέση μαζί του".

"Και το όνομα ...Ναρσής που κολλάει;"

Η Αλεξία τον κοίταξε στα μάτια και ευθέως το πέταξε:

"Εσείς βρίσκετε ότι αυτό το τρίγωνο δεν έχει σχέση μεταξύ του;"

Ο Ζησιμάκος για λίγο σκλήρυνε το βλέμμα του. Επανέφερε την ηρεμία του λέγοντας.

"Κοιτάξτε κυρία μου, δεν ξέρω τι υπονοείτε. Μισό να δω αν αυτή τη στιγμή είναι στο μαγαζί ο άνθρωπος που ζητάτε"

Η Αλεξία κοιτάχτηκε με τον Τίμο σιωπηρά. Ο Ζησιμάκος κάλεσε ένα εσωτερικό τηλέφωνο. Έδωσε την εντολή του και περίμενε. Σε λίγο κατέβασε το ακουστικό.

"Αυτή τη στιγμή όχι δεν είναι..."

"Κρίμα" είπε ο Τίμος, η Αλεξία πετάχτηκε:

"Γνωρίζεστε με τον κ. Γεβετζή ;"

"Θα έπρεπε;" απάντησε ο Ζησιμάκος με βαρύ βλέμμα.

"Εσείς τι λέτε;" του είπε ο Τίμος με πολλά υπονοούμενα. Εκείνος ενοχλήθηκε.

"Κοιτάξτε νεαρέ μου. Δεν μου αρέσει να χαλάω την ώρα μου me υπονοούμενα. Αν θέλετε κάτι μπορείτε να μου το πείτε στα ίσια. Αλλιώς δεν έχει νόημα..."

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Ζησιμάκος το σήκωσε και το έκλεισε.

"Είστε τυχεροί" είπε, "Ο άνθρωπός σας μόλις ήρθε, μπορείτε να περάσετε".

Σηκώθηκαν, ευχαρίστησαν τυπικά και πριν βγουν από το γραφείο του η Αλεξία του είπε.

"Θα τα ξαναπούμε κ. Ζησιμάκο".

"Στη διάθεσή σας" απάντησε εκείνος.

Βγήκαν. Στην μπάρα ο μπάρμαν τους έδειξε έναν πενηντάρη κοντόχοντρο φουσκωμένο ώριμο άντρα με κοντά μαλλιά που καθόταν στη μπάρα πιο πέρα. Η Αλεξία πλησίασε.

"Καλησπέρα, είστε ο κύριος Γεβετζής; "

Ο άλλος την περιεργάστηκε από την κορυφή ως τα νύχια με ένα βλέμμα βαρύ.

"Ποιος ρωτάει;" της είπε βαριεστημένα.

"Μπορούμε να μιλήσουμε κάπου πιο ήρεμα;" τον ρώτησε ο Τίμος.

"Ποιοι είστε" αποκρίθηκε εκείνος ήρεμα. Του είπαν. Φάνηκε ανήσυχος και να ταλαντεύεται στο τι θα απαντήσει.

"Και γιατί θα πρέπει να το κάνουμε;" απάντησε.

"Γιατί νομίζουμε ότι είναι καλύτερο να τα πούμε μαζί παρά σε κάποιους άλλους" του είπε η Αλεξία και μάλλον ήταν πειστική καθώς της έδειξε ένα τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού. Προχώρησαν. Ο Τίμος με την Αλεξία ένιωθαν στην πλάτη τους κοφτερά τα βλέμματα των δύο κοστουμαρισμένων αντρών του μαγαζιού. Έκατσαν. Μια νεαρή σερβιτόρα τους πλησίασε, ρώτησε αν θέλουν κάτι και έφυγε διακριτικά.

"Λοιπόν;" είπε ο Γεβετζής "τι θέλετε;"

"Θα σας πάμε λίγο πίσω σε παλιά χρόνια. Όπως είπαμε είμαστε δημοσιογράφοι και κάνουμε μια έρευνα για λογαριασμό κάποιων".

Τα μάτια του πέταγαν σπίθες και το ύφος του σκοτάδι.

"Δεν μ'  αρέσουν τα μισόλογα" είπε.

"Χαίρομαι" του είπε η Αλεξία, "να μπούμε στο ψητό τότε".

Ο Τίμος κράταγε την ανάσα του.

"Κώστας Λεμπεδιωτάκης", πέταξε το όνομα η Αλεξία σαν πιστολιά.

Ο Γεβετζής άλλαξε δέκα χρώματα. Η νευρική του αντίδραση έδειξε σοκ πραγματικό. Το μάτι του για δευτερόλεπτα πήγε στους άντρες στη μπάρα.

"Ποιος είναι αυτός;" της πέταξε.

"Έτος 1960, Καλοκαίρι, Εργοστάσιο του Ναρσή στον Πειραιά", πήρε τη σκυτάλη ο Τίμος. Ο συνομιλητής τους ήταν κάτωχρος.

"Δεν καταλαβαίνω τι λέτε"

"Το βράδυ στις 20 Αυγούστου ένα φορτηγό τον παρέσυρε και τον σκότωσε. Ο οδηγός στην συνέχεια εξαφανίστηκε. Σας θυμίζει κάτι αυτό;"

"Θα έπρεπε;" ρώτησε

"Κάποιοι εργάτες στο λιμάνι σε θυμούνται να λες "καλά του έκαναν;" ήταν η σειρά του Τίμου.

Ο Γεβετζής ήταν λουσμένος σε ένα ανακάτεμα οργής και φόβου.

"Και εγώ γιατί πρέπει τώρα να απολογούμαι για το τι λένε αυτοί που λες ρε φίλε; Ίσως, τότε έγιναν πολλά, εγώ τι σχέση έχω;"

"Χρώσταγες κάποια χρήματα τότε κύριε Γεβετζή. Μετά το θάνατο του Λεμπεδιωτάκη τα ξόφλησες ντούκου. Τις ίδιες μέρες ενώ οι εργάτες πιστεύουν ότι το φορτηγό που έπεσε επάνω του δεν ήταν και τόσο αθώο, εσύ πλακώνεσαι μαζί τους ότι του άξιζε.. εξακολουθείς να λες ότι δεν ξέρεις κάτι;"

Ο Γεβετζής αντέδρασε έντονα. Με μάτια κόκκινα από μίσος ρώτησε:

"Δεν ξέρω ρε σεις τι ζόρι τραβάτε νυχτιάτικα. Κουβαλιέστε με ένα ωραίο μυθιστόρημα και μου τσαμπουνάτε ιστορίες με φαντάσματα. Λοιπόν, τι θέλετε από μένα να τελειώνουμε να πιούμε και ένα ρημάδι ποτό"

Η Αλεξία ατάραχη συνεχίζει.

"Μερικοί κακόβουλοι λένε ότι είχες ρόλο σε αυτήν την ιστορία για λογαριασμό κάποιου μεγάλου ψαριού" συνέχισε η Αλεξία σε ένα συνδυασμό ειρωνείας και ερώτησης.

Ο Γεβετζής ανέβασε τον τόνο της φωνής του οργισμένος.

"Άκου να σου πω κοπέλα μου, δεν ξέρω τι ψάχνεις να βρεις και για ποιον, το τι λέγανε και δεν λέγανε κάποιοι τότε ποσώς με ενδιαφέρει, αύριο θα λένε για σένα, μεθαύριο για τον νεαρό από εδώ. Άρα δεν καταλαβαίνω σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος".

"Να δεις τι κακόβουλοι τελικά είναι ορισμένοι, που λένε ότι το αφεντικό σου τότε, ο Ναρσής ήταν πίσω από όλα αυτά", εξακολουθούσε στο ειρωνικό της ύφος εκείνη.

"Κοίτα", αποκρίθηκε εκείνος με ειρωνικό βλέμμα, "αν δίναμε βάση σε ότι λέει ο καθένας τότε θα τρώγαμε ο ένας τον άλλο, δεν νομίζεις;"

Ο Τίμος πετάχτηκε στην κουβέντα λίγο άτσαλα.

"Είσαι σίγουρος ότι δεν οδηγούσες εσύ το φορτηγό τη νύχτα που τον φάγανε;"

Ο Γεβετζής πήρε ένα χρώμα της φωτιάς. 

"Μικρέ... το τι έκανα ή δεν έκανα εγώ δεν θα το συζητήσω με ένα μυξιάρικο. Σύρε παρά πέρα να παίξεις το λοιπόν"

"Έχεις και θράσος..." πρόλαβε να πει ο Τίμος αλλά η αντίδραση του Γεβετζή ήταν άμεση. Πετάχτηκε όρθιος, του χύμηξε με άγριες διαθέσεις αρπάζοντάς τον από το γιακά. Ο Τίμος ένιωσε το χέρι του να τον σφίγγει με εντυπωσιακή δύναμη παρά τα χρόνια του.  Έγινε αναταραχή στο τραπέζι. Σε χρόνο μηδέν οι δύο κοστουμάτοι τους είχαν διπλαρώσει.

Ο Ζησιμάκος εμφανίστηκε στο τραπέζι τους σαν να καραδοκούσε, ήρεμος.

"Σας παρακαλώ, όχι καβγάδες εδώ μέσα. Τι συμβαίνει; σταματήστε ή περάστε έξω".

Αμήχανα βλέμματα, ηλεκτρισμός, ένταση, μια έκρηξη έτοιμη να ξεσπάσει στη στιγμή.

Ο Τίμος άρπαξε την Αλεξία. Εκείνη μάζεψε τα πράγματά της.

"Ζητάμε συγγνώμη κύριε Ζησιμάκο, απλά εδώ ο κύριος Γεβετζής φαίνεται ότι δεν μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του" του πέταξε στα μούτρα.

"Παρ' την και στρίβετε" είπε στον Τίμο ο Γεβετζής με άγριο βλέμμα.

Ο Ζησιμάκος τους πήρε αγκαζέ κατευναστικά. Έριξε μια αυστηρή ματιά στον Γεβετζή που τον απομάκρυναν προφανώς οι μπράβοι του.

"Παρακαλώ παιδιά, εντάξει, ας μην το συνεχίσουμε, γίναμε θέαμα"

Δεν είπαν κάτι άλλο. Δόθηκαν κάποιες αμοιβαίες εξηγήσεις και σε λίγο έφευγαν από το μαγαζί.

Περπατούσαν στα στενά για το αυτοκίνητό τους. Η Αλεξία έσπασε πρώτη τη σιωπή.

"Του χώθηκες άσχημα, δεν έπρεπε, δεν βγάζουμε τίποτα έτσι", είπε σιγανά.

"Μα δεν τον είδες; προκλητικός, θρασύς" απάντησε ο Τίμος.

"Τι περίμενες δηλαδή να σου πει; ναι κύριε εγώ το έκανα;"

"Δεν ξέρω, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι"

"Σε καταλαβαίνω... όμως αυτές οι δουλειές Τίμο θέλουν κρύο αίμα, δεν μπουκάρεις σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, να μάθεις πας όχι να λύσεις λογαριασμούς. Εν ανάγκη θα πας και με τα νερά τους"

Έφτασαν στο αυτοκίνητο. Μπήκαν και ξεκίνησαν.

"Είσαι για ένα ποτό;" πρότεινε η Αλεξία "καλό θα μας κάνει να ηρεμήσουμε".

"Πάμε".

Ανέβηκαν προς το κέντρο.

"Τα έκανα μούσκεμα ε;" είπε ο Τίμος με διάθεση απολογητική. Η Αλεξία χαμογέλασε.

"Πρέπει να σου κάνω μαθήματα ε; Εντάξει, απλά ίσως χάσαμε κάποια κομμάτια, θέλω να πω, μπορούσαμε να μάθουμε περισσότερα"

"Συγγνώμη..."

"Έλα κόφτο! Τι λες τώρα, σε παρακαλώ".

Έφτασαν στο κέντρο. Άφησαν το αυτοκίνητο κάπου στα στενά της Μητροπόλεως. Εκεί μπήκαν σε ένα όμορφο μικρό μπιστρό. Σε λίγο άνοιγαν κουβέντα.

"Πως τα είδες τα πράγματα Αγκάθα ;" ρώτησε ο Τίμος. Η Αλεξία σκέφτηκε λίγο και απάντησε.

"Να σου πω, έτσι κι αλλιώς δεν περιμέναμε να βγάζαμε λαγό"

"Τότε τι καταφέραμε;"

"Δεν ήταν άχρηστο όλο αυτό. Να είσαι σίγουρος ότι ταράξαμε πράγματα. Και μάλιστα πολύ. Δεν είναι παίξε γέλασε να έρχεσαι μετά από 27 χρόνια να ξύνεις πληγές"

"Τι πιστεύεις από εδώ και πέρα;"

"Άκου Τίμο μου. Δεν θα το προσπεράσουν εύκολα το αποψινό. Κανείς τους. Τώρα το ζήτημα είναι πως θα αντιδράσουν και κατά που. Γιατί σίγουρα θα αντιδράσουν. Αν υπάρχει ψωμί έτσι πιστεύω. Ο ένας που θα το μάθει επίσης είναι ο Ναρσής. Να είσαι σίγουρος. Άλλωστε, κακά τα ψέματα, δεν θα μπορούσαμε να ελπίσουμε σε κάτι άλλο. Αν το προσπεράσουν τότε... δεν ξέρω"

"Και τώρα;"

"Τώρα, το θέμα είναι πως θα φτάσει σε μας ο αντίχτυπος αυτής μας της επίσκεψης"

"Τι εννοείς;"

"Εννοώ κάτι θα γίνει αλλά το πρόβλημα για μας είναι πως θα το μάθουμε φίλε μου" είπε με έντονο σκεπτικισμό. Ο Τίμος κούνησε το κεφάλι του.

"Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε τότε" της απάντησε.

"Θα δούμε, μπορεί στο μεταξύ να σκεφτούμε και τίποτα άλλο. Θα μιλήσεις στη Θάλεια για το αποψινό;" τον ρώτησε. Εδώ ήταν που έδειξε σκεπτικός.

"Ειλικρινά δεν ξέρω. Βέβαια μου είπε να την ενημερώσω αν μάθω κάτι".

Άλλαξαν θέμα στην κουβέντα τους. Η ώρα πέρασε ευχάριστα με διάφορα άλλα θέματα που ήταν κοινά στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή. Κάποια στιγμή ήταν ώρα να φύγουν. Πήραν το δρόμο του γυρισμού. Λίγο πριν χωρίσουν ο Τίμος ευχαρίστησε με την καρδιά του την φίλη και συνάδελφό του συναντώντας τη ζεστασιά και αλληλεγγύη της.

"Δεν τελειώσαμε", του είπε εκείνη. "Κάτι θα σκεφτώ για τη συνέχεια, στο μεταξύ έχε και εσύ τα μάτια σου ανοιχτά εντάξει;"

Η βραδιά τους έκλεισε εκεί. Μια βραδιά που σίγουρα για κάποιους τάραξε πολλά βρώμικα και λιμνάζοντα νερά από ένα σκοτεινό παρελθόν. Και σύντομα αυτές οι αναταράξεις θα απλώνονταν μακρύτερα από όσο μπορούσε κάποιος να υπολογίσει.

(Συνεχίζεται...)

Ο Τίμος βρέθηκε τετ α τετ με έναν κόσμο που δεν γνωρίζει. Ο σκοτεινός κόσμος έχει δικούς του κανόνες προσέγγισης και διαχείρισης. Και σίγουρα απρόβλεπτους μηχανισμούς αντίδρασης. Άραγε θα προκαλέσει κάποιες αντιδράσεις αυτή η επίσκεψη στην "Μαύρη Κορώνα"; Θα περάσει αδιάφορα στη λήθη του χρόνου ή θα ταράξει τα νερά; Είναι κάτι που αναζητούμε στα κεφάλαια που ακολουθούν. 

Για μια ακόμα φορά ευχαριστώ που συνεχίζετε! Όπως πάντα, κρίσεις, απόψεις, σκέψεις, ελεύθερα διατυπώσιμες. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro