Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 30: Ένταση και νέα σχέδια

Πέμπτη βράδυ ο Διονύσης Ναρσής έκανε κάποιες δουλειές ρουτίνας στο γραφείο του σπιτιού του. Ήταν από τις λίγες εκείνες μέρες που είχε κάποιο ελεύθερο χρόνο για την προσωπική και οικογενειακή του ζωή.

Η είσοδος του γιου του Αλέξη τον έκανε να κόψει την ενασχόλησή του εκείνης της στιγμής. Τον υποδέχτηκε

"Καλώς τον, που είσαι εσύ ;" του είπε έχοντας ρίξει μια φευγαλέα ματιά.

"Πατέρα έχω το αυτοκίνητο στο συνεργείο, θα βγεις απόψε ;"

"Τι θέλεις"

"Να δανειστώ το αυτοκίνητό σου"

"Όχι μπορείς να το πάρεις"

"Α ωραία σε ευχαριστώ..." του απάντησε ο νεαρός και έκανε να φύγει. Εκείνη τη στιγμή ο Ναρσής σήκωσε το κεφάλι του και τον ρώτησε

"Για μια στιγμή πριν φύγεις, δεν μου λες; θα βγεις πάλι μ' αυτήν;"

Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο γραφείο και η Βέρα πάνω ακριβώς στην κουβέντα τους. Ο Αλέξης αντέδρασε έντονα.

"Πατέρα...! σε παρακαλώ"

Ο Ναρσής ύψωσε τον τόνο της φωνής του

"Εγώ σε παρακαλώ...! για κάνε μου τη χάρη, τι την σέρνεις μαζί σου αυτήν; δεν στο 'χω ξαναπεί;"

"Πατέρα, δεν νομίζω ποτέ να μπλέχτηκα στις δουλειές σου. Με τον ποιον βγαίνω και ποιαν βγαίνω είναι δική μου υπόθεση"

Ο Ναρσής πετάχτηκε προς το μέρος του αγριεμένος. Η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει ένταση. Η Βέρα παρακολουθούσε με εμφανή έκπληξη και δυσφορία.

"Έτσι λες ε; δική σου υπόθεση ; το να δένεσαι με μια ....μην την πω τώρα που έχει γίνει στα παντελόνια σου κρεμαστάρι για να εκμεταλλευτεί τη θέση σου και την ιδιότητά σου, το λες ιδιωτική σου υπόθεση"

"Ηρεμήστε σας παρακαλώ, τι είναι τώρα όλο αυτό ;", προσπάθησε να μπει στην κουβέντα η Βέρα.

"Ο Κανακάρης μας από εδώ..." της απάντησε με ένα βλέμμα αποστροφής συνεχίζοντας "Για καμάρωσέ τον. Χαμπάρι δεν παίρνει τι γίνεται γύρω του. Ποιος τον τριγυρίζει. Ποια τον γλυκοκοιτάζει και γιατί;"

Ο Αλέξης έγινε κόκκινος σαν αίμα.

"Η Ιωάννα και εγώ έχουμε τη δική μας σχέση. Δεν καταλαβαίνω γιατί κουβαλάς τέτοιες αντιλήψεις. Είμαστε καλά, νιώθουμε όμορφα. Από που τώρα εσύ τη βάφτισες μέγαιρα που καραδοκεί να σου φάει την περιουσία είναι στο δικό σου μυαλό"

"Και δεν ξέρεις τι σου γίνεται και μιλάς με αυθάδεια στον πατέρα σου. Μια ασήμαντη είναι που έχει μυριστεί μέλι και έχει κολλήσει επάνω σου".

"Πατέρα δεν σου επιτρέπω...! Δεν ανακατεύτηκα στις δουλειές σου, δεν μπλέχτηκα στο πόδια σου, δεν έλεγξα τις επιλογές σου. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να με προσβάλεις έτσι"

Ο Ναρσής ήταν έξω φρενών.

"Δεν σου επιτρέπω λέει....! τον ακούς;" γύρισε στη γυναίκα του.

"Μπορείτε να ηρεμήσετε λίγο;" πάλι προσπάθησε μάταια εκείνη.

"Τι να ηρεμήσουμε βρε Μάνα, δεν βλέπεις; δεν ακούς; λες και μπήκα εγώ να τον ρωτάω για τις δικές του επιχειρηματικές επιλογές"

"Το κόβεις τώρα ;" του είπε έντονα με απειλητική διάθεση.

"Αλέξη παιδί μου, εντάξει, ας το κλείσουμε εδώ" του είπε η Βέρα προσπαθώντας να μαλακώσει λίγο την ένταση που έδειχνε να παίρνει άσχημες διαστάσεις. Ο Αλέξης της έριξε μια ματιά κατευναστική και χωρίς να κοιτάξει τον πατέρα του.

"Εντάξει, φεύγω. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει νόημα παραπάνω κουβέντα, καληνύχτα"

"Θα αργήσεις παιδί μου;" τον ρώτησε η μητέρα του.

"Δεν ξέρω, εξαρτάται από τα ταξί"

"Μα δεν είπες ότι θα πάρεις του πατέρα σου;" τον ρώτησε.

"Δεν υπάρχει λόγος μητέρα, μπορεί να του το μαγαρίσουμε..."

Ο Νεαρός έφυγε φανερά εκνευρισμένος αφήνοντας την πόρτα του γραφείου ανοιχτή. Μια αμήχανη και ηλεκτρισμένη σιωπή έπεσε στο δωμάτιο ανάμεσα στους δύο συζύγους.

"Γιατί τέτοια αντίδραση;" η φωνή της Βέρας στον άντρα της διέκοψε την ησυχία.

"Μ' αρέσει που ρωτάς και εσύ", της απάντησε εκείνος χωρίς να τον έχει εγκαταλείψει η επιθετικότητά του.

"Φυσικά και σε ρωτάω. Τι σε έχει πιάσει μου λες με τον Αλέξη; έχεις φαγωθεί. Και τότε την Πρωτοχρονιά θυμάμαι πως τον κοίταζες που χόρεψε εκείνη την καλεσμένη του Αριστείδη"

Ο Ναρσής άστραψε.

"Ποια μωρέ, τι λες;"

"Αυτή τη μοιραία και την ωραία λέω, τη Μαζαράκη"

"Ότι σου  'ρχεται λες ακούς; τι σχέση έχει αυτή που λες τώρα;"

"Σε έβλεπα και εκείνη τη βραδιά πως τον κοιτούσες που χόρευαν, λες και ήταν γυναίκα σου"

"Είσαι με τα καλά σου; το ότι θέλω να ξέρω ποια τον τριγυρίζει είναι θέμα; του έχω πει άπειρες φορές να διώξει αυτήν τώρα τη γυναίκα από δίπλα του, έχει κολλήσει βδέλλα. Σαν κουμπαρά και σκάλα τον βλέπει"

"Εσύ που το ξέρεις αυτό; μπήκες στα αισθήματά της;"

"Με κοροϊδεύεις; για ποια αισθήματα μιλάς; το όνομά του γουστάρει"

Ήταν η σειρά της Βέρας να υψώσει τη φωνή της.

"Έχεις μέτρο να μετράς τα αισθήματα των ανθρώπων; με ποιο κριτήριο; με τις μετοχές στο χρηματιστήριο; ή με τους κοινωνικούς τίτλους;"

Ο Ναρσής εξοργίστηκε.

"Σε ενοχλεί που βλέπω παραπέρα ε;"

Η γυναίκα του έκλεισε έναν κύκλο γύρω του βηματίζοντας. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια και του το πέταξε στα μούτρα.

"Δεν μου λες ; θυμήθηκες τα παλιά σου; τότε στα νιάτα σου;"

"Σκασμός.....!" ήρθε η έκρηξή του που με κόπο την μάζεψε μην εκδηλωθεί με χειρονομία απέναντί της. Η Βέρα κάθε άλλο παρά πτοήθηκε.

"Δεν αλλάζεις ε; τίποτα δεν σε αλλάζει, ο ίδιος, όλος ο κόσμος εσύ και το συμφέρον σου, το δικό σου συμφέρον. Και οι άλλοι γύρω σου ένα τίποτα, δεν έβαλες μυαλό με τίποτα από όσα έγιναν..."

Ο Ναρσής δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση, έδειξε να ξαφνιάζεται αλλά δεν έδειχνε να ηρεμεί. Η Βέρα συνέχισε:

"Φεύγω γιατί αν μείνω θα σου πω πολλά"

"Σαν τι έχεις να μου πεις"

"Καλύτερα να μην ακούσεις, πίστεψέ με".

Την είδε που έφυγε στο βάθος του χολ. Έμεινε μετέωρος γεμάτος ένταση στο μυαλό του.

"Θυμήθηκες τα παλιά;" αυτή η κουβέντα του είχε καρφωθεί στη σκέψη του. Τα λόγια ηχούσαν σαν καμπάνα στα αυτιά του προκαλώντας του οργή.

"Δεν φταις εσύ" μουρμούρισε, "εγώ φταίω που σε μάζεψα και σε έκανα άνθρωπο και σένα για να μου βγάζεις τώρα γλώσσα με αυθάδεια" πρόσθεσε πηγαίνοντας προς το μπαρ στην βιβλιοθήκη του. Γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι και το μισό το κατέβασε απνευστί με ένα βλέμμα αποκρουστικό.

Το μεσημέρι της επόμενης μέρας, Παρασκευής, ήταν σειρά του Τίμου να έχει τη χαρά της επίσκεψης της Αλεξίας στο γραφείο του. Το χαμογελαστό πρόσωπο της "Αγκάθα" στεκόταν μπροστά του σιωπηρό. Σήκωσε τα μάτια του και την είδε.

"Σαν τη γάτα μπαίνεις ε;" την καλωσόρισε με ένα πλατύ και χιουμοριστικό χαμόγελο.

"Άλλη φορά Κύριε να έχεις το νου σου, ποιος μπαίνει ή να κλείνεις την πόρτα σου" του απάντησε και στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα μπροστά του.

"Λοιπόν σου έχω νέα", του είπε χωρίς καθυστέρηση.

"Για λέγε...!" την ρώτησε και περίμενε με αγωνία.

"Βρήκα το μαγαζί του Ζησιμάκου"

"Ωραία...! μπράβο. Που είναι;"

"Πειραιά, κάπου στη Φίλωνος, ένα μπαρ"

"Τι λες να κάνουμε;"

"Τι θα  'λεγες να συνοδεύσεις μια Κυρία σαν εμένα ε Σάββατο βράδυ;"

Ο Τίμος γέλασε με την καρδιά του.

"Με μεγάλη μου τιμή να βγάλω έξω μια γυναικάρα σαν εσένα", απάντησε.

"Έλα-έλα, άσε τις φιλοφρονήσεις, πολύ σου πέφτω" του είπε η Αλεξία. Μια γυναίκα που η αίσθηση του χιούμορ της ήταν από τα αγαπημένα κομμάτια του χαρακτήρα της.

"Λέγε λεπτομέρειες γλυκιά μου"

Η άλλη σοβαρεύτηκε.

"Λοιπόν, Σάββατο βράδυ βγαίνουμε παρέα, είμαστε ζευγάρι. Κατεβαίνουμε Πειραιά και πάμε να τον βρούμε. Από εκεί και πέρα ότι μας προκύψει. Στόχος μας είναι να μάθουμε για τον Γεβετζή. Μην είσαι σίγουρος ότι θα το πετύχουμε. Μπορεί είτε να μην ξέρει, είτε να μην θέλει με τίποτα να μας πει. Εντάξει;"

"Εντάξει Αλεξία. Να περάσω να σε πάρω, τι ώρα;"

"Ε βράδυ θα κατέβουμε, αυτά τα πουλάκια ξεμυτάνε τις μεγάλες ώρες, θα τηλεφωνηθούμε Σάββατο πρωί και κανονίζουμε"

"Εντάξει, ...δεν μου λες; από που έμαθες τις πληροφορίες;"

"Βρε Τίμο. Αστυνομικό ρεπορτάζ κάνω. Από που θες να τα μάθω; από το Δημαρχείο; απ'  τους δικούς μου στην Ασφάλεια τα έμαθα", του απάντησε.

"Έχεις δίκιο, είμαι και αφελής..."

Χώρισαν με αμοιβαίες φιλοφρονήσεις. Επόμενο ραντεβού τους το Σάββατο βράδυ με τα νεώτερα.

Την ίδια μέρα η Θάλεια μάθαινε στο τηλέφωνο από την Γεωργία Χατζηκώστα, ότι ο Λουκάς, ο γιος της έκλεισε ραντεβού στη θυγατρική εταιρεία των Γερμανών. Η κυρία Γεωργία κελαϊδούσε στην άλλη άκρη της γραμμής καθώς ενημέρωσε τη Θάλεια ότι ο Δέσπος τον περιμένει την Δευτέρα το πρωί στο γραφείο του. Η χαρούμενη φωνή της ήταν για εκείνη ένα από τα καλύτερα φάρμακα γαλήνης. Ένιωσε με καλύτερη διάθεση και πιο σίγουρη στις σκέψεις της. Είχε μιλήσει και εκείνη με τον Δέσπο νωρίτερα. Αλλά για τους δυό τους το θέμα ήταν άλλο. Είχαν ετοιμάσει έναν ακόμα φάκελο με νεώτερα και αναλυτικότερα στοιχεία για την δομή της προσφοράς τους για τα αεροδρόμια. Εικονικά και στημένα και αυτά. Με υπερεκτιμημένα τα στοιχεία τους έτσι ώστε όταν αυτά διοχετευτούν στον Ναρσή να αναγκαστεί να ανεβάσει το ύψος των ανοιγμάτων του για να συγκροτήσει ανταγωνιστική προσφορά στον διαγωνισμό. Τώρα ήταν ώρα για να κανονίσει τον τρόπο που θα τα παραδώσει στα χέρια του.

Ο Λεωνίδας Σαρλής συνομιλούσε με τον Ναρσή στο γραφείο του τελευταίου. Ήταν πια μεσημέρι αργά της Παρασκευής. Ο Σαρλής κρατούσε στο χέρι του τον φάκελο της "Τεχνοδομικής Α.Ε." του Σαράφογλου, ενός πελάτη τους.

Η Φωνή του Ναρσή ακούστηκε στεγνή.

"Τι γίνεται με τις επιταγές του Σαράφογλου;"

Ο Σαρλής κούνησε το κεφάλι του.

"Τι κουνάς το κεφάλι σου, σε ρώτησα τι γίνεται, εισπράχτηκαν;"

"Όχι. Πριν λίγο έκλεισαν οι Τράπεζες, οι επιταγές είναι ακάλυπτες"

Ο Ναρσής χτύπησε το χέρι του στο γραφείο οργισμένος.

"Με ποιους νομίζει ότι έχει να κάνει ε; με κανένα σούπερ μάρκετ; μας κοροϊδεύει;"

Ο Σαρλής έκανε έναν μορφασμό απορίας.

"Τι ποσό έχει μαζευτεί;" τον ρώτησε.

Ο Σαρλής κοίταξε στον φάκελο που είχε στα χέρια του

"Γύρω στα τριακόσια χιλιάρικα..."

"Και τις αφήσατε όλες αυτές απλήρωτες βρε Λεωνίδα; καλά αυτός ο Αξελός τι κάνει; αέρα παίρνει στο λογιστήριο; την Δευτέρα το πρωί να του πεις να τις σφραγίσει όλες ακούς;"

Ο Σαρλής τον κοίταξε διστακτικά.

"Τι με κοιτάς μωρέ ;"

"Είναι σε δύσκολη φάση η εταιρεία του. Πέσανε και δύο εγγυητικές την Δευτέρα, έχει πρόβλημα ρευστότητας. Με παρακάλεσε να του δώσουμε παράταση καμιά δεκαπενταριά μέρες"

Ο Ναρσής σηκώθηκε όρθιος αφηνιασμένος.

"Μήτε λεπτό....! Λεωνίδα άκουσες; μήτε λεπτό...! δεκάρα δεν δίνω για τα προβλήματα ρευστότητας του Σαράφογλου, τελεία και παύλα"

"Είναι σαν να τον πυροβολείς... θα χάσεις και τα λεφτά, τουλάχιστον μπας και πάρουμε ένα κομμάτι τους αργότερα"

"Θα του κάνω ασφαλιστικά για εντολές πληρωμής, πλάκα μου κάνεις Λεωνίδα; θα βγει βρώμα στην αγορά ότι ο Ναρσής κάνει νερά στις συναλλαγές του, δεν με ενδιαφέρει τι θα κάνει, να κόψει το λαιμό του, να πεθάνει...!" του απάντησε φωνάζοντας.

Φώναξε οργισμένος την γραμματέα του την Βιργινία Ξάνθου. Η γυναίκα μπήκε κίτρινη στο γραφείο.

"Φώναξε μου τον Αξελό τώρα, να τσακιστεί νάρθει"

Σε λίγα λεπτά ο διευθυντής Οικονομικού της εταιρείας ήταν μπροστά του. Η Αναψοκοκκινισμένη όψη του αφεντικού του δεν είχε καλά μαντάτα για αυτόν.

"Πάρε το φάκελο με τις επιταγές της Τεχνοδομικής και την Δευτέρα το πρωί πάνε για σφράγισμα, όλες....! μ' ακούς;"

Ο άλλος έγνεψε καταφατικά χωρίς να βγάλει άχνα. Ο Ναρσής συνέχισε στο ίδιο ύφος.

"Στις 9 το πρωί θα έρθεις και θα μου αναφέρεις ότι έγινε. Να τσακιστούν στην τράπεζα να το κάνουν με το άνοιγμα των ταμείων. Έγινα σαφής; και άλλη φορά να με ενημερώνεις για τέτοιες ενέργειες κάθε μέρα Αξελέ".

Ο τελευταίος έφυγε με την ουρά στα σκέλια μαζί με τον φάκελο στα χέρια του.

Ο Ναρσής άναψε εκνευρισμένος ένα τσιγάρο. Δεν είχε προλάβει να κάτσει στη θέση του και ο ήχος του τηλεφώνου τράβηξε την προσοχή του.

"Εσύ;"

Ο ήχος της φωνής της Θάλειας του άλλαξε αμέσως τα πάντα. Σαν ένας διακόπτης έκλεισε την προηγούμενη ένταση και τον επανέφερε σε έναν άλλο κόσμο. Ο Σαρλής τον κοίταξε με μια ματιά διαπεραστική, την οποία και προσπέρασε στη στιγμή.

"Τι κάνεις; εγώ ; καλά"

.........

"Τι έχεις;"

.........

"Πως έφτασε στα χέρια σου;"

........

"Πότε μπορείς; αύριο Σάββατο; για μεσημέρι, βράδυ αδύνατον, θα με πάρεις απόψε μεταξύ επτά και οκτώ εδώ στο γραφείο".

........

"Ευχαριστώ, τα λέμε από κοντά"

Έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Σαρλής τον κοίταζε εξονυχιστικά.

"Αυτή ήταν;" τον ρώτησε ο συνεργάτης του.

"Ναι..." απάντησε εκείνος.

"Τι ήθελε;"

"Η Κυβέρνηση από βδομάδα ανακοινώνει επίσημα την έναρξη της δημοπρασίας. Έχει φάκελο με καινούργια στοιχεία από την προσφορά που θα καταθέσουν οι Γερμανοί. Θα μου τα δώσει. Πρέπει να βιαστούμε."

"Που τα βρήκε σου είπε ;"

"Με τον ίδιο τρόπο που τα είχε και την άλλη φορά. Τα πήρε απ τους ίδιους".

Ο Σαρλής έμεινε για λίγο σκεφτικός. Ο Ναρσής εν τω μεταξύ έκατσε στο γραφείο του.

"Σκέφτηκες αν παίζει παιχνίδι;" του είπε.

"Με αυτόν τον τρόπο πήραμε το έργο της Μακεδονίας" του απάντησε εμφατικά.

"Δεν λέει κάτι αυτό, μπορεί να είναι παραπλάνηση, τέλος πάντων, θα την δεις;"

"Ναι"

"Ένα της τηλεφώνημα σου άλλαξε εντελώς τη διάθεση το ξέρεις;"

Ο Ναρσής απάντησε βαριεστημένα.

"Άσε με βρε Λεωνίδα. Εδώ καιγόμαστε και το μυαλό σου..."

"Την Τετάρτη το βράδυ ήταν κάπου στην Παλιά Κοκκινιά, μια επίσκεψη"

"Τι θέλεις να πεις; την παρακολουθείς;"

"Στο είχα πει ότι την έχω κατά νου"

"Και τι να σου πω τώρα εγώ, τι μπορεί να ήθελε εκεί;"

"Δεν ξέρω για αυτό σε ρώτησα αν σου λέει κάτι η περιοχή"

Ο Ναρσής έξυσε το κεφάλι του. Προσπάθησε να σκεφτεί, να κάνει κάποια συσχέτιση. Το άφησε. Η Κουβέντα τους συνεχίστηκε και έκλεισε με άλλα θέματα. Ο Σαρλής έφυγε και έμεινε μόνος. Η μέρα του προχωρούσε σήμερα με ένταση και μπερδεμένα συναισθήματα.

Η Συνέχεια ήταν στο ρυθμό της ρουτίνας του. Το μεσημέρι επέστρεψε στο σπίτι του. Η Ατμόσφαιρα εξακολουθούσε να έχει τον ηλεκτρισμό της έντασης με το γιο του και τη γυναίκα του. Όλα έτρεχαν στη σκέψη του. Η κουβέντα της "θυμήθηκες τα παλιά σου" από τη μία, η υπόθεση με τις ακάλυπτες επιταγές από την άλλη, το τηλέφωνο της Μαζαράκη στο τέλος. Ο Χρόνος πέρασε. Οι απογευματινές ώρες ήταν πιο ήρεμες στην εταιρεία και έτσι μόνος εκεί με ελάχιστα άτομα μπορούσε να τακτοποιεί τις σκέψεις του καλύτερα.

Το βλέμμα του έπεφτε συνέχεια στη τηλέφωνο. Έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι και άναψε ένα τσιγάρο. Πλησίασε όρθιος στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε κάτω ως πέρα την Κηφισίας φωτισμένη γεμάτη κίνηση.

Τι περίμενε με αγωνία άραγε; τι τον απασχολούσε περισσότερο; ο φάκελος που θα του έδινε η παράξενη αυτή νεαρή γυναίκα ή το ότι θα την έμεναν πάλι μόνοι οι δυό τους. Απ τη μια ένιωθε ότι κάτι διαφορετικό ήταν η Θάλεια Μαζαράκη και από την άλλη αυτό που σαν μαγνήτης τον τράβαγε κοντά της.

Στις επτά και δέκα ο ήχος του τηλεφώνου τον διέκοψε. Ήταν εκείνη. Μίλησαν για λίγο και πέρασε στο προκείμενο.

"Αύριο Σάββατο νωρίς μεσημέρι... κατά τις δώδεκα... μπορείς ;"

Πήρε θετική απάντηση παρά τις απορίες της.

"Πως και έτσι μεσημέρι ;" τον ρώτησε.

"Δεν μπορώ βράδυ αυτή τη φορά"

Της είπε για την τοποθεσία.

"Μπορείς στις δώδεκα να είσαι στον Φλοίσβο στο Φάληρο;" της είπε.

Άκουσε την προφανή απορία της για τον προορισμό.

"Θα σου εξηγήσω σαν βρεθούμε, ναι, στον Φλοίσβο. Άφησε το αυτοκίνητο εκεί. Θα σε περιμένει ο Ιγνατιάδης"

Συμφώνησαν. Η Θάλεια έκλεισε το τηλέφωνο ικανοποιημένη. Ο περιβόητος κύριος Ναρσής, αυτή τη φορά άλλαζε πάλι το σημείο συνάντησής τους. Την πρώτη φορά σε θαλαμηγό, τη δεύτερη σε κάποια εξοχική κατοικία στα όρια της Χαλκιδικής, τώρα στο Φάληρο και ποιος ξέρει μετά που. Χαμογέλασε σκληρά. Πίσω από την πανίσχυρη εξουσία του, αυτός ο άνθρωπος, ο μεγιστάνας, ήταν φανερό ότι έτρεμε για πολλά πράγματα. Ήξερε όμως να φυλαγόταν και αυτό δεν έπρεπε να το υποτιμάει.

(Συνεχίζεται...)

Καμιά κίνηση του Ναρσή δεν είναι χωρίς δεύτερη σκέψη. Καμιά δεν είναι χωρίς μελέτη. Συνεχίζουμε φίλοι μου για τις μετέπειτα εξελίξεις.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro