Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 29: Στην αγκαλιά ζεστών ανθρώπων

Ι.

Τετάρτη απόγευμα η Θάλεια κατέβαινε με το αυτοκίνητό της την Λεωφόρο Κηφισού. Στην διασταύρωση με την Πέτρου Ράλλη έκοψε δεξιά και λίγο πιο κάτω πήρε αριστερά τη Θηβών. Ευτυχώς δεν βρήκε κίνηση και έφτασε εύκολα στην Παλιά Κοκκινιά. Εκεί μπήκε στα στενά μιας λαϊκής φτωχικής γειτονιάς. Έκοψε ανάμεσα σε κάποια δρομάκια και κάπου πάρκαρε κοντά σε μια παιδική χαρά. Τα σπίτια γύρω της μαρτυρούσαν τη φτώχεια και την ανέχεια τους. Κάποια από αυτά παλιότερα διατηρούσαν μια παραδοσιακή ομορφιά με λίγες αυλές να σώζονται εδώ και εκεί.

Σε ένα από αυτά τα σπίτια, μια παλιά μονοκατοικία με μικρή αυλή μπροστά της κοντοστάθηκε. Πλησίασε προς την αυλόπορτα. Στο κουδούνι με το όνομα Δημήτρης Χατζηκώστας σταμάτησε. Χτύπησε και περίμενε. Το άρωμα από μερικά χειμωνιάτικα τριαντάφυλλα την γέμισε ευωδία. Σε λίγο η φιγούρα μιας ξερακιανής γυναίκας μεταξύ εξήντα και εξήντα πέντε φάνηκε στην πόρτα. Κοντοστάθηκε, είδε τη Θάλεια στην πόρτα και βάδισε γρήγορα προς τα εκεί.

"Θάλεια κορίτσι μου, καλώς όρισες...!"

Ένα πλατύ ζεστό χαμόγελο την αγκάλιασε.

"Καλώς σε βρήκα Κυρία Γεωργία....!"

Άνοιξε διάπλατα τα χέρια της για να την αγκαλιάσει. Η Γεωργία Χατζηκώστα ήταν στα 64 της χρόνια. Το πρόσωπό της παρά τα χρόνια της έλαμπε από ένα ανθρώπινο καλοσυνάτο χαμόγελο. Τα καστανά της μαλλιά έπεφταν λίγο στους ώμους της.

"Πέρασε μέσα κορίτσι μου, έλα", της είπε με τη ζεστή φωνή της.

Η Θάλεια μπήκε στην αυλή του παλιού σπιτιού. Δύο τριανταφυλλιές μσοχοβολούσαν στην αυλή και μαζί με τα άλλα λουλούδια μαρτυρούσαν ένα νοικοκυριό που αγαπούσε τα όμορφα και απλά πράγματα. Μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού. Η Προσωπική σφραγίδα των ανθρώπων που κατοικούσαν εκεί είχε το μεράκι της.

"Κάτσε κοπέλα μου", η Γεωργία της έδειξε τον καναπέ στο σαλόνι του σπιτιού.

"Πόσο καιρό έχω να σε δω Κυρία Γεωργία ;" της είπε γλυκά η Θάλεια.

"Μπορείς να αφήσεις τους πληθυντικούς σε παρακαλώ ;" έκανε εκείνη.
"Κυρία Γεωργία... ξέρεις"

"Καλά, καλά, δεν σε πιέζω, όπως σου αρέσει".

Έκατσαν στο σαλόνι.

"Να κάνω ένα καφεδάκι ;"

"Φυσικά...! απ τα χέρια σου δεν λέω ποτέ όχι".

Σε λίγα λεπτά η καλοσυνάτη γυναίκα επέστρεψε με έναν όμορφο μπρούτζινο σκαλιστό δίσκο με ένα φλιτζάνι καφέ. Το συνόδευε ένα ποτήρι νερό και ένα πιατάκι με γλυκό κεράσι.

"Αχ τι έκανες πάλι" χαμογέλασε η Θάλεια.

"Έλα, έχεις τόσο καιρό να έρθεις στο σπίτι μας, έτσι θα σε αφήσω ;"

Η Θάλεια έριξε μια ματιά ολόγυρα.

"Ο Κύριος Δημήτρης ; δεν είναι εδώ ;"

"Α... μην ανησυχείς, τα απογεύματα βγαίνει λίγο έξω τη βόλτα του. Πότε στο καφενείο, πότε περπατάει"

"Είναι καλά ;"

"Καλά λέει, από τότε που βγήκε στη σύνταξη προσπαθεί να γεμίσει με πράγματα το χρόνο του".

"Ο Λουκάς τι κάνει ;"

"Τι να κάνει κόρη μου, παλεύει όπως όλοι. Έφαγε τα νιάτα του στα Πανεπιστήμια. Πολιτικός μηχανικός σου λέει ο άλλος. Που είναι ντε χώρος να ανοίξει τα φτερά του ; έχει όνειρα, αγαπάει τη δουλειά του αλλά... που ;"

"Με τι ασχολείται τώρα ;"

"Σε ένα τεχνικό γραφείο βολοδέρνει βρε Θάλεια εδώ και ένα χρόνο. Και να πεις ότι του δίνουν και σημασία στο πτυχίο του ; μπα."

"Κατάλαβα.... "

"Εσύ παιδί μου ; που βρίσκεσαι ; στο Υπουργείο ;"

"Ναι, εκεί. Καλά είμαι, ευχαριστημένη απόλυτα. Δεν θα με παρεξηγήσεις αν έχω τα μάτια μου ανοιχτά για το Λουκά έτσι ;"

"Αχ βρε Θάλεια μου, είναι να το λες ; πάντα με την καλή σου καρδιά..."

Το πρόσωπο της Θάλειας γέμισε αναπόληση.

"Κυρία Γεωργία, έχουμε ζήσει πάρα πολλά πράγματα μαζί, μην το ξεχνάς..."

Έριξε το βλέμμα της ένα γύρω. Τα μάτια της στάθηκαν στην μικρή ασημένια κορνίζα με την φωτογραφία μιας γλυκιάς ώριμης Γυναίκας.

"Αξέχαστη Κυρία Ηρώ, Η Μαμά πάντα στη θέση της ε ; Ας είναι ζωντανή η μνήμη της. Στάθηκε τόσο μα τόσο κοντά στους γονείς μου. Έδωσε ένα κομμάτι απ τη ζωή της", είπε νοσταλγικά.

Η Γεωργία την ακολούθησε στην ίδια διάθεση

"Τους αγαπούσε πολύ παιδί μου. Κύρια τη μητέρα σου. Ειδικά εκείνη τη λάτρευε..."

"Το ξέρω κυρία Γεωργία..."

Για μια στιγμή το βλέμμα της σκοτείνιασε. Την ρώτησε με βαθιά φωνή.

"Εκείνο το τομάρι εμφανίστηκε ξανά ;"

"Ο Γεβετζής ; Όχι. Έχει χρόνια που δεν μας ενόχλησε. Αρκετά τόσον καιρό. Εφιάλτης για μάς. Πρώτα η μάνα μου, μετά εγώ, η οικογένειά μου"

"Που βρίσκεται τώρα ξέρεις ; μαθαίνεις τι κάνει ;"

"Εκεί που ήτανε, ξέρεις... δεν άλλαξε κάτι. Στη δούλεψη του Ναρσή. Τον αφήνει αυτός; το καλύτερο τσιράκι του ήτανε. Ο Άνθρωπος της βρωμιάς. Μονάχα που τώρα έχει λουφάξει. Βλέπεις τον πήρανε κι αυτόν τα χρόνια αλλά τον έχει στη φύλαξη ο άλλος"

"Το κάθαρμα....! καθαρός και σίγουρος" είπε η Θάλεια με μια χροιά στη φωνή της μέσα στην οργή, σε τέτοιο βαθμό που τρόμαξε ακόμα και την Γεωργία.

"Πάνε τώρα αυτά...κορίτσι μου δεν ωφελούν".

"Δεν ξέρω πότε κλείνουν οι λογαριασμοί κυρία Γεωργία"

"Μην δηλητηριάζεις την καρδιά σου. Καταλαβαίνω. Ο Συγχωρεμένος ο Κώστας πήγε απ αυτόν. Αλλά όπως είδες κανείς δεν μίλησε. Και εμείς το μάθαμε απ το άλλο μούτρο, τον φίλο του"

"Το Ζησιμάκο λες;"

"Εμ ποιον, αυτός τον κάλυπτε. Αλλά τα φίδια μεταξύ τους ξέρεις φυλάνε το δηλητήριό τους για να βαστάνε τον άλλο. Έτσι το σφύριξε και στον Κώστα τον άντρα μου λίγα χρόνια μετά. Όσα βγάζει το ποτό ξέρεις είναι και τα βαθύτερα".

"Αυτός που τριγυρίζει ξέρεις ;"

"Όχι παιδί μου και δεν θέλω να μάθω ποτέ και για κανέναν τους...! μακάρι να μην ακούσω τίποτα για αυτούς. Να ανοίξει η γης να τους καταπιεί γίνεται;"

Η Θάλεια φύσηξε τον καπνό απ το τσιγάρο της ψηλά.

"Μακάρι Κυρία Γεωργία, μακάρι.... να γίνει ο λόγος σου πράξη, που ξέρεις καμιά φορά, για όλα έρχεται η ώρα τους", είπε και το βλέμμα της πήρε μια σκληρή παγωμένη έκφραση.

"Άστ αυτά τώρα κοπέλα μου πες μου για σένα, για τα προσωπικά σου. Έχουμε κανένα καλό παιδί στα σκαριά; λέγε..."

Η τρυφερή φωνή της Γεωργίας πήρε την γκρίζα ομίχλη της προηγούμενης κουβέντας μακριά. Με τη ζεστασιά και τα αισθήματά της παρέσυρε και τη Θάλεια σε μια συζήτηση που κράτησε αρκετά.

"Κυρία Γεωργία μου, η ώρα πέρασε πρέπει να φύγω"

"Κάτσε παιδί μου να σε δει κι ο Δημήτρης, όπου νάναι θα φανεί"

"Να του δώσεις φιλιά Κυρία Γεωργία, θα ξανάρθω άλλη μέρα στο υπόσχομαι και να δώσεις φιλιά και στο Λουκά".

Σηκώθηκαν, αποχαιρετίστηκαν αγκαλιασμένες. Την ξεπροβόδισε έξω στην αυλόπορτα κρατώντας την απ το χέρι.

"Στο καλό Θάλεια μου, σε ευχαριστώ που ήρθες, μην αργείς να σε βλέπουμε..." της είπε και της κούνησε το χέρι. Η Θάλεια πήρε την εικόνα απ το πρόσωπό της και την κράτησε στην καρδιά της. Της έδινε μια γαλήνη, μια δύναμη που τόσο ένιωθε να έχει ανάγκη. Μπήκε στο αυτοκίνητό της και πήρε το δρόμο του γυρισμού καθώς έπεφτε πια το βράδυ. Στο νου της γυρόφερναν όλα εκείνα πριν. Τα γεγονότα, τα πρόσωπα, οι καταστάσεις, οι μνήμες. Το παρελθόν, το παρόν.

Άρχισε στο μυαλό της να φτιάχνει κουτάκια με σχέδια και βήματα καθώς τα φώτα του δρόμου έστηναν τον δικό τους χορό μπροστά της.

ΙΙ.

Η Πέμπτη ήταν μια λαμπερή μέρα του Γενάρη. Τα γραφεία της Ελληνικής θυγατρικής BAYERISCHE BAUUNTERNEHMEN στην Βασιλίσσης Σοφίας ήταν λουσμένα στο φως. Μπροστά από το γραφείο του Κώστα Δέσπου, ήταν καθισμένη άνετα η Θάλεια καπνίζοντας. Αντίκρυ της ο πενηντάρης διευθυντής συνέχιζε την κουβέντα μαζί της.

"Χάρηκα που πέρασες από εδώ έστω και για λίγο"

"Ναι, είχα κάτι εξωτερικές δουλειές από το Υπουργείο και είπα να πεταχτώ να σας δω "

Την κοίταξε στα μάτια.

"Έχουμε κάτι ιδιαίτερο ; συνέβη τίποτα ;"

"Η Ανακήρυξη της δημοπρασίας θα γίνει σύντομα. Οι κινήσεις μας προχωρούν. Αν νομίζετε ότι έχουμε κάτι σε δεύτερη φάση πρέπει να το κάνουμε".

"Ίσως φτιάξουμε έναν ακόμα εικονικό φάκελο πιο λεπτομερή αυτή τη φορά για να καταλήξει, με τον γνώριμο τρόπο, στα χέρια του Ναρσή".

"Θα περιμένω ενημέρωσή σας"

"Ωραία, προχωράμε λοιπόν..."

Η Θάλεια σιώπησε για λίγο. Μετά τον κοίταξε κάπως παρακλητικά.

"Κάτι θέλεις έτσι δεν είναι;" την ρώτησε.

"Ναι, θέλω μια χάρη", του είπε.

"Είμαι όλος αυτιά"

"Όλον αυτόν τον καιρό με ρωτούσατε για το αντίτιμο, ας το πω έτσι, αυτής μας της συνεργασίας"

"Φυσικά, μάλιστα σου είχα εκφράσει και κάποιες απορίες τότε", της είπε.

"Λοιπόν ήρθε η ώρα να ζητήσω κάτι, ας το πούμε σαν ένα είδος ανταλλάγματος"

"Περιμένω να ακούσω"

"Υπάρχει ένας νέος άνθρωπος. Είναι άντρας στα 35 του χρόνια. Είναι πολιτικός μηχανικός. Σας εγγυώμαι εγώ για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Είναι ένας νέος επιστήμονας, αγαπάει τη δουλειά του..."

"Σε τι μπορούμε να βοηθήσουμε;" την ρώτησε δεκτικά.

"Αυτό θέλω. Βουλιάζει σε ένα ασήμαντο τεχνικό γραφείο, θα ήθελα να δείτε την πρόσληψή του στην εταιρεία σας".

"Πολύ ευχαρίστως να το δω", τράβηξε με το χέρι του το σημειωματάριό του, "δώσε μου στοιχεία".

"Λέγεται Λουκάς Χατζηκώστας, μένει στην Παλιά Κοκκινιά"

Ο Δέσπος κράτησε τα στοιχεία.

"Ωραία, πως θέλεις να κανονίσουμε να τον δούμε, να μιλήσουμε"

"Θα του τηλεφωνήσω, να σας καλέσει να κλείσετε ένα ραντεβού, συμφωνείτε;"

"Εντάξει, κανόνισέ το, θα του δώσεις το τηλέφωνο της γραμματείας και στο ραντεβού θα τον δω ο ίδιος" της είπε. Ένα αδρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της.

"Σας ευχαριστώ πολύ. Θα διαπιστώσετε ότι, εκτός του ότι είναι δικό μου αίτημα, είναι ένας εξαίρετος επαγγελματίας και χαρακτήρας"

"Είμαστε σύμφωνοι Θάλεια. Ίσως περίμενα κάτι πιο ...ακριβό, επέτρεψέ μου να πω"

"Αυτό θέλω τώρα. Να είστε σίγουρος ότι με καλύπτει", του είπε και σηκώθηκε.

Αποχαιρετίστηκαν σε εγκάρδιο κλίμα, την ξεπροβόδισε στην πόρτα του γραφείου του. Ανανέωσαν το ραντεβού τους για τις μετέπειτα εξελίξεις στη γνωστή υπόθεση.

Η Θάλεια έφυγε ευχαριστημένη. Σαν κάποιο κενό να γέμισε μέσα της. Επέστρεψε στο γραφείο της στο Υπουργείο και μπήκε ξανά στους ρυθμούς της μέρας. Σε λίγο το χέρι της σχημάτιζε στο ακουστικό του τηλεφώνου της τον αριθμό του σπιτιού της Γεωργίας Χατζηκώστα. Η φωνή της γέμισε ιδιαίτερη χαρά σαν άκουσε τη φωνή της Θάλειας. Μια χαρά που έγινε σε λίγο ενθουσιασμός και συγκίνηση σαν η νεαρή γυναίκα της ανήγγειλε ότι η θυγατρική μιας τεράστιας Γερμανικής κατασκευαστικής εταιρείας περιμένει τον Λουκά σε επαγγελματικό ραντεβού για μελλοντική τους συνεργασία.

"Παιδί μου, τι δώρο είναι αυτό σήμερα;" ακούστηκε η φωνή της Κυρίας Γεωργίας με σπασμένη φωνή.

"Δεν είναι τίποτα, μην το βλέπετε έτσι, είναι κάτι που το αξίζει ο Λουκάς, απλά έτυχε και έμαθα εγώ από τις επαφές μου ότι ζητάνε συνεργάτες". Προσπαθούσε να την επαναφέρει στην κανονικότητα. Της έδωσε το τηλέφωνο και οδηγίες.

"Θα καλέσει στο τηλέφωνο αυτό, θα ζητήσει την γραμματέα του κ. Δέσπου Κωνσταντίνου και θα δώσει το όνομά του. Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους, εντάξει;"

Η Γυναίκα την ευχαριστούσε με έκδηλα τα συναισθήματά της.

"Σε παρακαλώ κυρία Γεωργία, μην λες τίποτα. Ενημέρωσε μόνο τον Λουκά να βιαστεί και περιμένω να με πάρει ή ο ίδιος τηλέφωνο να μου πει ή θα σας πάρω εγώ, για το τι έγινε, εντάξει ;"

Όλα ρυθμίστηκαν μια χαρά. Η Θάλεια έκλεισε το τηλέφωνο και άπλωσε το κορμί της πίσω στην πολυθρόνα του γραφείο της. Είχε καιρό να νιώσει ένα τόσο γλυκό και ήρεμο συναίσθημα μέσα της. Αυτά τα κουτάκια με τα σχέδια και τις κινήσεις της πάλι ξανάρθαν στη σκέψη της. Σαν να έβλεπε το χέρι της να σημειώνει με ένα "Χ" στη λίστα με τους στόχους της.

(Συνεχίζεται...) 

Ένα κεφάλαιο ήρεμο και γαλήνιο. Στιγμές για τη Θάλεια να πάρει μια ανάσα. Να γεμίσει όμορφες παραστάσεις από μια οικογένεια αγαπημένων ανθρώπων με σημαντικό πέρασμα στη ζωή της. Μια οικογένεια, η οποία φαίνεται να γνωρίζει πολλά από το μακρινό παρελθόν.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro