Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 27: Σαββατόβραδο με ένταση και ερωτήματα


Σάββατο βράδυ γύρω στις οκτώ, ο Τίμος πάρκαρε το αυτοκίνητo ένα στενό πιο κάτω από το σπίτι της Θάλειας στα Βριλήσσια. Η απογευματινή βροχή είχε αφήσει πίσω της τα σημάδια της παντού. Πριν ξεκινήσει την είχε πάρει τηλέφωνο. Έσβησε τη μηχανή από το Reanault 11 και κατέβηκε. Ο βοριάς φρέσκαρε αρκετά την ανάσα του. Κοίταξε το ρολόι του. Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά και είδε τη γνώριμη φιγούρα της Θάλειας να πλησιάζει. Πόσο πραγματικά τον αναστάτωνε η παρουσία της. Σαν να ήταν ακόμα νεαρούδι, φοιτητής που σκιρτούσε η καρδιά του στα ερωτοχτυπήματα.

Την καλωσόρισε εγκάρδια με ένα γλυκό φιλί διακριτικό. Και εκείνη κοντά του ήταν ιδιαίτερα ζεστή και τρυφερή.

Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν.

"Λοιπόν, πού θα με πας Σάββατο βράδυ;"

"Σε ένα μέρος που σου αρέσει πολύ από παλιά"

"Πού;"

"Θα δεις...." της είπε χαμογελαστά με διάθεση ευχάριστης έκπληξης.

Το αυτοκίνητο ανέβηκε την Λεωφόρο Μεσογείων και πήρε το δρόμο προς τα κάτω. Σάββατο βράδυ και οι δρόμοι είχαν αρκετή κίνηση. Στην διαδρομή κουβέντιαζαν για ένα σωρό πράγματα. Τα νέα για τη δουλειά τους, μερικά προσωπικά τους, σχόλια για τα τεκταινόμενα γύρω τους.

Πέρασαν από την Βασιλίσσης Σοφίας με κατεύθυνση τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης.

"Ήθελα να ήξερα πού με πας" παρατήρησε εκείνη περιπαικτικά.

Γέλασε και την πείραζε στο δρόμο. Με την συνοδεία διακριτικής μουσικής στο αυτοκίνητο έφτασαν στην παραλιακή. Ο Τίμος έστριψε αριστερά με κατεύθυνση προς τη Βούλα. Ο Αέρας της θάλασσας μπήκε από το μισάνοιχτο παράθυρο στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Η Θάλεια απολάμβανε τη διαδρομή άλλες φορές σιωπηλή άλλες φορές ομιλητική. Ο Τίμος την κρυφοκοίταζε με την άκρη του ματιού του στα δεξιά του. Ένιωθε κάτι διαφορετικό να βγάζει η γυναίκα που αγαπούσε, απόψε. Σαν να προσπαθούσε μέσα από τα χαμόγελά της να δίνει ένα περισσότερο προσποιητό τόνο άνεσης από τον πραγματικό. Μερικές φορές ένιωθε το βλέμμα της να χάνεται, να ξεμακραίνει πέρα στον ορίζοντα της σκούρας θάλασσας στα δεξιά τους.

Πέρασαν τη Βούλα και πήραν το δρόμο δεξιά προς το Καβούρι. Στους γραφικούς δρόμους με τα πλούσια σπίτια προσπέρασαν το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου εκεί κοντά. Σταμάτησαν στο "Μύθο".

"Ώστε εδώ λοιπόν ε;" τον ρώτησε η Θάλεια σαν είδε το όμορφο μεγάλο κέντρο που έμοιαζε κρεμαστό δίπλα στην παραλία.

"Εδώ ναι, μην μου πεις ότι δεν σ' αρέσει" της είπε ενώ κατέβαιναν.

Την πλησίασε, την έπιασε τρυφερά από το μπράτσο και βάδισαν προς το κέντρο. Ένιωθε το σώμα της λίγο σφιγμένο στο κράτημά του. Μπήκαν. Ο "Μύθος" ήταν ένα μεγάλο Piano Bar με υπέροχη ατμόσφαιρα και συγκρατημένο πλούτο στο εσωτερικό του τέτοιον που να μην προκαλεί. Αρκετός κόσμος απόψε. Σαββατόβραδο άλλωστε δεν μπορούσαν να περιμένουν κάτι διαφορετικό. Έκατσαν σε ένα τραπέζι αντίκρυ από το πιάνο με θέα προς την παραλία και τη θάλασσα.

Κάποια στιγμή ο Τίμος έκρινε ότι έπρεπε να ξεκινήσει την κουβέντα του.

"Θέλω να σου πω κάποια πράγματα που έμαθα..."

"Ναι, κάτι μου είπες στο τηλέφωνο, τι συνέβη λοιπόν"

"Άκου Θάλεια, έμαθα κάποια γεγονότα που αλλάζουν πολλά στο θέμα του θείου σου"

Η Θάλεια σφίχτηκε κάπως περισσότερο. "Ωραία σ' ακούω".

"Συναντήθηκα με δύο ηλικιωμένους ανθρώπους στη Δραπετσώνα. Ο ένας ήταν συνάδελφός του, ο άλλος είχε ένα καφενείο που μαζεύονταν κυρίως εργάτες...".

Της εξιστόρησε όσο μπορούσε πιο λεπτομερειακά τα γεγονότα που του είχαν πει οι δυό παλιοί φίλοι. Της μίλησε για τις συνθήκες του θανάτου του συνδικαλιστή, για το δημοσίευμα. Η Θάλεια όσο περνούσε η ώρα έδειχνε όλο και πιο άβολα στην όλη κουβέντα. Κάποια στιγμή της είπε και το πιο σημαντικό:

"Ξέρεις ποιος ήταν εκείνος που είχε τότε την εταιρεία που ο Λεμπεδιωτάκης είχε απέναντί του Θάλεια;"

Την είδε να αγωνιά.

"Ο πατέρας του Διονύση Ναρσή....!"

Δεν μπόρεσε να κρύψει εκνευρισμό και ταραχή. Απάντησε δηλώνοντας έντονα την έκπληξή της. Ο Τίμος την παρατηρούσε με προσοχή.

"Δεν σου κάνει εντύπωση;" της είπε.

"Ποιο;"

"Θάλεια, θέλω να μιλήσουμε καθαρά. Δεν είμαστε δύο τυχαία γνωστοί άνθρωποι, δεν νομίζεις;"

"Τι θέλεις να πεις"

"Ο άνθρωπος με τον οποίο είχε σχέση η αδελφή του πατέρα σου βρέθηκε απέναντι στον πατέρα του Ναρσή, έμμεσα αν θες απέναντι στον Διονύση Ναρσή. Αναμετρήθηκε μαζί του. Οι εργάτες μιλάνε για βρώμικο ατύχημα, ύποπτο. Ο ένας, ο Αλεξόπουλος είναι μάρτυρας στο καφενείο του σε έναν χοντρό καυγά με ένα μούτρο του Ναρσή και έναν εργάτη, στον οποίο του ξεφεύγει το μίσος ότι καλά του κάνανε. Σήμερα, εικοσιεπτά χρόνια μετά, κάποια πράγματα σε φέρνουν μαζί με τον Ναρσή...."

Πετάχτηκε έντονα κόβοντάς τον

"Τι εννοείς Τίμο μαζί; Τι θες να πεις;"

"Συγγνώμη, μην παρεξηγείς αυτό που είπα, κατά κάποιο τρόπο βρίσκεται στα πόδια σου, επαγγελματικά, αυτός ο άνθρωπος, σε πλησιάζει, τον πλησιάζεις, δεν έχει σημασία. Κατά κάποιο τρόπο..."

"Κατά κάποιο τρόπο τι; Γιατί δεν μιλάς καθαρά;" του αντέτεινε έντονα.

"Μα δεν το βλέπεις; Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς σε πλησίαζε και του τρέχανε τα σάλια. Εσύ...."

"Τι έκανα εγώ;" τον κοίταξε στα μάτια με διάθεση επικριτική.

Ο Τίμος μαζεύτηκε.

"Θάλεια δεν μπορώ, θα στο πω"

Δεν του απάντησε. Περίμενε κοιτώντας τον.

"Τι συμβαίνει με σένα και τον Ναρσή; Κάτι έχει γίνει με τον άνθρωπο, τον σύντροφο της θείας σου και αυτούς, δεν το βλέπεις; Τα ήξερες όλα αυτά; Υπάρχει ένα τρίγωνο με τον Λεμπεδιωτάκη, τον Ναρσή και τώρα εσένα, το τρίτο πρόσωπο στην ιστορία"

Η Θάλεια έκοψε την κουβέντα τους.

"Μας κοιτάει το μισό μαγαζί, σε παρακαλώ φώναξε να πληρώσουμε"

"Θες να πεις...."

"Με φέρνεις εδώ για να μού πεις ποια σχέση έχω με τον Ναρσή, που φέρεται μπλεγμένος στον θάνατο του θείου μου;"

"Μη θυμώνεις, τα πράγματα είναι σοβαρά".

"Πάμε σε παρακαλώ λίγο έξω, να περπατήσουμε, να μιλήσουμε", του είπε πιο ήρεμα αλλά πάντα αναστατωμένη.

Πλήρωσαν και βγήκαν έξω. Πήραν το γραφικό παραλιακό δρόμο προς το Μεγάλο Καβούρι. Ένα μισογεμάτο φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα της βροχής και πού και πού λαμπύριζε στη θάλασσα.

Τη σιωπή τους έσπασε η Θάλεια:

"Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;" του είπε.

"Φυσικά"

"Τι ζητάς απ' αυτήν την ιστορία μπορείς να μου πεις;"

Την κοίταξε δίπλα του για μια στιγμή.

"Δεν περίμενα μια τέτοια ερώτηση"

"Τι είναι αυτό που αναζητάς Τίμο;"

"Θάλεια, βρέθηκα τυχαία με ένα πρόσωπο μιας φωτογραφίας να ξεδιπλώνω ένα κουβάρι τριάντα χρόνια πίσω. Ένα κουβάρι στο οποίο είναι μπλεγμένος ένας άνθρωπος στο οικογενειακό σου περιβάλλον"

"Ωραία, εγώ μπορώ να ρωτήσω πού είμαι σε όλα αυτά;"

"Κοίτα, και η ιστορία ενός ξένου να ήταν, ενός αγνώστου, πάλι θα είχε ενδιαφέρον"

"Θέλεις να μου πεις ότι τριάντα χρόνια μετά, πας να εξιχνιάσεις έναν σκοτεινό θάνατο σε ένα πολιτικό πρόσωπο; Δεν το έκαναν ολάκερα συνδικάτα, ένα κόμμα, οι συνάδελφοί του και εσύ κάνεις τι;"

"Πειράζει που θέλω να κάνω μια ιστορική έρευνα για όλο αυτό; αλλά είναι και κάτι άλλο"

"Τι;"

"Έχω μια διαίσθηση ότι όλο αυτό αφορά και σένα"

Σταμάτησε και πάλι. Γύρισε προς το μέρος του

"Δηλαδή;"

"Τα ήξερες όλα αυτά;"

"Με ξαναρώτησες και μέσα. Και με προσβάλεις γιατί με αποκαλείς ψεύτρα. Άκου λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε την ιστορία. Κάποια στιγμή με το που γυρίζω απ'  τη Γερμανία στις σπουδές μου, ο πατέρας μου έχει βάλει μια φωτογραφία στη βιβλιοθήκη του. Την αδελφή του, μια γυναίκα που την λάτρευε και τον άνθρωπό της. Έναν άντρα. Προσωπικά δεν τους γνώριζα μήτε τον έναν μήτε τον άλλον. Στο σπίτι μας ήταν κάτι σαν ανάμνηση. Στην ερώτησή μου ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, η απάντηση που έπαιρνα ήταν η θεία σου με τον άνθρωπο που αγαπούσε. Τον σύντροφό της. Αυτό ήξερα Τίμο, μέσες άκρες για αυτή την πολυπόθητη φωτογραφία. Και επίσης κάποια γενικά πράγματα που μού είπε ο πατέρας μου για αυτόν, ότι ήταν μπλεγμένος στα πολιτικά, είχε μπελάδες με τις αρχές και τέτοια. Τίποτα παραπάνω από αυτά".

"Κι όμως Θάλεια, αυτή η φωτογραφία εξακολουθούσε και βρισκόταν στη βιβλιοθήκη σου...."

"Δεν είσαι καλά άνθρωπέ μου....! ειλικρινά... Εκεί ήταν αυτή η φωτογραφία για χρόνια. Το σπίτι, η βιβλιοθήκη έχουν την υπογραφή του πατέρα μου, τα θέλω του, τις επιθυμίες του, επειδή έφυγε απ'  τη ζωή δηλαδή έπρεπε να την πετάξω; Συγγενείς του ήταν, η αδελφή του. Δηλαδή και δικοί μου. Για όνομα του Θεού".

Ο Τίμος δεν απάντησε με την δυσπιστία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Η Θάλεια συνέχισε.

"Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη σε παρακαλώ; Σου μιλάω...!"

"Σ' ακούω" απάντησε βαριεστημένα.

"Μπορείς να σταματήσεις να έχεις τέτοια εμμονή με αυτήν την ιστορία; Γίνεται;"

"Δεν σε ενδιαφέρει να μάθεις τι είχε γίνει τότε;"

"Αν αλλάζει κάτι σημαντικό ναι θέλω να το μάθω"

"Αν εγώ ανακαλύψω κάτι άλλο, τι θα πεις;"

Τον κοίταξε επίμονα.

"Αν ανακαλύψεις κάτι άλλο θα περιμένω με μεγάλη αγωνία να το ακούσω. Αλλά και πάλι στο λέω...."

"Θες να ψάξουμε μαζί; Στο κάτω-κάτω της γραφής, συγγενής σου ήταν. Δεν σε ενδιαφέρουν οι συνθήκες του θανάτου του;"

"Ο Λεμπεδιωτάκης, σύμφωνα με το δημοσίευμα που μου έδωσες αλλά και με τα γεγονότα, δεν έφυγε αφανής από την ιστορία. Έχει τη θέση του στην ιστορική μνήμη. Τώρα τα άλλα φυσικά και με ενδιαφέρουν, αλλά εδώ δεν βρήκαν κάτι άλλο τόσοι και τόσοι"

"Εγώ θα συνεχίσω...! Αν θες ακολούθησέ με"

"Αν μάθω ότι βρήκες κάτι ευχαρίστως αλλά για όνομα του Θεού δεν καταλαβαίνω τι σε έχει πιάσει..."

"Ένας εργαζόμενος, ένας αγωνιστής ηγείται συμπαράστασης μιας μεγάλης απεργίας. Και αμέσως μετά τη λήξη της, βρίσκεται νεκρός σε ένα αμφιλεγόμενο ατύχημα. Οι συνάδελφοί του μιλάνε για δολοφονία και δείχνουν στα αφεντικά. Ε όχι θέλω αυτή η ιστορία να βγει στο φως, αν το μπορέσω. Το κάνω για την ιστορική μνήμη"

"Και πολύ καλά κάνεις, Τίμο. Και εγώ μαζί σου. Εμένα γιατί με βάζεις στη μέση; Αντικείμενο είμαι σ' αυτήν την ιστορία"

Δεν απάντησε. Συνέχισαν να περπατούν κατά μήκος της παραλίας. Στο βάθος ξανοίγονταν μπροστά τους ο κόλπος από το Μεγάλο Καβούρι. Με τη θάλασσα να λαμπυρίζει στα πόδια τους.

"Σου άρεσε πάντα εδώ" ακούστηκε ο Τίμος με μια διάθεση αλλαγμένη, ρομαντική.

"Θυμάσαι τις πρώτες φορές όταν πρωτόρθαμε;" τη ρώτησε.

Εκείνη δεν μίλησε. Αφέθηκε στις σκέψεις της. Σιωπηρή, προβληματισμένη.

"Σε νιώθω λίγο απόμακρη απόψε" της είπε. Στάθηκε και άπλωσε τα χέρια του να την αγκαλιάσει. Η αμηχανία της ήταν φανερή παρά την προσπάθειά της.

"Τι έχεις;" ψιθύρισε.

"Τίποτα" απάντησε με τα μάτια της να διαβαίνουν πέρα στη θάλασσα.

"Δεν θα μου πεις;"

"Δεν έχω να σου πω κάτι... θέλω να με δέχεσαι όπως είμαι... στο έχω ζητήσει πολλές φορές"

"Δεν ζήτησα να σε αλλάξω"

"Γυρίζουμε; Κρυώνω" του είπε τυλίγοντας τα χέρια της γύρω στο σώμα της.

Πήραν το δρόμο της επιστροφής μέσα στη σιωπή. Καθένας ήταν τυλιγμένος στις δικές του σκέψεις. Στο ίδιο κλίμα ήταν και ο δρόμος του γυρισμού.

Κάποιες κουβέντες που έγιναν καθ' οδόν είχαν μάλλον σκοπό να αλλάξουν το κάδρο της συζήτησης και ως ένα σημείο το κατάφεραν.

Έφτασαν έξω από το σπίτι της. Η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά. Το κρύο πια ήταν έντονο. Εκείνη δέχτηκε σιωπηρά την συνοδεία του ως την πόρτα του σπιτιού. Χωρίς κανείς να πει τίποτα για κάτι, βρέθηκε επάνω στο σπίτι της.

"Δεν μιλάς ;" της είπε

"Δεν χρειάζεται..." του απάντησε. Έφερε δύο ποτήρια ουίσκι, ένα για εκείνη, το άλλο του το έδωσε. Έκατσαν στον μεγάλο καναπέ. Έγειρε στην αγκαλιά του κουρασμένη.

"Αύριο...Κυριακή" ξεκίνησε κάτι να της λέει.

"Άστο το αύριο.... μπορεί να μην υπάρχει. Μπορεί να μην ξέρουμε για αυτό. Κράτα το σήμερα σε παρακαλώ..."

Την κοίταξε παράξενα, εκείνη συνέχισε.

"Ίσως να είμαστε μαριονέτες, να μας κινούν νήματα παράξενα, άγνωστα, σκοτεινά" ακούστηκε η φωνή της μέσα στη σιωπή παραδομένη σε κάτι σαν παραλήρημα.

Γύρισε προς το μέρος του. Τον αγκάλιασε και πριν τα χείλη της με μια παράξενη γαλήνη αναζητήσουν τα δικά του ψιθύρισε:

"Μην γυρεύεις απαντήσεις στο παρελθόν, μείνε μακριά του, μπορεί να σε συναντήσει αυτό στο παρόν, να σου δώσει κάποια στιγμή τις απαντήσεις του..."

Δεν τον άφησε να πάρει ανάσα για να αποκριθεί. Τον τράβαγε ολοταχώς στον δικό της κόσμο, στον οποίο παραδόθηκε μία ακόμα φορά με ψυχή, ηδονή και σώμα.

(Συνεχίζεται...)

Η ενόχληση της Θάλειας από την, ομολογουμένως, μεγάλη πίεση του Τίμου ήταν εμφανής και ίσως ως ένα βαθμό δικαιολογημένη. Παραμένουν βαθιά άγνωστα τα αίτια αυτής της στάσης της ηρωίδας μας περιμένοντάς μας ίσως να τα ψηλαφίσουμε στην εξέλιξη.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro