Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 26: Στον απόηχο μιας καυτής συνάντησης

Παρασκευή το πρωί, ο Διονύσης Ναρσής μόνος στο προσωπικό του γραφείο στην εταιρεία, προσπαθούσε να συγκεντρώσει το μυαλό και τις σκέψεις του. Τα όσα έζησε την χθεσινή θυελλώδη ερωτική βραδιά με την Θάλεια, ήταν πρωτόγνωρα για τον ίδιο και την προσωπικότητά του. Άντρας με αντίληψη κυρίαρχου επιβήτορα, με απόψεις όχι ιδιαίτερα κολακευτικές για το γυναικείο φύλο, φαλλοκράτης παλιάς κοπής. Το σώμα του ακόμα πονούσε από την σεξουαλική καταιγίδα που διάβηκε σε κάθε εκατοστό του κορμιού του. Κάποια εμφανή σημάδια αυτής της πάλης προσπάθησε επιμελώς να τα κρύψει ή και να τα επουλώσει καθώς ήταν επικίνδυνα για το απόκρυφο αυτής της ιστορίας. Είχε ήδη τη γκρίνια της γυναίκας του που άφηνε πολλά υπονοούμενα, δεν ήθελε να προσθέσει κι άλλη ακόμα.

Τα αισθήματά του ήταν παράξενα μπερδεμένα. Ήταν σε πλήρη σύγχυση. Δεν ήξερε αν του άρεσε αυτό που έγινε χθες ή αν έζησε κάτι που μήτε στα όνειρά του το φαντάζονταν ότι θα του συμβεί. Η εγωπαθής προσωπικότητά του γκρίνιαζε μέσα του για το πώς άφησε τον εαυτό του να γίνει έρμαιο στα χέρια και στο σώμα μιας νεαρής γυναίκας. Οι αισθήσεις του καλοδέχονταν αυτό το ιδιαίτερο κράμα ηδονής και πόνου που τον μάγεψε.

Αυτός λοιπόν, ο Διονύσης Ναρσής, στα πενήντα επτά του χρόνια, ένας επιφανής της οικονομικής εξουσίας να νιώθει άβουλος ακόλουθος μιας νεαρής τριαντάρας γυναίκας.

Τις σκέψεις του τις διέκοψε το βλέμμα του που έπεσε πάνω στον φάκελο που του έδωσε η Θάλεια στην συνάντησή τους. Ακόμα και σε αυτό το θέμα βρέθηκε ξαφνικά να απολογείται. Περίμενε φουρκισμένος τον Σαρλή να του τα ψάλλει για τις υπόνοιές του. Δεν τον είχε δει έτσι άνετα για να μιλήσουν. Σαν επέστρεψε στο Μακεδονία Παλλάς νωρίς το πρωί με το πρώτο φως της Πέμπτης είχαν λίγο χρόνο να κουβεντιάσουν και έτσι όλα αναβλήθηκαν για σήμερα.

Κάποια στιγμή έκανε την εμφάνισή του. Ο Ναρσής τον καλωσόρισε. Ο συνεργάτης και φίλος του κατάλαβε ότι κάτι γυρόφερνε στους λογισμούς του και σύντομα ξεκίνησε τις ερωτήσεις του:

"Λοιπόν, έχουμε και λέμε, χθες δεν τα είπαμε αναλυτικά, με το ταξίδι και τους αποχαιρετισμούς. Λέγε...! τι έγινε Τετάρτη βράδυ"

Ο Ναρσής τον κοίταξε συνοφρυωμένος.

"Πολλά....! πολλά και διάφορα"

"Επιτρέπεται να τα μάθω ή αποτελούν προσωπικά σου μυστικά;".

Τον αγριοκοίταξε λίγο.

"Μην λες ανοησίες Λεωνίδα. Ας ξεκινήσουμε από αυτά που μας καίνε...", πήρε το φάκελο από τα αριστερά του γραφείου του και του τον έδωσε στα χέρια.

"Πάρε για αρχή...!" του είπε.

Ο Σαρλής πήρε το φάκελο απορημένος και πήγε να ανοίξει το περιεχόμενό του.

"Μην κάνεις ακόμα τον κόπο, θα τα μελετήσεις μετά με την ησυχία σου. Εγώ τα είδα σε μια πρώτη ματιά. Δεν τον έχεις δει αυτόν τον φάκελο ξανά;"

"Δεν σε καταλαβαίνω τι λες".

Ο Ναρσής κούνησε το κεφάλι του. Ήθελε να γκρινιάξει πολύ αλλά απάντησε συγκρατημένος.

"Αυτός ήταν ο φάκελος για τον οποίο ο Κώστας ο Δέσπος συνάντησε την Μαζαράκη. Και εσύ μού έκανες το μυαλό ηφαίστειο..."

"Ακόμα δεν καταλαβαίνω"

"Τι δεν καταλαβαίνεις μωρέ Λεωνίδα, είδες τον Δέσπο να συναντά την Μαζαράκη ναι;"

"Ναι..."

"Και αμέσως το μυαλό σου άρχισε να πλάθει συνωμοσίες και διάφορα, ναι;"
"Που το πας;" έκανε ο Σαρλής.

"Το πάω ότι εκτέθηκα σαν μαλάκας".

"Γιατί εκτέθηκες;"

"Γιατί είχα την εντύπωση ότι την κράταγα στο χέρι τη μικρή. Και της ξεφούρνισα την είδηση για την συνάντησή της. Και μού πέταξε στα μούτρα τούτον εδώ το φάκελο για το λόγο της συνάντησής της"

"Και τι έχει μέσα ο φάκελος λοιπόν;"

"Ο φάκελος μέσα Λεωνίδα", έκανε κατηγορηματικά "έχει όλα τα πρώτα στοιχεία που δίνουν οι Γερμανοί για την υπόθεση που μας ενδιαφέρει. Εκπτώσεις, τιμές, αντισταθμιστικά οφέλη. Τα ζήτησε η Μαζαράκη, δήθεν για να τα περάσει στο Υπουργείο για να ξέρει η κυβέρνηση τι δίνουν σε πρώτη φάση. Αλλά εκείνη τα πέρασε σε μένα αυτούσια...!"

Ο Σαρλής κούρνιασε στην πολυθρόνα του αμίλητος σαν βρεγμένη γάτα.

"Δεν μιλάς ε; Εμ έμεινα σαν τον ηλίθιο να την κοιτάω σαν τα πέταξε στη μούρη μου"

"Τι σου είπε;"

"Άσε, δεν θες να ξέρεις...! δεν ήταν και τόσο κολακευτική για τους συνεργάτες μου"

"Με είδε;"

"Άντε και σε είδε, πού σε γνωρίζει βρε Λεωνίδα, ότι θέλεις λες".

Ο Σαρλής ξεφύσηξε ξύνοντας το πηγούνι του. Προσπαθούσε να βγάλει μια άκρη. Ο Ναρσής του έδωσε τον φάκελο.

"Παρ' τον να τον δεις. Δεν είναι και τόσο καλά τα πράγματα για μας. Πολύ μεγάλες οι προσφορές των Βαυαρών, να δούμε τι θα κάνουμε".

"Εντάξει, θα τον δω, θα τον αξιολογήσω"

"Δες τον και κανόνισε και με τον Αξελό να δούμε τι σημαίνουν αυτά για μας".

Ο Σαρλής πριν σηκωθεί ρώτησε:

"Να υποθέσω ότι μείνατε μόνο στον φάκελο την Τετάρτη το βράδυ;" τον ρώτησε με χαμηλωμένη φωνή. Ο Ναρσής τον κάρφωσε με το βλέμμα του.

"Γιατί ρωτάς;"

"Σε ενοχλεί; Μοιραζόμαστε τα πάντα" του είπε.

"Ένα θα σου πω Λεωνίδα. Η μικρή είναι από άλλο ανέκδοτο...! σε αυτό είχες δίκιο...! άλλο βιολί παίζει...."

"Δηλαδή;" έκανε εκείνος περίεργα, "να υποθέσω ότι...."

"Καλά κάνεις και υποθέτεις.... αλλά φίλε μου κόλαση.... ξέρεις τι πάει να πει κόλαση;"

Ο Σαρλής κρυφογέλασε έχοντας πιάσει ακριβώς το νόημα.

"Εγώ στο είπα", σηκώθηκε συνεχίζοντας "Αλλά... παρ' όλα αυτά επέτρεψέ μου να σου εφιστώ την προσοχή, άλλωστε μόνος σου το είπες..."

"Την έχω την προσοχή μου, στο ξανάπα..."

Ο άλλος τον κοίταξε ελαφρά δύσπιστα.

"Φεύγω, θα τα πούμε μέσα στη μέρα"

Έφυγε κλείνοντας πίσω του τη μεγάλη πόρτα του γραφείου.

ΙΙ.

Η Θάλεια είχε επιστρέψει στο σπίτι της την Πέμπτη το απόγευμα με μια παράξενη διάθεση. Όλα μέσα της είχαν ενισχύσει την αυτοπεποίθηση και την αποφασιστικότητά της. Οι σκέψεις της έδειχναν τακτοποιημένες, μοιρασμένες σε κουτάκια σχεδίων και βημάτων όπως τα είχε εκείνη τοποθετήσει. Γύρισε κουρασμένη. Με μια κούραση όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχολογική. Ένιωθε να έχει διαβεί μονοπάτια, που δεν φανταζόταν ότι θα έκανε. Πολλά κύματα ενοχής ίσως και ντροπής βασάνιζαν τη διάθεσή της. Στο τηλέφωνό της βρήκε αρκετές κλήσεις του Τίμου, που την αναζητούσε επίμονα. Μάλιστα στο τελευταίο του μεσημεριανό τηλεφώνημα της άφησε μήνυμα ότι ήθελε να συναντηθούν. Το προσπέρασε για σήμερα Παρασκευή καθώς ήθελε να μπει ξανά στους ρυθμούς της.

Στη δουλειά της κατάφερε να τους βρει σύντομα. Ο Υπουργός την κάλεσε το πρωί στο γραφείο του.

"Καλώς την, καλημέρα" την υποδέχτηκε με χαμόγελο. Στον άνθρωπο αυτό πάντα εκτιμούσε το χαμόγελό του. Δεν το αποχωρίζονταν ακόμα και στα δύσκολα.

"Πως πέρασες το διήμερο, ξεκουράστηκες;".

Απάντησε θετικά δίνοντας αόριστες δικαιολογίες. Άλλωστε ο άμεσα προϊστάμενός της ποτέ δεν θα έμπαινε σε αδιάκριτα μονοπάτια. Αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες, οργάνωσαν το πρόγραμμά τους γιατί η δουλειά ήταν αρκετή και πιεστική.

Το τηλέφωνό της χτύπησε γύρω στις δέκα. Η Φωνή του Διονύση Ναρσή ήταν πια γνώριμη για εκείνην. Την καλημέρισε με διάθεση ήρεμη.

"Πήρα να δω τι κάνεις πως είσαι, αν όλα είναι καλά".

Πάντα με εκείνο το παγερό χαμόγελο που έπαιρνε σαν του μιλούσε του απάντησε:

"Είμαι καλά ευχαριστώ, εσύ;"

"Ακόμα κουβαλάω τα απομεινάρια από το βράδυ της Τετάρτης", της είπε σιγανά.

"Αυτό σημαίνει ότι σού άφησε καλές εντυπώσεις" απάντησε.

"Πέρα από κάθε προσδοκία, εσύ;"

"Συνηθίζω να παίρνω αυτό που φέρνει κάθε στιγμή, όπως το φέρνει. Τα υπόλοιπα δεν χρειάζονται πολύ ψάξιμο"

"Αυτή σου η αντίληψη είναι στιγμές που με εντυπωσιάζει"

"Όπως το πάρει κανείς" τού είπε.

"Απλά πήρα να δω τι κάνεις και αν όλα είναι καλά"

"Ευχαριστώ, το εκτιμώ"

"Κλείνω με τη σκέψη να τα πούμε ξανά"

"Θα έρθει μόνο του"

Έκλεισαν τη τηλέφωνο. Μια τηλεφωνική επικοινωνία που άφησε στη διάθεση της Θάλειας ακόμα ένα αποτύπωμα όπως ακριβώς το ήθελε.

Συνέχισε τη δουλειά της στο γραφείο με διάφορες εκκρεμότητες και υποθέσεις.

Kατά τις έντεκα παρά τέταρτο το τηλέφωνό της χτύπησε ξανά. Ήταν ο Τίμος με φωνή προσμονής.

"Καλημέρα... επί τέλους"

Τον καλημέρισε με καλή διάθεση, ο Τίμος ήταν τρυφερά πιεστικός.

"Σε ψάχνω δύο μέρες Θάλεια, πού ήσουνα;"

"Έλειψα σε άδεια Τετάρτη, Πέμπτη"

"Αυτό το έμαθα από τη δουλειά, ανησύχησα, συνέβη κάτι; Δεν μού είχες πει ότι θα έλειπες"

"Όχι, ήταν κάτι έκτακτο, έπρεπε να πάω στα Γιάννινα για κάποια κληρονομική υπόθεση της Μητέρας μου"

"Καλά βρε γλυκιά μου, ένα τηλέφωνο δύσκολο θα σου ήταν;  Κάτι να μου πεις.." τη ρώτησε με κάποια πίκρα απορίας.

"Έχεις δίκιο Τίμο, με συγχωρείς, απλά όλα έγιναν μαζεμένα και το αμέλησα..." προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

"Αχ να δω τι θα κάνω με σένα, δυστυχώς είμαι πάρα πολύ πίσω στις επιλογές σου" επανέλαβε την παραπονιάρικη διάθεσή του.

"Έλα, εντάξει...ζήτησα συγγνώμη"

"Άντε να το ξεπεράσω όπως και τα άλλα", της είπε. Μίλησαν για λίγο για πράγματα ρουτίνας μέχρι που ο Τίμος πέρασε σε ένα άλλο θέμα με φωνή σοβαρή.

"Θάλεια, άκου. Θέλω να συναντηθούμε, έχω κάποια πράγματα να σου πω"

Εκείνη μάζεψε την αυτοσυγκέντρωσή της και ρώτησε:

"Συνέβη κάτι;"

"Ας το πούμε έτσι, έχω κάποια πράγματα βρει, που σε ενδιαφέρουν άμεσα"

"Σχετικά με τι" του είπε με έκδηλη απορία.

"Σχετικά με τον Λεμπεδιωτάκη"

Στο μυαλό της Θάλειας σήμανε ένας μικρός συναγερμός.

"Βρε Τίμο, έλεος, ακόμα με αυτό το θέμα ασχολείσαι;" τον ρώτησε περιμένοντας τι θα ακούσει.

"Ναι Θάλεια, με αυτό. Και νομίζω είναι κάποια πράγματα που αν τα ακούσεις θα συμφωνήσεις και εσύ ότι δικαίως το κάνω, λοιπόν;"

"Λέγε μου, τι θέλεις, δεν θα ...γλυτώσω"

"Πες μου πότε μπορείς να συναντηθούμε. Θες Σάββατο βράδυ;"

Αναστέναξε.

"Εντάξει...θα με πάρεις να μου πεις ώρα;"

"Σάββατο βράδυ, ευκαιρία να βρεθούμε, εκτός αν...."

"Εκτός αν τι ;"

"Εκτός αν έχεις κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνεις" της είπε πειραχτικά.

"Θα στο έλεγα στα μούτρα, πίστεψέ με" του απάντησε με τον γνωστό ευθύ της τρόπο.

"Θα περάσω να σε πάρω στις εννέα το βράδυ από το σπίτι εντάξει;"

"Εντάξει..."

Έκλεισαν το τηλέφωνο με ευχές για τη μέρα. Η Θάλεια έδειχνε σκεφτική. Το τηλεφώνημα αυτό την είχε αναστατώσει κάπως. Ποιες ήταν αυτές οι πληροφορίες που έμαθε ο Τίμος για τον Λεμπεδιωτάκη; Τι είδους εμμονή τον είχε πιάσει τελευταία με αυτήν την υπόθεση; Τι είχε εδραιωθεί στο μυαλό του και γιατί; Αναρωτιόταν πώς αυτό το πρόσωπο εισέβαλε από το παρελθόν στη ζωή της. Μια φωτογραφία, που αναστατώνει τα πάντα. Προσπάθησε να αποδιώξει τις σκέψεις της και να αφοσιωθεί στη δουλειά της που περίμενε με σειρά από εκκρεμότητες.

ΙΙΙ.

O Τίμος έκλεισε το τηλέφωνο με τη Θάλεια ενώ το μυαλό του ήταν γεμάτο σκέψεις. Είχε μια παράξενη αίσθηση ότι πήρε αυτό που της είπε λίγο επιπόλαια. Δεν ήταν σίγουρος. Τώρα θα μου πεις, σκέφτηκε, από μια τηλεφωνική συνομιλία δεν μπορείς να βγάλεις τέτοια συμπεράσματα αλλά να, περίμενε ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το άφησε, το ξέχασε. Όλα αυτά θα ξεκαθάριζαν στην συνάντησή τους. Τώρα είχε κάτι άλλο στο μυαλό του.

Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πάει κοντά δώδεκα. Σήκωσε το τηλέφωνό και κάλεσε ένα εσωτερικό στην εφημερίδα.

"Αλεξία;"

Η κρυστάλλινη και ευγενική φωνή μιας νεαρής γυναίκας του απάντησε.

"Τίμο; Πως και μάς θυμήθηκες;"

"Δεν μου λες, έχεις δουλειά, να  έρθω;"

"Όχι, σε περιμένω".

Η Αλεξία Δραγούμη ήταν η επικεφαλής του Αστυνομικού ρεπορτάζ στα "Εσπερινά Νέα" εδώ και οκτώ χρόνια. Δαιμόνια συντάκτης, όπως ακριβώς επιβάλλει το αντικείμενό της.
Στα τριάντα έξι της χρόνια, γυναικάρα γύρω στα 1.74 με καστανά μαλλιά μέχρι τους ώμους της και σιλουέτα που δεν την έλεγες αδύνατη με αρκετές όμορφες καμπύλες, με τις οποίες προκαλούσε πολλούς αναστεναγμούς κρυφούς και φανερούς σε άντρες και γυναίκες.  Όλοι στην εφημερίδα την αποκαλούσαν "Αγκάθα", φέρνοντας κατά νου τη θρυλική Αγγλίδα συγγραφέα.  Οι ικανότητές της και η διεισδυτικότητά της στο κομμάτι της δουλειάς της είχαν απλώσει τη φήμη της σε όλον τον δημοσιογραφικό κόσμο. Στην αγορά εθεωρείτο πολύ δυνατό όνομα και πολλές εφημερίδες ανταγωνίζονταν στα πόδια της για να την αποκτήσουν. Όμως αυτή ένιωθε τα "Εσπερινά Νέα" σαν δεύτερο σπιτικό της.

Το γραφείο της "Αγκάθα" ήταν σχετικά μικρό αλλά όλα μέσα στο χώρο είχε βάλλει τη δική της προσωπική σφραγίδα. Στην πλάτη της ήταν η επαγγελματική της βιβλιοθήκη με τα αρχεία και τους φακέλους της. Η ηλεκτρική της γραφομηχανή, το βασικό της εργαλείο δέσποζε εκεί στο κέντρο.

Ο Τίμος εισέβαλε στο χώρο με ενθουσιασμό. Ανταποκρίθηκε και εκείνη όρθια.

"Ούτε μια καλημέρα έτσι;"

"Αλεξία μου, έλα μην φωνάζεις, δεν σε είδα σήμερα, μήτε στο κυλικείο"

"Και φυσικά δεν έκανες καν τον κόπο να περάσεις από εδώ"

"Δεν τα κατάφερα, τρέχω με διάφορα, εσύ τι κάνεις; Ποιο έγκλημα περιμένει το χεράκι σου για να διελευκανθεί;"

"Έλα τα παραλές, κάτσε, να κεράσω κάτι; Έχω καφέ στην καφετιέρα δικό μου".

"Όχι ήπια ήδη έναν άσε..."

Και οι δύο ήταν συνάδελφοι με άριστες σχέσεις όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και σαν φίλοι εκτός δουλειάς. Είπαν μερικές κουβέντες για διάφορα άσχετα δικά τους. Ο Τίμος κάποια στιγμή πέρασε στο θέμα για το οποίο την ήθελε.

"Αλεξία σε θέλω για κάτι σοβαρό"

"Τι συμβαίνει;" τον ρώτησε εκείνη με ενδιαφέρον.

"Άκου, έχω αναλάβει ένα θέμα στο εργατικό"

"Τι θέμα;"

"Ένα ιστορικό εργατικό θέμα αλλά με πολύ παρασκήνιο"

"Ενδιαφέρον ακούγεται για λέγε", είπε η Αλεξία.

"Αφορά μια παλιά ξεχασμένη ιστορία που πιθανόν θα την θυμηθείς αν σου δώσω στοιχεία, ίσως έχεις πράγματα στο αρχείο σου"

"Τι είναι βρε παιδί μου με έσκασες;" είπε με αγωνία καθώς τον είδε να σοβαρεύει.

"Ψάχνω την ιστορία ενός παλιού συνδικαλιστή, που σκοτώθηκε σε ένα πολύ σκοτεινό ατύχημα και θέλω να με βοηθήσεις να ψάξουμε κάποια πρόσωπα"

"Για ποιον μιλάμε;"

"Για τον Κώστα Λεμπεδιωτάκη, το δημοσίευμα το βρήκα στο Ριζοσπάστη"

"Αυτή τη στιγμή δεν μου λέει κάτι το όνομα, για πες"

"Λοιπόν θα μελετήσεις το ιστορικό των γεγονότων του Λεμπεδιωτάκη και εγώ θέλω να βρεις στοιχεία για δύο πρόσωπα"

Η Αλεξία πήρε μπροστά της το σημειωματάριό της.

"Γράφω"

"Ο ένας λέγεται Λευτέρης Γεβετζής, τώρα είναι 52 ετών, είναι γεννημένος το 1935. Δούλευε τότε σε μια κατασκευαστική εταιρεία που την είχαν ο Αλέξης Ναρσής και ένας άλλος δεν θυμάμαι το όνομά του, που έκαναν την επαρχιακή οδό στα Μέγαρα το 1960. Είναι σεσημασμένο μούτρο κατά πως έμαθα"

"Α καλό αυτό" πετάχτηκε η Αλεξία "Θα έχει φάκελο".

"Σίγουρα και για πολλούς λόγους"

"Ο άλλος;"

"Ο άλλος είναι ένας Θωμάς Ζησιμάκος, ιδιοκτήτης χαρτοπαιχτικής λέσχης στην Ψαραγορά στο Κερατσίνι, δεν ξέρω άλλα για αυτόν".

Η Αλεξία κράτησε τις σημειώσεις της χαμογελώντας.

"Γιατί γελάς;" την ρώτησε απορημένος.

"Δεν με έχεις συνηθίσει να μπλέκουν στα πόδια σου τέτοιοι τύποι γι' αυτό. Τι έγινε Τίμο; Να ανησυχώ;"

"Να που τώρα πέφτω επάνω τους", απάντησε εκείνος, χαμογελώντας.

"Εντάξει Τίμο, μιας και μου είπες ότι ο πρώτος ήταν μούτρο ας ευχηθούμε να είναι γνωστός στην Ασφάλεια. Βέβαια μιλάμε για πάρα πολλά χρόνια πριν και δεν είμαι πολύ αισιόδοξη στο λέω"

"Καταλαβαίνω, ότι μάθουμε και αν μπορέσεις..."

"Στείλε μου το δημοσίευμα με τον συνδικαλιστή που μου είπες. Αν τα δύο πρόσωπα είχαν σύνδεση θα μας βοηθήσει και ότι άλλο ξέρεις"

"Μου μίλησαν για αυτόν κάτι ξωμάχοι στην Δραπετσώνα, φίλοι του. Οι εργάτες και τα συνδικάτα τότε μίλησαν για σκοτεινό ατύχημα"

"Μάλιστα, μαύρες ιστορίες σε μαύρα χρόνια".

Ο Τίμος σηκώθηκε

"Δεν θέλω να σε πιέσω στο χρόνο σου. Όποτε μπορείς και αν θέλεις"

Η Αλεξία σηκώθηκε.

"Μπορώ να σου χαλάσω χατίρι αγαπητέ μου; Δεν μπορώ. Έναν γόη έχουμε στην εφημερίδα, μην τον προσέξουμε;"

Ο Τίμος φόρεσε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.

"Λοιπόν άντε τώρα, θα το ψάξω εγώ και θα σου πω και ....κοίτα, το γραφείο μου είναι έναν όροφο από κάτω σου. Δεν θα πεθάνεις στην κούραση να μας λες καμιά καλημέρα".

Έφυγε από το γραφείο της με τη σιγουριά ότι η "Αγκάθα" θα έκανε τη δουλειά της με τον καλύτερο τρόπο. Άφηνε το κομμάτι αυτό στα χέρια της με απόλυτη εμπιστοσύνη. 

(Συνεχίζεται....)

Ο απόηχος της ερωτικής καταιγίδας ανάμεσα στον Ναρσή και τη Θάλεια, βρίσκει τον πρώτο σε εντελώς αμήχανη κατάσταση. Δεν είχε ποτέ στο παρελθόν χειριστεί ένα τέτοιο βίωμα. Δεν ήξερε πως να το νιώσει. Ο Τίμος περιμένει τη Θάλεια να συναντηθούν. Έχει πολλά να της πει και να συζητήσει. Τέλος, ένα νέο πρόσωπο μπαίνει στο μυθιστόρημα και στην πλοκή. Η Αλεξία Δραγούμη, αστυνομική ρεπόρτερ. Η "επιστράτευσή" της από τον Τίμο θα την βάλει για τα καλά στο καστ. Άραγε, θα ανακαλύψει κάτι χρήσιμο η δαιμόνια "Αγκάθα";

Στα κεφάλαια που ακολουθούν με πολλές και μεγάλες εκκρεμότητες.  


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro