Κεφάλαιο 25: Μια αλλόκοτη παρτίδα. 🔞🔞
Πέρασαν μέσα από ένα εντυπωσιακό διάδρομο διακοσμημένο με πολύ γούστο. Στο τέλος του διαδρόμου μια μεγάλη ξύλινη εσωτερική πόρτα άνοιξε με τον Ναρσή να την περνάει στο μεγάλο κεντρικό σαλόνι. Φαίνονταν να μην βρίσκεται κανείς άλλος εκεί.
Η Θάλεια πέρασε στο χώρο. Ένα εντυπωσιακό σαλόνι ντυμένο σε ένα γαλάζιο παλ. Πέρασαν στο κέντρο και εκείνος την παρέπεμψε να καθίσει σε έναν διπλό μοντέρνο καναπέ σε λευκο-κρεμ χρώμα. Στο μέσο των δύο καναπέδων ένα στρογγυλό τραπέζι με εντυπωσιακή διακόσμηση χώριζε τους δυο τους. Ο Ναρσής κάθισε απέναντί της.
"Πώς έφτασες;" την ρώτησε.
"Μια χαρά" απάντησε η Θάλεια ενώ το βλέμμα της σάρωνε το χώρο ολόγυρά της. Τα μάτια της έπεσαν ακριβώς απέναντι στο μεγάλο τζάκι με επένδυση λευκού μαρμάρου. Ακριβώς από πάνω του ένας τεράστιος κλασικός οβάλ καθρέφτης με σκαλιστή βαριά ξύλινη χρυσή κορνίζα έδινε με τον όγκο του ένα δέος στο χώρο. Δεξιά και αριστερά από το τζάκι ήταν όμορφοι ξύλινοι μπουφέδες κολλητά στον τοίχο, και αυτοί στο ίδιο διακριτικό σιελ χρώμα, με διάφορα διακοσμητικά επάνω τους. Όλο το περιβάλλον κραύγαζε για τον πλούτο του.
Η Θάλεια ξεπέρασε το πρώτο τρακ της συνάντησης και του χώρου. Απέκτησε γρήγορα τον έλεγχο του εαυτού της. Ο Ναρσής πήρε ευγενικά από τα χέρια της το παλτό της. Το μάτι του δεν δίστασε να δείξει τον θαυμασμό του για το αισθησιακό θέαμα που απλόχερα έδινε μπροστά του το σχιστό φόρεμά της.
Γύρισε και έκατσε κοντά της.
"Να βάλω ένα ποτό;" της είπε.
"Ναι θα το ήθελα ένα ουίσκι με πάγο"
Ο Ναρσής έδειξε να εντυπωσιάζεται
"Ουίσκι ε ;"
"Ναι γιατί;"
Πηγαίνοντας προς το μικρό μπαρ απέναντί του ακούστηκε:
"Συνήθως το ουίσκι δεν είναι στις προτιμήσεις πολλών γυναικών".
"Φαίνεται να μην ανήκω σ' αυτές" τού είπε".
Επέστρεψε με τα δύο ποτά και έκατσε απέναντί της.
Την κοίταξε παρατηρητικά με αδηφάγο βλέμμα.
"Επί τέλους" της είπε..."Να που βρισκόμαστε ξανά", άναψε ένα από τα πούρα του και συνέχισε:
"Ελπίζω αυτή τη φορά να είναι δίκαιη για μας η βραδιά" της είπε με υπονοούμενο.
Παρ' όλα αυτά το βλέμμα του την γυρόφερνε ερευνητικά σαν να γύρευε απαντήσεις σε μια σειρά ερωτήματα στο μυαλό του. Η κουβέντα τους συνεχίστηκε με τους τυπικούς εκείνους διαλόγους μιας συνάντησης που προσπαθεί να βρει τη δική της ταυτότητα.
Η Θάλεια ρώτησε κοιτώντας ολόγυρα:
"Τι είναι εδώ;"
"Εννοείς το σπίτι;"
"Ναι, δικό σου;"
"Ας πούμε ναι" είπε εκείνος αινιγματικά. Η Θάλεια αρπάχτηκε απ' την κουβέντα.
"Την προηγούμενη φορά θαλαμηγός, τώρα ένα απομονωμένο, σίγουρα μοναχικό σπίτι, τυλιγμένο στην αοριστία της ταυτότητάς του...." είπε σαν να απάγγελνε. Εκείνος απλά την παρατηρούσε με τα μάτια του να ταξιδεύουν σε κάθε εκατοστό του κορμιού της.
"Είσαι πάντα έτσι, πώς να το πω, μυστικοπαθής, κλειστός;"
Δεν μπορούσε παρά να απαντήσει:
"Ορισμένες φορές δεν υπάρχει άλλη επιλογή από αυτή. Όλα έχουν κάποιους κανόνες, που πρέπει να τηρούνται, δεν νομίζεις;"
"Φυσικά, κανόνες, όρια και ξεκάθαρο παιχνίδι" είπε τελειώνοντας ήδη το πρώτο ποτήρι της. Όπως και εκείνος. Μέσα στην κουβέντα τους που έτρεχε το παρατήρησε ότι είχαν τελειώσει τα ποτά και επέστρεψε σε λίγο με τα δεύτερα.
"Λοιπόν", της είπε κάποια στιγμή, όλα πήγαν καλά στο ξενοδοχείο, πως πέρασες;
"Όλα ήσυχα".
"Έχεις ξανάρθει στη Θεσσαλονίκη;"
"Όχι, είναι η πρώτη φορά"
Φύσηξε τον καπνό από το πούρο του και πέταξε το ερώτημά του.
"Άρα έπρεπε να είχες κάποιον κοντά σου να σε κατατοπίσει" της είπε.
"Δεν χρειάστηκε να πάω πουθενά" συμπλήρωσε εκείνη.
"Συνεπώς η συνάντησή σου με τον Κώστα το Δέσπο δεν είχε χαρακτήρα ας το πούμε ...ταξιδιωτικό"
Η Θάλεια τρόμαξε. Ο λόγος του πετάχτηκε στα πρόσωπό της και ήχησε στα αυτιά και στις αισθήσεις της σαν κίνηση σπαθιού που έσκιζε τον αέρα. Τρεμόπαιξαν τα βλέφαρά της. Ο Ναρσής έδειχνε καλά διαβασμένος και μελετημένος για τη συνάντηση; Προσπάθησε να μείνει ψύχραιμη. Τα καμπανάκια συναγερμού ηχούσαν μέσα της δυνατά.
"Να υποθέσω με παρακολουθείς;"
"Καμία τέτοια πρόθεση! Ένας συνεργάτης μου, τυχαία σάς είδε και το ανέφερε..." απάντησε εκείνος.
"Και γιατί ειδικά θεώρησε άξια αναφοράς αυτή τη συνάντησή μου για να την αναφέρει;"
"Μη γίνεσαι καχύποπτη, Θάλεια. Ο Δέσπος είναι γνωστό όνομα στον κόσμο των επιχειρήσεων, έχουμε συνυπάρξει σε δουλειές"
"Η συνάντησή μου με τον Δέσπο ήταν πολύ σημαντική" τού απάντησε ξερά, δημιουργώντας αυτή τη φορά στον ίδιο έκπληξη καθώς περίμενε μια απολογητική στάση.
"Γνωρίζεστε προσωπικά;"
Η Θάλεια σηκώθηκε να ξεμουδιάσει, έκανε μερικά βήματα στο σαλόνι και τού είπε:
"Άκου Διονύση, ο άνθρωπος ή οι άνθρωποί σου που σε πληροφόρησαν είναι ανόητοι".
Δεύτερη έκπληξη για τον Ναρσή που άλλη συμπεριφορά περίμενε και άλλη έβλεπε μπροστά του.
"Τι εννοείς;" τη ρώτησε.
"Πώς θα σου έδινα τις πληροφορίες που σου έδωσα αν δεν ήξερα και μάλιστα καλά κάποιον από τους άμεσα ανταγωνιστές σου; Στη συγκεκριμένη περίπτωση τους Γερμανούς και τους ανθρώπους τους;"
"Θέλεις να πεις...."
Η Θάλεια χωρίς να απαντήσει πήγε προς τον καναπέ. Τράβηξε την τσάντα της, την άνοιξε και έβγαλε από μέσα έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο.
"Αυτό είναι για σένα", τού είπε προτάσσοντας το φάκελο στα χέρια του. Ο Ναρσής τον πήρε χωρίς να τον κοιτάξει.
"Τι είναι αυτό;" ρώτησε κάπως έκπληκτος. Η Θάλεια τον πλησίασε πρόσωπο με πρόσωπο.
"Αυτός ο φάκελος είναι και ο λόγος της σημερινής μου συνάντησης με τον Δέσπο" είπε αφήνοντάς τον έκπληκτο. Η Θάλεια συνέχισε να τον πυροβολεί με τα λόγια της.
"Είναι δικός σου. Μέσα θα βρεις όλα τα πρώτα γενικά στοιχεία της πρότασης των ανταγωνιστών σου στο Υπουργείο και οι θέσεις τους για το έργο στα αεροδρόμια".
"Θάλεια...." κατάφερε να ψελλίσει.
"Τα στοιχεία τα είχα ζητήσει για να τα δώσω στον Κοντοδήμο ως ένα είδος, διαρροής και πρώτου επηρεασμού. Είναι οι βασικές τους θέσεις για τα έργα. Σε ποιες κατευθύνσεις θα κινηθούν, τι εκπτώσεις σχεδιάζουν και τι αντισταθμιστικά οφέλη δίνουν. Τώρα περνούν στα χέρια σου. Ο υπουργός θα πάρει κι αυτός τον ίδιο φάκελο".
Άνοιξε τον φάκελο. Μέσα ήταν μια σειρά έγγραφα με καταστάσεις και αναλύσεις.
Η Θάλεια τον πλησίασε κατά πρόσωπο. Το κορμί της σχεδόν άγγιζε το δικό του εκεί όρθιοι κοντά στο τζάκι. Με σιγανή αισθησιακή φωνή τού είπε.
"Λοιπόν; .....τι λες; Κάποιους τους πληρώνεις άσκοπα ή ακόμα είμαι η ύποπτη κατάσκοπος;"
Εκείνος στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα σχεδόν νιώθοντας τα χείλη της δίπλα στα δικά του. Έκανε μια κίνηση να σκύψει να την φιλήσει. Η Θάλεια τραβήχτηκε. Συνήλθε και προσπάθησε να απολογηθεί.
"Θάλεια, άκου. Στη δουλειά μας και σε αυτά τα επίπεδα ξέρεις πολύ καλά ότι κάθε λεπτομέρεια μετράει όσο τίποτε. Αν κάτι πάει άσχημα..."
Γύρισε πάλι προς το μέρος του.
"Τι φοβάσαι λοιπόν, εμένα;"
Προσπάθησε να ξεφύγει από αυτήν της την πίεση. Κάπου μέσα του ένιωθε να θυμώνει με τον εαυτό του. Ενώ είχε ετοιμάσει αυτή τη κουβέντα με τον έλεγχο και την πρωτοβουλία δική του τώρα ξαφνικά ένιωθε να απολογείται. Είχε περάσει αρκετή ώρα με σκόρπιους διαλόγους. Τις σκέψεις του διέκοψαν τα λόγια της
"Το ποτήρι μιας Κυρίας δεν πρέπει ποτέ να μένει άδειο", τού είπε προτάσσοντάς το.
Ζήτησε συγγνώμη και έφερε εκ νέου δύο καινούργια ποτήρια.
"Στην υγειά σου Θάλεια..." της είπε κοντά της.
"Στην επιτυχία της δουλειάς..." απάντησε εκείνη, πίνοντας απ' το ποτήρι της. Γύρισε την πλάτη της προς τη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Το φως του δωματίου έδινε μια λάμψη έξω στον κήπο. Άπλωσε το βλέμμα της πέρα μακριά απ' την παραλία στο σκοτάδι της θάλασσας που γίνονταν ένα με τον χειμωνιάτικο ουρανό.
"Είναι ωραία εδώ" είπε σιγανά.
"Ναι" αποκρίθηκε εκείνος.
"Ένα από τα ορμητήρια του κυρίου Ναρσή" μονολόγησε. Εκείνος δεν απάντησε χαμογελώντας ενώ το ποτό ήδη είχε κερδίσει το δικό του χώρο στις αισθήσεις τους. Η Θάλεια συνέχισε:
"Γιατί με κάλεσες, τι θέλεις από μένα; "
"Με ενδιαφέρεις" της είπε βραχνά. "Από το βράδυ της Πρωτοχρονιάς κέρδισες τις εντυπώσεις..."
"Δεν διστάζεις να διεκδικείς και να κερδίζεις αυτό που θέλεις ε;" τον διέκοψε.
"Είναι κακό;" της είπε.
"Δεν σου αρέσει να χάνεις Διονύση..."
"Ξέρεις κανέναν να το θέλει;" αποκρίθηκε.
"Ίσως να είναι κάποιοι που δεν θέλουν αλλά δεν μπορούν ή μάλλον δεν τους αφήνουν, δεν πρόλαβαν καν να μπορέσουν να προσπαθήσουν..." είπε πάντα με το βλέμμα προς τα έξω.
"Καθένας παίρνει στη ζωή αυτό που του αξίζει" είπε εκείνος.
Η Θάλεια γύρισε απότομα στο μέρος του. Με το ένα της χέρι στο ποτήρι ενώ το άλλο άρχισε να ταξιδεύει αργά στο πάνω μέρος από το σιελ του πουκάμισο.
"Έχεις πονέσει ποτέ σου;"
Ένιωθε μια ανατριχίλα κοντά της.
"Κάθε άνθρωπος πέρασε και περνάει στη ζωή του πόνους και αναμετρά αποτυχίες".
Συνέχισε με το χέρι της να ταξιδεύει πάνω κάτω στο πουκάμισό του προκαλώντας του μαζεμένα κύματα σοκ.
"Δεν μιλάω για τέτοιους πόνους, μιλάω για πόνους ζωής και θανάτου. Για πόνους που προκαλεί η απώλεια...! ο χαμός...!"
Δεν μίλαγε. Έβλεπε μονάχα τα μάτια της, υγρά και ζωγραφιστά να τον παρατηρούν καρφωμένα στα δικά του. Και το βλέμμα της να τού βάζει φωτιά. Άκουγε πάντα τα λόγια της μέσα στην απέραντη σιωπή.
"Προφανώς δεν το έχεις νιώσει. Δεν το έμαθες.. Όταν για πρώτη φορά σού συμβεί θα το καταλάβεις..."
Την πλησίασε νιώθοντας καυτά την ανάσα της.
"Ξεχωρίζεις...." της είπε, "ναι, ξεχωρίζεις...! Δεν ξέρω αλλά μερικές φορές νιώθω μαζί σου έξω απ' τα νερά μου. Σαν να συναντώ κάτι που με προκαλεί, με τραβάει να το δοκιμάσω αλλά δεν ξέρω πού θα με πάει να κολυμπήσω".
Το άφθονο πλέον ουίσκι που κύλαγε στις φλέβες τους, έκανε την ατμόσφαιρα διαφορετική.
"Στο είπα και πριν" τού είπε απόλυτα προκλητικά κολλώντας το κορμί της στο δικό του.
"Στο είπα ότι ποτέ δεν μπορείς να τα ελέγχεις όλα όπως θες, Διονύση Ναρσή" ψιθύρισε στο αυτί του. "Θα 'ρθει μια στιγμή που όλα θα είναι διαφορετικά....αλλιώτικα....παράξενα... πως, ας πούμε τα χαρτιά στην τράπουλα θα τα μοιράζει άλλος".
"Όπως τώρα;" είπε απλώνοντας τα χέρια του στο στήθος της που πρόβαλλε ηδονικό μπροστά του.
Η Θάλεια τον απώθησε ελαφρά αλλά αποφασιστικά προς τον καναπέ. Του έβαλε το ποτήρι στο στόμα στραγγίζοντας το υπόλοιπο από το ουίσκι του. Με τα χέρια της άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά από το πουκάμισό του τολμηρά και αποφασιστικά. Πήγε να κάνει μια κίνηση απέναντί της. Τον έσπρωξε απότομα στον μεγάλο καναπέ. Ο Ναρσής προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει ότι γινόταν παθητικός θεατής σε ένα ερωτικό παιχνίδι που μόλις ξεκίναγε. Κάτι σαν αντικείμενο. Ένιωθε να ζει πρωτόγνωρα πράγματα. Η Θάλεια κάθισε στην άκρη του καναπέ δίπλα του. Το φόρεμά της με κινήσεις βιαστικές γλίστρησε από πάνω της αφήνοντας το κορμί της γυμνό με τα εσώρουχα. Έβαλε το πόδι της πάνω στο στήθος του καρφώνοντάς το με τη γόβα της. Στα όρια του πόνου. Άρχισε να βγάζει ένα προς ένα τα εσώρουχά της. Τα χέρια της άρχισαν να χαϊδεύουν προκλητικά το στήθος και κατέβηκαν ανάμεσα στα πόδια της ψηλά.
Στα μάτια του Ναρσή ζωγραφίστηκε κάτι σαν έκπληξη και τρόμος όταν εκείνη τράβηξε από την καλτσοδέτα στο μηρό της ένα μικρό στιλέτο. Ένα μικρό μεταλλικό στιλέτο με σκαλιστή λαβή και λάμα που άστραφτε στο ημίφως του δωματίου.
Ένιωθε να μην μπορεί να κινηθεί. Έκανε μια κίνηση προς το στήθος της. Η Θάλεια έβαλε το δάχτυλό της στο στόμα του με την κίνηση της σιωπής.
Τράβηξε αργά και νωχελικά το σουτιέν αφήνοντας το σφριγηλό της στήθος να αιωρείται σαν εκκρεμές ηδονής στα υγρά μάτια του. Τα μάτια του καρφώθηκαν στις σκληρές ρώγες. Με το άλλο της χέρι η κοφτερή λάμα του στιλέτου άρχισε να κόβει ένα προς ένα τα κουμπιά από το πουκάμισό του. Ένα προς ένα. Φτάνοντας στο παντελόνι του.
"Τι κάνεις;" κατάφερε να ψελλίσει δίχως να πάρει απάντηση.
Η λάμα του στιλέτου χώθηκε πιο απειλητική στο εσωτερικό του σώματός του προς τα κάτω. Σε λίγο ήταν εντελώς γυμνή επάνω στο κορμί του. Η λάμα του στιλέτου ταξίδεψε ανάμεσα στα υγρά της πόδια και στη συνέχεια συνέχισε να σκαλίζει στα όρια τις αντοχές του σώματός του. Ο Ναρσής βίωνε ένα ταξίδι σε κάτι απροσδιόριστο. Σε κάτι γεμάτο από τρόμο, φόβο, αγωνία και ηδονή.
Ο μεγάλος καναπές έγινε ένα ανοιχτό πεδίο του βιασμού του. Η Θάλεια έκανε τα πάντα. Έλεγχε τα πάντα. Μια ερωτική αμαζόνα με τα μάτια της να κουβαλάνε μια λάμψη στα όρια της τρέλας. Μια Μαινάδα αποπλάνησης που ακροβατούσε ανάμεσα στο ερωτικό πάθος και στην παράνοια. Ο Ναρσής ζούσε στην ουσία έναν οικειοθελή βιασμό σε έναν ρυθμό που δεν μπορούσε μήτε να αντισταθεί, μήτε να αποφύγει. Ένα κορμί που έμοιαζε σαν ερωτικό δαίμονα να τον συνεπαίρνει και σε μια υποταγή που για εκείνον ήταν ταπείνωση.
Με τις άκρες του στιλέτου άνοιξε το παντελόνι του, τράβηξε, σχεδόν έσκισε το εσώρουχό του. Σπρώχνοντας τον με δύναμη προς τα πίσω, άνοιξε τα πόδια της και βυθίστηκε στην ήδη ερεθισμένη και ορθωμένη του στύση. Άρχισε να κινείται σαν άναρχη καβαλάρισσα πάνω του στέλνοντάς τον στην ηδονική άβυσσο. Με το ένα χέρι της χάιδευε δυνατά τα γυμνά της στήθη, τις ρώγες της, που είχαν στήσει χορό μπροστά στα θολωμένα μάτια του Ναρσή. Ενώ το άλλο οδηγούσε τη λάμα του στιλέτου απειλητική στο δικό του σώμα. Ύστερα το πέταξε και συνέχισε με τα νύχια της.
Οι εκρήξεις της Θάλειας, έμοιαζαν με ερωτική καταιγίδα. Έβγαζε πάνω στο κορμί του μια οργισμένη επιθετικότητα. Στροβιλίζονταν σαν φίδι, κυμάτιζε το σώμα της σαν ένα αισθησιακό μαστίγιο που σκορπούσε πόνο.
Και εκείνη η πρωτόγνωρη έκρηξη χάθηκε στο χρόνο. Στις άναρχες στιγμές που σκέπασαν τα πάντα. Έσφιξε με το χέρι της το λαιμό του, τόσο που είχε εκείνος κοκκινίσει χωρίς να αναπνέει για λίγα δευτερόλεπτα. Το χέρι της δούλευε σαν φονικό εργαλείο. Πότε έσφιγγε και πότε χαλάρωνε. Μέχρι που τον άφησε παραδομένο στην κορύφωσή του. Λίγο πριν την τελική κορύφωση, τραβήχτηκε από πάνω του αφήνοντάς τον να ζει έναν απελπισμένο οργασμό με τα υγρά του να γυρεύουν μάταια τη καυτή της είσοδο να πλημμυρίσουν.
Κάποια στιγμή ένιωθε εκείνος να συνέρχεται. Σαν άνοιξε τα μάτια του από την παραζάλη του οργασμού και την ομίχλη του οινοπνεύματος προσπαθούσε να επιστρέψει στην πραγματικότητα. Ξεκίνησε να μετράει τις πολλές αμυχές στο σώμα του και τους άναρχους χτύπους της καρδιάς του που φανερώνουν και την ηλικία του.
Την έβλεπε απέναντί του, στην άκρη του καναπέ, ολόγυμνη, σαν οπτασία. Στεκόταν εκεί προκλητική με τα γυμνά της πόδια μισάνοιχτα σε τέτοια θέση ώστε να βλέπει την πηγή της φωτιάς της αλλά και τα μπούτια της ψηλά μουσκεμένα. Με τον καπνό του τσιγάρου της να ταξιδεύει σε διάφορα σχήματα στο ταβάνι. Το βλέμμα της έτρεχε πέρα μακριά. Ακόμα και έτσι ήταν σαν να το προκαλούσε με τη στάση του σώματός της.
Κατάφερε να αποκαταστήσει την ισορροπία του και ανασηκώθηκε. Μια παράξενη ντροπή τον τύλιγε. Ήθελε να ντυθεί σαν να ένιωθε ταπεινωμένος.
"Τι πλάσμα είσαι τελικά, δαίμονας ή άγγελος; " κατάφερε να ψελλίσει.
Γύρισε και τον κοίταξε παγερά, με ένα κοφτό βλέμμα που ερχόταν από μακριά.
"Κάθε πλάσμα έχει δύο όψεις, Διονύση. Εξαρτάται ποιο θα διαλέξεις να συναντήσεις ή με ποια από τις δύο θα διαλέξει εκείνο να σε επισκεφτεί".
Σηκώθηκε πιο καλά στον καναπέ και γύρεψε τα ρούχα του να ντυθεί.
"Έτσι είσαι πάντα όπως απόψε;" την ρώτησε καθώς πλέον κάθονταν νωχελικά ντυμένος.
Εκείνη σηκώθηκε αργά. Με απόλυτη αίσθηση της αυτοπεποίθησής της δεν δίστασε να περιφέρει το γυμνό σώμα της στο δωμάτιο. Τα μπούτια της γυάλιζαν ακόμα σε ένα σημείο από τα υγρά του. Έβαλε δύο ακόμα ποτά και τα έφερε δίπλα τους.
"Πως ήμουνα δηλαδή;" τον ρώτησε αφού σκούπισε τα χείλη της από τις σταγόνες με το ουίσκι.
"Δεν ξέρω... δεν μπορώ να το προσδιορίσω... κι αυτό το ...στιλέτο".
Του χαμογέλασε πονηρά
"Φοβήθηκες; Γιατί; Δεν έχεις συνηθίσει στο κρεβάτι σου τέτοια παιχνίδια;"
"Ομολογώ πως όχι" απάντησε.
"Βλέπεις λοιπόν ότι ο θάνατος με την ηδονή απέχουν ελάχιστα" είπε με βλέμμα που γυάλιζε. Δεν της είπε τίποτα, μονάχα την κοίταζε.
"Είναι γιατί πάντα έχεις συνηθίσει το ρόλο του επιβήτορα" τού είπε με ένα ύφος επιτιμητικό.
"Λες;"
"Ω Ναι... πάντα ήθελες αυτόν τον τίτλο, και έτσι λειτουργούσες και στο κρεβάτι σου.. ίσως και στις σχέσεις σου...και στη ζωή σου... να εξουσιάζεις...! Να ελέγχεις...! Να αποφασίζεις...!", ήρθε πάλι κοντά του, στάθηκε ολόρθη δίπλα του.
"Πάντα και για τα πάντα" έκανε μια στροφή σκύβοντας να πιάσει τα εσώρουχά της. Οι γοφοί της τεντώθηκαν και ανοίχτηκαν ακριβώς μπροστά του. Έκανε μια κίνηση να την αρπάξει από τα πλάγια, για ελάχιστα δευτερόλεπτα τον άφησε να χαρεί την προσμονή. Ναι, ήθελε, με μανία να τη γαμήσει, να την ξεσκίσει , ανταποδίδοντας την ερωτική παρτίδα, που ήδη είχε χάσει. Αυτό ήθελε πραγματικά. Άφησε τις παλάμες του να σφίξουν τους σφιχτούς γοφούς της, τα δάχτυλά του να ψηλαφίσουν τις εισόδους της ανάμεσα στους γλουτούς. Πρώτα τα μισάνοιχτα χείλη της φωτιάς της και μετά τη ροδαλή είσοδο λίγο πιο πάνω αλλά ξαφνικά εκείνη τραβήχτηκε και σηκώθηκε, προκαλώντας του νέα αναστάτωση και εκνευρισμό.
"Απόψε συνάντησες κάτι άλλο, κάτι που σε αντιμετώπισε διαφορετικά.... ε ; Σαν αντικείμενο, τα λέω σωστά;" ακούστηκε η φωνή της.
Προσπάθησε κάτι να της πει αλλά τον διέκοψε:
"Μπορείς να μου πεις πού είναι το μπάνιο σε παρακαλώ;"
Σηκώθηκε και την συνόδεψε προς τα εκεί. Η πόρτα έκλεισε πίσω του. Τακτοποίησε το ντύσιμό του. Οι σφυγμοί του χτυπούσαν πολύ δυνατά και γρήγορα. Μετρούσε τις μικρές αμυχές στο στήθος του, σημάδια που έπρεπε πάσει θυσία να αποκρύψει. Ένιωθε τα πόδια του να τρέμουν και το κεφάλι του να γυρίζει. Πήγε στην μπαλκονόπορτα απέναντι, την άνοιξε λίγο. Ο κρύος αέρας κατάφερε να του διορθώσει λίγο την ανάσα και την διαύγεια. Απέμεινε λίγο εκεί με σκέψεις.
Η Θάλεια βγήκε από το μπάνιο με την εξωτερική εμφάνιση όπως ακριβώς ήταν όταν ήρθε. Το πρόσωπό της έλαμπε με μια αίσθηση νικήτριας μιας αλλόκοτης παρτίδας. Ήρθε προς το μέρος του, κοίταξε το ρολόι της.
"Είναι αργά, νομίζω πως πρέπει να φύγω"
"Θα ήθελες ίσως να διανυκτερεύσεις εδώ αν θέλεις"
Τον κοίταξε λίγο αυστηρά
"Ε όχι....! πρέπει το πρωινό να σε βρει στο ξενοδοχείο σου. Τους λόγους τους ξέρεις. Για μένα δεν είναι τόσο σημαντικό αλλά... πρέπει να φύγω"
"Καταλαβαίνω, της είπε, περίμενε λίγο να τηλεφωνήσω στον Ιγνατιάδη να σε γυρίσει πίσω"
"Είναι εδώ;"
"Θα έρθει σε λίγο μόλις τον καλέσω"
Έμεινε να περιμένει. Μάζεψε τα προσωπικά της αντικείμενα, περπάτησε λίγο προς τη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Την πλησίασε διακριτικά αυτή τη φορά
"Θάλεια..." της είπε.
"Ναι;" απάντησε χωρίς να τον κοιτάζει.
"Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το βράδυ"
Σίγουρα θα απορούσε αν μπορούσε να δει την όψη της στο πρόσωπό της. Δεν του είπε τίποτα.
"Θέλω να ξέρεις ότι ήταν κάτι ξεχωριστό για μένα...."
"Συναισθηματικός, ο κύριος Ναρσής; Ε όχι..." τον διέκοψε απότομα και συνέχισε:
"Ας πούμε ότι περάσαμε και οι δύο μια ξεχωριστή βραδιά. Καθένας για διαφορετικούς λόγους αν θέλεις"
"Δεν θέλω να μείνει εδώ" της είπε.
"Μην κάνεις σχέδια....! Ποτέ δεν ξέρεις..." του είπε απλά.
Πήγε να την φιλήσει αλλά εκείνη τραβήχτηκε διακριτικά. Της φίλησε το χέρι ακριβώς τη στιγμή που το κουδούνι της πόρτας έσπασε τη σιωπή στο χώρο. Ο νεαρός Ιγνατιάδης εμφανίστηκε όπως πάντα δεκτικός και διακριτικός. Ήταν έτοιμος να επιστρέψει τη Θάλεια στο ξενοδοχείο της. Μπροστά του άφησαν να αιωρείται μια κλασική τυπικότητα. Τη συνόδευσε στην μεγάλη πόρτα.
Θα ήταν πια προχωρημένη νύχτα όταν άφηναν πίσω τους τη μεγάλη έπαυλη εκεί στην άκρη της παραλίας. Το μεγάλο Range Rover ξεκίνησε την ίδια στιγμή που το βλέμμα της Θάλειας έπεφτε κοφτερό σαν μαχαίρι πίσω της. Το χέρι της διακριτικά έψαξε το εσωτερικό της τσάντας της. Η κρύα λαβή της θήκης του μικρού στιλέτου επαλήθευσε την παρουσία του εκεί. Χαμογέλασε πάλι παράξενα, τράβηξε το χέρι της από την τσάντα βγάζοντας ένα τσιγάρο από την ταμπακέρα της.
"Μου δίνεις λίγο τη φωτιά σου Μιχάλη;" ακούστηκε η φωνή της στον απορημένο για τη γνώση Ιγνατιάδη.
(Συνεχίζεται...)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro