Κεφάλαιο 23: Στη σκιά μιας επερχόμενης συνάντησης
Ι.
Η Θάλεια είχε μια ωραία πτήση για τη Θεσσαλονίκη. Ο καιρός ήταν καλός, χωρίς αναταράξεις. Έκανε βέβαια κρύο εκεί αλλά αυτό το περίμενε. Έφτασε νωρίς το μεσημέρι στο αεροδρόμιο. Πήρε ένα ταξί και τράβηξε στη "Γαλάζια Ακτή". Το ξενοδοχείο ήταν στην παραλία μεταξύ της Αγίας Τριάδας και της Περαίας. Το ταξί που την μετέφερε έκανε περίπου δεκαπέντε λεπτά για να φτάσει στον προορισμό της. Το ξενοδοχείο ήταν πολύ όμορφο. Δίπλα στην παραλία. Μια πανέμορφη παραλία ήρεμη και γαλήνια. Στην είσοδο την παρέλαβε ένας άνθρωπος της υποδοχής. Απευθύνθηκε στην reception. Έδωσε το όνομά της και ενημέρωσε ότι υπάρχει κράτηση. Οι υπάλληλοι της υποδοχής βρήκαν αμέσως τα πάντα. Μέχρι να ολοκληρωθούν τα τυπικά η Θάλεια έριχνε ματιές στο μεγάλο σαλόνι. Το εύρισκε πραγματικά πολύ όμορφο. Διακοσμημένο με γούστο, προσοχή και συγκρατημένο πλούτο χωρίς να προκαλεί.
Το δωμάτιό της ήταν στον δεύτερο όροφο. Ήταν ευρύχωρο και πολύ όμορφο. Άφησε τη μικρή της βαλίτσα στο μεγάλο διπλό κρεββάτι που ήταν στο κέντρο του δωματίου. Δεξιά του ήταν ένας μικρός διθέσιος καναπές. Απέναντί του μια κλασική μπερζέρα έδινε ατμόσφαιρα στο χώρο με τον όγκο της. Ανάμεσά τους ένα μικρό τραπεζάκι και δεξιά αριστερά του καναπέ δύο εξαίσια πορτατίφ με πορτοκαλί χρώμα. Όλα ήταν ντυμένα σε ένα γλυκό σκούρο μπεζ προς το καφέ. Αντίκρυ μια μεγάλη διπλή μπαλκονόπορτα οδηγούσε στο ευρύχωρο μπαλκόνι όπου αντίκρυ του απλώνονταν γαλήνια η θάλασσα του Θερμαϊκού.
Είχε ήδη τακτοποιήσει τα πράγματά της, είχε ενταχθεί στο χώρο, είχε κάνει μια μικρή βόλτα στην παραλία να ξεμουδιάσει και να τακτοποιήσει λίγο τις σκέψεις της. Παρά την εποχή, η πελατεία του ξενοδοχείου ήταν πολυπληθής. Φαινόταν αυτό στο κεντρικό σαλόνι. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, ζευγάρια, μοναχικοί, αποτελούσαν την μικρή του κοινωνία. Λίγο πριν το μεσημεριανό φαγητό είχε κάνει ένα τηλεφώνημα. Αφού τελείωσε το φαγητό της έκατσε στο μικρό αλλά πολύ όμορφο μπαρ. Ανέκαθεν της άρεσαν οι κλασικές γωνιές και μια τέτοια ζούσε τώρα εδώ.
Παράγγειλε ένα χυμό και άπλωσε το βλέμμα της στο μεγάλο παράθυρο προς τη θάλασσα.
Σε λίγο μια αντρική φωνή διέκοψε το ρεμβασμό της.
"Είχες καλό ταξίδι; Καλησπέρα"
Η φωνή του Κώστα Δέσπου είχε μια χροιά επιβλητική και μια βραχνάδα που της έδινε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η Θάλεια σηκώθηκε να τον υποδεχτεί.
"Καλώς ήρθατε, ναι ήταν ήσυχο το ταξίδι, ο καιρός ευτυχώς καλός"
Κάθισαν σε ένα όμορφο ξύλινο οβάλ τραπέζι και ο Δέσπος παράγγειλε και αυτός το ποτό του. Η Θάλεια τον ρώτησε αν πήγε στο φόρουμ.
"Ναι πέρασα, το κυριότερο είδα κάποιους ανθρώπους, αυτό για μένα ήταν ας πούμε η αποστολή μου, έτσι κι αλλιώς έχουμε εκεί εκπροσώπηση και θα μιλήσει κάποιος δικός μας".
Ήταν σειρά του να ρωτήσει:
"Εσύ έχεις κάποιο ιδιαίτερο νέο;"
"Είναι νωρίς ακόμα, αργότερα..."
Η Θάλεια τον ρώτησε:
"Φέρατε αυτό που σας ζήτησα;"
Ο Δέσπος έβγαλε από τον χαρτοφύλακά του έναν φάκελο με έγγραφα, τον έδωσε στα χέρια της λέγοντας
"Είναι όλα εδώ. Οι υποτιθέμενες πρώτες μας προτάσεις για το έργο που θα δημοπρατηθεί. Τα κρίσιμα σημεία των εκπτώσεων που σχεδιάζουμε να δώσουμε, τα αντισταθμιστικά οφέλη, όλο το εικονικό σκηνικό των πρώτων σχεδίων μας"
Η Θάλεια πήρε το φάκελο. Στο πρόσωπό της αποτυπώθηκε ένα σκληρό χαμόγελο.
"Πολύ ωραία, θα παραδοθεί απόψε στα χέρια του ενδιαφερομένου και μάλιστα εμπιστευτικά" απάντησε με το υπονοούμενο να αιωρείται κυρίαρχα στον αέρα.
Ο Δέσπος ακολούθησε το χαμόγελό της με έκδηλη την ικανοποίηση στο πρόσωπό του.
Συνέχισαν την κουβέντα τους για λίγο ακόμα. Εκείνος κάποια στιγμή σηκώθηκε, ήταν ώρα να αποχαιρετίσει.
"Εγώ θα σε αφήσω, έχω αρκετές συναντήσεις ακόμα μέχρι το βράδυ, κράτα εδώ το τηλέφωνό μου στο ξενοδοχείο μου αν με χρειαστείς ..."
Χώρισαν εγκάρδια. Η Θαλεια έμεινε στο μπαρ ενώ ο Δέσπος διέσχιζε την μεγάλη σάλα προς την έξοδο. Στα μέτρα που διάνυσε μέχρι την μεγάλη γυάλινη πόρτα, τον ακολούθησε το βλέμμα ενός ώριμου άντρα που καθόταν όσο μπορούσε πιο διακριτικά στον έξω χώρο του σαλονιού. Σε τέτοια θέση ώστε να έχει δει κάθε του βήμα και κίνηση. Ο άντρας σηκώθηκε αργά, πλήρωσε τον λογαριασμό του στο γκαρσόνι και έφυγε και εκείνος προς την έξοδο.
ΙΙ.
Περασμένες τέσσερις το απόγευμα στην σουίτα του Διονύση Ναρσή στο "Μακεδονία Παλάς". Με εμφανή τα σημάδια ενός κουραστικού προγράμματος όλη την προηγούμενη μέρα, τακτοποιούσε κάποια έγγραφα και πράγματά του στο γραφείο. Είχε βγάλει το σακάκι , είχε λύσει τη γραβάτα του, και ανοίξει τα πάνω κουμπιά από το λευκό του πουκάμισο για να μπορεί να ανασαίνει ευκολότερα. Δεν είχε καν προλάβει να γευματίσει. Είχε δίπλα του μόνο ένα ποτήρι ουίσκι που παρήγγειλε να του φέρουν από το μπαρ.
Δεν είχε προλάβει να κάτσει σε μια πολυθρόνα για να ηρεμήσει λίγο και το χτύπημα στην πόρτα ήρθε να τον διακόψει ενοχλητικά.
"Ποιος είναι;" φώναξε δυνατά.
Η φωνή του Λεωνίδα Σαρλή ακούστηκε από έξω.
"Εγώ είμαι...."
Σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Ο Λεωνίδας πέρασε στο εσωτερικό της σουίτας. Κοίταξε τον Ναρσή ερευνητικά.
"Κομμάτια είσαι ε;"
Εκείνος τον παρέπεμψε να κάτσουν στο μικρό σαλόνι.
"Δεν λες τίποτα, πολλές ώρες"
"Πως πήγε;"
"Καλά θα έλεγα. Αν εξαιρέσει κανείς τις πολιτικάντικες φλυαρίες του Υφυπουργού και κάποιων του Επιμελητηρίου, οι άλλες παρεμβάσεις είχαν ουσία"
"Ειπώθηκε κάτι ενδιαφέρον;"
"Ναι, ένας αναλυτής του Υπουργείου ήταν καλός. Παρλάρισε λίγο βέβαια για τις επενδύσεις αλλά παρουσίασε τον άξονα για αυτό που μας ενδιαφέρει..."
"Μίλησε κόσμος;"
"Ναι, αρκετές ομιλίες, ένα δυο αρκετά καθαρές, με προθέσεις και προτάσεις"
"Μίλησες;"
"Έκανα μια μικρή παρέμβαση, ξέρεις, όσα είχαμε πει "
Ο Λεωνίδας σταμάτησε για λίγο και ύστερα συνέχισε με την επόμενη ερώτησή του.
"Δεν μου λες, οι Γερμανοί ήταν εκεί, μίλησαν;"
"Ναι" απάντησε ξερά συνεχίζοντας "Μίλησε αυτός ο Δέσπος από την Ελληνική θυγατρική".
Ο Σαρλής έτριψε λίγο το σαγόνι του, μετά το πέταξε:
"Ξέρεις δεν ήταν μόνο εκεί παρών"
Ο Ναρσής τον κοίταξε ερευνητικά.
"Τι θες να πεις"
"Θέλω να πω ότι ήταν και κάπου αλλού, είχε μια συνάντηση νωρίτερα.
Ο άλλος ρώτησε περίεργα.
"Τι συνάντηση;"
"Μπορεί να μην σού αρέσει αυτό που θα πω"
"Θα μιλήσεις;"
"Ήταν με την ...μικρή, τη Μαζαράκη".
Ο Ναρσής έγειρε μπροστά στην πολυθρόνα του. Το βλέμμα στα μάτια του άστραψε.
"Πού;"
"Στο μπαρ του ξενοδοχείου που την έστειλες"
"Πού το ξέρεις;"
"Τους είδα εγώ με τα μάτια μου. Στο είπα ότι τη μικρή θα την έχω λίγο στο κατόπι. Πέρασα από εκεί να ρίξω μια ματιά..."
Ο Ναρσής σηκώθηκε, άναψε ένα τσιγάρο με βιαστικές κινήσεις ρουφώντας μια γερή γουλιά απ' το ουίσκι του. Έκανε δυο-τρία βήματα στο δωμάτιο και κάποια στιγμή γύρισε προς τον Σαρλή.
"Μπορεί να του ζήτησε στοιχεία, δεν ξέρω Λεωνίδα..." κόμπιασε.
Ο Σαρλής σηκώθηκε και αυτός, πήγε προς το μέρος του.
"Σου είπα τη μικρή να την προσέχεις. Δείχνει να μην είναι της σειράς των παιχνιδιών που κατά καιρούς παίζεις"
"Το ξέρω"
"Θα την δεις;"
Του απάντησε χωρίς να τον κοιτάζει.
"Ναι, απόψε...!"
"Πού εδώ;"
Ο Ναρσής απάντησε απότομα.
"Τρελός είσαι; εδώ, στο Μακεδονία Παλάς; Με όλους αυτούς έξω; Όχι φυσικά"
"Αλλά πού;"
"Έχω ετοιμάσει το εξοχικό στα Νέα Μουδανιά".
"Επιμένεις Διονύση;"
Απάντησε σίγουρος για την άποψή του.
"Πέραν κάθε αμφιβολίας. Και να σου πω κάτι; Ειδικά τώρα μετά από αυτό που μου είπες. Είναι νομίζω ένα ακόμα ερέθισμα για αυτήν την συνάντηση".
"Εσύ ξέρεις, απλά πίεσέ την, όσο μπορείς..."
"Θα το κάνω Λεωνίδα δεν είμαι παιδί..."
Ο άλλος τον κοίταξε λίγο κάπως με μια δόση αμφιβολίας στην έκφρασή του. Ο Ναρσής συνέχισε:
"Λεωνίδα η συνάντηση αυτή δεν έγινε ποτέ ακούς;"
"Δεν χρειάζεται σε μένα να κάνεις αυτήν την επισήμανση Διονύση, τους άλλους πρόσεχε. Μίλησες με τη Βέρα;"
"Θα την πάρω τώρα , μίλησα και το πρωί μόλις φτάσαμε"
"Λοιπόν να σε περιμένω για φαγητό;"
"Ναι, δεν έχω βάλλει τίποτα στο στόμα μου, κατέβα στη σάλα και θα έρθω"
Ο Σαρλής βγήκε από το δωμάτιο. Ο Ναρσής έμεινε για λίγο σκεπτικός. Ύστερα μάζεψε το μυαλό του και κίνησε στο τηλέφωνο. Είχε κάμποσα να προγραμματίσει μέχρι το απόγευμα.
"Ήθελα να 'ξερα τι παιχνίδι παίζεις μικρέ μου δαίμονα. Δεν ξέρεις όμως με ποιον έχεις μπλέξει", μονολόγησε την ώρα που σήκωνε το ακουστικό του τηλεφώνου.
ΙΙΙ.
Ο ήλιος έγερνε στα Δυτικά. Ο Θερμαϊκός κόλπος φλέρταρε με τα χρώματα της νύχτας που έρχονταν. Ο ουρανός είχε πολλά σκούρα σύννεφα και με το φευγιό του ήλιου είχαν αποκτήσει μια δική τους βαριά μορφή. Τα πρώτα φώτα της Θεσσαλονίκης απέναντι άρχιζαν να λαμπυρίζουν όμορφα σαν μικρά αστεράκια στον ουρανό. Στεκόταν στο στηθαίο του μπαλκονιού της και ρουφούσε τον κρύο αέρα της νύχτας. Μιας νύχτας δύσκολης, παράξενης, διαφορετικής. Ο καπνός του τσιγάρου της διαλύθηκε γρήγορα στο φύσημα της αύρας.
Νωρίτερα της είχε τηλεφωνήσει ο Ναρσής. Κατά τις επτά θα πέρναγε να την πάρει ο οδηγός του ο Ιγνατιάδης. Κοίταξε το ρολόι της, κόντευε έξη. Αποφάσισε ότι ήταν ώρα να ξεκινήσει να ετοιμάζεται. Το αποψινό βράδυ ήταν ιδιαιτέρων απαιτήσεων και όλα έπρεπε να είναι όπως έπρεπε. Στο δικό τους ιδανικό ύφος.
Είχε ήδη παραγγείλει τον καφέ της και μόλις βγήκε από τον μπάνιο, ένας γαλλικός αρωματικός και ζεστός καφές ήταν ότι έπρεπε.
Στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη. Κοίταζε το είδωλό της όπως φάνταζε όμορφο και ελκυστικό. Σε όλα του εκτός από το πρόσωπό της. Όχι ότι είχε απαρνηθεί την ομορφιά του αλλά αυτές τις στιγμές φάνταζε άκαμπτο, αλύγιστο. Είχε ήδη ντυθεί με εντυπωσιακό, θα το έλεγε κανείς ακραίο θηλυκό τρόπο. Ένα σετ από μαυροκόκκινα προκλητικά εσώρουχα. Ένα εντυπωσιακό σκούρο νυχτερινό φόρεμα με το κόψιμό του στο πλάι αναδείκνυε με εντυπωσιακό τρόπο τον ερωτισμό της. Το φόρεμα ψηλά κατέληγε σε ένα τελείωμα με λαμπερά στρας και ένα τολμηρό ντεκολτέ που αναδείκνυε το στήθος της σε όλη του τη σφριγηλότητα. Οι ώμοι και τα χέρια της ήταν καλυμμένα από ένα διάφανο μαύρο ύφασμα ενώ στο λαιμό της ένα όμορφο κόσμημα λαμπύριζε εντυπωσιακά.
Ήταν η στιγμή που έπρεπε να προσέξει το μακιγιάζ και την αισθητική του προσώπου της. Έδινε μεγάλη σημασία σε αυτό καθώς έπρεπε να περνάει και αυτό το δικό του μήνυμα.
Τόνισε τα όμορφα σχιστά της καστανά μάτια με σκούρο έντονο μακιγιάζ δίνοντάς τους ένα έντονο χρώμα. Τα χείλη της πήραν το χρώμα του κόκκινου της φωτιάς.
Με το άρωμα και τη γεύση του καφέ συντροφιά δούλευε με μεγάλη προσοχή τις λεπτομέρειες από τις σκιές στο υπόλοιπο πρόσωπό της.
Ένα δυνατό άρωμα την έντυσε ολόσωμα κλείνοντας τις μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες της εμφάνισής της. Σηκώθηκε από το κάθισμα, πήρε μερικά μέτρα σε απόσταση από τον καθρέφτη και άρχισε να ρίχνει ματιές. Αν κάποιος την παρακολουθούσε από μακριά θα έλεγε πως έβλεπε μια νεαρή γυναίκα να κάνει κάποιες πρόβες θεατρικές μπροστά σε έναν καθρέφτη. Το αποτέλεσμα που είδε την ευχαρίστησε απόλυτα. Έκανε έναν μορφασμό επιδοκιμασίας και σκέφτηκε μεγαλόφωνα:
"Ώρα για παιχνίδι κύριε Ναρσή...!"
Πέντε λέξεις....! πέντε λέξεις δοσμένες σε μια φράση με πολλές απολήξεις. Έξω είχε ήδη πέσει για τα καλά το σκοτάδι.
(Συνεχίζεται...)
Μια επερχόμενη συνάντηση. Η Θάλεια με τον Διονύση Ναρσή "ακονίζουν τα νύχια τους". Με τι σκοπό ο καθένας; Και ποια κατάληξη θα έχει αυτό το δεύτερο τετ-α-τετ τους. Στο κεφάλαιο 24 που ακολουθεί, η συνέχεια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro